Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης :       921/2020

Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 9902-4983/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ : Η εταιρία με την επωνυμία «….» (…), εδρεύουσα στον ….., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο βάσει ΔΗΛΩΣΕΩΣ, κατά το άρθρο 242§2 του ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας δικηγόρου ΚΟΝΤΗ ΕΙΡΗΝΗΣ      με Α.Μ. 037549 του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: Η εταιρία με την επωνυμία «…» (…), εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στην αλλοδαπή, εγκατεστημένη νομίμως δυνάμει του A.N. 89/1967 στην Ελλάδα και δη, στον ….., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο βάσει ΔΗΛΩΣΕΩΣ, κατά το άρθρο 242§2 του ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΤΕΓΚΑ με Α.Μ. 007176 του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.

Η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 31-10-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο 10699-261/31-10-2019 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού : 9902-4983/2019) κατά της υπ’ αριθμ. 288/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε για να δικαστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Φέρεται προς συζήτηση η από 31-10-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο 10699-261/31-10-2019 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού : 9902-4983/2019) κατά της υπ’ αριθμ. 288/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, η οποία ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα  495  παρ. 1 2, και 3, 513 παρ. 1, 516, 517 παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια, με ταυτόχρονη κατάθεση του ηλεκτρονικού παραβόλου … ποσού 75 ευρώ. Εισάγεται δε αρμοδίως στο Δικαστήριο, αφού πρόκειται για έφεση επί απόφασης που αφορά καταβολή αμοιβής από πρακτορεία (ναυτική διαφορά – άρθρο 51 §§1γ΄, 3ε΄ Ν. 2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω η βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της εφέσεως.

ΙΙ. Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά, το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, το διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και  για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπος του (ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373 ·ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ` αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ΝαυτΔ, παρ. 28, σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ’ επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114 ·ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291 ·ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012. 168 ·ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝαυτΔ 2011.39 ∙ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Τέλος, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (αρ. 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρίες δηλαδή εταιρίες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ` αυτήν (αρ. 1 ν. 791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιριών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το αρ. 28 του ν. 814/ 1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 497/2013, ΕΝαυτΔ 2013.110 · ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009.13 ·ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211 ·Αντάπασης, «Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών», εισήγηση στο Ιο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, 1994, σελ. 437 επ. και ιδίως σελ. 443-449, 483).

IΙΙ. Με την από 30.11.2018 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης 11990-291/30.11.2018 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι είναι επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πρακτόρευσης πλοίων και ναυτιλιακών lοgistics (μεταφορά και αποθήκευση ναυτιλιακών υλικών) παρέχουσα τις υπηρεσίες τις σε λιμένες στην Ελλάδα. Ότι την 6η Μαρτίου 2017 η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, ενεργώντας δι’ εαυτόν και για δικό της λογαριασμό, της ανέθεσε μέσω του υπό ιδία ημερομηνία ηλεκτρονικού μηνύματος της, να μεριμνήσουν ως παραγγελιοδόχοι μεταφοράς για την θαλάσσια μεταφορά ανταλλακτικών από την Κίνα (Nanjing) προς την Τουρκία (Κωνσταντινούπολη). Ότι η πρόταση της εναγομένης έγινε δεκτή από την ενάγουσα και έγιναν όλες οι αναγκαίες ενέργειες για την φόρτωση, μεταφορά, εκφόρτωση και την παράδοση των σχετικών ανταλλακτικών από τον λιμένα φόρτωσης προς τον λιμένα προορισμού. Ότι τα ανταλλακτικά φορτώθηκαν στην Κίνα επί του πλοίου … στις 17.03.2017 και έφθασαν στον προορισμό τους στην Κωνσταντινούπολη στις 13.04.2017. Ότι στις 19 Μαΐου 2017 η ενάγουσα εξέδωσε και απέστειλε στην εναγόμενη το υπ’ αριθμ…. τιμολόγιο μετά των συμπληρωματικών αναλυτικών αυτού παραστατικών για συνολικό ποσό 5.810 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορά σε δαπάνες στις οποίες προέβη η εκκαλούσα στο πλαίσιο της δοθείσας εντολής και στην αμοιβή της, για την προαναφερόμενη μεταφορά, για την οποία (οφειλή) η εναγόμενη δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Ότι την 6η Απριλίου 2017, η εφεσίβλητη, ενεργώντας για την ίδια και για δικό της λογαριασμό, ανέθεσε στην ενάγουσα μέσω του υπό ιδία ημερομηνία ηλεκτρονικού μηνύματός της, να μεριμνήσει ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς για την οδική μεταφορά ανταλλακτικών από τον Πειραιά προς την Τουρκία (Κωνσταντινούπολη). Ότι η πρόταση της εφεσίβλητης -εναγομένης έγινε δεκτή από την εκκαλούσα – ενάγουσα και έγιναν όλες οι αναγκαίες ενέργειες για την φόρτωση, μεταφορά, εκφόρτωση και την παράδοση των σχετικών ανταλλακτικών από το σημεία φόρτωσης προς το σημείο προορισμού. Ότι τα ανταλλακτικά φορτώθηκαν σε φορτηγά στον Πειραιά στις 07:04.2017 και έφθασαν στον προορισμό τους στην Κωνσταντινούπολη στις 08.04.2017. Ότι στις 19 Μαΐου 2017 η ενάγουσα εξέδωσε και απέστειλε στην εναγόμενη το υπ’ αρίθμ. …/19-05-2017 τιμολόγιο μετά των συμπληρωματικών – αναλυτικών αυτού παραστατικών για συνολικό ποσό 2.560,99 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορά σε δαπάνες στις οποίες προέβη η εκκαλούσα στο τελωνείο Erenkoy κατόπιν εντολής της εφεσίβλητης και στην αμοιβή της, για την προαναφερόμενη μεταφορά, έναντι του οποίου η εφεσίβλητη ουδέν κατέβαλε. Ότι την 19η Απριλίου 2017 η εφεσίβλητη, ενεργώντας για την ίδια και για δικό της λογαριασμό, ανέθεσε στην ενάγουσα μέσω του υπό ιδία ημερομηνία ηλεκτρονικού μηνύματός της, να μεριμνήσει ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς για ανταλλακτικών από την Αθήνα προς την Τουρκία (Υalova), πρόταση που έγινε δεκτή από την εφεσίβλητη κι ότι σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων τα ανταλλακτικά φορτώθηκαν σε αεροπλάνο στην Αθήνα στις 20.04.2017 και έφτασαν στον προορισμό τους στην Yalova στις 22.04.2017 κι ότι η ενάγουσα εξέδωσε και απέστειλε στην εναγόμενη το υπ’ αριθμ. …/22-05-2017 τιμολόγιο μετά των συμπληρωματικών-αναλυτικών αυτού παραστατικών για συνολικό ποσό 1.359,61 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορά σε δαπάνες, στις οποίες προέβη η ενάγουσα στο πλαίσιο της δοθείσας εντολής από την εναγόμενη και στην αμοιβή της, για την – προαναφερόμενη- μεταφορά, έναντι του οποίου ουδέν κατέβαλε. Με βάση το ιστορικό -ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.730,60 δολαρίων ΗΠΑ (5.810$+2.560,99$ +1.359,61 $ ), άλλως το ισόποσο αυτού σε ευρώ με την ισοτιμία Δολαρίου ΗΠΑ – Ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης, μετά των νόμιμων τόκων υπερημερίας από της επομένης της ημερομηνίας εκδόσεως και αποστολής σε αυτήν εκάστου τιμολογίου, ήτοι το ποσό των 5.810 $ νομιμότοκα από 20-05-2017, το ποσό των 2.560,99$ νομιμότοκα από 20-05-2017 και το ποσό των 1.359,61 $ νομιμότοκα από τις 23.05.2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, με εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο κατ’ άρθρο 25 ΑΚ απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη κρίνοντας ότι η εναγόμενη ενήργησε ως διαχειρίστρια του πλοίου και όχι για λογαριασμό της και εντεύθεν ότι δεν νομιμοποιείται παθητικώς για τις επίδικες αξιώσεις, συμψηφίζοντας τα δικαστικά έξοδα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με τους λόγους της εφέσεως της που συνίστανται, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτών σε ένα περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 212 ΑΚ, ως προς την παραδοχή των αρνητικών της αγωγής ισχυρισμών της εναγομένης ότι ενήργησε ως διαχειριστής για λογαριασμό της ναυλώτριας (και όχι ένστασης, όπως υπολαμβάνονται στην εκκαλουμένη – ΑΠ 351/1979, ΝοΒ 1979.1427· ΕφΘεσ 1221/2017, Νομος ·Νίκας σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 68, αριθμ. 1). Ζητά δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό την αποδοχή της αγωγής στο σύνολο της. Εν προκειμένω, καθώς η επίδικη διαφορά εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Στην εν λόγω περίπτωση εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη Ι», ο οποίος έχει οικουμενική εφαρμογή και αναπτύσσει ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού, όχι μόνο στις περιπτώσεις που παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας μεταξύ των Κρατών – Μελών Ε.Ε., αλλά και στις περιπτώσεις που το εφαρμοστέο δίκαιο οδηγεί σε διαφορετική χώρα εκτός Ένωσης. Καθώς οι διάδικοι δεν έχουν επιλέξει εφαρμοστέο δίκαιο, ούτε συντρέχει μετασυμβατική συμφωνία αυτών, αφού η μεν ενάγουσα – εκκαλούσα επικαλέστηκε ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, η δε εναγόμενη – εφεσίβλητη το αγγλικό δίκαιο (άρθρο 3 Κανονισμού), το δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί στην υπόθεση αυτή, προκύπτει εκ του ειδικού κανόνα του άρθρου 4§1 β΄ του Κανονισμού που στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όπως η πρακτορεία, ορίζει ως εφαρμοστέο το δίκαιο της χώρας της οποίας ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του, ήτοι εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο. Ως προς τις λοιπές δαπάνες των οποίων διώκεται η καταψήφιση με την κρινόμενη αγωγή, εφαρμοστέο κρίνεται επί αυτών και πάλι το ελληνικό δίκαιο, αφού επί μικτής σύμβασης κρίσιμο είναι το δίκαιο της χαρακτηριστικής παροχής που εν προκειμένω είναι η πρακτορεία, σύμφωνα με το άρθρο 4§2 του Κανονισμού (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, ΙΔΔ, στ΄ έκδ., σελ. 303, 306 – 313). Η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς το αίτημα της περί καταβολής της παροχής απευθείας σε αλλοδαπό νόμισμα, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 5422/1932, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τα άρθρα 3 του από 14.7.1932 ν.δ/τος το οποίο κυρώθηκε με το ν. 5665/1932, 2 του ν. 39/1936, 3 του ν. 300/1937, 4 του α.ν. 362/1945, ν. 994/1946 και ν. 2415/1953, σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 ΑΚ συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010, Νομος, ΑΠ 698/2006, Νομος, ΑΠ 1349/1997, Νομος, ΕφΠειρ 287/2011, Νομος, ΕφΠειρ 35/2014, Νομος). Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι νόμιμη κατά το επικουρικό της αίτημα ως προς το νόμισμα στο οποίο αιτείται την αναγνώριση της οφειλής κατά τις προειρημένες διατάξεις και τα άρθρα 648 επ. ΑΚ που εφαρμόζονται επί της συμβάσεως ανεξάρτητων υπηρεσιών (πλην των άρθρων 657, 658, 660, 661 663, 667, 677, 678, 680 ΑΚ – βλ. Απ.Γεωργιάδη, ΕνοχΔ, ΕιδΜ, σ. 16 – 17), σε συνδυασμό με τα άρθρα 713, 722 ΑΚ (ΕφΠειρ 497/2013, ΕΝαυτΔ 2013.110) και τις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 480 επ., 345 ΑΚ, 106 ΚΙΝΔ, 176 ΚΠολΔ. Επίσης, ως προς τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς και δη ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της ναυλώτριας εταιρίας από την εναγόμενη εταιρία κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης και την επικαλούμενη από την εναγόμενη μη δέσμευσή της τελευταίας από αυτήν έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κανονισμού) όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 777/2015, Νομος, ΑΠ 1187/2000 ΧρΙΔ 2001.302). Επομένως, το ζήτημα αυτό θα κριθεί κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρα 211 επ. ΑΚ) ενόψει του τόπου στον οποίο επιχείρησε ο αντιπρόσωπος, ήτοι του τόπου από τον οποίο απέστειλε την πρόταση η εναγόμενη από την πραγματική έδρας και ελήφθη η αποδοχή της (άρθρα 167, 185, 189, 192 ΑΚ) από την εναγόμενη που εδρεύει στην Ελλάδα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε την διαφορά εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο και δη τις προεκτεθείσες διατάξεις κατ’ άρθρο 25 ΑΚ (ως το αρμόζον στη σύμβαση δίκαιο) σε όλα τα παραπάνω ζητήματα ορθώς έκρινε, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία και επομένως, οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης στο ζήτημα αυτό, καθώς και του ορθού χαρακτηρισμού των αρνητικών της αγωγής ισχυρισμών περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, κατά τα προεκτεθέντα, που η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη νομίμως επαναφέρει με τις προτάσεις της, αντικαθίστανται από εκείνες της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

  1. IV. Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθμ. …/21-2-2019 ενόρκου
    βεβαιώσεως του …, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ΑΝΝΑΣ -ΚΑΛΛΙΤΣΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ληφθείσας νομοτύπως και εμπροθέσμως με επιμέλεια της ενάγουσας και της υπ’ αριθμ. …/6-3-2019 ενόρκου βεβαιώσεως …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά ληφθείσας νομοτύπως και εμπροθέσμως με επιμέλεια της εναγόμενης και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού επιτρέπεται το εμμάρτυρο, εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, λαμβανομένων υπ’ όψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, καθώς και των ηλεκτρονικών επιστολών, καθώς ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον χρήστη συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου, όπως προκύπτει και από την επικράτηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ως μέσου επικοινωνίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με μεγάλο αντικείμενο (ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014.1204 ∙Μανιώτης, Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998, σελ. 32 επ. ∙ Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 138 επ.) αποδείχθηκαν τα εξής : Η ενάγουσα – εκκαλούσα είναι επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πρακτόρευσης πλοίων και ναυτιλιακών lοgistics (μεταφορά και αποθήκευση ναυτιλιακών υλικών) παρέχουσα τις υπηρεσίες τις σε λιμένες στην Ελλάδα και αποτελούσα κλάδο της μητρικής εταιρίας που δραστηριοποιείται παγκοσμίως δια των κατά τόπους εταιριών – γραφείων της, όπως η ενάγουσα στην Ελλάδα. Η εναγόμενη, εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στα νησιά … και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, εγκατεστημένη δυνάμει του A.N. 89/1967 στην Ελλάδα, έως τις 20.11.2019, οπότε ανακλήθηκε η άδεια εγκατάστασης της (βλ. υπ’ αριθμ. …/2019 Απόφαση Υπουργού Ναυτιλίας) ήταν από τις 27/3/2012 διαχειρίστρια του πλοίου “…”, πλοιοκτησίας από το έτος 2012 της εταιρίας “…” και από τις 18/12/2014 της εταιρίας “…” έως τις 1-9-2017 (βλ. και προσκομιζόμενες βεβαιώσεις Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών Υπουργείου Ναυτιλίας). Η τελευταία (“…”) δια της από 18/12/2014 συμβάσεως γυμνής ναύλωσης είχε εκναυλώσει για τρία έτη το εν λόγω πλοίο στην εταιρία “…”. Στις 28/2/2017 η εναγόμενη απευθύνθηκε στην αντίστοιχη της ενάγουσας τουρκική εταιρία (“….”) ενημερώνοντας ότι είναι διαχειρίστρια του πλοίου “…” και μέλος των εταιριών … ζητώντας την παροχή υπηρεσιών της, κατά τον δεξαμενισμό του στο ναυπηγείο “…” . Σε απάντηση του προηγούμενου μηνύματος η ανωτέρω τούρκικη εταιρία, δια του υπαλλήλου της …, έστειλε την προσφορά της ενημερώνοντας ότι η προκτορειακή της αμοιβή θα δοθεί μέσω της ενάγουσας κι ότι θα επισκεφθεί την εναγόμενη υπάλληλος της από την ενάγουσα (ελληνικό τμήμα). Εν συνεχεία, στις 3 Μαρτίου 2017 η ενάγουσα διευκρινίζοντας ότι ενεργεί ως διαχειρίστρια του πλοίου κι ότι πλοιοκτήτρια είναι η εταιρία “…” γνωστοποίησε στον παραπάνω υπάλληλο της ανωτέρω τούρκικης εταιρίας τον οριστικό δεξαμενισμό του πλοίου στο παραπάνω ναυπηγείο και τις εκτιμώμενες ημέρες άφιξης του πλοίου και ζήτησε από την (τούρκικη εταιρία) να εκδώσει τα τιμολόγια της στο όνομα της εταιρίας “…” (ναυλώτριας του πλοίου), μήνυμα που η αποδέκτης του μηνύματος (τούρκικη εταιρία) επιβεβαίωσε κοινοποιώντας απλώς αυτό στην ενάγουσα, αποδεχόμενη τον διορισμό της (η τούρκικη εταιρία) ως πράκτορας του πλοίου. Στο πλαίσιο αυτής της σύμβασης πρακτορείας του πλοίου, η εναγόμενη ζήτησε πλέον από την ενάγουσα στις 6 Μαρτίου 2017 μέσω του υπό ιδία ημερομηνία ηλεκτρονικού μηνύματος της, να αναλάβει ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς την θαλάσσια μεταφορά ανταλλακτικών από την Κίνα (Nanjing) προς την Τουρκία (Κωνσταντινούπολη), μετά δε την αποστολή της προσφοράς από την ενάγουσα και την αποδοχή της προσφοράς εκ μέρους της εναγομένης συνήφθη η σύμβαση μεταφοράς των ανταλλακτικών. Στη συνέχεια, τα ανταλλακτικά φορτώθηκαν στην Κίνα επί του πλοίου “…” στις 17.03.2017 και έφθασαν στον προορισμό τους στην Κωνσταντινούπολη στις 13.04.2017. Στις 19 Μαΐου 2017 η ενάγουσα εξέδωσε και απέστειλε στην εναγόμενη το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο μετά των συμπληρωματικών αναλυτικών αυτού παραστατικών για συνολικό ποσό 5.810 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορά σε δαπάνες στις οποίες προέβη η εκκαλούσα στο πλαίσιο της δοθείσας εντολής και στην αμοιβή της, για την προαναφερόμενη μεταφορά, όπως αυτά αναλυτικώς εκτίθενται στην ένδικη αγωγή. Σε αυτό το τιμολόγιο ρητώς αναγράφεται ως αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας και υπόχρεη προς πληρωμή του η εταιρία “…”, αναφέροντας εκεί η εκκαλούσα την ιδιότητα της εναγομένης ως διαχειρίστριας του πλοίου (“as managers only” – βλ. ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009.13). Ακολούθως, στις 6 Απριλίου 2017, η εναγόμενη, ενεργούσα με την ίδια ιδιότητα της και στο πλαίσιο της παραπάνω σύμβασης πρακτορείας της τούρκικής εταιρίας ως προς τον δεξαμενισμό του πλοίου, συμφώνησε να αναλάβει εκείνη (η ενάγουσα ελληνική εταιρία) ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς την οδική μεταφορά ανταλλακτικών από τον Πειραιά προς την Τουρκία (Κωνσταντινούπολη), σύμβαση που εκπληρώθηκε, καθώς τα ανταλλακτικά φορτώθηκαν σε φορτηγά στον Πειραιά στις 07:04.2017 και έφθασαν στον προορισμό τους στην Κωνσταντινούπολη στις 08.04.2017. Στις 19 Μαΐου 2017 η ενάγουσα εξέδωσε και απέστειλε στην εναγόμενη το υπ’ αριθμ. …/19-05-2017 τιμολόγιο μετά των συμπληρωματικών – αναλυτικών αυτού παραστατικών για συνολικό ποσό 2.560,99 δολαρίων ΗΠΑ, για δαπάνες και την αμοιβή της από την προαναφερθείσα μεταφορά μεταφορά. Στο εν λόγω τιμολόγιο επίσης ρητώς αναγράφεται ως αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας και υπόχρεη προς πληρωμή του η εταιρία “…” και επίσης αναφέρεται από την ενάγουσα η ιδιότητα της εναγομένης ως διαχειρίστριας του πλοίου (“as managers only”). Τέλος, στις 19 Απριλίου 2017 η εφεσίβλητη συμφώνησε με την ενάγουσα μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ίδιας ημερομηνίας να αναλάβει ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς την μεταφορά ανταλλακτικών από την Αθήνα προς την Τουρκία (Υalova). Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων τα ανταλλακτικά φορτώθηκαν σε αεροπλάνο στην Αθήνα στις 20.04.2017 και έφτασαν στον προορισμό τους στην Yalova στις 22.04.2017. Για την εν λόγω μεταφορά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέδωσε και απέστειλε στην εναγόμενη – εφεσίβλητη το υπ’ αριθμ. …/22-05-2017 τιμολόγιο μετά των συμπληρωματικών-αναλυτικών αυτού παραστατικών για συνολικό ποσό 1.359,61 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορά σε ναύλο, χρεώσεις αεροδρομίου, τελωνείου, αποθήκευσης, μεταφοράς των μεταφερθέντων ανταλλακτικών στις οποίες προέβη η ενάγουσα και αμοιβή της, για την μεταφορά. Και σε αυτό το τιμολόγιο, τέλος, ρητώς αναγράφεται ως αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας και υπόχρεη προς πληρωμή του η εταιρία “…”, αναφέροντας την ιδιότητα της εναγομένης ως διαχειρίστριας του πλοίου (“as managers only”). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη κρίνοντας ότι η εναγόμενη ενήργησε ως διαχειρίστρια του πλοίου “…” ενεργώντας για λογαριασμό της ναυλώτριας του πλοίου, όπως δήλωσε εξαρχής, στο όνομα της οποίας εκδόθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια ορθώς έκρινε, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙ) σκέψη της παρούσας, και, επομένως, οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες λόγοι της εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι δε αιτιολογίες της εκκαλούμενης στα προαναφερθέντα ζητήματα αντικαθίστανται από εκείνες της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί έφεση και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.-

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 5.3.2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ