ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Αριθμός απόφασης
774/ 2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7281/3648/2-8-2019 έφεση)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων : 1) Ε. Α. Ε., κατοίκου ……..(οδός …) και 2) Ν. Ν. Ι., κατοίκου Πειραιώς (οδός … οι οποίοι …… παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Φώτιου Βέργου (Α.Μ. ΔΣΠ : 4098).
Της εφεσίβλητης : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει στην ….. (οδός … νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικόλαου Αναγνωστόπουλου (Α.Μ. ΔΣΠ :3719).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23-12-2013 με αριθμ. κατάθ. 9208/23-12-2013 ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης μεταξύ άλλων και κατά των εκκαλούντων και την από 21-1-2014 με αριθμ. κατάθ.452/23-1-2014 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατά των εκκαλούντων και ζήτησε να γίνουν αυτές δεκτές. Το ως άνω Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ως άνω υποθέσεις και με την υπ’αριθμ. 4426/2015 απόφασή του έκρινε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την εκδίκασή τους από το Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Ακολούθως το Ειρηνοδικείο Πειραιώς, στο οποίο επαναφέρθηκε η συζήτηση των ως άνω δικογράφων με την από 1-6-2016 με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ. : 1200/51/17-6-2016 κλήση της ανακόπτουσας-αιτούσας-νυν εφεσίβλητης ως Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 192/2019 οριστική απόφασή του συνεκδίκασε κατ’αντιμωλία των νυν διαδίκων εν προκειμένω κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την ανωτέρω αίτηση επαναφοράς και την ανακοπή, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και απέβαλε τους νυν εκκαλούντες-καθ’ών η ανακοπή από αυτόν κατά τα αναφερόμενα ποσά στα οποία κατετάγησαν κατατάσσοντας την νυν εφεσίβλητη-ανακόπτουσα στην θέση των καθ’ν ως προς τα εν λόγω ποσά. Ήδη οι εκκαλούντες με την από 29-7-2019 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 7943/190/29-7-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή τους προσβάλλουν την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 7281/3648/2-8-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι εκκαλούντες άσκησαν την από 29-7-2019 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 7943/190/29-7-2019 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή τους κατά της υπ΄αριθμόν 192/2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’αντιμωλία των νυν εκκαλούντων και της εφεσίβλητης κατά την τακτική διαδικασία επί της από 23-12-2013 με αριθμ. κατάθ. 9208/23-12-2013 ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης μεταξύ άλλων και κατά των εκκαλούντων και της από 21-1-2014 με αριθμ. κατάθ.452/23-1-2014 αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατά των εκκαλούντων, που εισήχθησαν αρχικά να δικαστούν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω υποθέσεις με την υπ’αριθμ. 4426/2015 απόφασή του έκρινε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την εκδίκασή τους από το Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Ακολούθως το Ειρηνοδικείο Πειραιώς, στο οποίο επαναφέρθηκε η συζήτηση των ως άνω δικογράφων με την από 1-6-2016 με Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ. : 1200/51/17-6-2016 κλήση της ανακόπτουσας-αιτούσας-νυν εφεσίβλητης ως Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμόν 192/2019 οριστική απόφασή του συνεκδίκασε κατ’αντιμωλία των νυν διαδίκων εν προκειμένω κατά την τακτική διαδικασία και α) δέχθηκε ως βάσιμη την ανωτέρω αίτηση επαναφοράς ,θεώρησε την ανακοπή ως εμπροθέσμως ασκηθείσα καθόσον στρέφετο κατά των νυν εκκαλούντων-καθ’ών η αίτηση και συμψήφισε στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων της αίτησης και β) δέχθηκε ως βάσιμη την ως άνω ανακοπή, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, απέβαλε τους νυν εκκαλούντες-καθ’ών η ανακοπή από αυτόν κατά τα αναφερόμενα ποσά, στα οποία κατετάγησαν κατατάσσοντας την νυν εφεσίβλητη-ανακόπτουσα στην θέση των καθ’ων ως προς τα εν λόγω ποσά και συμψήφισε στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων της εν λόγω ανακοπής. Η ένδικη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και την κατάθεση του σχετικού παραβόλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.1 Αα ΚΠολΔ (βλ. το υπ’αριθμ. … e-παράβολο με τη συνημμένη από 29-7-2019 επιβεβαίωση επιτυχούς εκτέλεσης πληρωμής της …) και εμπρόθεσμα και δη στις 29-7-2019, ήτοι την τελευταία εργάσιμη ημέρα της 30ήμερης προθεσμίας από την από 28-6-2019 κοινοποίηση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ.1,511, 516 παρ.2, 517, 518 παρ.1,520 παρ.1 ΚΠολΔ), κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :7281/3648/2-8-2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Ως εκ τούτου, η ένδικη έφεση πρέπει, αφού γίνει τυπικά δεκτή, να εκδικασθεί κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη και εκδικάσθηκε στο σύνολό της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 533 παρ. 1 ΚΠολΔ βλ. σχετ.ΕφΠειρ 126/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) από το παρόν Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ορθώς φέρεται προς εκδίκαση (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Όμως πριν εξετασθεί περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της-, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, θα πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και η νομιμότητα της αίτησης επαναφοράς και της συνεκδικαζόμενης με αυτή ανακοπής, επί των οποίων εξεδόθη η εκκαλουμένη, καθόσον το Εφετείο, ως εκ του μεταβιβαστικού, κατά την διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, αποτελέσματος της εφέσεως, έχει την εξουσία να ερευνά και αυτεπαγγέλτως χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό αρκεί να ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής, ανακοπής, κλπ έστω για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1138/1993 Δνη 36.1052, ΕφΙωαν 62/2007, ΕφΠειρ 460/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεσις, 1986, σελ. 190, παρ. 610, 611).
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 152 έως 158 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής: (1) Ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας, που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποτελεί ένδικο βοήθημα, χωρίς να υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, παρέχει την δυνατότητα της, με δικαστική παρέμβαση, άρσης νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο κατάστασης, που δημιουργήθηκε από την μη τήρηση της ορισμένης ως άνω προθεσμίας για δύο λόγους, δηλαδή την ανωτέρα βία ή το δόλο του αντιδίκου του. (2) Η αίτηση επαναφοράς που απευθύνεται στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, και έχει ως έννοια, ειδικά επί απώλειας της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου, να θεωρηθεί, με δικαστική απόφαση, το εκπρόθεσμα ασκηθέν ένδικο μέσο ως εμπρόθεσμο (ΑΠ 204/2014, ΑΠ 908/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασκείται με τα διαμειβόμενα στη δίκη δικόγραφα, είτε με τις προτάσεις είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται κατά τις διατάξεις για την αγωγή και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα στην κατ’ άρθρ. 153 του ΚΠολΔ οριζόμενη 30νθήμερη προθεσμία από την άρση του κωλύματος που συνιστά την ανωτέρα βία ή τη γνώση του δόλου. (3) Με την διάταξη του άρθ. 158 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η εξασφάλιση σταθερότητας στην διαδικασία και η αποτροπή διατήρησης της εκκρεμότητας για μακρό χρόνο, τίθεται περιορισμός σχετικά με την αίτηση δικαστικής επαναφοράς, ο οποίος συνίσταται στον αποκλεισμό της υποβολής της αίτησης αποκατάστασης των πραγμάτων, αν για οποιοδήποτε λόγο (ακόμη και από δόλο του αντιδίκου του αιτούντος) απωλέσθηκε η οριζόμενη στο άρθρο 153 τριακονθήμερη προθεσμία άσκησής της. (4) Ως “ανωτέρα βία” νοείται στην προαναφερόμενη διάταξη, το παρακωλυτικό γεγονός της τήρησης της προθεσμίας, που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στην συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με ενέργεια άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Τέτοιο γεγονός δεν είναι, πάντως, μόνη η άγνοια, έστω και ανυπαίτια, από τον διάδικο ή το νόμιμο εκπρόσωπό του της έγκυρης επίδοσης της απόφασης (ΟλΑΠ 29/1992,ΑΠ 443/2015, ΑΠ 1216/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, η ανώτερη βία, ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, διαχωρίζεται από το πταίσμα του δικαστικού πληρεξούσιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, που θεωρείται κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ότι δεν συνιστά λόγο επαναφοράς, μη εξαιρουμένης ούτε της ελαφράς αμέλειας των τελευταίων, την παρακώλυση του αιτούντος διαδίκου στην τήρηση της δικονομικής προθεσμίας. Ειδικότερα, η έννοια της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου αποτελεί έννοια που ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια εκείνης του ουσιαστικού δικαίου, διάφορο ποιείται, όμως, έναντι της τελευταίας μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο, λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η “δικονομική” ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας από μέρους του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, αδυναμίας ανταπόκρισης σε δικονομικό βάρος του, εξαιτίας της οποίας η διαδικαστική πράξη του πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Η εξειδίκευση, ειδικότερα, της έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου, το οποίο δεν επιδιώκει να εξισορροπήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τα δημόσια συμφέροντα της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης, αφενός και της ασφάλειας και βεβαιότητας της διαδικασίας, αφετέρου, εναρμονίζεται και με τη θεμελιακή αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), η οποία δεν επιτρέπει την έκπτωση του διαδίκου από την άσκηση δικονομικής ευχέρειας, αν δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα (ΑΠ 518/2010 , ΑΠ 2244/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216παρ.1, 585, 933 και 979παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρ. 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 1491/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ’ ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, (β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ’ ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, (γ) είτε σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1783/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ’ ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (ΑΠ 1501/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του και κατ’ επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1860/2013, ΑΠ 1281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η εξειδίκευση της απαίτησης του ανακόπτοντος ήδη με το δικόγραφο της ανακοπής του είναι αναγκαία και όταν στηρίζει την απαίτησή του σε έγγραφα με αποδεικτική δύναμη έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση ή στο δεδικασμένο απόφασης, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, καθώς και το δεδικασμένο απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ’ ου η εκτέλεση, δεν δεσμεύουν τρίτους, όπως είναι οι λοιποί δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 270/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Τέλος, κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας την σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επί αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό-εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατάταξης). Η σειρά, όμως, κατατάξεως των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 466/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 214 Ν. 4072/2012 «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως… Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι. Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σε εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσης του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 295/2002,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, έξοδα φύλαξης, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης», προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε. Στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων, που καταβάλλεται για τη φύλαξη του πλοίου σε φύλακα οριζόμενο από τον πλοιοκτήτη. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Εξάλλου το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρεί φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμένει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού, προς βλάβη των δανειστών. Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάστηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου», έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο (ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Π.Δ. 280/2000 «Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχής, μέχρι και τρεις (3).Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο. Εάν ο επισπεύδων δανειστής είναι εν ενεργεία ναυτικός, υπήκοος Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών πλην Ελβετίας, και η κωλυσιπλοϊα έχει επιβληθεί εξαιτίας μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε αυτόν, δύναται ο ίδιος ο ναυτικός να αναλάβει την φύλαξη του πλοίου ανεξαρτήτως των τυπικών προσόντων αυτού.2. Εάν για το ίδιο πλοίο έχουν επιβληθεί από περισσότερους του ενός μέτρα απαγόρευσης από τα αναφερόμενα στην παράγρ.1 του παρόντος άρθρου, η Λιμενική Αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο έγκρισης διορισμού φύλακα ή φυλάκων από κοινού εκ μέρους όλων των επισπευδόντων εφόσον υποβληθεί στη Λιμενική Αρχή εγγράφως σχετικό αίτημα αυτών.3. Ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ο πλοίαρχος και ο ναυτικός πράκτορας του πλοίου παρέχουν στον φύλακα τις απαιτούμενες διευκολύνσεις διαμονής επί του πλοίου και τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων του». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του ίδιου ως άνω Π.Δ. προβλέπεται ότι «1. Οι φύλακες των ανωτέρω πλοίων: α) λαμβάνουν κάθε πρόσφορο και ενδεδειγμένο μέτρο για την αποφυγή κλαπών, βλαβών ή φθορών, για την αποφυγή απόκρυψης ή λάθρα απόπλου του πλοίου, καθώς και την πλήρη και διαρκή ενημέρωση των επισπευδόντων δανειστών και των Λιμενικών Αρχών για κάθε θέμα που αφορά τη διατήρηση της αξίας και της κατάστασης του πλοίου, β) ελέγχουν προσεκτικά όλους τους χώρους του πλοίου και ειδοποιούν τη Λιμενική Αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή που θα παρατηρήσουν στην κατάστασή τους, γ) τηρούν ανελλιπώς “Ημερολόγιο Φύλακα”, το οποίο φυλλομετρείται και θεωρείται στην τελευταία σελίδα από τη Λιμενική Αρχή πριν από την έναρξη συμπλήρωσής του. 2. Εάν επί του υπό απαγόρευση απόπλου πλοίου δεν επιβαίνει “συγκεκροτημένο πλήρωμα” οι ανωτέρω φύλακες παρακολουθούν και τη γενική κατάσταση του πλοίου και αναφέρουν άμεσα στη Λιμενική Αρχή οποιασδήποτε μορφής ανωμαλία εντοπίσουν (κλίση του πλοίου, χαλάρωση αλύσεων ή σχοινιών πρόσδεσης, εστίες ρύπανσης ή πυρκαϊάς κ.λπ). 3. Στο ημερολόγιο του φύλακα καταχωρίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με το διορισμό του, την εκτέλεση εργασιών στο πλοίο και τα ειδικά καθήκοντα του φύλακα όπως αυτά προβλέπονται στο Διάταγμα αυτό καθώς και τα στοιχεία κάθε ανερχόμενου στο πλοίο προσώπου. Το ημερολόγιο αυτό κάθε εβδομάδα υποβάλλεται προς θεώρηση στη Λιμενική Αρχή και σε περίπτωση εκτάκτων περιστατικών υποβάλλεται αυθημερόν.».
Στην προκειμένη περίπτωση, με την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση η εφεσίβλητη-αιτούσα-ανακόπτουσα στρεφόμενη κατά των νυν εκκαλούντων-καθ’ών η αίτηση-τέταρτου και πέμπτου των καθ’ων η ανακοπή, ως δεόντως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο κι επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, επικαλούμενη ανωτέρα βία που συνίστατο σε σφάλμα του δικαστικού επιμελητή ως προς την επίδοση της ανακοπής προς τους νυν εκκαλούντες , για το οποίο δεν ευθύνετο η ίδια και δη εκθέτοντας ότι η ανακοπή της ασκήθηκε εκπρόθεσμα διότι από σφάλμα του ο δικαστικός επιμελητής αντί να επιδώσει στους νυν εκκαλούντες –καθ’ών η ανακοπή (την ασκηθείσα ανακοπή), την επέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Μιχαηλίδη ως αντίκλητο αυτών, ο οποίος δεν ήταν αντίκλητός τους, ζήτησε να κριθεί ότι η ασκηθείσα ανακοπή ασκήθηκε (και) ως προς αυτούς (4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή) παραδεκτά και εμπρόθεσμα και να καταδικασθούν οι καθ’ών η αίτηση- (4ος και 5ος) καθ’ών η ανακοπή στην δικαστική της δαπάνη. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε, κατά αντιμωλία των διαδίκων αυτής κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.192/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία, κρίθηκε ότι η αίτηση επαναφοράς, τυγχάνει συνεκδικασθέα με την ασκηθείσα ανακοπή, είναι ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη σύμφωνα με το εφαρμοστέο κατά το άρθρο 25 ΑΚ ελληνικό δικονομικό δίκαιο-και ακολούθως αφού δέχθηκε ότι η κρινόμενη αίτηση επαναφοράς ασκήθηκε εντός της τασσόμενης από το άρθρο 153 ΚΠολΔ τριακονταήμερης προθεσμίας, κι εν συνεχεία έκανε δεκτή ως ουσία βάσιμη την αίτηση επαναφοράς για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρει η εκκαλουμένη, θεώρησε ως εμπροθέσμως ασκηθείσα την ανακοπή ως προς τους καθ’ών η αίτηση επαναφοράς-4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή (νυν εκκαλούντες) και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων αυτών. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προχώρησε στην εξέταση της συνεκδικαζομένης ανακοπής κατά του υπ’αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Πολιτάκη-Παπαδημητρίου, που συνετάγη μετά την υπ’αριθμ. … έκθεση κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Ν. Τ. δυνάμει της οποίας εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς στις 30-10-2013 το υπό σημαίας Μ. ρυμουλκό πλοίο … Ειδικότερα η ανακόπτουσα –νυν εφεσίβλητη επικαλούμενη ότι κατετάγη ως ενυπόθηκη δανείστρια του πλοίου για το ποσό των 272.991,72 ευρώ, στρεφόμενη μεταξύ άλλων και κατά των νυν εκκαλούντων (4ου και 5ου των καθ’ών η ανακοπή) ζήτησε : 1) να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας ,να αποβληθούν οι καθ’ών για το σύνολο των απαιτήσεών τους και εν προκειμένω ο μεν 4ος Ν. Ν. για ποσό 24.000 ευρώ που αφορούσε αναγγελθείσα απαίτησή του για έξοδα φύλαξης, ο δε 5ος Ε. Α. ομοίως αναγγελθείς για ποσό 24.000 ευρώ για απαίτησή του από έξοδα φύλαξης, ως προς την απαίτηση των οποίων η ανακόπτουσα προέβαλε ως λόγους ανακοπής την ανυπαρξία της απαίτησης και την έλλειψη ναυτικού προνομίου ως προς αυτή, 2) να καταταγεί για τα ποσά των καθ’ών η ανακοπή η ίδια προνομιακά για το συνολικό ποσό που αυτή (η ανακόπτουσα) αναγγέλθηκε και 3) να καταδικασθούν οι καθ’ών η ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη. Η εκκαλουμένη, συνεκδικάζοντας την ανακοπή με την προαναφερθείσα αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων, αφού την έκρινε παραδεκτή και εμπρόθεσμη , την δέχθηκε στην ουσία της κρίνοντας ως ουσία βάσιμο τον σχετικό λόγο της ανακοπής περί ανυπαρξίας της επικαλούμενης στην αναγγελία τους απαίτησης των εκκαλούντων-4ου και 5ου των καθ’ών η ανακοπή από έξοδα φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου για το χρονικό διάστημα από 7-2-2013 έως 12-11-2013 , μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα αποβάλλοντας –μεταξύ άλλων- και τους νυν εκκαλούντες (4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή) και κατέταξε την ανακόπτουσα –νυν εφεσίβλητη στη θέση των καθ’ών ως προς το ποσό των 24.000 ευρώ για έκαστο των 4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή, στο οποίο είχαν καταταγεί και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων της ανακοπής στο σύνολό της. Κατά της ανωτέρω απόφασης, με την υπό κρίση έφεσή τους, παραπονούνται οι εκκαλούντες-καθ’ών η αίτηση επαναφοράς-4ος και 5ος των καθ’ών η ανακοπή, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως ηττηθέντες διάδικοι, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων 152 επ. ΚΠολΔ περί αβασιμότητας της κρινόμενης αιτήσεως επαναφοράς και περί εκπροθέσμου της υπό κρίση ανακοπής, αφετέρου σε παρά το νόμο εκτίμηση και πλημμελή εκτίμηση των προσαχθεισών αποδείξεων ως προς την απαίτησή τους (έξοδα φύλαξης).Ζητούν δε για τους λόγους αυτούς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, άλλως τη μεταρρύθμισή της ούτως ώστε, – κατά τη δέουσα εκτίμηση του εφετηρίου αφού κρατηθούν και (συν)εκδικασθούν εξαρχής : α) η σε βάρος τους ασκηθείσα αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και β) η ασκηθείσα ανακοπή καθ’ό μέρος τους αφορά, να απορριφθούν αμφότερες καθ’ολοκληρίαν και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη-αιτούσα-ανακόπτουσα-στη δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Οι λόγοι αυτοί της εφέσεως τυγχάνουν ορισμένοι και νόμιμοι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας και θα πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται εκ νέου στην παρούσα δίκη σε συνδυασμό με όλα τα προσκομιζόμενα, μετ’ επικλήσεως, εκ μέρους των διαδίκων έγγραφα, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως( άρθρο 336 παρ.4) και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εφεσίβλητη-ανακόπτουσα-αιτούσα την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, άσκησε μεταξύ άλλων και κατά των εκκαλούντων-4ου και 5ου των καθ’ών η ανακοπή-καθ’ών η αίτηση την από 23-12-2013 με αριθμ. κατάθ. 9208/23-12-2013 ανακοπή κατά του υπ’αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Πολιτάκη-Παπαδημητρίου, που συνετάγη μετά την υπ’αριθμ. … έκθεση κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Ν. Τ. δυνάμει της οποίας εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς στις 30-10-2013 το υπό σημαίας Μ. ρυμουλκό πλοίο … Στο αντίγραφο της ανακοπής προς επίδοση μεταξύ άλλων και στους νυν εκκαλούντες-4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή , η νυν εφεσίβλητη-ανακόπτουσα συμπεριέλαβε την από 23 Δεκεμβρίου 2013 εντολή της στον δικαστικό επιμελητή να επιδώσει την ανακοπή στους εκκαλούντες κατοίκους Πειραιά, στις διευθύνσεις κατοικίας τους στον Πειραιά και συγκεκριμένα στο … και στον ….Πλέον συγκεκριμένα στην από 23-12-2013 παραγγελία της ανακόπτουσας προς τον επιδόσαντα την ανακοπή δικαστικό επιμελητή αναγράφονται επί λέξει τα εξής : «…. αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα (ενν.την ανακοπή) προς : (α) την εταιρεία …. «……, (β)την εταιρεία ….« …, (γ) την εταιρεία « …ή/και τον δικηγόρο Γεώργιο Μιχαηλίδη, κάτοικο…… , οδός … υπό την ιδιότητα του ως αντικλήτου της ως άνω εταιρείας, (δ) του …, (ε) του Ν. Ν. Ι., κατοίκου Πειραιώς, … ….. και (στ) την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο συμβολαιογράφο Πειραιώς Αικατερίνη Πολιτάκη-Παπαδημητρίου….». Εκ παραδρομής και παρά την ως άνω παραγγελία στην οποία δεν ορίζεται αντίκλητος να παραλάβει την ανακοπή για λογαριασμό των 4ου και 5ου των καθ’ων η ανακοπή, ο δικαστικός επιμελητής Πειραιά Σ. Γ.Α., που εντέλλετο να προβεί στην επίδοση, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε, στις 24 Δεκεμβρίου 2013 επέδωσε την ως άνω ανακοπή για λογαριασμό των νυν εκκαλούντων στο δικηγόρο Γεώργιο Μιχαηλίδη, κάτοικο Πειραιά στην … ,ο οποίος είχε οριστεί ρητά στην από 7-11-2013 αναγγελία της επισπεύδουσας μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία … ως αντίκλητος αυτής (βλ.υπ΄ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά ………. Η άκυρη αυτή επίδοση που αφορούσε τους εκκαλούντες-4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη-ανακόπτουσα στις 10 Ιανουαρίου 2014 όταν ο δικαστικός επιμελητής της παρέδωσε τις σχετικές εκθέσεις επίδοσης. Για το λόγο αυτό κατόπιν νέας παραγγελίας της ανακόπτουσας προς τον ίδιο δικαστικό επιμελητή προκειμένου να προβεί σε επίδοση της ανακοπής στους 4ο και 5ο καθ’ών η ανακοπή εγκύρως αυτή τη φορά στις ως άνω διευθύνσεις αυτών στον Πειραιά, η ανακοπή επεδόθη εγκύρως την δεύτερη φορά στις άνω διευθύνσεις κατοικίας των εκκαλούντων στον Πειραιά, αντίστοιχα στις 14-1-2014 και στις 21-1-2014, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης και την από 21-1-του 2014 βεβαίωση καθώς και τις υπ’αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή. Επειδή το σφάλμα του δικαστικού επιμελητή που εξ οικείου αποκλειστικά πταίσματος προέβη στην επίδοση σε μη ορισθέντα από τους 4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή αντίκλητο και όχι στους ίδιους συνιστά λόγο ανωτέρας βίας , που δεν μπορούσε να αποφευχθεί από την διάδικο ανακόπτουσα ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας αφού η εντολή-παραγγελία της προς αυτόν ήταν ρητή και αδιαμφισβήτητη να επιδώσει την ανακοπή στους ίδιους τους καθ’ών στις αναγραφείσες σε αυτήν (την παραγγελία) διευθύνσεις κατοικίας τους στον Πειραιά και όχι σε αντίκλητο, που δεν αναφερόταν ότι είχαν ορίσει και λαμβάνοντας υπόψην δ ότι αν δεν είχε εμφιλοχωρήσει το εν λόγω σφάλμα η ανακοπή θα είχε ασκηθεί παραδεκτώς και δη εμπροθέσμως και ως προς τους 4ο κι 5ο των καθ’ών η ανακοπή-νυν εκκαλούντες σε συνδυασμό με το ότι ακολούθησε νέα-έγκυρη επίδοση τόσο αμέσως μετά το χρόνο άρσης του εμποδίου , ήτοι την επόμενη ημέρα από τη γνώση της ανακόπτουσας περί της άκυρης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, ήτοι την 11η Ιανουαρίου 2014 και σε κάθε περίπτωση μετά την 27η Δεκεμβρίου 2013 , ήτοι την επόμενη ημέρα από την άκυρη επίδοση και επομένως μέχρι και την άσκηση της αίτησης επαναφοράς δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των 30 ημερών του άρθρου 153 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή που προσκόμισε μετά νομίμου επικλήσεως με τις προτάσεις της η αιτούσα-ανακόπτουσα –εφεσίβλητη, η οποία εκθέτει κατά το άρθρο 155 παρ.2 ΚΠολΔ και τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να ασκήσει εμπρόθεσμα την ως άνω ανακοπή τηρώντας την 12ήμερη προθεσμία του άρθρου 979 ΚΠολΔ , ως εκ τούτου παραδεκτώς και βασίμως σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας η ανακόπτουσα-νυν εφεσίβλητη άσκησε την κρινόμενη αίτηση επαναφοράς ως έκτακτο ένδικο βοήθημα προβλεπόμενο για την προστασία της σχετικά με την απώλεια την ως άνω δικονομικής προθεσμίας που θα είχε ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματός της για την παραδεκτή άσκηση της ανακοπής. Αντίθετη κρίση ως προς το σφάλμα του δικαστικού επιμελητή και την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος της ανακόπτουσας ως προς την πρώτη άκυρη επίδοση της ανακοπής στους 4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή δεν μπορεί να προκύψει από το ότι και τη δεύτερη φορά, ήτοι στην περίπτωση της έγκυρης επίδοσης, η ανακοπή επιδόθηκε από τον ίδιο δικαστικό επιμελητή, απορριπτομένου ως αυθαίρετου και αναπόδεικτου του ισχυρισμού των εκκαλούντων ότι το γεγονός αυτό ενδεικνύει ότι «είναι τέχνασμα της εφεσίβλητης» να τους επιδώσει εκπρόθεσμη ανακοπή . Επιπλέον αλυσιτελώς με την προσθήκη τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ενώ ιδιοχείρως επιδόθηκε η ανακοπή στον Μ. Γ. ως πληρεξούσιο –και αντίκλητο ως προαναφέρθηκε της μη διαδίκου προκειμένω καθ’ής η ανακοπή εταιρείας … την ίδια μέρα θυροκολλήθηκε στον ίδιο δικηγόρο η ανακοπή για λογαριασμό των 4ου και 5ου των καθ’ών η κρινόμενη ανακοπή. Η εκκαλουμένη που έκρινε ομοίως παραθέτοντας στο σκεπτικό της τόσο τα άρθρα που αφορούν την αίτηση επαναφοράς όσο και τα πραγματικά περιστατικά περί του σφάλματος του επιδόσαντος την ανακοπή δικαστικού επιμελητή που συνιστά λόγο ανωτέρας βίας και είχε ως συνέπεια την ακυρότητα της (πρώτης) επίδοσης της ανακοπής στους καθ’ών η αίτηση-4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή, εκτίμησε τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα μεταξύ των οποίων και τις προσκομισθείσες από την αιτούσα-ανακόπτουσα-εφεσίβλητη εκθέσεις επίδοσης, και εν συνεχεία δέχθηκε την αίτηση επαναφοράς ως παραδεκτή και δη εμπροθέσμως ασκηθείσα -εντός της 30ήμερης προθεσμίας κατά το άρθρο 153 ΚΠολΔ (10-1-2014 εως 23-1-2014) από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανωτέρα βία θεωρώντας ότι η επίδοση για πρώτη φορά της ανακοπής στον 4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή έγινε ακύρως στις 24 Δεκεμβρίου 2013 κι εγκύρως στις 14 Ιανουαρίου 2014 (και στις 21 Ιανουαρίου 2014 στον 4ο), όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες εκθέσεις επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, ως εκ τούτου (η εκκαλουμένη έκρινε) ότι η κρινόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων που επιδόθηκε στους καθ’ών η αίτηση (νυν εκκαλούντες) στις 23 Ιανουαρίου 2014 (βλ.τις υπ’ αριθμόν … αντίστοιχα έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά …… είναι εμπρόθεσμη, ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στα άρθρα 152 παρ. 1 και 155 παρ. 2 ΚΠολΔ καθώς δικαιολογείται η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και εξετάζοντας στη συνέχεια στην ουσία με βάση τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα(η εκκαλουμένη) θεώρησε ότι η εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη , ήτοι η άσκηση της ανακοπής έχει τη συνέπεια που θα είχε αν ήταν εμπρόθεσμη επομένως την θεώρησε ως εμπρόθεσμη και την έκρινε στην ουσία της,(η εκκαλουμένη) ορθώς σύμφωνα με το νόμο και κατά επιμελή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε και δεν απέρριψε την αίτηση επαναφοράς ως νόμω και ουσία αβάσιμη και παντελώς αναπόδεικτη, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσή της τους, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει και ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος αφορά (εκτός από το εμπρόθεσμο της κρινόμενης ανακοπής, που εκτιμήθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως και ήδη απερρίφθη) την βασιμότητα της κρινόμενης ανακοπής και συγκεκριμένα συνίσταται στο ότι κακώς και παρά το νόμο και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη δέχθηκε την ανακοπή ως βάσιμη στην ουσία της θεωρώντας ανύπαρκτη την αναγγελθείσα απαίτησή τους, εσφαλμένως και αναιτιολόγητα για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτουν οι εκκαλούντες κατωτέρω. Συγκεκριμένα η απαίτηση των εκκαλούντων -4ου και 5ου των καθ’ών η ανακοπή, η οποία αναγγέλθηκε με την από 12-11-2013 αναγγελία τους, αφορά απαίτησή τους κατά της πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος αναγκαστικώς στις 30-10-2013 υπό σημαίας Μ. ρυμουλκού πλοίου …» ποσού 24.000 ευρώ για έκαστο εξ αυτών , η οποία φέρεται να απορρέει από έξοδα φύλαξης με βάση την από 7-2-2013 σύμβαση ανάθεσης φύλαξης πλοίου που προσκόμισαν ενώπιον της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Πολιτάκη ,συνετάγη η υπ’αριθμ. … πράξη κατάθεσης τίτλων και κατετάγησαν για το ως άνω ποσό έκαστος στον υπ’αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Πολιτάκη-Παπαδημητρίου, που συνετάγη μετά την υπ’αριθμ. … έκθεση κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Ν. Τ.. Την απαίτηση αυτή των εκκαλούντων-4ου και 5ου των καθ’ών η ανακοπή, αρνήθηκε η εφεσίβλητη-ανακόπτουσα ως προς την γένεση, την ύπαρξη και το προνόμιό της επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 περίπτωση 1 του Π.Δ. 280/ 2000 σύμφωνα με το οποίο κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου απαγόρευσης συνέπεια κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον έναν φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικά με τη φύλαξη προσηκόντως εκτιμώμενων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή μέχρι και τρεις (3). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επισπεύδουσα εταιρεία « …, προέβη σε δαπάνες φυλάξεως του πλοίου, κατόπιν της από 24 -12-2012 με αριθμό πρωτοκόλλου … πρόσκλησης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας προς αυτήν (την επισπεύδουσα εταιρεία) με την οποία την καλούσε να μεριμνήσει για την άμεση τοποθέτηση φύλακα και παράλληλα της ζητούσε τη γνωστοποίηση των στοιχείων του. Σε απάντηση της ως άνω πρόσκλησης, η επισπεύδουσα απέστειλε στον κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας την από 31-12-2013 επιστολή της με την οποία γνωστοποίησε ότι τη φύλαξη του πλοίου αναλαμβάνει η εταιρεία … . Μάλιστα τις ως άνω δαπάνες φύλαξης η επισπεύδουσα εταιρεία τις ανήγγειλε και αυτές κατετάγησαν από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ως απολαύουσες ναυτικό προνόμιο, χωρίς να προκύπτει ότι προσβλήθηκαν από κάποιον αναγγελθέντα δανειστή. Επίσης η εταιρεία … ενεργούσα ως διαχειρίστρια της πλοιοκτήτριας εταιρείας … απέστειλε την από 12-2-2013 επιστολή της προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας με την οποία γνωστοποίησε ότι η εταιρεία διέκοψε τη φύλαξη του πλοίου . Περαιτέρω, από την από 16 -10-2015 με αριθμό πρωτοκόλλου … βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας (Τμήμα Αγκυροβολίας) αποδεικνύεται ότι οι εκκαλούντες-4ος και 5ος των καθ’ών η ανακοπή Ε. Α. και Ν. Ν. δεν διετέλεσαν χρέη φύλακα στο πλοίο για τη χρονική περίοδο από 7-2-2013 μέχρι 12-11- 2013 ως επικαλούνται στην από 12-11-2013 αναγγελία τους , αντιθέτως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως και 30 -10-2013 (ημέρα του πλειστηριασμού του πλοίου), χρέη φύλακα άσκησαν Δ. Α. Δ. Σ. που είχαν ορισθεί ως φύλακες εκ της εταιρείας-ναυτιλιακού πρακτορείου «… για το διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 18-2-2013 και ο Χ. Ι. Χ. της εταιρείας … για το χρονικό διάστημα από 18-2-2013 μέχρι 30-10-2013. Ενόψει αυτών αποδεικνύεται ότι η από 7-2-2013 σύμβαση ανάθεσης φύλαξης πλοίου που προσκόμισαν ενώπιον της υπαλλήλου του πλειστηριασμού οι εκκαλούντες-4ος και 5ος των καθ’ών η ανακοπή και συνετάγη η υπ’αριθμ. … πράξη κατάθεσης τίτλων είναι ανίσχυρη, καθώς αποδεικνύεται βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος ανακοπής, που προέβαλε η εφεσίβλητη-ανακόπτουσα ως προς αυτούς περί ανυπαρξίας της απαίτησής τους . Ως εκ τούτου κι ανεξάρτητα της βασιμότητας ή μη του δεύτερου λόγου της ανακοπής που συνίστατο στο αν οι σχετικές δαπάνες είναι προνομιακής μεταχείρισης σύμφωνα με το δίκαιο της Μ. ή/και σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο, λόγος που δεν εξετάσθηκε καθόλου από την εκκαλουμένη αφού έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ανακοπής (περί ανυπαρξίας-μη απόδειξης της σχετικής απαίτησης των καθ’ών η ανακοπή), η εκκαλουμένη έκρινε ότι θα έπρεπε να αποβληθούν οι 4ος και 5ος των καθ’ών η ανακοπή από τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης που είχαν καταταγεί για την προαναφερθείσα απαίτησή τους, η οποία δεν απεδείχθη ότι υπήρξε υπαρκτή. Με βάση δε τις ως άνω παραδοχές στις οποίες κατέληξε και η εκκαλουμένη, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος Πειραιά Αικατερίνη Πολιτάκη-Παπαδημητρίου που κατέταξε τις απαιτήσεις των εκκαλούντων πριν από την ενυπόθηκη απαίτηση της ανακόπτουσας Τράπεζας- ενυπόθηκης δανείστριας του πλοίου για το ποσό των 272.991,72 ευρώ, απαίτηση η οποία δεν αμφισβητήθηκε ότι τυγχάνει προνομιακή, έσφαλε με αποτέλεσμα ο προσβαλλόμενος με την κρινόμενη ανακοπή υπ’αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών της ως άνω συμβολαιογράφου να χρειάζεται να μεταρρυθμιστεί . Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από το ότι με την υπ’αριθμ. 2783/ 2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών) που εξεδόθη μεταξύ των εκκαλούντων και της πλοιοκτήτριας του πλοίου ερήμην της τελευταίας επί της από 11-11-2013 με αριθμ.κατ.8030/2013 αγωγής τους κατά της πλοιοκτήτριας, που αναγνώρισε ότι δικαιούται κάθε ένας από αυτούς να λάβει για έξοδα φύλαξης του πλοίου 17.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο για το διάστημα από 7-2-2013 μέχρι 30-10-2013, κι ανεξάρτητα του αν η εν λόγω απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη για να παράγει δεδικασμένο , σε κάθε περίπτωση επειδή η ανακόπτουσα τράπεζα είναι τρίτη έναντι της οφειλέτιδος πλοιοκτήτριας δεν δεσμεύεται ούτε ωφελείται από το δεδικασμένο αυτό με αποτέλεσμα με την ασκηθείσα ανακοπή της η ανακόπτουσα να μπορεί να αμφισβητήσει την απαίτηση των καθ’ών η ανακοπή και να διεξαχθούν σχετικές αποδείξεις. Περαιτέρω απεδείχθη ότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας στο Π.Δ.280/2000 όπου προβλέπεται η δυνατότητα του επισπεύδοντος δανειστή να ορίσει μέχρι 3 συνολικά φύλακες, δηλώθηκαν από την επισπεύδουσα εταιρεία τα ονοματεπώνυμα των φυλακών, που όρισε αυτή ενώ αντιθέτως δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι ως φύλακες ορίστηκαν και οι εκκαλούντες-4ος και 5ος των καθ’ών η ανακοπή τους οποίους μάλιστα ενώ η διαχειρίστρια του πλοίου στις 7 Φεβρουαρίου 2013 φέρεται να τους προσλαμβάνει σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από αυτούς από 7-2-2013 έγγραφη ανάθεση φύλαξης , πλην όμως αυτή δεν φέρει βεβαίωση κατάθεσης στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, ενώ ουδέν σχετικό με τον διορισμό τους αναφέρεται στο προβλεπόμενο στο άρθρο 2 παρ. 3 του Π.Δ. 280/2000 ημερολόγιο του φύλακα, όπου καταχωρίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με το διορισμό, την εκτέλεση εργασιών στο πλοίο και τα ειδικά καθήκοντα του φύλακα όπως αυτά προβλέπονται στο Διάταγμα αυτό καθώς και τα στοιχεία κάθε ανερχόμενου στο πλοίο προσώπου. Τέλος, με το έγγραφό της στις 12 Φεβρουαρίου 2013 η ίδια ως άνω διαχειρίστρια γνωστοποιεί στο Λιμεναρχείο τη διακοπή της φύλαξης του πλοίου από την εταιρεία «…. Επομένως ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι τους προσέλαβε η πλοιοκτήτρια ως φύλακες ουδόλως απεδείχθη ως βάσιμος στην ουσία του, ενώ αλυσιτελώς προέβαλαν ότι δεν αμφισβητήθηκε στο ακροατήριο η βασιμότητα των ισχυρισμών τους καθώς η εφεσίβλητη-ανακόπτουσα παρότι γνώριζε τις αξιώσεις τους δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση κατά τη συζήτηση της αγωγής τους για τα δεδουλευμένα τους ή τριτανακοπή. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από την επίκληση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα των εκκαλούντων … από τη δίκη της από 11-11-2013 με αριθμ.κατ.8030/2013 αγωγής τους κατά της πλοιοκτήτριας, όπου εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2783/2014 απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή τους, δεδομένου ότι αυτή (η μαρτυρική κατάθεση) χρησιμεύει μόνο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και άνευ άλλου δεν αποδεικνύει την απαίτηση των εκκαλούντων. Ομοίως δε δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη της απαίτησής τους ούτε και με βάση τα όσα αναφέρονται στα πρακτικά της υπ’αριθμ. 4426/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εξεδόθη επί της ανακοπής και την κατάθεση του μάρτυρα των εκκαλούντων Τ., που δεν αντικρούει τα όσα προέκυψαν από τα προαναφερθέντα έγγραφα. Εν όψει αυτών και γινομένου δεκτού ως βάσιμου στην ουσία του, του σχετικού πρώτου λόγου της ανακοπής περί ανυπαρξίας της καταταγείσας στον ανακοπτόμενο πίνακα απαίτησης των εκκαλούντων συνολικού ποσού 48.000 ευρώ, ορθώς η εκκαλουμένη έκρινε με βάση το νόμο και κατά επιμελή εκτίμηση των αποδείξεων με βάση τα προσκομιζόμενα προαναφερθέντα έγγραφα ως ουσία βάσιμη την ασκηθείσα ανακοπή καθ’ο μέρος αφορά τους νυν εκκαλούντες-4ο και 5ο των καθ’ών η ανακοπή ,απέβαλε αυτούς για το συνολικό ποσό των 48.000 ευρώ και κατέταξε ισόποσα την ανακόπτουσα τράπεζα, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εκκκαλούντων ως αβασίμων κι επομένως και του συνιστώντος αυτών δεύτερου λόγου έφεσης ως αβασίμου στην ουσία του.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως προς τους προβαλλόμενους λόγους στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’αριθμ. … e-παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την παραδεκτή άσκησή της, στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495παρ.4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης ως προς το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, το οποίο πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο στην ουσία του,σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας των τελευταίων (176 εδ. α΄, 183, 189παρ.1 και 191παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την ένδικη έφεση και Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του υπ’αριθμ. … e-παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την παραδεκτή άσκηση της έφεσης.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………………2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ