ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ
Αριθμός αποφάσεως 2431/2018
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 2962/1456/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου …, ΑΦΜ … – ΔΟΥ κατοίκων εξωτερικού, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ηλίας Κατσαβός του Βασιλείου (ΑΜ/ΔΣΑ 11606), που υπέβαλε το Νο …/ 23.6.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη …, οδός …, με ΑΦΜ … – ΔΟΥ ΦΑΕΕ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Ψυχάρης του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505), που υπέβαλε το Νο …/26.6.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 8.2.2017 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 2962/1456/17.3.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 29.8.2017 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με βάση τη διάταξη αυτή, για την ύπαρξη της αδικοπραξίας και την υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, εκτός από την επέλευση της ζημίας, απαιτείται: α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από τον δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή στον χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει και το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η αναγκαιότητα ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στον νόμο, προκύπτει, όμως, από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη (Γ. Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 914 αριθ. 57). Αδικοπραξία, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων, που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (βλ. ΑΠ 901/2000 ΕλλΔνη 2001.136, ΕφΑθ 5684/2011 ΔΕΕ 2012.486 = ΕΕμπΔ 2012.919, ΕφΠατρ 378/2005 ΔΕΕ 2006.415, ΕφΑθ 166/2003 ΕλλΔνη 2004.182). Περαιτέρω, η σύμβαση ασφαλίσεως συνάπτεται με απλή συμφωνία των μερών που στηρίζεται σε πρόταση και αποδοχή της. Δεν αρκεί απλή πρόταση και αποδοχή της προτάσεως, αλλά πρέπει να επέλθει συμφωνία των μερών ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως και μάλιστα το ύψος του ασφαλιστικού ποσού ή να έχει τουλάχιστον δηλωθεί η ασφαλιστική αξία, το πρόσωπο του ασφαλισμένου, το ύψος των ασφαλίστρων και η διάρκεια της ασφαλίσεως. Εξάλλου, αν αντικείμενο διαπραγματεύσεως έχουν αποτελέσει περισσότεροι όροι, πέραν των όσων αφορούν τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, προκειμένου να συναφθεί η σύμβαση, πρέπει να επέλθει συμφωνία των συμβαλλομένων και επί των μη ουσιωδών όρων (βλ. και ΑΚ 195). Συνήθως, της καταρτίσεως της συμβάσεως ασφαλίσεως προηγείται γραπτή αίτηση επί εντύπου του ασφαλιστή, το οποίο ο τελευταίος έχει προηγουμένως χορηγήσει στον διαμεσολαβούντα ασφαλιστικό πράκτορα και το οποίο συμπληρώνεται από τον αντισυμβαλλόμενο. Με την υπογραφή της αιτήσεως ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται από την αίτηση για ένα διάστημα και στο μέλλον από τους όρους της ασφαλίσεως αν έχουν γίνει αντίστοιχες προβλέψεις στο έντυπο. Το συμπληρούμενο από τον ενδιαφερόμενο έντυπο αιτήσεως ο ασφαλιστικός πράκτορας που για τον σκοπό αυτό μεσολαβεί, έχει την υποχρέωση να προωθήσει περαιτέρω προς έλεγχο και τελική έγκριση στον ασφαλιστή, ώστε σε περίπτωση αποδοχής απ’ αυτόν της αιτήσεως ασφαλίσεως, αφού κατά κανόνα πλην εξαιρέσεων για τον ασφαλιστή δεν υπάρχει υποχρέωση αποδοχής της προτάσεως ασφαλίσεως, να συναφθεί η σύμβαση ασφαλίσεως και εκδοθεί ασφαλιστήριο, το οποίο αποστέλλεται από τον ασφαλιστή στον ασφαλιστικό του πράκτορα προς παράδοση στον αντισυμβαλλόμενο (ΕφΑθ 10956/1996 ΕΕμπΔ 1999.345). Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 1569/1985, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβητών ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, και επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα ή συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία και η δυνατότητα εκπροσωπήσεως ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρίας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων αυτών δεν αποκλείουν, εξ ορισμού, τη σχέση προστήσεως με την ασφαλιστική εταιρία, την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρον ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας εάν in concreto αποδεικνύεται σχέση προστήσεως (ΑΠ 316/2009 ΔΕΕ 2009.811, ΑΠ 1730/2008 ΕλλΔνη 2011.1335, ΕφΑθ 5684/2011 ό.π.). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 118 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα και, συγκεκριμένα, λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων ο τελευταίος στηρίζει την αξίωσή του και το δικαίωμά του να προτείνει αυτή κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου περί του οποίου ερίζουν οι διάδικοι, το οποίο πρέπει να περιγράφεται κατά τρόπο τόσο πιστό και επαρκή, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και γ) ορισμένο αίτημα. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 111 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των πραγματικών γεγονότων, από τα οποία, με βάση τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη, πηγάζει το επιδιωκόμενο δικαίωμα και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια. Αν δεν περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε η αγωγή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η δε αοριστία αυτή της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 2002.418, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 2000.1301, ΕφΑθ 2855/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφάλισε στην εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία το ανήκον στην κυριότητά του μηχανοκίνητο ταχύπλοο σκάφος «…», μήκους 9,98 μ., υπ’ αριθ. λεμβολογίου Παλαιάς Φώκαιας 286, για ζημίες προκληθείσες συνεπεία μερικής/ολικής καταστροφής ή απώλειας του σκάφους, προέβη δε στην κατάρτιση της ως άνω σύμβασης ασφαλίσεως κατόπιν της από 19.5.2011 προσφοράς ασφαλιστικής κάλυψης του ασφαλιστικού πράκτορα της εναγομένης …, διευθυντή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης «…», στην οποία ρητά αναφερόταν ότι καλύπτονταν, μεταξύ άλλων, ζημίες στα συστήματα πρόωσης (κύριες μηχανές) και πηδαλιουχίας, στα αξονικά συστήματα κ.α. Ότι στις αρχές Απριλίου 2012, έπειτα από έξι ώρες πλεύσης ο δεξιός κινητήρας της μηχανής παρουσίασε βλάβη (υπερθερμάνθηκε), λόγω ρήγματος που είχε προκληθεί σε ευρισκόμενο σε «πόδι» της μηχανής σωλήνα εισαγωγής θαλασσινού νερού. Ότι η βλάβη αποκαταστάθηκε, λίγες, όμως, ημέρες μετά, κατά τη διάρκεια πλεύσης στον Κορινθιακό κόλπο ο δεξιός κινητήρας παρουσίασε εκ νέου πρόβλημα, οπότε το σκάφος μεταφέρθηκε στο Λαύριο και επιθεωρήθηκε από διάφορους μηχανικούς, κατ’ εντολή του …, ο οποίος προσήλθε ως εμπειρογνώμονας της εναγομένης, προκειμένου να το ελέγξει. Ότι κατόπιν εξάρμοσης της μηχανής από το σκάφος και μεταφοράς της στην έδρα της επιχείρησης του …, που ανέλαβε την επισκευή της, ξεκίνησε η αποσυναρμολόγηση των τμημάτων της, τα οποία φωτογράφιζε ο παριστάμενος …, ειδικά εξουσιοδοτημένος από την εναγόμενη, όπως διαβεβαίωσε τον ενάγοντα, προκειμένου να την ενημερώσει. Ότι όταν διαπιστώθηκε πως τα τρία έμβολα είχαν αλλοιωθεί από τη θερμοκρασία ο … ζήτησε τη μεταφορά του κινητήρα στην επίσημη αντιπρόσωπο της κατασκευάστριας εταιρίας, η οποία ωστόσο έδωσε εξαιρετικά υψηλή προσφορά για την επισκευή της, με συνέπεια την επισκευή της τελικά από τον ως άνω …. Ότι επειδή μετά την επισκευή της μηχανής και τοποθέτησή της στο σκάφος αυτή παρουσίασε και πάλι πρόβλημα, αποσυναρμολογήθηκε και επισκευάστηκε εκ νέου, με επιβάρυνση του ενάγοντος. Ότι όταν αυτός επικοινώνησε με την εναγόμενη προκειμένου να του καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση, διαπίστωσε ότι ο ασφαλιστικός της πράκτορας … δεν της είχε αποδώσει τα ασφάλιστρα που αντιστοιχούσαν στη δεύτερη δόση της ασφαλιστικής περιόδου Ιουνίου 2011 – Ιουνίου 2012, αν και ο ίδιος τού τα είχε καταβάλει, επομένως δικαιολογημένα θεωρούσε ότι το συμβόλαιο ήταν ενεργό, ελλείψει και οποιασδήποτε όχλησης εκ μέρους της εναγόμενης. Ότι, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή παραστατικά (δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης και τιμολόγια παροχής υπηρεσιών), δαπάνησε συνολικά το ποσό των (11.622,17 + 10.941 =) 22.563,17 ευρώ για την αποκατάσταση των ως άνω ζημιών του σκάφους του. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν δηλώσεως ότι με την κρινόμενη αγωγή παραιτείται της προγένεστερης από 19.2.2013 υπ’ αριθ. κατάθ. 27799/2589/2013 αγωγής του κατά της εναγόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ευθυνόμενη ως προστήσασα τον επιδείξαντα την προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά ασφαλιστικό της πράκτορα, να τού καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.563,17 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση σ’ αυτήν της προηγούμενης αγωγής του (1.3.2013), άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/24.3.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …) αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 9, 14 αρ. 2 και 25 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των διατάξεων του Κανονισμού 1215/2012, που εφαρμόζεται είτε στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης εμφανίζονται δυο τουλάχιστον χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είτε μια χώρα μέλος και μια τουλάχιστον τρίτη χώρα (βλ. σχετ. Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 14 επ.), δοθέντος ότι ο ενάγων κατοικεί στις Η.Π.Α. και η εναγόμενη εδρεύει στην Ελλάδα, ήτοι σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου και έλαβε χώρα το ένδικο ζημιογόνο γεγονός (άρθρα 4 παρ. 1, 63 παρ. 1 και 7 περ. 2 Κανονισμού), εφαρμοστέο δε είναι το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), περαιτέρω δε είναι και το δίκαιο που τα μέρη επιλέγουν μετασυμβατικά, δεδομένου ότι το επικαλούνται. Ωστόσο η αγωγή, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξίας (άρθρα 297, 298, 330, 914, 922 ΑΚ), τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς το ειδικότερο στοιχείο αυτής περί υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνας συμπεριφοράς του προστηθέντος της εναγόμενης και της επελθούσας στο πρόσωπο του ενάγοντος ζημίας, για τους εξής λόγους: Ενόψει της σχετικής ρήτρας που έχει διατυπωθεί στο υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με την οποία η ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως διέπεται από τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου και πρακτικής, όσον αφορά στις καλύψεις ιδίων ζημιών, που ρυθμίζονται από τις ρήτρες των Άγγλων Ασφαλιστών και, συγκεκριμένα, των επισυναπτομένων στο ασφαλιστήριο “Ρητρών του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών & Θαλαμηγών” του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 «Institute Yacht Clauses (1.11.1985)», οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου, σαφώς συνάγεται ρητή συμβατική υπαγωγή της ασφαλιστικής σύμβασης στις ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου και δη σ’ αυτές που προσήκουν στη θαλάσσια (ναυτική) ασφάλιση [βλ. σχετ. άρθρα 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», σε συνδυασμό με το άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», όπου ορίζονται ως μεγάλοι κίνδυνοι, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη]. Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, έχει ρητώς συμφωνηθεί ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης διέπεται από το ανωτέρω ουσιαστικό δίκαιο. Επομένως, εφόσον η σύμβαση αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, καθώς αφορά στην ασφαλιστική κάλυψη ζημιών σε θαλάσσιο σκάφος, εφαρμοστέο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Το εν λόγω δίκαιο, το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική πρακτική επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ουσιώδους ή μη συνδέσμου μ’ αυτές (ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝαυτΔ 2003.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝαυτΔ 2001.165), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (COMMON LAW), εφόσον οι ρυθμίσεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου, καθώς και στην αγγλική πρακτική (ENGLISH PRACTICE), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες Ρήτρες των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 1 της Μ.Ι.Α. 1906, η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται μ’ αυτήν, κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια. Ο εν λόγω νόμος (Marine Insurance Act 1906) δεν προβλέπει τους επιμέρους προς ασφάλιση κινδύνους (βλ. γενική αναφορά περί θαλασσίων κινδύνων – maritime perils στο άρθρο 3) ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ειδικώς σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις κ.λπ.), καταλείπων τη διαμόρφωση τούτου (περιεχομένου) στην ελεύθερη βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters), το οποίο ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλασσίων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης. Αναφορικά με την ασφάλιση των θαλαμηγών οι διεθνώς εν χρήσει όροι είναι οι έντυποι όροι του Ινστιτούτου για Σκάφη Αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1.11.1985. Η δια των όρων αυτών παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (All Risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικώς (για τα ανωτέρω βλ. ΜΠρΠειρ 44/2016 προσκομιζ.). Μεταξύ άλλων, στη ρήτρα 9 των “Institute Yacht Clauses” της 1.11.1985 προβλέπεται ειδικότερα ότι η ασφάλιση καλύπτει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτει από την έλλειψη επαρκούς επιμέλειας από τους ασφαλισμένους πλοιοκτήτες ή διαχειριστές, κάθε ζημία ή απώλεια στο ασφαλισμένο σκάφος […], η οποία προκαλείται από κρύφια ελαττώματα στο σκάφος ή τη μηχανή κ.λπ. (9.2.2.), ενώ, περαιτέρω, στον όρο 6 των γενικών όρων ασφαλιστηρίου συμβολαίου ταχύπλοων σκαφών CL.Y105 (1.3.2009), που αναφέρονται στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος του, προβλέπεται ότι δεν καλύπτονται φυσικές ζημίες ή απώλειες που προκύπτουν ή είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής φθοράς, σταδιακής επιδείνωσης, θαλάσσιας ζωής, ηλεκτρόλυσης, όσμωσης, διάβρωσης, σκουριάς, υγρασίας, φυσιολογικής φθοράς από καιρικές συνθήκες, δεν καλύπτονται ζημιές στις μηχανές που οφείλονται σε μηχανικές, ηλεκτρονικές βλάβες ή απορρυθμίσεις, ενώ ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να προβαίνει στην περιοδική συντήρηση και αντικατάσταση τυχόν φθαρθέντων εξαρτημάτων ή εξοπλισμού. Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ισχύοντος στην υπό κρίση περίπτωση σχετικά με την επίδικη σύμβαση ασφάλισης αγγλικού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, η αγωγή, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια και συγκεκριμένη εξειδίκευση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων επήλθε ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα ασφαλισμένος κινδύνος, ώστε να θεμελιωθεί ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του ενάγοντος και της παράνομης συμπεριφοράς του αδικοπραγήσαντος ασφαλιστικού πράκτορα, ο οποίος προϋποθέτει την παραδοχή ότι η μη καταβολή των ασφαλίστρων συνιστά πρόσφορη αιτία της ζημίας του ενάγοντος κατά το ποσό που δαπάνησε προκειμένου να επισκευάσει το σκάφος του και κατά το οποίο η εναγόμενη δεν τον αποζημίωσε. Για να προκύψει η πρόσφορη αιτία, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή η αιτία της βλάβης και συνακόλουθα της δαπάνης, ώστε να προκύπτει εντεύθεν η υποχρέωση της εναγόμενης στην καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης (για την κρατούσα στη χώρα μας θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αλλά και για τις λοιπές θεωρίες σε σχέση με τον αιτιώδη σύνδεσμο βλ. αναλυτικά Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, 297 παρ. 41 επ., ιδίως παρ. 50 επ.). Μόνη η αναφορά του ενάγοντος στον προβλεπόμενο στην από 19.5.2011 προσφορά ασφαλιστικής κάλυψης όρο περί κάλυψης ζημιών στα συστήματα πρόωσης (κύριες μηχανές) ανεξαρτήτως αιτίας που τις προκάλεσε, χωρίς ταυτόχρονη αναφορά περί συμπερίληψης του όρου αυτού στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ενόψει της προαναφερθείσας υπαγωγής της σύμβασης ασφάλισης στο αγγλικό δίκαιο και πρακτική, που προβλέπει κάλυψη των ζημιών αυτών υπό συγκεκριμένες μόνο προϋποθέσεις, καθιστά το υπό κρίση δικόγραφο αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η δε προπεριγραφόμενη αοριστία δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε από τις αποδείξεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης (βλ. και ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 1991.235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000.41). Σημειώνεται ότι απαραδέκτως ο ενάγων επικαλείται το πρώτον με τις προτάσεις του την ύπαρξη «κρυφίων ελαττωμάτων» στο σκάφος, καθόσον η επίκληση αυτών άγει σε ανεπίτρεπτη διεύρυνση της ιστορικής βάσης της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της και να καταδικαστεί ο ενάγων λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 ΚώδΔικηγ (Ν. 4194/2013)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις …
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ