Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

 

Aριθμός απόφασης: 902/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Aποτελούμενο από τη Δικαστή Ευφροσύνη – Μαρία Ντόρτου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Κρυστάλλω Κριμιζά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 12η.2.2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: …, κατοίκου … (ΑΦΜ …), ο οποίος εμφανίσθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πολυχρόνη Περιβολάρη.

Των εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «…» η οποία εδρεύει στην  …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της … και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της Ευαγγελία Καστρινάκη και Ζωγραφιά Ευαγγελίδου.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.12.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης 13559/6227/2018 αγωγή του, συζήτηση της οποίας ορίσθηκε η ανωτέρω αναφερόμενη.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις κατατεθείσες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την έννοια του άρθρου 648 § 1 ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να καταβάλει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, εκείνος που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και αυτός που εποπτεύει την τήρηση των όρων, υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 805/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου τον μισθωτό σε τρίτον, προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Στην περίπτωση αυτή εργοδότης παραμένει, με όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, ο αρχικός (ή παραχωρών), ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος (δευτερογενής- κατά παραχώρησή  ή περαιτέρω εργοδότης) θα καταβάλλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο θεσμός αυτός του «γνήσιου δανεισμού» (ή απλού ή συμπτωματικού, σε αντιδιαστολή προς τον κατ’ επάγγελμα ή κατ’ επιχείρηση, μη γνήσιο δανεισμό), που στην πράξη εμφανίζεται αρκετά συχνά μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου, δεν προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 651 ΑΚ, κατά την οποία κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερομένων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός, έστω και αν δεν μεταβάλλονται οι όροι εργασίας του. Η συναίνεσή του μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του, όπως συμβαίνει λ.χ. όταν ο εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο και είναι απαραίτητη, ιδίως όταν μεταβάλλεται ο τόπος της παροχής ή το είδος της παρεχόμενης εργασίας, αφού η αλλαγή αυτή καλυπτόμενη από τη συναίνεση του μισθωτού δεν συνιστά τότε μονομερή μεταβολή των εργασιακών όρων εκ μέρους του αρχικού εργοδότη. Η παραχώρηση των υπηρεσιών του εργαζομένου σε άλλον εργοδότη μπορεί να αφορά το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών του, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν συμφωνείται ότι ο εργαζόμενος θα παρέχει εργασία αποκλειστικά στο δευτερογενή εργοδότη εντός του χρονικού διαστήματος της παραχώρησης ή ότι θα προσφέρει τις υπηρεσίες του στον περαιτέρω εργοδότη μόνον για ορισμένο διάστημα του νομίμου ή του συμβατικού ωραρίου της εργασίας του στη διάρκεια ταυ χρόνου της παραχώρησης και ότι κατά τον υπόλοιπο χρόνο θα εξακολουθεί να απασχολείται στον αρχικό εργοδότη (βλ. ΕφΑΘ. 8103/1973, ΕΕΔ 33/465). Δεν αποκλείεται και συμφωνία δυνάμει της οποίας ο εργαζόμενος θα απασχολείται παράλληλα και στο νέο και στον παλαιό εργοδότη (ΕφΠειρ. 810/1992, ΕΕΔ 52/151) όπως συμβαίνει όταν η παροχή της εργασίας του επιμερίζεται σε αμφοτέρους τους εργοδότες σε ετήσια βάση, κατά τρόπον ώστε αυτός να απασχολείται στον κατά παραχώρηση εργοδότη μόνον εποχιακά, ανάλογα με τις ανάγκες αυτού του τελευταίου. Πάντως, στο γνήσιο δανεισμό εργαζομένου η παραχώρηση των υπηρεσιών του στον τρίτο πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, ώστε μετά τη λήξη του χρόνου της παραχώρησης να διασφαλίζεται η επάνοδός του στον αρχικό εργοδότη, χωρίς να  έχει έννομη σημασία ο βραχυχρόνιος ή μακροχρόνιος χαρακτήρας της. Διαφορετικά, πρόκειται για σύναψη νέας συμβάσεως εργασίας και λύση τής παλαιάς ή για μεταβίβαση της σχέσης εργασίας, δηλαδή για μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επιχείρηση του περαιτέρω εργοδότη να είναι διαφορετική εκείνης του αρχικού, διότι όταν πρόκειται για την ίδια επιχείρηση δεν υφίσταται παραχώρηση εργαζομένου αλλά πρόκειται πάλι για μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Το ίδιο συμβαίνει και όταν στη διάρκεια του δανεισμού συνάπτεται, ρητώς ή σιωπηρώς, άμεση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του δευτερογενή εργοδότη και του μισθωτού, οπότε ο αρχικός εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση (ΑΠ 1065/1985, ΔΕΝ 42/505), αφού η αρχική σύμβαση εργασίας λύνεται. Αντιθέτως στην περίπτωση του γνήσιου δανεισμού δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο αρχικός αντισυμβαλλόμενος του μισθωτού δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ την εργοδοτική ιδιότητα αποκτά και ο τρίτος που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζόμενου μισθωτού. Ο δευτερογενής εργοδότης είναι «μερικός» εργοδότης, διότι, παρεμβαλλόμενος στη σύμβαση εργασίας, αποκτά ορισμένες μόνον εργοδοτικές εξουσίες και υποχρεώσεις. Με τον τρόπο αυτόν δηλαδή επέρχεται διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων (ΑΠ 17/2012, ΔΕΕ 2013/75). Ειδικότερα, ο περαιτέρω εργοδότης ασκεί στο δικό του όνομα και με δική του ευθύνη το διευθυντικό δικαίωμα, το οποίο περιλαμβάνει την εξουσία καθορισμού του είδους και του τόπου της εργασίας, ελέγχου και εποπτείας αυτής και λήψεως παντός εν γένει μέτρου συντείνοντος στην κανονική της εκτέλεση. Μόνος δε υπόχρεος στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν υπάρξει ειδική συμφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι ταυ [αρχικού] εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με το νέο εργοδότη, εκτός αν ειδικώς συνομολογήθηκε να επιβαρύνεται ο αρχικός εργοδότης για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης. Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας και, αφού αντισυμβαλλόμενος παραμένει ο αρχικός εργοδότης, μετά του οποίου εξακολουθεί να υφίσταται η εργασιακή σχέση, αυτός και βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας, π.χ. με την καταβολή, πέραν του μισθού και των συναφών επιδομάτων αλλά και των σχετικών με την καταβολή τους λοιπών υποχρεώσεων, όπως της παρακράτησης του αναλογούντος στις μισθωτές υπηρεσίες του εργαζομένου φόρου, και με τη χορήγηση όλων των αδειών και την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών και εργατικών, βλ. σχετ. ΑΠ 800/2014, ΔΕΕ 2015/565 = ΧρΙΔ 2015/226, ΑΠ 1009/2010, ΧρΙΔ 2011/381 = ΔΕΕ 2011/492 = Δνη 2011/1600, ΑΠ 1010/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικά ως προς τις τελευταίες γίνεται δεκτό ότι, επειδή ακριβώς με το δανεισμό του εργαζομένου δεν δημιουργείται νέα, ισοδύναμη και ανεξάρτητη σχέση εργασίας σε αντικατάσταση της αρχικής αλλ’ αντιθέτως η εργασία παρέχεται στο – δευτερογενή εργοδότη με την ίδια, αρχική, σύμβασή, χωρίς η αλλαγή της κατεύθυνσης της παροχής της εργασίας να καταλύει τον υπάρχοντα ενοχικό δεσμό, ο δανειζόμενος εργαζόμενος εξακολουθεί να ανήκει στο προσωπικό του αρχικού εργοδότη παρά την ένταξή του στην εκμετάλλευση του τρίτου, με αποτέλεσμα η μέριμνα για την κοινωνική του ασφάλιση να βαρύνει τον πρώτο (ΕφΑθ. 163/1989, Δνη 1991/594, βλ. και τις εκεί παραπεμπόμενες θεωρητικές απόψεις). Για τον ίδιο λόγο, οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή τους. Επιπλέον, σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης (ΑΠ 1160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3479/2007, ΔΕΕ 2008/236), ενώ υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία (περί όλων των ανωτέρω βλ. και ΑΠ 1580/2012, ΔΕΝ 2013/634, ΑΠ 1731/2007, Ε7 2008/2509, ΑΠ 1162/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 235/2012, Δικογραφία 2012/574, ’ ΕφΑθ. 6000/2004, ΔΕΕ 2005/726 = Δνη 2006/253, Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2015, αρ. 927 – 934, σελ. 484 – 488, Γ. Λεβέντη, Δανεισμός εργαζομένου, σε ΔΕΝ 54/1393, του ίδιου. Δανεισμός εργαζομένων, σε ΕΕΔ 60/1119, Στ. Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, I, 1999, αρ. 411, σελ. 450 επομ., του ίδιου. Δανεισμός εργαζομένου. Παραχώρηση εργαζομένου σε θυγατρική εταιρία, σε ΕΕΔ 62/146 επομ., I. Κουκιάδη, Τριμερείς σχέσεις εκ παροχής εργασίας, 1974, σελ. 216 – 251, του ίδιου Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 1995, σελ. 303 επομ., Α. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκιο, τόμος Α/Ι, I, 1999, § 28, σελ. 75 επομ., Αλ. Πούλλο, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος III, άρθρο 651, αρ. 13, Αλ. Καρακατσάνη, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1988, αρ. 166, σελ. 104 επομ., I. Καποδίστρια, Δανεισμός εργαζομένου, σε ΕΕΔ 23/1 επομ.). Εξάλλου, αναδοχή χρέους σελ. 415.148 Ληξουριώτη.

Εν προκειμένω, ο ενάγων ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του και κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι από το έτος 2008 έχει εργασθεί  για τον όμιλο της 2η εναγομένης, ως τεχνικός σύμβουλος, επιθεωρώντας υποθηκευμένα από αυτήν πλοία. Ότι την 1.2.2013 συνήψε σύμβαση εργασίας με την 1η εναγομένη, μέλος του ομίλου της 2ης, με την οποία (σύμβαση) προσδιορίστηκε και η ημερήσια αμοιβή για την εργασία που παρείχε στην 2η. Ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή με την 2η εναγομένη για την ημερήσια απασχόλησή του ανερχόταν στα 500 ευρώ ημερησίως, την οποία η τελευταία είχε αποδεχτεί και εξοφλούσε κατόπιν έκδοσης χρεωστικών σημειωμάτων. Ότι ωστόσο οι εναγόμενες του οφείλουν για τις υπηρεσίες επιθεώρησης που παρείχε τα έτη 2013 έως 2016, όπως αναλύονται στην αγωγή, το ποσό των 95.500 ευρώ, καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών ως τεχνικού συμβούλου σε ανοιγείσα δίκη της 2ης εναγομένης. Δοθέντος ότι η 1η εναγομένη είναι τύποις εργοδότρια και εν τοις πράγμασι η 2η , ζητεί, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να υποχρεωθούν αυτές ευθυνόμενες εις ολόκληρον να το ποσό των 110.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 3.4.2013 άλλως από τότε που έκαστο κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν αυτές στα δικαστικά του έξοδα.

Η αγωγή αυτή, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (α.  14§2 και 33 Κ.Πολ.Δ.) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα  614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. Κ.Πολ.Δ., όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), ωστόσο πρέπει ν’ απορριφθεί ως αόριστη για τους εξής λόγους: περιέχει αντιφατικές αναφορές σε σχέση με τις ιδιότητες, βάσει των οποίων ενάγει τις εναγόμενες και τις σχέσεις, που ισχυρίζεται ότι διατηρούσε με αυτές. Στο δικόγραφο της αγωγής του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι «Την 1-2- 2013 συνήψα και σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την 1η από εσάς που ήταν μέλος του ομίλου της … με την οποία σύμβαση μεταξύ άλλων προσδιορίστηκε και η ημερήσια αμοιβή για την εργασία που παρείχα στην 2η από εσάς για Επιθεωρήσεις πλοίων….» . Εξ αυτού, γίνεται εν πρώτοις αντιληπτό ότι εργοδότης του είναι η 1η εναγομένη, αφού με τη σύμβαση που συνήψε μαζί της προσδιορίστηκε η αμοιβή που αναμενόμενα θα κατέβαλε η ίδια ως αντισυμβαλλομένη του. Εν συνεχεία αναφέρει «Η συμφωνηθείσα με την 2η από εσάς αμοιβή μου για την ημερήσια απασχόληση μου δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης εργασίας με την 1η από εσάς, ανερχόταν σε ΕΥΡΩ 500.». Εξ αυτού, όμως συνάγεται ακριβώς το αντίθετο. Ότι δηλαδή, ο προσδιορισμός της αμοιβής έγινε με την 2η εναγομένη, ισχυρισμός όμως που αντιφάσκει με τα ανωτέρω, αφού με τον τρόπο αυτό αναιρεί και ματαιώνει την προαναφερθείσα σύμβαση με την 1η εναγομένη, ενώ ταυτόχρονα την θεωρεί ισχυρή (αφού την επικαλείται), χωρίς όμως να  επεξηγεί την εμπλοκή της 2ης εναγομένης και υπό ποιες προϋποθέσεις στην σύμβαση αυτή, η οποία αφορά προφανώς στο πλαίσιο του ενοχικού της χαρακτήρα, μόνο τους συγκεκριμένους δύο συμβαλλόμενους (ενάγοντα και 1η εναγομένη).

Έτι περαιτέρω αντιφατικά, κατωτέρω στην υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η για την εργασία του προς την 2η ενημέρωνε και την 1η εναγομένη, ενώ στο τέλος της αγωγής του, αναφέρει ότι εν τοις πράγμασι εργοδότρια είναι η 2η και τύποις η 1η. Ωστόσο, δεν επεξηγείται ο λόγος ενημέρωσης της 1ης εναγομένης για την παρεχόμενη εργασία του, αν ήταν τύποις εργοδότριά του. Βέβαια,  ο ενάγων ζητά δεδουλευμένα από αμφότερες τις εναγόμενες για εργασία κατ’ εντολή της 2ης εναγομένης, εκθέτοντας πραγματικά περιστατικά που υποδεικνύουν τον δανεισμό του εργαζομένου κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση, δεν νομιμοποιείται να στραφεί παθητικά και κατά των δύο εναγομένων, εφόσον υπόχρεος για καταβολή μισθού είναι ο αρχικός εργοδότης και όχι αυτός στον οποίο (δευτερογενώς) προσφέρεται η εργασία. Εν όψει των ανωτέρω, δημιουργείται σύγχυση στο Δικαστήριο και αδυναμία αξιολόγησης, συνιστάμενη στο αν εργοδότρια είναι η 1η εναγομένη με δανεισμό αυτού στην 2η εναγομένη ή μόνο η 2η ως εν τοις πράγμασι εργοδότριά του, οπότε δεν δικαιολογείται να αξιώνει δεδουλευμένα και από τις δύο εις ολόκληρον, ή αν υπάρχει παράλληλα απασχόληση και στις δύο εναγόμενες (κατάτμηση). Κατόπιν αυτών εφόσον δεν καθίσταται σαφής η φύση και το περιεχόμενο της σχέσης μεταξύ του ενάγοντος και των δύο εναγομένων, πρέπει η κρινόμενη αγωγή ν’ απορριφθεί ως αόριστη. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (α. 179 Κ.Πολ.Δ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την ………..………… 2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ