ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 901/2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 22η Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «….», και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύουν στον … και εκπροσωπούνται νόμιμα, για τις οποίες κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Τασιόπουλος (ΑΜΔΣΠ 3441), δυνάμει του από 08.07.2019 κοινού ειδικού πληρεξουσίου του νόμιμου εκπροσώπου τους, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα και προσάγεται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, φέρει βεβαίωση γνησίου υπογραφής από συμβολαιογράφο και επισημείωση (apostille) με βάση τη Σύμβαση της Χάγης της 5ης.10.1961, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/15.07.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: … του …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, για τον οποίο κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του Αγγελική Κοζή (ΑΜΔΣΑ 14348), δυνάμει του από 11.07.2019 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο και φέρει βεβαίωση γνησίου υπογραφής από αρμόδια αρχή, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/15.07.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 04.04.2019 με Γ.Α.Κ. 3167/2019 και με Ε.Α.Κ. 1517/2019 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 04.04.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 06.09.2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ’ αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο». Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνο η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα, η εταιρία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρίας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία, η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρίας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρία επιχείρησης, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρίας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας ή κατ’ άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρίας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ’ αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι’ αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρίες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (Βλ. ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει της περιγραφόμενης στο δικόγραφο σύμβασης έντοκου δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας με την επωνυμία «….», η πρώτη ενάγουσα μεταβίβασε κατά κυριότητα στην αντισυμβαλλομένη της το ποσό των 180.000.000 γιεν Ιαπωνίας, το οποίο συμφωνήθηκε να αποδοθεί στην πρώτη ενάγουσα την 25.04.2006, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο. Ότι δυνάμει της περιγραφόμενης στο δικόγραφο σύμβασης έντοκου δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….», καθώς και της περιγραφόμενης προσθήκης στη σύμβαση έντοκου δανείου, η δεύτερη ενάγουσα μεταβίβασε κατά κυριότητα στην αντισυμβαλλομένη της το συνολικό ποσό των 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας, το οποίο συμφωνήθηκε να αποδοθεί στη δεύτερη ενάγουσα την 28.10.2005. Ότι οι μη διάδικες εταιρίες εξακολουθούν να οφείλουν στις ενάγουσες τα κεφάλαια των δανείων, καθώς και ότι για την πληρωμή τους ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτές ο εναγόμενος, ο οποίος είναι ο μοναδικός τους μέτοχος. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, επικαλούμενες για τη θεμελίωση της ευθύνης του αντιδίκου τους την ανάγκη άρσης της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μη διαδίκων – δανειοληπτριών εταιριών, λόγω της καταχρηστικής από πλευράς του χρησιμοποίησης της νομικής προσωπικότητας του θεσμού της εταιρίας, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο, μετά από παραδεκτό περιορισμό των κύριων αγωγικών αιτημάτων με τις προτάσεις τους (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ), οι ενάγουσες αιτούνται να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει: Α) Στην πρώτη από αυτές το ποσό των 180.000.000 γιεν Ιαπωνίας, άλλως το ισάξιο σε ευρώ ποσό, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ποσό του 1.437.355,26 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 180.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν Ιαπωνίας (1/125,23) κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, με τους νόμιμους τόκους από 25.04.2006, άλλως από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής. Β) Στη δεύτερη από αυτές το ποσό των 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας, άλλως το ισάξιο σε ευρώ ποσό, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ποσό των 3.593.388,16 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν Ιαπωνίας (1/125,23) κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, με τους νόμιμους τόκους από 28.10.2005, άλλως από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα η αγωγή, με την οποία παραδεκτά σωρεύονται οι σε βάρος του εναγόμενου αιτήσεις των εναγουσών, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό απλής ομοδικίας (άρθρο 76 αριθ. 2 ΚΠολΔ), αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς, με βάση τα ιστορούμενα, οι συμβάσεις δανείου που καταρτίσθηκαν με τις μη διάδικες εταιρίες «….» και «….» είχαν σκοπό τη χρηματοδότηση των πλοίων «…» και «…» (άρθρα 7, 9 εδ. α’, β’, δ’, 12 παρ. 1, 13, 18, 22 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3 Α Ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 66 παρ. 1, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, καθώς, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 04.04.2019, και επιδόθηκε στον εναγόμενο την 09.04.2019 (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από τις ενάγουσες υπ’ αριθ. …’/09.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …). Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324 και 325 ΚΠολΔ προκύπτει -εκτός των άλλων- ότι το δεδικασμένο που παράγεται από τις τελεσίδικες αποφάσεις μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε, ως τέτοιο δε ζήτημα νοείται και η απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας. Στην περίπτωση αυτή η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, υπό την έννοια ότι αν ασκηθεί νέα, όμοια με την προηγούμενη, αγωγή, ήτοι αγωγή με την ίδια δικονομική έλλειψη (αοριστία), το δικαστήριο θα απορρίψει τη νέα αυτή αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Εάν όμως ο ενάγων, όπως έχει τη δυνατότητα, βελτιώσει την αγωγή ως προς την παραπάνω δικονομική έλλειψη, ασκώντας νέα, αλλά ορισμένη αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και η άσκηση της νέας αυτής αγωγής είναι παραδεκτή (Βλ. ΑΠ 88/2015 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 και 331 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία και συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (Βλ. ΑΠ 56/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος, επικαλούμενος ότι οι ενάγουσες είχαν εγείρει σε βάρος του ίδιου και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….» την από 24.11.2006 αγωγή με το ίδιο αίτημα και την ίδια ιστορική αιτία, με την οποία σωρεύονταν βάσεις αδικοπρακτικής ευθύνης του ίδιου, αλλά και ενδοσυμβατικής ευθύνης του λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των δανειοληπτριών εταιριών, η οποία (αγωγή), με την υπ’ αριθ. 621/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την αδικοπρακτική βάση και ως αόριστη ως προς τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, προβάλλει ισχυρισμό περί δεδικασμένου, ισχυριζόμενος, αφενός ότι η κρινόμενη μεταγενέστερη αγωγή έχει τις ίδιες δικονομικές ελλείψεις με την πρώτη αγωγή ως προς την ενδοσυμβατική βάση, αφετέρου ότι ως προς την αδικοπρακτική βάση έχει κριθεί τελεσίδικα με την προαναφερόμενη απόφαση ότι δεν θεμελιώνεται ευθύνη του. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ, προβλήθηκε παραδεκτά από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το σκέλος που αναφέρεται στο δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθ. 621/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς ως προς την αδικοπρακτική βάση ευθύνης, προβάλλεται αλυσιτελώς από τον εναγόμενο και είναι για τον λόγο αυτόν απορριπτέος, καθώς, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, βάση της κρινόμενης αγωγής αποτελεί η ενδοσυμβατική ευθύνη του εναγόμενου, ενώ όσα επιπλέον πραγματικά περιστατικά διαλαμβάνονται στην αγωγή αναφέρονται διηγηματικά, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της βάσης της κρινόμενης αγωγής. Κατά τα λοιπά, δηλαδή κατά το σκέλος που ο προβαλλόμενος ισχυρισμός αφορά στο ότι η κρινόμενη αγωγή ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη έχει τις ίδιες δικονομικές ελλείψεις που διαγνώσθηκαν με την παραπάνω αναφερόμενη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ο ισχυρισμός είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι και σχετίζονται με την έρευνα του περί δεδικασμένου ισχυρισμού, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Οι ενάγουσες ήγειραν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 24.11.2006 με Α.Κ. 10000/2006 αγωγή, που στρεφόταν σε βάρος του εναγόμενου στην παρούσα δίκη και της εταιρίας με την επωνυμία «….», με κύρια αιτήματα, όπως αυτά περιορίσθηκαν με τις προτάσεις τους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό των 100.000 ευρώ, και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό του 1.383.080,73 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των 3.369.978,52 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε καθεμία από τις ενάγουσες ποσό γιεν Ιαπωνίας που θα ισούται σε 100.000 ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 180.000.000 γιεν κατά το χρόνο της πληρωμής, αφαιρουμένου του καταψηφιστικώς αιτούμενου ποσού, νομιμότοκα από την 25.04.2006, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και στη δεύτερη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ποσό των 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας, αφαιρουμένου του καταψηφιστικώς αιτούμενου ποσού, νομιμότοκα από την 28.10.2005, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας ως προς την ενδοσυμβατική βάση και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την αδικοπρακτική βάση. Η ως άνω απόφαση προσβλήθηκε από τις ενάγουσες με την από 02.02.2009 έφεση και επί αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 14/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλούμενη απόφαση, αποφάνθηκε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη και νόμιμη ως προς τον επικαλούμενο λόγο ευθύνης του εναγόμενου, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την εναγόμενη εταιρία και ανέβαλε την έκδοση οριστικής (τελεσίδικης) απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης ως προς αμφότερες τις αγωγικές βάσεις (αδικοπρακτική και ενδοσυμβατική), κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εκκρεμούσας σε βάρος του εναγόμενου ποινικής διαδικασίας. Ακολούθως, με την από 13.12.2016 κλήση των εκκαλουσών η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθ. 621/2018 απόφαση ανακάλεσε την υπ’ αριθ. 14/2010 απόφαση, κατά το σκέλος με το οποίο είχε κρίνει ορισμένη την αγωγή ως προς τη νομική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, απέρριψε τη βάση αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και κατά τα λοιπά απέρριψε την έφεση. Ειδικότερα, με την παραπάνω απόφαση, ως προς την ενδοσυμβατική αγωγή βάση, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ενάγουσες περιορίσθηκαν στην αναφορά ότι οι δανειολήπτριες εταιρίες έχουν αποκλειστικό μέτοχο τον εναγόμενο, ο οποίος τις ελέγχει μετοχικά και διοικητικά, ότι υπάρχει σύγχυση των περιουσιών τους και ότι είναι παρένθετα νομικά πρόσωπα για να συγκαλύπτεται η επιχειρηματική δραστηριότητα του εναγόμενου, με σκοπό την αποφυγή των προσωπικών του υποχρεώσεων, χωρίς όμως να παραθέτουν πραγματικά περιστατικά, όπως ελλιπής χρηματοδότηση των εταιριών παρά την προηγούμενη πρακτική του μοναδικού μετόχου, σκοπός καταστρατήγησης συγκεκριμένων προστατευτικών διατάξεων, αποφυγή παροχής εγγύησης υπέρ των εταιριών παρά την προηγούμενη πρακτική του μόνου μετόχου, σύγχυση των περιουσιών που να προκύπτει από συγκεκριμένα περιστατικά και «ποδηγέτηση» αυτών (δανειστριών) να προβούν στις ένδικες συναλλαγές, στις οποίες δεν θα προέβαιναν εάν γνώριζαν όλα τα προαναφερόμενα γεγονότα. Από την επισκόπηση της κρινόμενης αγωγής (Βλ. σελίδες 39 έως 55 του δικογράφου), προκύπτει ότι αυτή έχει συμπληρωθεί ως προς τις παραπάνω αναφερόμενες δικονομικές ελλείψεις. Ειδικότερα, με την κρινόμενη αγωγή, στην οποία παρατίθεται και το περιεχόμενο ηλεκτρονικών μηνυμάτων που εστάλησαν από τον εναγόμενο κατά το χρονικό διάστημα από 06.11.2003 έως 02.11.2005, εκτίθενται περιστατικά ανεπαρκούς χρηματοδότησης των δανειοληπτριών, σύγχυσης της ατομικής περιουσίας του εναγόμενου με αυτές των δανειοληπτριών και χρήσης της περιουσίας τους για την κάλυψη άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του εναγόμενου. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού του εναγόμενου περί δεδικασμένου. Περαιτέρω, εφόσον με την αγωγή εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, ως προς το οποίο πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Αναφορικά με τις αγωγικές αξιώσεις από τις επίδικες συμβάσεις δανείου, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 παρ. 1, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), προεχόντως λόγω σιωπηρής συμφωνίας των διαδίκων για την εφαρμογή του, καθώς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται οι ενάγουσες, χωρίς να αντιλέγει στην εφαρμογή τους ο εναγόμενος (πρβλ. ΕΠ 572/2015, ΕΠ 548/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 128/1994 ΕΕμπΔ 1994.448). Β) Ως προς το ζήτημα της ευθύνης του εναγόμενου λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των δανειοληπτριών, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό, με βάση το άρθρο 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας των δανειοληπτριών εταιριών (Βλ. ΜονΕΠ 238/2014 ΤΝΠ NOMOS). Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο δικονομικό και ουσιαστικό ελληνικό δίκαιο, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από τον εναγόμενο, καθώς, αφενός αναφέρονται τα ουσιώδη στοιχεία των επίδικων συμβάσεων δανείου, δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων από τις ενάγουσες στις δανειολήπτριες και η συμφωνία τους περί απόδοσης (Ως προς τα αναγκαία στοιχεία αγωγής απόδοσης δανείου Βλ. ΕΘ 2253/2014, ΜονΕΠ 689/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), αφετέρου ως προς τη θεμελίωση της ευθύνης του εναγόμενου λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας των δανειοληπτριών, αναφέρονται περιστατικά που θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού, και συγκεκριμένα αναφέρονται περιστατικά σύγχυσης της ατομικής περιουσίας του εναγόμενου με αυτές των δανειοληπτριών και περιστατικά ελλιπούς χρηματοδότησης. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ, 281, 288, 291, 292, 341, 345, 361, 481, 806, 808 ΑΚ, με την επισήμανση ότι τα κύρια αγωγικά αιτήματα είναι νόμιμα ως προς την πρώτη επικουρική βάση, με την οποία οι ενάγουσες αιτούνται να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να τους καταβάλει τα ισάξια σε ευρώ ποσά των 180.000.000 γιεν και των 450.000.000 γιεν, με βάση την ισοτιμία ευρώ/γιεν κατά το χρόνο της πληρωμής. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την υπ’ αριθ. …/08.07.2019 ένορκη βεβαίωση του …, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγουσών ενώπιον του Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στο Τόκυο Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/27.06.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από την υπ’ αριθ. …/12.07.2019 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/05.07.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από τις ομολογίες των διαδίκων, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι -μεταξύ των οποίων-: α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική, β) τα υπ’ αριθ. …/13.11.2007 και …/15.04.2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης των διαδίκων επί της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής των εναγουσών, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Βλ. MονΕΠ 617/2014, ό.π.), γ) η υπ’ αριθ. …/24.03.2008 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στο Τόκυο, την οποία προσάγουν με επίκληση οι ενάγουσες, και λήφθηκε με επιμέλειά τους στο πλαίσιο της δίκης που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου επί της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής τους, η οποία, ακόμη και χωρίς κλήτευση συνεκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Βλ. ΑΠ 593/2019 ΤΝΠ NOMOS), δ) οι προσαγόμενες από τους διαδίκους καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του εναγόμενου, με αφορμή την από 01.08.2006 έγκληση των εναγουσών, το υπ’ αριθ. 80/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το υπ’ αριθ. 1924/2010 βούλευμα του Αρείου Πάγου, καθώς και τα πρακτικά και η υπ’ αριθ. 556, 576, 578/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Βλ. AΠ 359/2011, ΕΠ 331/2016, ΕΠ 87/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθ. ../24.03.2008 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στο Τόκυο, την οποία προσάγουν με επίκληση οι ενάγουσες, και λήφθηκε με επιμέλειά τους στο πλαίσιο της δίκης που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου επί της προγενέστερης από 24.11.2006 αγωγής τους, καθώς, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης ο παραπάνω κατά το χρόνο λήψης της ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των εναγουσών εταιριών, και, επομένως, πρόκειται για ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (Βλ. ΑΠ 908/2017 ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 745/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εδρεύουσες στον … ενάγουσες εταιρίες αποτελούν θυγατρικές της ιαπωνικής εταιρίας με την επωνυμία «… …» και δραστηριοποιούνται στον τομέα των επενδύσεων κεφαλαίου. Κατά τους κρίσιμους για την παρούσα υπόθεση χρόνους ο εναγόμενος ήταν ο μοναδικός μέτοχος των εταιριών «….» και «….», που είχαν συσταθεί κατά το δίκαιο του …, κρίση που συνάγεται από την επισκόπηση της συγκεντρωτικής κατάστασης δομής εταιριών, η οποία επισυνάπτεται στο από 25.03.2005 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο ίδιος στη μητρική των εναγουσών εταιρία «…», στην οποία αναγράφεται ότι ο εναγόμενος είναι μέτοχος των ως άνω εταιριών σε ποσοστό 100% (Βλ. Σχετικό 52 – προσαγόμενο από τις ενάγουσες), γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται ειδικά από τον εναγόμενο, συναγόμενης έτσι ομολογίας του (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Οι παραπάνω εταιρίες ήταν πλοιοκτήτριες, αντίστοιχα, των Φ/Γ πλοίων «…» και «…» και τα πλοία αυτά διαχειριζόταν η εδρεύουσα στον … εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….», που μετονομάσθηκε σε «….», συμφερόντων του εναγόμενου, η οποία (εταιρία) με την Κ.Υ.Α. 3122.2/185/23902/21.11.2001 είχε υπαχθεί στις διατάξεις του Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/1975, 814/1978 και 2234/1994. Επίσης, ο εναγόμενος ήταν ο μοναδικός μέτοχος και των εταιριών «….» και «….», πλοιοκτητριών, αντίστοιχα, του Φ/Γ πλοίου «…» και του Φ/Γ πλοίου «…», οι οποίες είχαν συσταθεί κατά το δίκαιο του …. Στις αρχές του έτους 2002 ο εναγόμενος απευθύνθηκε στην εταιρία «…» και ζήτησε να λάβει δάνειο, ποσού 150.000.000 γιεν Ιαπωνίας. Ακολούθως, την 26.03.2002 καταρτίσθηκε έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, ως δανείστριας, της εταιρίας «….», ως δανειολήπτριας, της εταιρίας «….», ως ενυπόθηκης οφειλέτιδας που παρείχε παράλληλη εξασφάλιση, και της διαχειρίστριας εταιρίας «….», ως εγγυήτριας, και το ποσό του δανείσματος μεταβιβάσθηκε στη δανειολήπτρια, γεγονός που συνομολογείται από τους διαδίκους. Το δάνειο συμφωνήθηκε ετήσιο, με τόκο 10% επί του ποσού του δανείου και αποπληρωτέο σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με το προσαρτημένο στη δανειακή σύμβαση παράρτημα, στο οποίο αναφέρονται τα ποσά και η ημερομηνία πληρωμής κάθε δόσης. Ειδικότερα, με βάση το προσάρτημα της επίδικης σύμβασης δανείου, οι τρεις από τις τέσσερις δόσεις, ποσού 3.833.333 γιεν η καθεμία, ήταν πληρωτέες την 30.07.2002, την 30.10.2002 και την 30.01.2003, αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 153.708.333 γιεν, ήταν πληρωτέα την 29.04.2003 και αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 3.708.3333 γιεν. Σκοπός του δανείου ήταν η αναχρηματοδότηση του δανείου των πλοίων «…» και «…» και προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του εγγράφηκαν επί των παραπάνω πλοίων υπέρ της δανείστριας εταιρίας στο Νηολόγιο … πρώτες προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες. Από το παραπάνω δάνειο πληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, ποσού 3.833.333 γιεν η καθεμία, ενώ δεν καταβλήθηκε η τέταρτη δόση, συνολικού ποσού 153.708.333 γιεν, που περιλάμβανε το κεφάλαιο του δανείου και τους τόκους, όπως προαναφέρθηκε. Κατά την λήξη του δανείου, μεταξύ των ίδιων συμβαλλόμενων καταρτίσθηκε συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία αφενός συμφωνήθηκε η χορήγηση από τη δανείστρια του επιπλέον ποσού των 30.000.000 γιεν, με τους ίδιους όρους της από 26.03.2002 αρχικής σύμβασης δανείου, έτσι ώστε το δανειζόμενο κεφάλαιο να ανέλθει πλέον στο συνολικό ποσό των (150.000.000 + 30.000.000 =) 180.000.000 γιεν, αφετέρου συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου μέχρι την 29.04.2004. Προς τούτο υπογράφηκε η υπ’ αριθ. /30.04.2003 προσθήκη στην από 26.03.2002 σύμβαση δανείου, με την οποία, με βάση και το αναθεωρημένο δεύτερο προσάρτημά της, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του κεφαλαίου των 180.000.000 και των τόκων σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες οι τρεις, ποσού 4.600.000 γιεν η καθεμία, ήταν πληρωτέες την 30.07.2003, την 30.10.2003 και την 30.01.2004, αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 184.450.000 γιεν, ήταν πληρωτέα την 29.04.2004 και αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 4.450.000 γιεν. Για την εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου αυτού υπογράφηκαν οι υπ’ αριθ. 1 προσθήκες επί των πρώτων προτιμώμενων ναυτικών υποθηκών επί των πλοίων «…» και «…», οι οποίες εγγράφηκαν υπέρ της δανείστριας στο Νηολόγιο …. Κατά την λήξη του δανείου την 29.04.2004 είχαν αποπληρωθεί οι τρεις πρώτες δόσεις, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε τόκους, όπως προαναφέρθηκε, καθώς και μέρος της τέταρτης δόσης, και, συγκεκριμένα, το ποσό των 40.580 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχούσε στο ισάξιο των 4.450.000 γιεν και αφορούσε σε τόκους του τέταρτου τριμήνου, ενώ την 30.04.2004 αποδόθηκε και μέρος του κεφαλαίου, ποσού 40.000.000 γιεν, όπως προκύπτει από την παρακάτω αναφερόμενη υπ’ αριθ. …../30.04.2004 προσθήκη στη σύμβαση δανείου (Βλ. Σχετικό 6 – προσαγόμενο από τις ενάγουσες), με αποτέλεσμα το ποσό του κεφαλαίου να μειωθεί σε (180.000.000 – 40.000.000 =) 140.000.000 γιεν. Την 30.04.2004 μεταξύ των ίδιων συμβαλλόμενων -πλην της εταιρίας «….»- καταρτίσθηκε συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία συμφωνήθηκε η παράταση αποπληρωμής του δανείου μέχρι την 29.04.2005, και, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το αναθεωρημένο δεύτερο προσάρτημα της προσθήκης, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του κεφαλαίου των 140.000.000 και των τόκων σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες οι τρεις, ποσού 3.577.778 γιεν η καθεμία, ήταν πληρωτέες την 30.07.2004, την 30.10.2004 και την 30.01.2005, αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 143.461.111 γιεν, ήταν πληρωτέα την 29.04.2005 και αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 3.461.111 γιεν. Από το οφειλόμενο με βάση την παραπάνω προσθήκη ποσό, αποπληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, ενώ δεν πληρώθηκε η τέταρτη δόση, συνολικού ποσού 143.461.111 γιεν, που περιλάμβανε το κεφάλαιο και τους τόκους. Την 26.04.2005, δηλαδή πριν την λήξη της προθεσμίας για την αποπληρωμή του δανείου, μεταξύ της δανείστριας, της δανειολήπτριας εταιρίας και της διαχειρίστριας εταιρίας καταρτίσθηκε συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία αφενός συμφωνήθηκε η χορήγηση από τη δανείστρια του επιπλέον ποσού των 40.000.000 γιεν, με τους ίδιους όρους της από 26.03.2002 αρχικής σύμβασης δανείου, έτσι ώστε το δανειζόμενο κεφάλαιο να ανέλθει στο συνολικό ποσό των (140.000.000 + 40.000.000 =) 180.000.000 γιεν, αφετέρου συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου μέχρι την 25.04.2006. Προς τούτο υπογράφηκε η υπ’ αριθ. …/26.04.2005 προσθήκη στην από 26.03.2002 σύμβαση δανείου, με την οποία, με βάση και το αναθεωρημένο δεύτερο προσάρτημά της, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του κεφαλαίου των 180.000.000 και των τόκων σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες οι τρεις πρώτες, ποσών 4.550.000 γιεν η πρώτη και 4.600.000 γιεν η δεύτερη και τρίτη ήταν πληρωτέες την 25.07.2005, την 25.10.2005 και την 25.01.2006, αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 184.500.000 γιεν, ήταν πληρωτέα την 25.04.2006 και αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 4.500.000 γιεν. Από το οφειλόμενο με βάση την παραπάνω προσθήκη ποσό αποπληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, που αντιστοιχούσαν σε τόκους του πρώτου, δεύτερου και τρίτου τριμήνου, όπως προαναφέρθηκε, καθώς και μέρος της τέταρτης δόσης, και, συγκεκριμένα, το ποσό των 29.915,18 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχούσε στο ισάξιο των 4.500.000 γιεν και αφορούσε σε τόκους του τέταρτου τριμήνου, ενώ εξακολουθεί να οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα το κεφάλαιο του δανείου, ποσού 180.000.000 γιεν, γεγονός που συνομολογείται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, τον Οκτώβριο του έτους 2003 ο εναγόμενος απευθύνθηκε στην εταιρία «…» και ζήτησε να λάβει δάνειο, ποσού 200.000.000 γιεν Ιαπωνίας. Ακολούθως, την 30.10.2003 καταρτίσθηκε έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας, ως δανείστριας, της εταιρίας «….», ως δανειολήπτριας, της εταιρίας «….», ως ενυπόθηκης οφειλέτιδας που παρείχε παράλληλη εξασφάλιση, και της διαχειρίστριας εταιρίας «….», ως εγγυήτριας, και το ποσό του δανείσματος μεταβιβάσθηκε στη δανειολήπτρια, γεγονός που συνομολογείται από τους διαδίκους. Το δάνειο συμφωνήθηκε ετήσιο, με τόκο 10% επί του ποσού του δανείου και αποπληρωτέο σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με το προσαρτημένο στη δανειακή σύμβαση παράρτημα, στο οποίο αναφέρονται τα ποσά και η ημερομηνία πληρωμής κάθε δόσης. Ειδικότερα, με βάση το προσάρτημα της παραπάνω σύμβασης δανείου, οι τρεις από τις τέσσερις δόσεις, ποσών 5.111.111 γιεν η πρώτη και 5.055.555 καθεμία από τις δεύτερη και τρίτη, ήταν πληρωτέες την 27.01.2004, την 27.04.2004 και την 27.07.2004, αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 205.111.111 γιεν, ήταν πληρωτέα την 27.10.2004 και αφορούσε στην αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, ποσού 5.111.111 γιεν. Σκοπός του δανείου ήταν η αναχρηματοδότηση του δανείου των πλοίων «…» και «…» και προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του εγγράφηκαν επί των παραπάνω πλοίων υπέρ της δανείστριας εταιρίας στο Νηολόγιο Παναμά πρώτες προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες. Από το οφειλόμενο με βάση την παραπάνω σύμβαση ποσό αποπληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, που αντιστοιχούσαν σε τόκους του πρώτου, δεύτερου και τρίτου τριμήνου, όπως προαναφέρθηκε, καθώς και μέρος της τέταρτης δόσης, που αντιστοιχούσε στους τόκους του τέταρτου τριμήνου και αντιστοιχούσε σε 5.111.111, ενώ εξακολουθούσε να οφείλεται το κεφάλαιο του δανείου, ποσού 200.000.000 γιεν. Εντωμεταξύ από τον Ιούλιο του έτους 2004 υπήρχε διαρκής επικοινωνία μεταξύ των εκπροσώπων της … και του εναγόμενου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο τελευταίος εκδήλωσε την πρόθεση να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στον τομέα της παραγωγής εναλλακτικών πηγών ενέργειας και ζήτησε σχετική για το σκοπό αυτό χρηματοδότηση. Η ως άνω επικοινωνία κατέληξε στην υπογραφή μεταξύ των εκπροσώπων της … και του εναγόμενου, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρίας «…», του από 27.08.2004 μνημονίου συμφωνίας επί του σχεδίου κατασκευής εργοστασίου βιοντήζελ στη Ελλάδα και πωλήσεων ακατέργαστου πετρελαίου από ηλιοτρόπια και σπόρους. Με βάση το παραπάνω έγγραφο, αναμενόμενος χρόνος έναρξης των εργασιών για την υλοποίηση του σχεδίου, το οποίο θα εκτελούνταν σε τρεις φάσεις, ορίστηκε η 30.10.2004. Η πρώτη φάση του σχεδίου περιλάμβανε την κατασκευή ενός πιλοτικού εργοστασίου, με δυνατότητα καθημερινής παραγωγής 2.000 λίτρων καυσίμου βιοντήζελ, αντί χρηματοδότησης 120.000.000 γιεν, κατά τη δεύτερη φάση, που αναμενόταν να ξεκινήσει τον Μάρτιο ή Απρίλιο έτους 2005, θα κατασκευαζόταν ένα πιλοτικό εργοστάσιο, με δυνατότητα καθημερινής παραγωγής 20.000 λίτρων καυσίμου βιοντήζελ, αντί χρηματοδότησης 490.000.000 γιεν, και κατά την τρίτη φάση, που αναμενόταν να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο έτους 2005, αντί χρηματοδότησης 1.000.000.000 γιεν, θα κατασκευαζόταν ένα εμπορικό εργοστάσιο, με δυνατότητα ημερήσιας παραγωγής 200.000 λίτρων καυσίμου βιοντήζελ. Επίσης, με τον Όρο ΙΙΙ της παραπάνω συμφωνίας προβλέφθηκε ότι η … θα κατέβαλε προσπάθειες για τη χρηματοδότηση της «…» με σκοπό την αγορά δύο φορτηγών πλοίων κατάλληλων για τη μεταφορά σπόρων ηλιέλαιου από τη Μαύρη Θάλασσα προς την Ιαπωνία. Ακολούθως, την 29.10.2004 μεταξύ των συμβαλλόμενων στην προαναφερόμενη από 30.10.2003 σύμβαση έντοκου δανείου καταρτίσθηκε συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία, αφενός συμφωνήθηκε η χορήγηση από τη δανείστρια – δεύτερη ενάγουσα του επιπλέον ποσού των 250.000.000 γιεν, το οποίο μεταβιβάσθηκε στη δανειολήπτρια, με τους ίδιους όρους της αρχικής σύμβασης, έτσι ώστε το δανειζόμενο κεφάλαιο να ανέλθει συνολικά σε (200.000.000 + 250.000.000 =) 450.000.000 γιεν, αφετέρου συμφωνήθηκε η παράταση της διάρκειας του δανείου μέχρι την 28.10.2005. Προς τούτο υπογράφηκε η υπ’ αριθ. 1/29.10.2004 προσθήκη στην από 30.10.2003 αρχική σύμβαση δανείου, με την οποία, με βάση και το αναθεωρημένο δεύτερο προσάρτημά της, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του συνολικού κεφαλαίου των 450.000.000 και των τόκων σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες οι τρεις πρώτες, ποσών 11.500.000 γιεν η πρώτη, 11.250.000 γιεν η δεύτερη και 11.375.000 γιεν η τρίτη ήταν πληρωτέες την 28.01.2005, την 28.04.2005 και την 28.07.2005, αντίστοιχα, και αφορούσαν στην πληρωμή των τόκων των τριών πρώτων τριμήνων, και η τελευταία, ποσού 461.500.000 γιεν, ήταν πληρωτέα την 28.10.2005 και αφορούσε στην αποπληρωμή του συνολικού κεφαλαίου, καθώς και των τόκων του τελευταίου τριμήνου, που ανέρχονταν στο ποσό των 11.500.000 γιεν. Με βάση τον Όρο 7 της ως άνω προσθήκης, η δανειολήπτρια θα χρησιμοποιούσε το επιπλέον χορηγούμενο ποσό των 250.000.000 γιεν με σκοπό την κατασκευή στην Ελλάδα ενός πιλοτικού εργοστασίου παραγωγής καυσίμων βιοντήζελ, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού και των μηχανημάτων, καθώς και για την παραγωγή καυσίμων βιοντήζελ και υποπροϊόντων. Τελικά, από το οφειλόμενο με βάση την παραπάνω προσθήκη ποσό αποπληρώθηκαν οι τρεις πρώτες δόσεις, που αντιστοιχούσαν σε τόκους του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου, ενώ δεν καταβλήθηκε και εξακολουθεί να οφείλεται στη δεύτερη ενάγουσα η τέταρτη δόση, ποσού 461.500.000 γιεν, που περιλαμβάνει το σύνολο του κεφαλαίου και τους τόκους του τέταρτου τριμήνου, γεγονός που συνομολογείται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος ήταν ο μοναδικός μέτοχος των δανειοληπτριών εταιριών, «….» και «….», αλλά και των εταιριών «….» και «….», οι οποίες είχαν συμβληθεί στις επίδικες συμβάσεις δανείου ως ενυπόθηκες οφειλέτριες που παρείχαν παράλληλη εξασφάλιση. Ο εναγόμενος διοχέτευε την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε αυτές, χρησιμοποιώντας τη νομική τους προσωπικότητα ως μηχανισμό απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών της δραστηριότητάς του. Ο σύνδεσμος του εναγόμενου με τις παραπάνω εταιρίες δεν εξαντλείται στη συμμετοχή του στο εταιρικό τους κεφάλαιο, ούτε στον απόλυτο διοικητικό τους έλεγχο, αλλά ενισχύεται από την αποκλειστική ανάμειξή του στις υποθέσεις τους και στην εξάρτηση των τελευταίων από τον ίδιο, σε βαθμό ώστε να υφίσταται απόλυτη ταύτιση μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό της ταύτισης αυτής είναι ότι όλη η επικοινωνία με τη μητρική των εναγουσών εταιρία «…» γινόταν από τον εναγόμενο ατομικά και όχι με την ιδιότητά του ως εκπροσώπου των παραπάνω εταιριών, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προσαγόμενων με επίκληση από τις ενάγουσες μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, στα οποία ο ίδιος αναφέρεται -μεταξύ άλλων- σε «προσωπικές επενδύσεις» και σε «προσωπική ζημία», χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε συμφέροντα ή ζημίες των εταιριών. Όμως, πέραν τούτου, αποδείχθηκε τόσο η σύγχυση της εταιρικής περιουσίας των δανειοληπτριών εταιριών με την ατομική περιουσία του εναγόμενου, όσο και η ελλιπής χρηματοδότηση των δανειοληπτριών εταιριών, και τα παραπάνω στοιχεία (σύγχυση περιουσίας και ελλιπής χρηματοδότηση) συνιστούν ενδεικτικά κριτήρια της κατάχρησης εκ μέρους του εναγόμενου της νομικής προσωπικότητας των παραπάνω εταιριών. Ειδικότερα, η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία συνάγεται από το γεγονός ότι ο εναγόμενος έλαβε ως δάνειο από τη δεύτερη ενάγουσα, μέσω της δανειολήπτριας «….», πλοιοκτήτριας του Φ/Γ πλοίου «…», το ποσό των 250.000.000 γιεν, με σκοπό την κατασκευή στην Ελλάδα ενός εργοστασίου παραγωγής καυσίμων βιοντήζελ. Με βάση το γεγονός ότι ο σκοπός του δανείου δεν σχετίζεται με οποιονδήποτε τρόπο με τη δραστηριότητα και τον σκοπό της ως άνω δανειολήπτριας εταιρίας, το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε τη δανειολήπτρια ως παρένθετο πρόσωπο για άλλη επιχειρηματική του δραστηριότητα, κατά κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας, ενώ με τον τρόπο αυτόν μετέφερε αθέμιτα στη δανείστρια – δεύτερη ενάγουσα τον κίνδυνο από τη δική του ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των βιοκαυσίμων, η οποία (δραστηριότητα) δεν σχετιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο με το αντικείμενο δραστηριότητας της δανειολήπτριας εταιρίας. Επίσης, ενδεικτικό της σύγχυσης εταιρικής και ατομικής περιουσίας είναι το γεγονός ότι ο εναγόμενος την 11.02.2005 απέκτησε λόγω αγοράς και αντί τιμήματος 325.000 δολλαρίων ΗΠΑ, μέσω της εταιρίας «….», της οποίας ήταν μοναδικός μέτοχος, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο προαναφερόμενο από 25.03.2005 ηλεκτρονικό μήνυμα συγκεντρωτική κατάσταση δομής εταιριών (Βλ. Σχετικό 52, προσαγόμενο από τις ενάγουσες), το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…» (πρώην «…»). Το τίμημα για την αγορά του παραπάνω πλοίου προφανώς καλύφθηκε από τα ποσά των δανεισμάτων των εναγουσών εταιριών, κρίση που ενισχύεται από το γεγονός ότι κατά τους χρόνους πληρωμής του τιμήματος (11.02.2005 και 18.02.2005) ο εναγόμενος βρισκόταν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, χωρίς να προκύπτει ότι έχει λάβει δανειοδότηση από άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των υποστηριζόμενων από τον τελευταίο ότι το εν λόγω τίμημα πληρώθηκε εξ ιδίων χρημάτων. Εξάλλου, η ελλιπής χρηματοδότηση των δανειοληπτριών εταιριών συνάγεται και από το ότι σε βάρος του πλοίου «…», πλοιοκτησίας της δανειολήπτριας εταιρίας «….», το οποίο τελούσε υπό κατάσχεση δυνάμει της υπ’ αριθ. 5/2004 εμπράγματης (in rem) αγωγής του Πρωτοδικείου της Σρι Λάνκα με έδρα το Κολόμπο, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά την 17.03.2006 στο Κολόμπο, γεγονός που συνομολογείται από τον εναγόμενο. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η επίκληση της νομικής προσωπικότητας των δανειοληπτριών εταιριών εκ μέρους του εναγόμενου, προκειμένου να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν έναντι των εναγουσών, είναι καταχρηστική και αντιβαίνει προς τους κανόνες της καλής πίστης. Επομένως, ο εναγόμενος, ο οποίος χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα των δανειοληπτριών κατά κατάχρηση δικαιώματος, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτές για την πληρωμή στην πρώτη ενάγουσα του οφειλόμενου ποσού των 180.000.000 γιεν, νομιμότοκα από την επομένη της δήλης μέρας πληρωμής του, δηλαδή από την 26.04.2006, καθώς και για την πληρωμή στη δεύτερη ενάγουσα του αιτούμενου ποσού των 450.000.000 γιεν, νομιμότοκα από την επομένη της δήλης μέρας πληρωμής του, δηλαδή από την 29.10.2005.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει: Α) Στην πρώτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 180.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν Ιαπωνίας κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα από την 26.04.2006 μέχρι την εξόφληση, και Β) Στη δεύτερη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν Ιαπωνίας κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα από την 29.10.2005 μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει ο εναγόμενος λόγω της ήττας του να υποχρεωθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος (άρθρα 176, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολ, 63 παρ. 1 (i) περ. ε’, 68 Κώδικα Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει: Α) Στην πρώτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 180.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν Ιαπωνίας κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα από την 26.04.2006 μέχρι την εξόφληση, και Β) Στη δεύτερη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 450.000.000 γιεν Ιαπωνίας, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/γιεν Ιαπωνίας κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα από την 29.10.2005 μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, το ύψος των οποίων ορίζει στο συνολικό ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (22.650) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 03.03.2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριo του Δικαστηρίου τούτου την …03.2020, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ