ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
920/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 12469-5606/2018
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Bαλλιανάτου Σπυριδούλα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Η εταιρία με την επωνυμία «… η οποία εδρεύει στο …, νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Χρήστος Ρογκάτσιος (ΑΜ ΔΣΑ 22848), δυνάμει του από 27.2.2019 πληρεξουσίου εγγράφου του εκπροσώπου της ενάγουσας …, κατόπιν πιστοποίησης αυτού από την Συμβολαιογράφο Mariella Vallery – Spaethe με βεβαίωση κατά τη Σύμβαση της Χάγης, προσκομισθέν σε ακριβή μετάφραση από την αγγλική γλώσσα, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ : 1) H εταιρεία με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στην αλλοδαπή, πραγματικά όμως στην Ελλάδα και δη στη … νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία ούτε προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος, ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο,
2) Η εταιρεία με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στα …, εγκατεστημένη νομίμως δυνάμει του A.N. 89/1967 στην Ελλάδα, και δη, στον … νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κωνσταντίνος Ντέγκας, δυνάμει του από 5-3-2019 πληρεξουσίου εγγράφου νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, …, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-11-2018 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.A.K./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 12469/5606/30-11-2018, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 11-9-2019 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως αποδεικνύεται από την νόμιμα προσκομισθείσα μετ’ επίκλησης από την ενάγουσα υπ’ αρίθμ. …΄/11-12-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, …, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 110, 122, 123, 124, 125, 126§1 στοιχείο γ΄, 128§3, 215§2 του ΚΠολΔ. Επιπρόσθετα, από την επισκόπηση των έγγραφων της δικογραφίας προκύπτει το εμπρόθεσμο [κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 237 του ΚΠολΔ] της κατάθεσης των προτάσεων της ενάγουσας δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου εγγράφου, με την οποία χορηγείται η πληρεξουσιότητα προς τον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο της, για τις διενεργηθείσες από αυτόν πράξεις της προδικασίας (άρθρα 96§1, 104, 237§1 του ΚΠολΔ) και την παράστασή του στο ακροατήριο. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι, παρότι η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εναγόμενη, η τελευταία δεν έλαβε μέρος στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων. Κατ’ ακολουθίαν, η εναγόμενη πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 §§1,2 του ΚΠολΔ).
Με την από 30-11-2018 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.A.K./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 12468-5605/30-11-2018, όπως αυτή παραδεκτώς περιορίστηκε με τις προτάσεις με τροπή του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και διορθώθηκε ως προς την έδρα της (ΕφΠειρ 1000/1990, ΕΕμπΔ 1992.126 ·ΠολΠρΠειρ 1140/1989, Αρμ 1989.1128 ·Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ΄έκδ., σ. 9-10, υποσημ. 21 με περαιτέρω παραπομπές), η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι πρακτορειακή επιχείρηση αναλαμβάνουσα την πρακτόρευση πλοίων σε λιμένες όλου του κόσμου δια των κατά τόπους γραφείων της. Ότι η δεύτερη εναγόμενη, χαρακτηριζόμενη στην αγωγή ως διαχειρίστρια, αλλά ενεργούσα δι’ εαυτόν και για δικό της λογαριασμό, των υπό σημαία νήσων …, εγγεγραμμένων κατά τον επίδικο χρόνο στο νηολόγιο …, δεξαμενόπλοιων “…” και “…”, των οποίων πλοιοκτήτης είναι η πρώτη εναγόμενη συνήψε στις 4-5-2017 σύμβαση πρακτορείας αυτών σε όλους τους λιμένες ανά τον κόσμο, στο πλαίσιο της οποία παρείχε τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή υπηρεσίες πρακτόρευσης και προέβη στις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή δαπάνες ως προς το πλοίο “…” κατά τον κατάπλου, την παραμονή και τον απόπλου του πλοίου στον λιμένα … από τις 11-5-2017 έως τις 17-5-2017 και στον λιμένα …, …, από τις 22-5-2017 έως τις 6-6-2017, επίσης δε ότι παρείχε τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή υπηρεσίες πρακτόρευσης (και προέβη στις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή) δαπάνες ως προς το πλοίο “…” κατά τον κατάπλου, την παραμονή και τον απόπλου του πλοίου στον λιμένα της … από τις 26-6-2017 έως τις 25-10-2017, για τις οποίες εξέδωσε τα εκτιθέμενα στην αγωγή τιμολόγια, τα οποία μετά τις καταβολές της τεχνικής διαχειρίστριας του πλοίου “…”, έχουν μείνει ολικά ή εν μέρει ανεξόφλητα με αποτέλεσμα να της οφείλουν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 65.450,45 δολαρίων …, η πρώτη ευθυνόμενη ως κυρία των πλοίων και η δεύτερη εναγόμενη τις διατάξεις περί εντολής, καθώς ή ίδια συνεβλήθη δι’ εαυτόν και για λογαριασμό της, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητά, επικαλούμενη τις ανωτέρω διατάξεις, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες της οφείλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το ποσό των 65.450,45 δολαρίων …, άλλως το ισόποσο αυτών σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξοφλήσεως νομιμότοκα από την έκδοση εκάστου των τιμολογίων που αναφέρει στην αγωγή της, άλλως από την επίδοση της αγωγής της. Ζητά, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Η αγωγή αυτή, για την οποία το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία ως εκ της πραγματικής έδρας των δύο εναγομένων εταιριών (ΟλΑΠ 2/1999, ΕλλΔνη 1999.271), που δεν αμφισβητήθηκε, παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 2 του Ν. 2172/1993) και συζητείται κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο για την υπό κρίση υπόθεση εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη Ι», ο οποίος έχει οικουμενική εφαρμογή και αναπτύσσει ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού, όχι μόνο στις περιπτώσεις που παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας μεταξύ των Κρατών – Μελών Ε.Ε., αλλά και στις περιπτώσεις που το εφαρμοστέο δίκαιο οδηγεί σε διαφορετική χώρα εκτός Ένωσης. Καθώς οι διάδικοι δεν έχουν επιλέξει εφαρμοστέο δίκαιο, ούτε συντρέχει μετασυμβατική συμφωνία αυτών, αφού η μεν ενάγουσα επικαλείται ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, η δε παριστάμενη εναγόμενη το αγγλικό (άρθρο 3 Κανονισμού), το δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί στην υπόθεση αυτή προκύπτει, κατ’ αρχήν εκ του ειδικού κανόνα του άρθρου 4§1 β΄ του Κανονισμού που στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όπως η πρακτορεία, οριζει ως εφαρμοστέο το δίκαιο της χώρας της οποίας ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του, ήτοι εν προκειμένω το δίκαιο του Λιχτενστάιν, όπως και για τις λοιπές δαπάνες των οποίων διώκεται η καταψήφιση με την κρινόμενη αγωγή, εφαρμοστέο κρίνεται επί αυτών και πάλι το ίδιο δίκαιο, αφού επί μικτής σύμβασης κρίσιμο είναι το δίκαιο της χαρακτηριστικής παροχής που εν προκειμένω είναι η πρακτορεία, σύμφωνα με το άρθρο 4§2 του Κανονισμού (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, ΙΔΔ, στ΄ έκδ., σελ. 303, 306 – 313). Εντούτοις, καθώς η ενάγουσα δραστηριοποιείται δια των επί μέρους γραφείων της παγκοσμίως στους κατά τόπους λιμένες και ενόψει του ότι οι υπηρεσίες πρακτόρευσης και η συναφής καταβολή δαπανών έχει λάβει χώρα στους προεκτιθέμενους λιμένες ανά τον κόσμο (και όχι σε ένα λιμένα ή έστω σε λιμένες μίας χώρας) με βάση σύμβαση-πλαίσιο και παροχές επί μέρους ισοδύναμες που υλοποιήθηκαν από διάφορα κατά τόπους γραφεία της ενάγουσας, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως προς την επίδικη διαφορά, ούτε η συνήθης διαμονή (έδρα εν προκειμένω) του παρόχου των υπηρεσιών, ούτε μπορεί να αναπτύξει ισχύ το τεκμήριο της χαρακτηριστικής παροχής κατά τις προεκτιθέμενες διατάξεις του Κανονισμού. Κατά συνέπεια, η ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου θα γίνει κατά το δίκαιο που συνδέεται στενότερα με την υπό κρίση σύμβαση, το οποίο, ενόψει του τόπου στον οποίο καταρτίστηκε η σύμβαση, ήτοι του τόπου από τον οποίο απέστειλε την πρόταση η δεύτερη εναγόμενη και ελήφθη η αποδοχή της (άρθρα 167, 185, 189, 192 ΑΚ) και της πραγματικής έδρας των δύο εναγομένων είναι το ελληνικό, το οποίο επικαλείται και η ενάγουσα. Ομοίως ως προς της αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο ως το δίκαιο με το οποίο συνδέεται στενότερα η εν λόγω αξίωση ως εκ της συμβατικής υφής της διαφοράς μεταξύ των μερών (άρθρο 10 Κανονισμού – Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, ο.π., σελ. 351). Επίσης, ως προς τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς και δη ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας από την πρώτη εναγόμενη εταιρία κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης και της επικαλούμενης από την δεύτερη εναγόμενη μη δέσμευσή της από τις επίδικες συμβάσεις έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κανονισμού) όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 777/2015, Νομος, ΑΠ 1187/2000 ΧρΙΔ 2001.302). Επομένως, και το ζήτημα αυτό θα κριθεί κατά το ελληνικό δίκαιο, ενόψει του τόπου στον οποίο επιχείρησε ο αντιπρόσωπος, ήτοι του τόπου από τον οποίο απέστειλε την πρόταση η πρώτη εναγόμενη και ελήφθη η αποδοχή της (άρθρα 167, 185, 189, 192 ΑΚ) και της πραγματικής έδρας των δύο εναγομένων. Εξ άλλου, η πρώτη εναγόμενη, παραδεκτώς με τις προτάσεις της (άρθρο 237 ΚΠολΔ, ως ζήτημα δικονομικό που ρυθμίζεται από τη lex fori – ΕφΑθ 6359/2003, ΕλλΔνη 2004.1466) προβάλλει την ένσταση αοριστίας της αγωγής, η οποία είναι νόμιμη, πλην όμως απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθώς η ενάγουσα εκθέτει όλα τα αναγκαία περιστατικά που πρέπει η ενάγουσα να εκθέτει στην ιστορική βάση της αγωγής (ΑΠ 5/2019, ΧρΙΔ 2019.606), αναφέροντας λεπτομερώς τις επί μέρους δαπάνες και αμοιβές της, οι δε επικαλούμενες από την πρώτη εναγόμενη ασάφειες συνιστούν αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς. Ας σημειωθεί ότι οι καταβολές που τυχόν έχουν γίνει μεταγενέστερα και δεν εκτίθενται από την ενάγουσα, δεν αφορούν το παραδεκτό της αγωγής ως προς το ορισμένο της, το οποίο κρίνεται χρονικώς ως προς τα γεγονότα που θεμελιώνουν το αγωγικό δικαίωμα, όπως αυτό ασκήθηκε με την κρινόμενη αγωγή (βλ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ΄έκδ,, σελ. 56 – 61 και τις εκεί παραπομπές), αλλά την ουσία της υπόθεσης κατά τα εκτιθέμενα και κατωτέρω. Η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς το αίτημα της περί καταβολής της παροχής απευθείας σε αλλοδαπό νόμισμα, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 5422/1932, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τα άρθρα 3 του από 14.7.1932 ν.δ/τος το οποίο κυρώθηκε με το ν. 5665/1932, 2 του ν. 39/1936, 3 του ν. 300/1937, 4 του α.ν. 362/1945, ν. 994/1946 και ν. 2415/1953, σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 ΑΚ συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010, Νομος, ΑΠ 698/2006, Νομος, ΑΠ 1349/1997, Νομος, ΕφΠειρ 287/2011, Νομος, ΕφΠειρ 35/2014, Νομος). Επομένως η αγωγή είναι νόμιμη κατά το επικουρικό της αίτημα ως προς το νόμισμα στο οποίο αιτείται την αναγνώριση της οφειλής κατά τις προειρημένες διατάξεις και τα άρθρα 648 επ. ΑΚ που εφαρμόζονται επί της συμβάσεως ανεξάρτητων υπηρεσιών (πλην των άρθρων 657, 658, 660, 661 663, 667, 677, 678, 680 ΑΚ – βλ. Απ.Γεωργιάδη, ΕνοχΔ, ΕιδΜ, σ. 16 – 17), σε συνδυασμό με τα άρθρα 713, 722 ΑΚ (ΕφΠειρ 497/2013, ΕΝαυτΔ 2013.110) και τις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 480 επ., 345 ΑΚ, 106 ΚΙΝΔ, 176 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού αυτή η αξίωση δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία επήλθε ο πλουτισμός από έγκυρη σύμβαση όπως στην προκειμένη περίπτωση (σύμβαση πρακτορείας) και δεν γίνεται λόγος διαφορετικών από την αγωγή πραγματικών περιστατικών (ΕφΑθ 9136/2005, ΕλλΔνη 50.1117, ΕφΔωδ 207/2013, Νομος). Τέλος, το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, κρινόμενο ως δικονομικό κατά τη lex fori, ήτοι κατά το ελληνικό δίκαιο, πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι το αίτημα της αγωγής έχει τραπεί, κατά τα ανωτέρω, σε αναγνωριστικό (Νικολόπουλος σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νικας ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 907, αριθμ.3). Εντούτοις, με την από 8-3-2019 δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με ΓΑΚ-ΕΑΚ κατάθεσης δικογράφου 2167-47/8-3-2019 η ενάγουσα παραιτήθηκε του δικογράφου της ως προς την πρώτη εναγόμενη …), η οποία επιδόθηκε στον αντίκλητο αυτής, … (βλ. επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο υπ’ αριθμ. …΄/8-3-2019 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή …) παραίτηση που φέρεται ότι έλαβε χώρα εντός της προθεσμίας των 100 ημερών και πριν καταθέσει προτάσεις η συγκεκριμένη ενάγουσα, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 294 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ (ήτοι στην τακτική διαδικασία) πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο, εφόσον πληρούται ο τύπος που απαιτείται κατά τα άρθρο 297 ΚΠολΔ, δηλαδή επίδοση δικογράφου στον αντίδικο ή με τις προτάσεις (Νίκας, ΕγχΠολΔ, 2η έκδ., σ.610 Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2019, άρθρο 294, αριθμ.7), όπως εναλλακτικώς προβλέπει το (τροποποιηθέν με τον Ν. 4335/2015) άρθρο 297 ΚΠολΔ, το οποίο αποκλειστικώς ορίζει τους τόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από την αγωγή (ΟλΑΠ 1187/1981, ΑΠ 368/2016, Νομος). Για να κριθεί όμως το παραδεκτό της εν λόγω παραίτησης και δη της επίδοσης της στον φερόμενο ως αντίκλητο, απαιτείται για την απόδειξη της ιδιότητας του να προσκομιστεί η σύμβαση με την οποία απέκτησε την ιδιότητα του αντίκλητου της πρώτης εναγομένης ο …, την οποία δεν προσκομίζει η ενάγουσα. Επιπλέον, για τη διάγνωση της ουσίας της διαφοράς θα πρέπει να προσκομιστεί κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ επιπλέον η σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού που επικαλείται η ενάγουσα στην ανωτέρω παραίτηση της από το δικόγραφο, καθώς οι δύο εναγόμενες εταιρίες ενάγονται ως εις ολόκληρον οφειλέτες (483 ΑΚ), η οποία καθώς αφορά την ουσία της διαφοράς δεν μπορεί να αναζητηθεί κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ. Επομένως, καθώς παρουσιάζονται τα ανωτέρω κενά σημεία, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς όλους τους διαδίκους, προκειμένου να προσκομιστούν τα προαναφερθέντα έγγραφα. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της πρώτης εναγόμενης πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ- ΟλΑΠ 15/2001, ΕλλΔνη 2002.71), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.-
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την πρώτη εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).-
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.-
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την ενάγουσα να προσκομίσει τα έγγραφα που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 5 Μαρτίου 2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ