ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 5253/2018
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 12351/6112/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Ναυτιλιακής Εταιρίας Πλοίων Αναψυχής με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 15.2.2018 πληρεξουσίου, Εμμανουήλ Τρούλης του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 34447), που προσκόμισε το Νο …/27.2.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 26.2.2018 πληρεξουσίου, Δικαίος Χασανάκος του Ιωάννου (ΑΜ/ΔΣΠ 1337), που προσκόμισε το Νο …/2.3.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος … και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) … του …, κατοίκου …, οδός …, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει της από 27.2.2018 εξουσιοδότησης, Ιωάννης Κουντουρογιάννης του Μιχαήλ (ΑΜ/ΔΣΑ 14761), που προσκόμισε το Νο …/28.2.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος Πειραιά, οδός …, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) … του …, κατοίκου …, οδός …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, δυνάμει του από 26.2.2018 πληρεξουσίου, Δικαίος Χασανάκος του Ιωάννου (ΑΜ/ΔΣΠ 1337), που προσκόμισε το Νο …/2.3.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος … και ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.11.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 12351/6112/20.11.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 20.3.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης (άρθρο 107 ΚΙΝΔ) είναι και η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretement, coque nue), κατά την οποία ο εκναυλωτής θέτει έναντι ανταλλάγματος στη διάθεση του ναυλωτή, προς χρήση για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό (βλ. ΕφΠειρ 529/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 662/2012 ΕΝαυτΔ 2012.413, ΕφΠατρ 114/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.423). Στην έννοια της χρήσης περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσης του πλοίου ή του πλωτού ναυπηγήματος από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και στη ναυτιλιακή πρακτική, το είδος δε αυτό της ναύλωσης προσομοιάζει, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, με την απλή μίσθωση πράγματος (ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝαυτΔ 2009.39, ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝαυτΔ 2001.122, ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998.121), ο δε «γυμνός» ναυλωτής (owner pro hac vice ή disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση) με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος [βλ. Ιω. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδοση (2015), σελ. 142 §251]. Η ναύλωση αυτή δεν ρυθμίζεται εξαντλητικά στον ΚΙΝΔ, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ για τη μίσθωση πράγματος και την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών από τη σύμβαση, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής (βλ. ΕφΠειρ 76/2008 ΕΝαυτΔ 2008.123). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 574, 592, 599 και 330 ΑΚ προκύπτει ότι, για κάθε φθορά πέρα από εκείνη που οφείλεται στη συνήθη χρήση, ο εκμισθωτής έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του μισθωτή από τη σύμβαση, που καλύπτει κάθε ζημία θετική ή αποθετική (διαφυγόν κέρδος). Για την αξίωση αποζημίωσης λόγω φθορών του μισθίου, ο εκμισθωτής με την προς τούτο αγωγή του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τη σύμβαση μίσθωσης, τις φθορές που προκλήθηκαν στο μίσθιο και το ποσό ζημίας, στον μισθωτή δε απόκειται να επικαλεστεί και αποδείξει για την απαλλαγή του ότι οι φθορές αυτές προέρχονται από τη συμφωνημένη χρήση ή από γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη ( ΑΠ 1807/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 9 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο αναγκαίος για τον καθορισμό της αρμοδιότητας των δικαστηρίων προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς βασίζεται πρωτίστως στην αποτίμηση του ενάγοντος και για την αντίστοιχη εκτίμηση λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής, ειδικά δε στην περίπτωση της έγερσης αγωγής κατά πλειόνων συνεναγομένων οφειλετών διαιρετής ενοχής, όπως η χρηματική, όπου υπάρχει σχέση απλής ομοδικίας (74 ΚΠολΔ), για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και κατ’ ακολουθίαν τον προσδιορισμό του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη το ζητούμενο από κάθε ενάγοντα ή κάθε εναγόμενο. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει κατά τον κρίσιμο για τον υπολογισμό της αξίας του αιτήματος χρόνο καταθέσεως της κρινόμενης αγωγής (20.11.2017), στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται: α) όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, β) όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 του ΑΚ, εφόσον σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα εξακόσια (600) ευρώ, οπότε υπάγονται στην εξαιρετική (έναντι του Πολυμελούς) αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου (βλ. άρθρο 16 περ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και οι προβλεπόμενες στην περ. γ του άρθρου 14 παρ. 1 διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας κ.λπ. Τέλος, κατά την παρ. 2 του άρθρου 14 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, δεν υπερβαίνει, όμως, το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ. Κατά δε το άρθρο 46 ΚΠολΔ, «αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση». Από τη διάταξη του άρθρου 47 ΚΠολΔ δε συνάγεται διαφορετική κρίση, αφού, κατά την αληθινή έννοιά της, λαμβανομένη σε συνδυασμό με την ως άνω διάταξη του άρθρου 46, αυτή λειτουργεί μόνον ex post, ήτοι δεν επιτρέπεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο να παραβεί τις διατάξεις οι οποίες καθορίζουν την αρμοδιότητά του και να επιληφθεί υποθέσεων αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, αλλά απλώς απαγορεύει την άσκηση ενδίκων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεών του, κυρίως χάριν της οικονομίας της δίκης και προκειμένου να αποφευχθεί η ταλαιπωρία των διαδίκων. Επομένως, το Δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο [ΠΠρΑθ 6220/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κεραμεύς/Κονδύλης/(-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000) 47 αρ 2]. Τέλος, η απόφαση περί παραπομπής είναι οριστική, αφού απεκδύει το δικαστήριο που την εξέδωσε από κάθε εξουσία του σχετική με την υπόθεση και για τον λόγο αυτό περιλαμβάνει διάταξη περί δικαστικών εξόδων, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα από την πλευρά των διαδίκων (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη εκτίμηση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, η ενάγουσα εταιρία εκθέτει ότι εκναύλωσε άνευ πληρώματος στην πρώτη εναγόμενη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη κατά την υπογραφή του σχετικού συμφωνητικού από τη δεύτερη των εναγομένων, η οποία και εγγυήθηκε την εκτέλεση της συμβάσεως ευθυνόμενη ατομικά ως πρωτοφειλέτρια παραιτούμενη της ένστασης διζήσεως, το περιγραφόμενο στην αγωγή επαγγελματικό σκάφος «…», για το χρονικό διάστημα από 1.3.2016 έως 31.10.2016, έναντι 32.500 ευρώ. Ότι κατά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας ισχύος της σύμβασης και παρά τις περί του αντιθέτου προγενέστερες διαβεβαιώσεις των εναγομένων, το ένδικο σκάφος αποδόθηκε στην ενάγουσα με φθορές, πέραν της συνήθους χρήσης, που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, ενώ με συμφωνία των διαδίκων μερών την αποκατάσταση αυτών των φθορών είχε αναλάβει η πρώτη εναγόμενη. Ότι ο τρίτος εναγόμενος, πλοίαρχος του σκάφους, ενεργώντας ατομικά και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, της οποίας ήταν διευθυντής και εν τοις πράγμασι διαχειριστής, συνομολόγησε τις ζημίες και ανέλαβε την πληρωμή τους. Ότι, αφαιρουμένου του καταβληθέντος από την κατονομαζόμενη ασφαλιστική εταιρία ποσού, η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 8.846,42 ευρώ, που αυτή δαπάνησε για την αποκατάσταση των φθορών, το οποίο οι εναγόμενοι δεν έχουν καταβάλει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Με αυτό το ιστορικό, στηρίζοντας την κατά τόπον αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου σε περιλαμβανόμενη στο άρθρο 20 της ως άνω συμβάσεως συμφωνία παρέκτασης, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής, καθόσον οι εναγόμενοι, ενεργώντας από κοινού και τελώντας σε συμπαιγνία, παρέστησαν, εν γνώσει του ψεύδους και της αναλήθειας, ότι ο τρίτος εναγόμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης κατά την υπογραφή του από 2.11.2016 Πρωτοκόλλου Επαναπαράδοσης Πλοίου, κατά παράβαση δε των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών αρνήθηκαν εντέλει να την αποζημιώσουν, και όλως επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να τής καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 8.846,42 ευρώ, πλέον ποσού 2.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη συνεπεία της προπεριγραφείσας αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, νομιμοτόκως από την επομένη της παρέλευσης της τασσόμενης με την από 1.6.2017 εξώδικη επιστολή προθεσμίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, που επιδόθηκε στους εναγόμενους μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …/23.11.2017, …/23.11.2017 και …/22.11.2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, …, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα), αναρμοδίως καθ’ ύλην εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ενώ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, θα έπρεπε να εισαχθεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο που είναι το Ειρηνοδικείο. Σημειώνεται ότι ορθά εισάγεται κατά την τακτική διαδικασία, η οποία τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως προς όλες τις βάσεις της αγωγής, ειδικά δε ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης διότι αυτή απορρέει από τη συναφθείσα σύμβαση ναύλωσης «γυμνού» πλοίου, η οποία, αν και αποτελεί ουσιαστικά μίσθωση του σκάφους άνευ πληρώματος έναντι ανταλλάγματος, δεν εκδικάζεται με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, αλλά με την τακτική. Εξάλλου, δεδομένου ότι το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 για την ίδρυση και λειτουργία ειδικού ναυτικού τμήματος στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιώς δεν καθορίζει την αρμοδιότητά του εις βάρος αυτής των Ειρηνοδικείων, η αποκλειστική αρμοδιότητα ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν ισχύει όταν το αίτημα της αγωγής υπάγεται λόγω ποσού καθ’ ύλην στο Ειρηνοδικείο (ΜΠρΑθ 3568/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, πρέπει το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με τον βάσιμο περί τούτου ισχυρισμό των εναγόμενων, να κηρυχθεί καθ’ ύλην αναρμόδιο και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που είναι το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 1 περ. α και 42 επ. ΚΠολΔ), το οποίο θα δικάσει κατά την τακτική διαδικασία την υπόθεση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων [άρθρα 176, 180 παρ. 1 (βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2012, 180 αριθ. 3, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής και στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι νικητές διάδικοι), 191 παρ. 2 ΚΠολΔ], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτό αναρμόδιο να δικάσει την υπό κρίση αγωγή.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ αυτή στο Ειρηνοδικείο Πειραιά.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις …
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ