ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
922 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
———————————–
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Τσέλιου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Μαρίνα Γρηγοριάδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου … (οδός …), με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Μαρίας Λειβαδιώτου – Σαξώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1594).
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στον …..(οδός …), με Α.Φ.Μ…, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Μαρίας Δαμίγου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3931).
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-5-2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 19-6-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 6813/2018 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 3007/2018, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 2-10-2018, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εγγράφηκε στο πινάκιο, απ’ όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά την αρχή του εργατικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψεως των νομίμων αποδοχών του, επιδομάτων ή άλλης εκ της εργασίας αυτού παροχής, η οποία γίνεται με οποιαδήποτε μορφή (παραίτηση), έστω και υπό τη μορφή της αφέσεως χρέους (εκ των υστέρων), είναι άκυρη και θεωρείται (η παραίτηση) ως μη γενομένη (ΟλΑΠ 348/1968 ΝοΒ 16.946, ΑΠ 588/1993 ΔΕΝ 49, 12937, ΕφΑθ. 1852/1992). Επομένως, ο ισχυρισμός του εργοδότη περί παραιτήσεως του εργαζομένου από τις απαιτήσεις του κατ` αυτού είναι απορριπτέος, η δε δήλωση του εργαζομένου επί των αποδείξεων ότι ουδεμία αξίωση έχει κατά του εργοδότη του, ως παραίτηση από τις παροχές εκ της εργασίας του, θεωρείται ως μη γενόμενη. ΙΙ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 1 του ΚΠολΔ τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος, που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς, ότι δεν είναι γνήσιο, κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του αυτού άρθρου εκείνος, κατά του οποίου προσάγεται το ιδιωτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει αμέσως, αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο και κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν αναγνωριστεί ή αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455, 458, 460, 461 και 463 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων, δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή από διάδικο ιδιωτικού εγγράφου για άμεση ή έμμεση (ως δικαστικό τεκμήριο) απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού ενέχει και ισχυρισμό της γνησιότητάς του, την οποία οφείλει ο ίδιος να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 338 ΚΠολΔ, όταν αμφισβητηθεί από τον αντίδικό του, καθόσον η αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού αποτελεί άρνηση (ΑΠ 20/2017, ΑΠ 279/2011). Έτσι, εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή του εγγράφου και η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, το οποίο τεκμήριο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΑΠ 1088/2014, ΑΠ 575/2010, ΑΠ 1338/2008). Τούτο δε διότι η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου, ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός ιδιωτικού εγγράφου μόνο στην υπογραφή του (ΑΠ 535/2019 ΤΝΠ Νόμος). ΙΙΙ. Τέλος, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, όμως, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα, χωρίς να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική τους ισχύ. Δηλαδή και έγγραφα άκυρα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους και γενικά κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 1764/2012, AΠ 405/2008, ΑΠ 1510/2007 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή του, όπως αυτή διορθώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιέχεται στο δικόγραφο των προτάσεων (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ως προς τον 17ο στίχο της 3ης σελίδας, ως προς τον 18ο στίχο της 4ης σελίδας, ως προς τους 25ο και 26ο στίχους της 7ης σελίδας και, τέλος, ως προς τον 5ο στίχο της 8ης σελίδας, από το εσφαλμένο «08.00’ μέχρι 20.00’» στο ορθό «20.00’ μέχρι 8.00’», ο ενάγων ισχυρίζεται ότι με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, η οποία, κατά το χρονικό διάστημα από 12-6-2015 έως 3-8-2017, τύγχανε πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ/-Ο/Γ/ πλοίου «… (…)», κατήρτισε προφορικά σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 12-6-2015, στον Πειραιά, για να εργαστεί ως φύλακας, με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή καθήκοντα στο ανωτέρω πλοίο, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν προς επισκευή σε ναυπηγείο στο Πέραμα. Ότι το ωράριο εργασίας του ορίσθηκε από τις 7.30’ έως τις 14.00’ σε εξαήμερη βάση, ήτοι από Δευτέρα έως Σάββατο και ο μηνιαίος καθαρός μισθός συμφωνήθηκε στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800,00€). Ότι η εναγόμενη τον δήλωσε ως εργαζόμενό της το πρώτον στις 12-12-2015, με την ειδικότητα του εργάτη, με μικτό μηνιαίο μισθό επτακοσίων εβδομήντα ευρώ (770,00€) και καθαρό μηνιαίο μισθό εξακοσίων σαράντα έξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (646,80€), το οποίο του κατέβαλε παρά τις διαμαρτυρίες του. Ότι εργάστηκε συνεχώς έως την 18η-8-2017, οπότε η αντίδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας χωρίς αιτία και χωρίς να του καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 12 ώρες ημερησίως, από τις 20.00 έως τις 8.00. Ότι για το χρονικό διάστημα από 12-12-2015 έως 18-8-2017 η εναγόμενη όφειλε να του καταβάλει ως μηνιαίες αποδοχές το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (16.400,00€) αλλά του κατέβαλε μόνο το ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (13.259,40€), ώστε δικαιούται να λάβει τη διαφορά, ύψους τριών χιλιάδων εκατόν σαράντα ευρώ και εξήντα λεπτών (3.140,60€). Ότι εργαζόταν επί 12 ώρες ημερησίως και συνολικά 60 ώρες, εβδομαδιαίως, ήτοι 20 ώρες επιπλέον του νόμιμου 40ωρου εβδομαδιαίας απασχόλησης, ώστε του οφείλεται για το χρονικό διάστημα από 12-6-2015 έως 18-8-2017 για υπερεργασία το ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και είκοσι λεπτών (3.283,20€) και για κατ’ εξαίρεση υπερωρία το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (14.774,40€), κατά τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή. Ότι εργάστηκε όλες τις Κυριακές, και αργίες, στις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες, επί 12 ώρες ημερησίως, ώστε του οφείλεται το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (16.470,72€). Ότι για την εργασία του επί 113 Σάββατα του χρονικού διαστήματος από 12-6-2015 έως 18-8-2017 έπρεπε να λάβει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και ογδόντα λεπτών (4.700,80), το οποίο δεν του καταβλήθηκε. Ότι ουδέποτε έλαβε επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας, ώστε οφείλεται το ποσό των επτακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (712,27€) για επίδομα Χριστουγέννων 2015, το ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800,00€) για επίδομα Χριστουγέννων 2016, το ποσό των τριακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (385,96€) για επίδομα Χριστουγέννων 2017 και, συνολικά, το ποσό των χιλίων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (1.898,23€). Ότι για επιδόματα Πάσχα των ετών 2016 και 2017 έπρεπε να λάβει, συνολικά, το ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800,00€). Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του η εναγόμενη ουδέποτε του χορήγησε άδεια ή επίδομα αδείας, παρά το γεγονός ότι διαμαρτυρήθηκε, ώστε να του οφείλεται για το χρονικό διάστημα εργασίας από 12-6-2015 έως 31-12-2015 το ποσό των οκτακοσίων πενήντα επτά ευρώ και εξήντα λεπτών (857,60€), για το διάστημα από 1-1-2016 έως 31-12-2016 το ποσό των χιλίων πεντακοσίων τριάντα έξι ευρώ (1.536,00€) και για το διάστημα από 1-1-2017 έως 18-8-2017 το ποσό των εννιακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (972,80€), δηλαδή συνολικά το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων εξήντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτών (3.366,40€), ως αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας. Ότι, επίσης, δικαιούτο, ως επίδομα αδείας, το ποσό των τριακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ (384,00€) για το χρονικό διάστημα από 12-6-2015 έως 31-12-2015, το ποσό των τετρακοσίων δεκαέξι ευρώ (416,00€) για το διάστημα από 1-1-2016 έως 31-12-2016 και το ποσό των τετρακοσίων δεκαέξι ευρώ (416,00€) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 18-8-2017. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (49.650,35€), με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικός του στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 1α’, 12 παρ. 1, 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), για να δικαστεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ). Είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην παρούσα διαδικασία (άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330 εδ. α’, 341, 345, 346, 648, 656 ΑΚ, 74 παρ. 10 ν. 3863/2010, 1 παρ. 5 και 3 παρ. 2γ’ Υ.Α. 19040/1981, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 3, 8 α.ν. 539/1945, 176, 907, 908 παρ. 1ε’ ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι η διόρθωση της αγωγής, ως προς το ωράριο, κατά το οποίο απασχολήθηκε ο ενάγων, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, διότι ουδόλως συνέχεται με μεταβολή αγωγικών αιτημάτων. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αίτημά της, κατά το ποσό, που υπερβαίνει την υλική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 20-2-1019 απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής). Κατά τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (ΑΠ 417/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1688/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1160/2019 ΤΝΠ Νόμος). Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγόμενη, με το δικόγραφο των προτάσεων, διατείνεται, ότι έχει εξοφλήσει κάθε απαίτηση του ενάγοντος από μισθούς, δώρα εορτών και επιδόματα αδείας, πλην του ποσού των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (534,25€), το οποίο προσφέρει προς ολοσχερή εξόφληση του αντιδίκου της. Ο ισχυρισμός, με το ανωτέρω περιεχόμενο, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, μη δυνάμενος να θεμελιώσει ένσταση εξόφλησης, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν αναφέρεται στις προτάσεις της εναγομένης το ποσό, που κάθε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία καταβλήθηκε στον ενάγοντα και η αιτία καταβολής του, μη αρκούσης της αναφοράς ότι με τις καταβολές έχει επέλθει πλήρης εξόφληση των επίδικων ποσών.Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που νομότυπα εξετάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως και λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς και, ιδίως, της υπ’ αριθ. …/10-12-2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων και ελήφθη κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …/5-12-2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, …), καθώς και της υπ’ αριθ. …7-12-2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μαρίας θυγατέρας Γεωργίου Κολοβού, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη και η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …’/3-12-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, …) των φωτογραφιών, που επισκοπήθηκαν και η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε και, τέλος, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη από την εναγόμενη εταιρεία, στις 12-6-2015, δυνάμει προφορικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, επί έξι ημέρες την εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως Σάββατο και ωράριο από τις 7.30 π.μ. έως τις 14.00 μ.μ., η πρόσληψή του, όμως, αναγγέλθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας του κεντρικού τομέα Πειραιά, το πρώτον, στις 11-12-2015. Συγκεκριμένα, απασχολήθηκε ως φύλακας στο Ε/Γ πλοίο «…» ιδιοκτησίας της εναγομένης, το οποίο, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, βρισκόταν προς επισκευή στο Πέραμα, στο ναυπηγείο της εταιρείας με την επωνυμία «….». Τα καθήκοντά του αφορούσαν στη φύλαξη του πλοίου από περιπτώσεις κλοπής ή πρόκλησης φθορών, στον έλεγχο των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του, στην παρακολούθηση της γενικής κατάστασής του σε περίπτωση μεταβολής των καιρικών συνθηκών, στη συνδρομή των συνεργείων, που εργάζονταν επ’ αυτού, στην ενημέρωση της εργοδότριας εταιρείας σε περιπτώσεις ανάγκης, κινδύνου ή γνωστοποίησης προσφορών των προμηθευτών των υλικών επισκευής του πλοίου. Το ύψος του μικτού μηνιαίου μισθού του ενάγοντος συμφωνήθηκε ως ανερχόμενο στο ποσό των επτακοσίων εβδομήντα ευρώ (770,00€) και όχι στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800,00€), όπως αυτός ισχυρίζεται. Η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ότι ήταν παρών κατά τη σύναψη της προφορικής σύμβασης μεταξύ του ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, κρίνεται αναληθής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν κατά τις ώρες και ημέρες, που δηλώθηκαν στην επιθεώρηση εργασίας, ήτοι από τις 7.30 π.μ. έως τις 14.00 μ.μ. και από τη Δευτέρα έως το Σάββατο και όχι από τις 20.00 μ.μ. έως τις 8.00 π.μ., όπως διατείνεται. Το κατατεθέν από τον ενόρκως εξετασθέντα εκ μέρους του ενάγοντος μάρτυρα, ότι ο ίδιος τον επισκεπτόταν κατά τις βραδινές ώρες, κρίνεται ανακριβές, διότι, όπως αποδείχθηκε, το πλοίο, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, βρισκόταν προς επισκευή εντός ελεγχόμενου από κάμερες ασφαλείας ναυπηγείου και δεν είναι δυνατόν να εισέρχεται εντός αυτού οποιοσδήποτε, ο οποίος δεν έχει κάποια συγκεκριμένη εργασία. Η κρίση του Δικαστηρίου, ως προς το πράγματι τηρηθέν ωράριο, επιρρωνύεται από το περιεχόμενο της κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος ανέφερε ότι ο ενάγων επικοινωνούσε με τους προμηθευτές και λάμβανε τις προσφορές, κοινοποιώντας τις στην εργοδότρια εταιρεία, ενέργεια, η οποία δεν είναι δυνατόν να λαμβάνει χώρα κατά τις βραδινές ώρες. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, ότι ο ενάγων εργαζόταν περισσότερες ώρες από τις συμφωνηθείσες και ότι εργάστηκε όλες τις Κυριακές και αργίες, χωρίς να έχει λάβει τη δικαιούμενη άδεια, καθώς δεν μπορεί να κριθεί ως πειστικός ο ισχυρισμός ότι εργαζόταν αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών. Εξάλλου, ο μάρτυρας απόδειξης, που κατάθεσε προς τούτο, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το ακριβές ωράριο εργασίας του ενάγοντος, καθώς, όπως ο ίδιος κατέθεσε, δεν εργαζόταν στο ίδιο σημείο με τον ενάγοντα και, συνεπώς, δεν μπορεί να έχει προσωπική αντίληψη. Άλλωστε, αποδείχθηκε, ότι επί του πλοίου κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών επισκευής παρεβρίσκονταν ο μηχανικός και ο αρχιμηχανικός, ενώ εργάζονταν πλείστοι όσοι ναυτικοί και επισκευαστικά συνεργεία, κάποιοι εκ των οποίων, μάλιστα, διανυκτέρευαν στο πλοίο, ώστε να μην υφίσταται χρεία φύλαξης αυτού επί 24ώρου βάσεως. Επομένως, τα αιτούμενα κονδύλια υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, εργασίας το Σάββατο και την Κυριακή και αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας πρέπει ν’ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος καταγγέλθηκε στις 18-8-2017 και αυτός εισέπραξε τη δικαιούμενη αποζημίωση (βλ. το έντυπο καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και το υπ’ αριθ. 17/22-9-2017 παραστατικό μεταφοράς πίστωσης μεταξύ λογαριασμών τρίτων της Εθνικής Τράπεζας). Επομένως, βάσει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων δικαιούτο, ως μηνιαίες μικτές αποδοχές, για το χρονικό διάστημα από 12-12-2015 έως 31-12-2015, το ποσό των πεντακοσίων είκοσι τριών ευρώ και εξήντα λεπτών (523,6€ = 770,00/25 x 17 ημέρες), αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2015, ποσού πεντακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (524,83€ = 30,8€ x 17,04 ημερομίσθια) και αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2015, ποσού τριακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (369,6€ = 30,8€ x 12/25). Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 31-12-2016, δικαιούτο το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων σαράντα ευρώ (9.240,00€ = 770,00€ x 12 μήνες), ως δεδουλευμένες αποδοχές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, το ποσό των επτακοσίων εβδομήντα ευρώ (770,00€) ως δώρο Χριστουγέννων του έτους 2016, το ποσό των τριακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ (385,00€), ως δώρο Πάσχα έτους 2016 και το ποσό των τριακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ (385,00€), ως επίδομα αδείας έτους 2016. Τέλος, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 18-8-2017, δικαιούτο το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (5.882,8€ = 770,00€ x 7 μήνες = 5.390,00€ + 30,8€ x 16 ημέρες = 492,8€), ενώ, επίσης, δικαιούτο αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2017, ποσού εξακοσίων δεκαεννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (619,08€ = 30,8€ x 20,10 ημερομίσθια), το ποσό των τριακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ (385,00€), ως δώρο Πάσχα 2017 και το ποσό των τριακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ (385,00€), ως επίδομα αδείας 2017. Συνεπώς, δικαιούτο, συνολικώς, το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (19.469,91€ = 523,6€ + 524,83€ + 369,6€ + 9.240,00€ + 770,00€ + 385,00€ + 385,00€ + 5.882,8€ + 619,08€ + 385,00€ + 385,00€). Έναντι αυτών, όπως ο ίδιος συνομολογεί, έχει λάβει το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (13.259,40€), ώστε του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό, ύψους έξι χιλιάδων διακοσίων δέκα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (6.210,51€ = 19.469,91€ – 13.259,40€). Σημειωτέον ότι η εναγόμενη προσκόμισε πλειάδα εξοφλητικών αποδείξεων προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί μερικής εξόφλησης του αντιδίκου της, ωστόσο, ουδόλως απέδειξε, ως φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης, τη γνησιότητα της τεθείσας επ’ αυτών υπογραφής, ως προερχόμενης από τον ενάγοντα, ενόψει του ότι ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι δεν έχει θέσει την υπογραφή του επ’ αυτών, ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί άρνηση της βάσεως της αγωγής -ως εκτιμάται ο προβληθείς με την προσθήκη των προτάσεων ισχυρισμός περί πλαστότητας των εγγράφων. Επισημαίνεται δε ότι τα ανωτέρω έγγραφα δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη ούτε ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, γιατί και κατά την προκείμενη διαδικασία δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση μη γνήσιων εγγράφων. Τέλος, η δήλωση του ενάγοντος επί του εγγράφου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ότι έχει πλήρως εξοφληθεί και ουδεμία αξίωση διατηρεί σε βάρος της αντιδίκου του, είναι άκυρη, ως παραίτηση από τις παροχές εργασίας του και θεωρείται ως μη γενομένη. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων δέκα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (6.210,51€), με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και, συγκεκριμένα, ως προς τις δεδουλευμένες αποδοχές από την επόμενη της τελευταίας ημέρας εκάστου ημερολογιακού μηνός και ως προς τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, στο οποίο αναφέρονται και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει, ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, διότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, καθώς αυτός είναι μισθοσυντήρητος και εξαρτώμενος αποκλειστικώς από τα εισοδήματα της εργασίας του (άρθρα 907, 908 παρ. 1ε’ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει η εναγόμενη να καταδικαστεί στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος κατά το λόγο της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό της παρούσας κρίθηκε ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων δέκα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (6.210,51€), με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και, συγκεκριμένα, ως προς τις δεδουλευμένες αποδοχές από την επόμενη της τελευταίας ημέρας εκάστου ημερολογιακού μηνός και ως προς τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, στο οποίο αναφέρονται και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00€).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 5-3-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ