Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

 

 

Aριθμός απόφασης: 962/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Aποτελούμενο από τη Δικαστή Ευφροσύνη – Μαρία Ντόρτου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Μαρίνα Γρηγοριάδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 28η.3.2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εναγόντων: 1)Ε. Τ. του Ν.   Α., κατοίκου περιοχής … 2) … κατοίκου …, 3) … 4) … 5) …, 6) … 7) … 8) … 9) … 10) … 11) … 12) … 13) … εκ των οποίων οι 1ος, 5ος, 6ος, 8ος , 9ος και 10ος εμφανίσθηκαν με τις πληρεξούσιες δικηγόρους τους Μαρία Καζαντζάκη και Χρυσάνθη Υφαντή, ενώ οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τις αυτές ως άνω πληρεξούσιες δικηγόρους τους.

Των εναγομένων: 1. Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο … που εδρεύει στην … και 2. Της ………. με την …, που εδρεύει στον ……. οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, με … εκ των οποίων η  πρώτη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ η 2η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευαγγελία Παππά.

Οι  ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21.6.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης 6957/3072/2018 αγωγή τους, συζήτηση της οποίας ορίσθηκε η ανωτέρω αναφερόμενη, εξ αναβολής της 18ης.9.2018.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις κατατεθείσες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από την υπ’ αριθμ… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Σύρου Μ. Α., που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι ενάγοντες, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την 18ης.9.2018, καθώς και κλήση για εμφάνιση κατά τη συζήτησή της, επεδόθη, επιμελεία αυτών, νομίμως και εμπροθέσμως στην 1η εναγομένη (άρθρα 126 και 591§1 περ. α’ Κ.Πολ.Δ.). Η συζήτηση αυτής ανεβλήθη για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, κατά την οποία, η τελευταία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Συνεπώς, η 1η εναγομένη δικάζεται ερήμην, δεδομένου ότι η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, κατόπιν αναβολής, επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων, η υπόθεση, ωστόσο, εξετάζεται σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρα 226§4 και 621§2β Κ.Πολ.Δ.).

Ι. Με τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει …», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής χρέους απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτή αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Απαιτείται δε να γίνεται μεταβίβαση των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων της με τις οικείες μεταβιβαστικές πράξεις, σύγχρονες ή διαδοχικές, αρκεί να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν ενότητα (ΑΠ 1039/2010, ΑΠ 909-910/2010, ΕφΛαμ 23/2013 Nomos, ΕφΑθ 711/2011 ΔΕΕ 2011, 939, ΕφΘεσ 1.831/2008 Αρμ 2009, 220, ΕφΑθ 2446/2006 ΔΕΕ 2006, 915, Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, ΑΚ 479, αριθμ. 2, σελ. 658, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδ. 1999, παρ. 43, αριθμ. 57, σελ. 447), χωρίς να είναι απαραίτητη η μεταβίβαση όλων των στοιχείων, που συνθέτουν την επιχείρηση, αλλά μόνον του πυρήνα εκείνου που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της (ΕφΑθ 4679/1993 ΕλλΔνη 1996, 1.669, Βαθρακοκοίλης, Ερμ. νομ. Α.Κ. 479, αριθμ. 18, σελ. 677). Γίνεται, ωστόσο, δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία ότι, σύμφωνα με τον σκοπό της ΑΚ 479 (δηλαδή την προστασία των δανειστών), η διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμη δεν καταρτίσθηκε καμία ενοχική σύμβαση ή εκείνη που καταρτίσθηκε, είναι άκυρη. Αρκεί ότι πράγματι επακολούθησε μεταβίβαση της επιχειρήσεως με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών πράξεων, ήτοι αρκεί να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή της επιχειρήσεως και ειδικότερα, των κατ’ ιδίαν στοιχείων που απαρτίζουν την περιουσία, για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που αρμόζει σε καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα και εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (ΕφΛαμ 23/2013 Nomos, ΕφΘεσ 1.831/2008 ό.π., ΕφΠατρ 798/2004 ΑχΝομ 2005, 103, ΕφΑθ 5235/1990 ΕλλΔνη 1990, 1.532, Κρητικός σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 479, αριθμ. 3, Φίλιος, σελ. 185, Απ. Γεωργιάδης, ό.π., παρ. 43, αριθμ. 58, σελ. 447, Βαθρακοκοίλης, Ερμ. νομ. Α.Κ. 479, αριθμ. 7, σελ. 674). Όπως, όμως, προκύπτει ευθέως από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ για την καθιέρωση αναγκαστικής ευθύνης του αποκτήσαντος, απαιτείται οπωσδήποτε μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου και δεν αρκεί απλώς παραχώρηση της χρήσης αυτού, η οποία δεν υπάγεται στη ρύθμιση του εν λόγω άρθρου (Κρητικός σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 479, II, αρ. 2 στ. β, παρ. 2). Επιπλέον, πρέπει να τελούσε εν γνώσει ο αποκτών, ότι του μεταβιβάστηκε η όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία, που του μεταβιβάστηκε, αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Οι διατάξεις όμως αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι δηλαδή οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν. Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που, κατά τον χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης, τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά τον χρόνο τη μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή, μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (ΑΠ 1987/2014, ΑΠ 1039/2010, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1154/1998) Επομένως, χρέος της περιουσίας ή της επιχείρησης που μεταβιβάστηκε από τον οφειλέτη αποτελούν και οι εναντίον της απαιτήσεις των εργαζομένων της για καταβολή των αποδοχών τους ή της αποζημίωσης απόλυσης. Περαιτέρω, η αγωγή του δανειστή, με έρεισμα την ύπαρξη σύμβασης για μεταβίβαση περιουσίας ή ποσοστού αυτής, πρέπει να διαλαμβάνει α) την ύπαρξη τέτοιας σύμβασης, β) τις κατά του μεταβιβάσαντος απαιτήσεις του, που είχαν γεννηθεί πριν από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση μεταβίβασης μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων που εξαντλούν την περιουσία ή αποτελούν το πλέον σημαντικό τμήμα αυτής, το γεγονός ότι εκείνος που απέκτησε γνώριζε αυτό ή ήταν σε θέση να το γνωρίζει, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών (ΑΠ 910/2010, ΑΠ 909/2010).

ΙΙ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του N 2112/1920 «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του ΒΔ 16/18.7.1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ’ αυτή εκδόθηκε το ΠΔ 178/2002. Κατά τις διατάξεις των άρθρων, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ΠΔ, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως “διάδοχος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από ΣΣΕ, από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από το νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006, ΧρΙΔ 2007/258, ΕφΠειρ 689/2011). Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή τμήματος αυτών (άρθρο 2 ΠΔ 572/1988 και ΠΔ 178/2002) πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχειρήσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη) ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό (ΑΠ 1319/2015, ΕφΑθ 2951/2016, δημ. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά το άρθρο 5 του ίδιου ΠΔ, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργάνωσης που συνεπάγονται μεταβολές εργατικού δυναμικού (παρ. 1). Η εν λόγω διάταξη καθιερώνει έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας της καταγγελίας, ο οποίος ισχύει παράλληλα με άλλους λόγους ακυρότητας, η δε απαγόρευση που θεσμοθετεί αφορά τόσο τον μεταβιβάζοντα όσο και τον διάδοχο. Έτσι, απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να καταστήσει την επιχείρηση εμπορεύσιμη, διευκολύνοντας έτσι τη μεταβίβασή της, αντιβαίνουν στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του πιο πάνω ΠΔ και είναι εξ αυτού του λόγου άκυρες (ΑΠ 226/2011, ΔΕΕ 2012/163, ΕφΑθ 6594/2009, ΕΕργΔ 2013/620, Ζερδελής Δ., Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, σελ. 837 επ.). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648 και 672 ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας του και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 84/2010 ΔΕΕ 2011, 500, ΑΠ 983/2009 Nomos, ΑΠ 876/2009 ΔΕΕ 2011, 955, ΕφΑθ 642/2010 ΔΕΕ 2011, 232).

Εν προκειμένω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την υπό κρίση αγωγή τους, ότι προσελήφθησαν έκαστος κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, είτε αρχικώς με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που κατέστησαν εν συνεχεία σιωπηρώς αορίστου χρόνου, είτε εξ αρχής με συμβάσεις αορίστου χρόνου από την 1η εναγομένη, η οποία διατηρούσε εγκαταστάσεις ναυπήγησης στη Σύρο (Νεώριο), έναντι των αναλυόμενων σ’ αυτήν αποδοχών. ‘Ότι η εν λόγω εργοδότρια, κατέστη υπερήμερη λόγω καθυστέρησης καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, με συνέπεια την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης από τους επτά τελευταίους αυτών, την 22.6.2017 ο 7ος, την 16.6.2017 οι 8ος, 9ος και 12ος, την 27.11.2017 ο 10ος, την 19.6.2017 ο 11ος και την 18.1.2018 ο 13ος. Ότι στα τέλη του 2017, έγινε γνωστή η πρόθεση της 1ης εναγομένης να μεταβιβάσει την επιχείρηση σε τρίτο, στο πλαίσιο επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και τον Μάρτιο του 2018, οι ίδιοι, μαζί με τους λοιπούς εργαζομένους της, εκλήθησαν να υπογράψουν δήλωση, ότι αναγνωρίζουν την παροχή της υπηρεσίας τους μέχρι 30.4.2017 και τη λύση της σύμβασης από την ανωτέρω ημερομηνία, καθώς και ότι αποδέχονται να λάβουν τα δεδουλευμένα τους και αποζημίωση απόλυσης από τον νέο ιδιοκτήτη, υπό τον όρο της επιτυχούς ολοκλήρωσης του σχεδίου εξυγίανσης, άλλως θα ανακτούσαν τα δικαιώματά τους κατά της 1ης εναγομένης. Ότι αρνήθηκαν να το υπογράψουν, διότι με αυτό τον τρόπο η λύση της σύμβασης εργασίας τους θα τοποθετείτο σε προγενέστερο χρονικό διάστημα και θα απώλλυαν τις προθεσμίες διεκδίκησης μισθών υπερημερίας και αποζημίωσης απόλυσης. Ότι για τους πρώτους έξι αυτών που αρνήθηκαν να υπογράψουν και δεν είχαν ασκήσει επίσχεση, απαγορεύτηκε η είσοδος στο εργοστάσιο την 21.3.2018, με την δικαιολογία ότι οι χερσαίες εγκαταστάσεις της 1ης εναγομένης είχαν ήδη παραχωρηθεί από 31.1.2018 στη 2η εναγομένη, μέχρι αμετακλήτου δικαστικής απόφασης της διαδικασίας εξυγίανσης και ολοκλήρωσης της διαδικασίας μεταβίβασης του Ναυπηγείου. Ότι, στην Επιθεώρηση Εργασίας ουδέποτε προσκομίσθηκε σχετικό παραχωρητήριο, ενώ μέχρι και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεν είχε κατατεθεί αίτηση εξυγίανσης και κατά συνέπεια, εφόσον το ναυπηγείο λειτουργούσε κανονικά, ασκώντας τις ίδιες δραστηριότητες και διατηρώντας το ίδιο κατ’ αρχάς προσωπικό, η επιχείρηση στην πραγματικότητα μεταβιβάσθηκε στην 2η εναγομένη. Ότι ενώ προσέφεραν εν νέου τις υπηρεσίες τους στην 2η πλέον εναγομένη ως νέα εργοδότριάς τους, αυτή αρνήθηκε να τις αποδεχτεί, εξομοιουμένης της άρνησης αυτής με καταγγελία της σύμβασης εργασιών από 19.6.2018 – για όσους εξ αυτών – είχαν ασκήσει δικαίωμα επίσχεσης, ήδη δε από 31.3.2018 για τους υπόλοιπους αυτών ως προϊστορείται. Ότι εν όψει αυτών, δικαιούνται ως μισθούς υπερημερίας – περιλαμβανομένων επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας – από της απολύσεώς τους μέχρι και Δεκέμβριο του 2018 τα εξής ποσά: Ο 1ος το συνολικό ποσό των 37.574,23 €, η 2η το συνολικό ποσό των 18.512,97 €, ο 3ος, το συνολικό ποσό των 16.206,54 €, ο 4ος, το συνολικό ποσό των 21.019,73 €, ο 5ος το συνολικό ποσό των 23.053,39 €, ο 6ος, το συνολικό ποσό των 21.747,84 €, ο 7ος, το συνολικό ποσό των 14.364,48 €, ο 8ος, το συνολικό ποσό των 18.196,72 €, ο 9ος, το συνολικό ποσό των 14.936,40 €, ο 10ος  το συνολικό ποσό των 16.064,16 €, ο 11ος το συνολικό ποσό των 11.953,76 €, ο 12ος, το συνολικό ποσό των 14.040 € και ο 13ος, το συνολικό ποσό των 11.953,76 €. Κατόπιν αυτών, ζητούν κατόπιν παραδεκτής τροπής του αξιώσεων μισθών υπερημερίας που υπερβαίνουν τα 20.000 ευρώ, καθώς και το αίτημα εκάστου αυτών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ ποσού 10.000 ευρώ από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, α) Ν’ αναγνωριστεί ότι από 31-1-2018 έχει επέλθει μεταβίβαση της επιχείρησης του Ναυπηγείου Σύρου, από την 1η στην 2η εναγόμενη, 2) ν’ αναγνωρισθεί και να κηρυχθεί άκυρη η από 21-3-2018 καταγγελία της σύμβασης εργασίας των 6 πρώτων εξ αυτών και η από 19-6-2018 καταγγελία της σύμβασης εργασίας των 7 τελευταίων εξ αυτών, οι οποίες καταγγελίες επήλθαν με την άρνηση της 2ης εναγομένης να αποδεχτεί την εργασία τους, κατά τις ως άνω ημερομηνίες, διότι για τις καταγγελίες αυτές δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, ούτε κατεβλήθη αποζημίωση, ενώ ήταν απόρροια αποκλειστικά της μεταβίβασης της επιχείρησης, αλλά και λόγω καταχρηστικότητας, αφού η άρνησή της να τους απασχολεί οφείλεται σε εμπάθεια προς το πρόσωπό τους διότι αρνήθηκαν να υπογράψουν την ανωτέρω δήλωση λύσης της σύμβασής τους ήδη από 30.4.2017, γ) να υποχρεωθεί η 2η εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο αυτών τα ανωτέρω ποσά ως μισθούς υπερημερίας και μέχρι των ποσών που δεν υπερβαίνουν τις 20.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει αντίστοιχα σ’αυτούς τους μισθούς υπερημερίας, καθ’ ο μέρος υπερβαίνουν το ποσό των 20.000, νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημερομηνία της καταγγελίας εκάστου, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς τους μισθού που ήταν απαιτητοί μέχρι την άσκησή της και ως προς τους λοιπούς από το τέλος του μήνα που κάθε παροχή θα καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατ’ άρθρο 341, 655 ΑΚ, δηλαδή από το τέλος έκαστου μηνός οπότε θα ήταν καταβλητέος ο αντίστοιχος μισθός, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως από την κοινοποίηση της παρούσας μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και για το επίδομα Χριστουγέννων από την ημέρα που εκ του Νόμου καθίσταται απαιτητό, να υποχρεωθεί η 2η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους  ως παρεχόταν, επαπειλούμενης χρηματικής ποινής 300 ευρώ ημερησίως, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν έκαστη εις ολόκληρον το ποσό των 10.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε έκαστο αυτών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και να καταδικασθούν αυτές στα δικαστικά τους έξοδα.

Η αγωγή αυτή, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (α. 16 περ. 3 και 25§2, 37, 47 Κ.Πολ.Δ.) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. Κ.Πολ.Δ., όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Επίσης, η αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτώς εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ, βλ. και Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΕΕργΔ 1986/58), όσον αφορά στο αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 21.3.2018 ως προς τους έξι πρώτους των εναγόντων και από 19.6.2018 ως προς τους λοιπούς επτά καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους, καθόσον, με επικαλούμενο τον προαναφερόμενο χρόνο λήξης της προθεσμίας, η επίδοση έλαβε χώρα την 21.6.2018, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Σύρου Μ. Α. και την με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ. Β.. Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 200, 281, 288, 330, 341, 345, 346 εδ. α`, 349, 350, 353, 361, 648, 649, 653, 655, 656, όπως το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 Ν. 4139/2013, 678, 57, 299, 914932 ΑΚ, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1 ΠΔ 178/2002, 1 της ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981, 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, σε συνδ. με άρθρα 3 παρ. 1α Ν. 539/1945, 2, 3, 6 παρ. 1 Ν. 2112/1920, 5, 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955, 68, 70, 74 αριθ. 1, 106, 176, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε`, 946 ΚΠολΔ. Πλην όμως, το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή όσον αφορά τα αναγνωριστικά αιτήματά της πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές (αποφάσεις), η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (βλ. ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔ/νη 1986/706, ΕφΠειρ 1014/1992, ΑρχΝ 1993/63, ΕφΑθ 628/2003, ΕλλΔ/νη 2004/1470 – Νίκα Ν., Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως Ι – Γενικό μέρος, 2010, σελ. 199). Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δοθέντος ότι δεν απαιτείται ως προς το καταψηφιστικό της αντικείμενο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, που καθορίζεται μέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997, ήτοι για αγωγές που έχουν κατατεθεί από 25-7-2011 και εφεξής, το ποσό των 20.000 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.3994/2011).

Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, απεδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά χωρίς να μπορούν να ληφθούν υπόψη α) η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης Μ. Ρ. στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, διότι δεν δόθηκε προς αντίκρουση των προταθέντων κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμών και του περιεχομένου των κατά την αυτή συζήτηση προσκομισθεισών ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων του ενάγοντος (ΑΠ 454/2015, ΕφΠειρ 69/2016, δημ. ΝΟΜΟΣ), αφού δεν προσκομίσθηκαν κατά τη συζήτηση ένορκες βεβαιώσεις από τους αντιδίκους, ούτε προέβαλαν αυτοί αντενστάσεις. Ομοίως δεν λαμβάνονται υπόψη οι υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων αφού  δόθηκαν προς αντίκρουση ανυπόστατης ένορκης βεβαίωσης και σε κάθε περίπτωση δεν αντικρούουν αυτοτελείς ισχυρισμούς – ενστάσεις της παριστάμενης αντιδίκου τους.

Άπαντες οι ενάγοντες απασχολούνταν στην 1η εναγόμενη, η οποία εκμεταλλευόταν το Ναυπηγείο Σύρου και παρείχαν τις υπηρεσίες τους με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προσληφθέντες κατά τις ημερομηνίες και με την ειδικότητα που αναφέρεται παρακάτω και ειδικότερα: Ο 1ος  εξ αυτών Ε. Τ. προσελήφθη από την 1η εναγομένη υπό την ειδικότητα του επιβλέποντος μηχανικού με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από 7-5-2001 έως 6-11-2001, ενώ από 7-11-2001 η σύμβασή του μετετράπη σε αορίστου χρόνου. Εν συνεχεία την 1-4-2002 έγινε τροποποίηση της ως άνω σύμβασης εργασίας του, με την οποία ορίστηκε ότι εφεξής θα απασχολείται ως Ναυπηγός – Μηχανολόγος – Μηχανικός και ειδικότερα ως υπεύθυνος της καλής συντήρησης και ασφαλούς λειτουργίας όλων των ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων του ναυπηγείου, συμπεριλαμβανομένων των γερανών, των πλωτών δεξαμενών, των μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων που διατίθενται στα επισκευαζόμενα πλοία και των πλυντηρίων. Τον Μάρτιο δε του 2018 οι μικτές μηνιαίες αποδοχές μου ανέρχονταν στο ποσό των 3.331,05 €. Η 2η εξ αυτών …) προσελήφθη από την 1η εναγομένη υπό την ειδικότητα της διοικητικής υπαλλήλου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από 17-11-2003 έως 1-5-2007, ενώ από 1-5-2007 η σύμβασή της μετετράπη σε αορίστου χρόνου. Τον Μάρτιο δε του 2018 οι μικτές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 1.641,22 ευρώ. Ο 3°ς ενάγων Μ. Μ. προσελήφθη την 20-10-2009 από την 1″ εναγόμενη προς κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών υπό την ειδικότητα του τεχνίτη ηλεκτρολόγου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία μετά τη λήξη των αναγκών για τις οποίες προσελήφθη παρατάθηκε και σιωπηρώς κατέστη αορίστου χρόνου, με ημερομίσθιο ανερχόμενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 57,47 €. Ο 4ος  ενάγων Κ. Π. προσελήφθη από την 1η εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από 30-7-2003 έως 1-8-2004, ενώ από 1-8-2004 η σύμβασή του μετετράπη σε αορίστου χρόνου, απασχολούμενος υπό την ειδικότητα του αδειούχου ηλεκτρολόγου με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 1.863,45 €. Ο 5ος εξ αυτών Ισίδωρος Στεφάνου προσελήφθη την 19-5-1995 από την 1η εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργαστεί ως τεχνίτης στην ειδικότητα του σωληνουργού. Τον Μάρτιο δε του 2018 οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 2.043,74 €. Ο 6ος των εναγόντων Μ. Ξ. προσελήφθη την 6-11-2001 από την 1η εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούμενος υπό την ειδικότητα του υπαλλήλου χώρου παραγωγής, με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 1.928 €. Ο 7ος εξ αυτών Ε. Π. προσελήφθη την 31-10-1997 από την 1η εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί υπό την ειδικότητα του εφαρμοστή – μηχανουργού, με ημερομίσθιο ανερχόμενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 69,06 €. Ο 8ος ενάγων Φ. Σ. προσελήφθη την 1-11-1994 από την αυτή ως άνω εργοδότρια με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούμενος αρχικά ως βοηθός λογιστή και εν συνεχεία υπό την ειδικότητα του διοικητικού υπαλλήλου στη μισθοδοσία, με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 2.187,11 €. Ο 9ος ενάγων Α. Κ. προσελήφθη την 1-12-1994 από την ίδια εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούμενος αρχικά ως βοηθός λογιστή και εν συνεχεία ως λογιστής, με μικτές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες τον· Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 1.795,24 €. Ο 1ος αυτών Γ. Ν. προσελήφθη την 1-8-1996 από την’ 1Π εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργαστεί ως τεχνίτης στην ειδικότητα του ελασματουργού – συναρμολογητή και το έτος 2008 προήχθη σε αρχιτεχνίτη – Ειδικώς δε σημειώνεται ότι στις 29-10-2014 η 1η εναγομένη είχε προβεί σε καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, η οποία, όμως, με την υπ’ αριθμ. 29/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, κρίθηκε άκυρη ως καταχρηστική ενώ υποχρεώθηκε η εν λόγω εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, τις οποίες και προσέφερε κανονικά με τη δικαστική επάνοδό του στην εργασία. Τον Μάρτιο δε του 2018 οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.930,97 €. Ο 11ος εξ αυτών Δ. Κ. προσελήφθη από την 1η εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας από 13-3-2008 έως 12-12-2010, προκειμένου να εργαστεί ως τεχνίτης ναυπηγικής βιομηχανίας στις ειδικότητες του ελασματουργού – φλογοχειριστή – ηλεκτροσυγκολλητής – σωληνουργού, ενώ μετά τη λήξη της η σύμβασή του παρατάθηκε σιωπηρώς, με ημερομίσθιο ανερχόμενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 57,47 €. Ο 12ος ενάγων Φ. Δ. προσελήφθη την 18-10-1995 από την αυτή ως άνω εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως ελασματουργός – συναρμολογητής, με ημερομίσθιο ανερχόμενο τον Μάρτιο του 2018 στο ποσό των 67,50 €. Ο δε 13ος ενάγων Π. Β. προσελήφθη από την 1η εναγομένη την 24- 11-2008 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως ελασματουργός – συναρμολογητής για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, ενώ μετά τη χρήση των αναγκών αυτών η σύμβασή μου παρατάθηκε σιωπηρώς υπό την ίδια ειδικότητα, με ημερομίσθιο τον Μάρτιο του 2018 ανερχόμενο στο ποσό των 57,47 €. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από την 2η εναγομένη. Από το έτος 2015, η 1η εναγομένη, λόγω οικονομικής δυσπραγίας  εμφάνισε σημαντική καθυστέρηση στις καταβολές των δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων, ενώ είχε οφειλές και προς τρίτους. Μεταξύ αυτών (δανειστών) της 1ης εναγομένης ήταν και η ΔΕΗ, η οποία λόγω των υπέρογκων οφειλών της πρώτης, διέκοψε την παροχή ρεύματος στις εγκαταστάσεις του Νεωρίου την 30.4.2017, με συνακόλουθο την διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης του ναυπηγείου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον αγοράς και επαναλειτουργίας της από την επενδυτική εταιρία … με σχετική κοινοποίηση την 31.7.2017 προς τον Υφυπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, δια του Προέδρου της – Διευθύνοντος Συμβούλου και  νομίμου εκπροσώπου  Π. Ξ.. Στο πλαίσιο αυτό, την 13η.9.2017 υπεγράφη μεταξύ της 1ης εναγομένης και της ανωτέρω επενδυτικής εταιρίας ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης του 100% των μετοχών αυτής προς την δεύτερη, υπό την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης  των διαπραγματεύσεων με το 60% των πιστωτών και της επικύρωσης του σχεδίου εξυγίανσης. Κατόπιν, την 26.7.2018 υπεγράφη μεταξύ της 1ης εναγομένης  και των πιστωτών της, περιλαμβανομένων 490 εργαζομένων της, συμφωνία εξυγίανσης, χωρίς όμως να συμμετέχουν οι εδώ ενάγοντες, οι οποίοι όμως έστω και μη συμβαλλόμενοι, θα συμπεριλαμβάνονταν στην διαδικασία εξυγίανσης για την αποπληρωμή των απαιτήσεών τους έναντι της 1ης εναγομένης από την νέα εταιρία, ήτοι την …. Ακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθμ. 2/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας), η οποία επικύρωσε την ανωτέρω συμφωνία εξυγίανσης με την εκ του νόμου πλειοψηφία των πιστωτών. Κατά το διάστημα όμως που μεσολάβησε, από την παύση της λειτουργίας της επιχείρησης της 1ης εναγομένης μέχρι την επικύρωση της συμφωνίας, και για την οικονομική εξασφάλιση των εργαζομένων του Ναυπηγείο, κρίθηκε αναγκαίο να παραμείνει αυτό σε λειτουργία. Εν όψει αυτών, την 31.1.2018, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης και Προέδρου του Σωματείου των εργαζομένων του ανωτέρω Ναυπηγείου, παραχωρήθηκε η χρήση των εγκαταστάσεων στην 2η εναγομένη,  η οποία εκ περιτροπής απασχολούσε, πέραν των δικών της εργαζομένων, και μέρος του εργατικού δυναμικού της 1ης εναγομένης, ενώ σε κάθε περίπτωση, η δραστηριότητά της ήταν αρκετά περιορισμένη σε σχέση με την 1η εναγομένη, συνιστάμενη σε βαφές, αμμοβολές και καθαρισμών πλοίων, όπως προκύπτει άλλωστε και από την πράξη σύστασή της στο άρθρο 4 αυτής, όπου αναγράφεται ο σκοπός της εταιρίας. Εξάλλου, στην 2η εναγομένη είχαν παραχωρηθεί και στο παρελθόν οι εγκαταστάσεις της 1ης εναγομένης στο Νεώριο, κατόπιν μειοδοτικών διαγωνισμών ανάθεσης από την τελευταία, για παροχή υπηρεσιών σε πλοία στο προκαθορισμένο πλαίσιο δραστηριοτήτων της (βλ. από 18.11.2013 και 2.2.2015 έγγραφα ανάθεσης για πλύσιμο, υδροβολές, αμμοβολές και χρωματισμό των πλοίων …). Καίτοι δεν προσκομίζεται εκ μέρους της 2ης εναγομένης το έγγραφο παραχωρητήριο χρήσης των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου, δεν κρίνεται αναγκαίο να διαταχθεί η προσκόμισή του, αφού από το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο μπορεί να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση, περί του ότι δεν συνέτρεξε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης από την 1η στην 2η εναγομένη. Ειδικότερα, αξιολογώντας τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, βάσει των αναφερόμενων κριτηρίων στη μείζονα σκέψη, δεν διατηρήθηκε η ταυτότητα της επιχείρησης της 1ης εναγομένης από την δεύτερη, αφενός διότι δεν απασχολήθηκε το σύνολο των εργαζομένων της 1ης εναγομένης αλλά περίπου το ήμισυ αυτών και αφετέρου διότι δεν κάλυπτε όλο το εύρος δραστηριοτήτων της  1ης εναγομένης, η οποία παρείχε υπηρεσίες συντήρησης, επισκευής, κατασκευής, σχεδιασμού πλοίων, σε αντίθεση με την 2η εναγομένη, η οποία περιορίζεται σε καθαρισμούς, χρωματισμούς και αμμοβολές. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σημαντικό κριτήριο για τις διαπιστώσεις αυτές είναι και το γεγονός της προσωρινότητας της απασχόλησης των εργαζομένων από την 2η εναγομένη, μέχρι την επικύρωση της διαδικασίας εξυγίανσης, εν γνώσει των εργαζομένων της 1ης εναγομένης, αφού το Μάρτιο του 2018, ενώ ήδη ασκούσε δραστηριότητα η 2η εναγομένη στο Νεώριο,  αυτοί εκλήθησαν – υπογράφοντας εν τέλει οι περισσότεροι – να δηλώσουν και να αποδεχθούν ότι οι δεδουλευμένες αποδοχές τους και η αποζημίωση απόλυσης τους θα καταβαλλόταν για την εργασία τους μέχρι την 30.4.2017, ημερομηνία διακοπής ηλεκτροδότησης και λειτουργίας της επιχείρησης από τον νέο ιδιοκτήτη μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, εκ του οποίου σαφώς συνάγεται ότι δεν ήταν η 2η εναγομένη. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης μεταξύ της 1ης και της 2ης εναγομένης, η δεύτερη δεν λογίζεται εργοδότρια των εναγόντων και συνεπώς, δεν έχουν έρεισμα οι αξιώσεις τους για υποχρέωση απασχόλησης και καταβολής μισθών υπερημερίας, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της τελευταίας. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες προσεβλήθησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην προσωπικότητά τους από τους εκπροσώπους των δύο εναγομένων. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις και ρήξεις μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων. Εν όψει αυτών πρέπει η υπό κρίση αγωγή ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 505 Κ.Πολ.Δ.), τα δε δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (α. 179 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της 1ης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των  εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την ………..………… 2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ