ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 211/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2018 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, επί της οδού … αριθ. …., με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ, Νικόλαος Γερασίμου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος ……., οδός … αριθ. …., που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην περιοχή …, … του δήμου …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. … πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … Αικατερίνης Βοντετσιάνου, Μάρκος Δάρας του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος Πειραιά, οδός … αριθ. ….., που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ ΜΕ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΥΣΑ ΑΓΩΓΗ: Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην περιοχή …, … του δήμου …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. … πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … Αικατερίνης Βοντετσιάνου, Μάρκος Δάρας του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος ….., οδός … αριθ. …., που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ ΜΕ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΥΣΑ ΑΓΩΓΗ: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, … αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Γ. ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΑΠΛΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, … αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του υπ’ αριθ. … πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών … κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ, Ανάργυρος Κουτσούκος του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος ……, οδός … αριθ. …., που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΠΛΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, επί της οδού … αριθ. …., με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ, Νικόλαος Γερασίμου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος ………, οδός … αριθ. ….., που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΠΛΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην περιοχή …, … του δήμου …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.11.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 12772/6324/28.11.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 18.4.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Η ανακοινώνουσα τη δίκη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 26.1.2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 978/423/29.1.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 238 και 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 18.4.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Η απλά επικουρικώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.2.2018 απλή επικουρική πρόσθετη παρέμβασή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 1935/822/21.2.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 238 και 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 18.4.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 97, 98, 294, 295 παρ. 1, 297 και 299 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις (άρθρο 297 ΚΠολΔ). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, για την οποία αρκεί η ύπαρξη γενικής μόνο πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου του παραιτουμένου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η δίκη καταργείται χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργησή της. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από κατάλογο των εξόδων (ΑΠ 1287/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον έλεγχο των φακέλων που κατέθεσαν οι διάδικοι, η ανακοινώνουσα τη δίκη παραιτήθηκε από τη σωρευμένη στο υπό κρίση δικόγραφο παρεμπίπτουσα αγωγή διά του από 20.2.2018 δικογράφου παραίτησης από το δικόγραφο παρεμπίπτουσας αγωγής, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ) 1923/34/21.2.2018 και επιδόθηκε στην παρεμπιπτόντως εναγόμενη εταιρεία στις 22.2.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …), προτού η παρεμπιπτόντως εναγόμενη εταιρεία καταθέσει προτάσεις, κατ’ άρθρο 294 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Επομένως, η σωρευμένη παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 295 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση: α) η από 28.11.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 12772/6324/28.11.2017 αγωγή, β) η από 26.1.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 978/423/29.1.2018 ανακοίνωση δίκης και γ) η από 20.2.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 1935/822/21.2.2018 πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, διότι αφενός μεν είναι συναφείς, υπάγονται στην αρμοδιότητα του ίδιου Δικαστηρίου και στην ίδια διαδικασία, αφετέρου δε από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 246 του ΚΠολΔ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (βλ. ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 1988.1385). Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. ΜΕφΠειρ 83/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 1998.9· Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ (1994), άρθρο 216 αρ. 13, 15). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 681 του ΑΚ, με τη σύμβαση μισθώσεως έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο έτερος, αποκαλούμενος εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Κατά την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως από δικονομική άποψη, με την έννοια του ορισμένου κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ της σχετικής αγωγής, ο ενάγων για την καταβολή της αμοιβής εργολάβος οφείλει να επικαλεστεί στο δικόγραφο αυτής την καταρτισθείσα σύμβαση, πλήρη περιγραφή του έργου που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση που ανέλαβε με την παράδοση του έργου. Επίσης, ως έργο, του οποίου την εκτέλεση ανέλαβε με αμοιβή ο εργολάβος, νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας αυτού, στην εκτέλεση του οποίου απέβλεψαν τα μέρη. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 682 του ΑΚ αμοιβή λογίζεται πως έχει συμφωνηθεί σιωπηρά, αν το έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με αμοιβή, ενώ η διάταξη του άρθρου 650 του ΑΚ εφαρμόζεται αναλόγως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου είναι η συμφωνία για την αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση του έργου, η δε αμοιβή είναι δυνατόν να είναι εκ των προτέρων ορισμένη ή να παραμένει ακαθόριστη, οπότε ο προσδιορισμός της γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ενώ, εάν στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτε για την αμοιβή του εργολάβου, λογίζεται αυτή κατά τεκμήριο σιωπηρώς συμφωνηθείσα, εφόσον το έργο κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή, το ποσό δε της αμοιβής θα καθορισθεί στην περίπτωση αυτή από την ισχύουσα διατίμηση (με τη σημείωση ότι επίσημη διατίμηση αποτελεί κάθε καθορισμός ανώτατων ή κατώτατων ορίων τιμών ή αμοιβών ή πολιτειακή πράξη) ή θα καθορισθεί ως εύλογη αμοιβή εκείνη, που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες για όμοιες εργασίες. Ειδικότερα, ως προς το ύψος της αμοιβής που οφείλεται σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη η νόμιμη, άλλως η ειθισμένη για παρόμοια έργα αμοιβή, ενώ αν δεν υπάρχει τέτοια, προσδιορίζεται μία εύλογη αμοιβή. Εξάλλου, το τεκμήριο που καθιερώνεται με την ως άνω διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 του ΑΚ είναι μαχητό, ο δε εργολάβος οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τις προϋποθέσεις του τεκμηρίου, δηλαδή: α) τη δυνάμει συμβάσεως ανάληψη απ’ αυτόν της εκτελέσεως ορισμένου έργου, β) ότι το έργο αυτό κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή και γ) ότι δεν υπάρχει ούτε συνάγεται από τη σύμβαση συμφωνία περί αμοιβής. Επειδή όμως το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, είναι δυνατή η ανατροπή του από τον εναγόμενο εργοδότη, διά της επικλήσεως και αποδείξεως ότι εξαιρετικώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποκλείσθηκε με τη σύμβαση η καταβολή αμοιβής ή καθορίστηκε αυτή περιορισμένη. Τέλος, η ως άνω αμοιβή καταβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 694 του ίδιου Κώδικα, κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος. Ως παράδοση νοείται η πλήρης εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου με την προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του τελευταίου, το οποίο πρέπει να είναι το προσήκον [βλ. ΑΠ 1383/2010 ΕλλΔνη 2011.1060, ΑΠ 682/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1336/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 543/2007 ΝοΒ 2007.2065, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. σχετ. Δεληγιάννη-Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ (1992), σελ. 39-40, 44, Καρδαρά σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 681 αρ. 16, 17 και 682 αρ. 10, 11]. Τέλος, από τα άρθρα 11 και 12 του Ν. 743 της 14/17.10.1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (Α΄3/9), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 παρ. 11 και 12, αντιστοίχως, του Ν. 2252/1994 και όπως κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική με το Π.Δ. 55 της 11/20.3.1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (Α΄58), λαβόντα τους ιδίους αριθμούς 11 και 12, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης και, αν αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις ευθυνόμενοι για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης. Η αρμόδια Λιμενική Αρχή αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του και, σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλον αρμόδιο του πλοίου. Η Λιμενική Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητά τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση, ενώ και οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης, εκτελούνται πάντοτε κάτω από την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης, έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου για τη λήψη των προβλεπόμενων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες κάτω από την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Λιμενικής Αρχής, με ποινή ανάκλησης της άδειας, που τους έχει χορηγηθεί. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση προερχόμενη από πλοίο, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής (πταισματική ευθύνη) και μαζί μ’ αυτόν ευθύνεται σ’ ολόκληρο (μεταξύ άλλων) και ο πλοίαρχος του πλοίου ή δεξαμενόπλοιου (αντικειμενική ευθύνη) αν δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής (ΑΠ 332/2006 ΧρΙΔ 2006.614, ΜΕφΠειρ 254/2014 ΕλλΔνη 2015.524, ΕφΠειρ 127/2009 ΕΝαυτΔ 2009.429, ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝαυτΔ 2007.187). Το σαφές νόημα της ανωτέρω διάταξης είναι ότι κατ’ αρχάς ευθύνεται αυτός που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση, ο οποίος, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ένα μέλος του πληρώματος του πλοίου και, εφόσον υπάρχει κατ’ αυτή την έννοια υπαιτιότητα για την πρόκληση ρύπανσης από την πλευρά του πλοίου, τότε, αντικειμενικώς μαζί με το ως άνω πρόσωπο που προκάλεσε τη ρύπανση, ευθύνονται εις ολόκληρον για τις ζημιές και δαπάνες που έχουν προκληθεί απ’ αυτή (ρύπανση), ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρείες και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Δηλαδή, εφόσον στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 12 του Π.Δ. 55/1998 γίνεται λόγος για υποκειμενική ευθύνη, θα ήταν ανακόλουθο στη συνέχεια η ευθύνη να καταστεί αντικειμενική μόνον ως προς ορισμένα πρόσωπα που συνδέονται με το πλοίο, το οποίο προκάλεσε τη ρύπανση, έστω και αν αυτό (πλοίο) δεν θεωρείται υπαίτιο της ρύπανσης. Ο νομοθέτης, με την παραπάνω διατύπωση, είναι προφανές ότι θέλησε κατ’ αρχάς να προβλέψει ότι όποιος είναι υπαίτιος της ρύπανσης θα πρέπει να ευθύνεται και για την αποκατάσταση των ζημιών και την κάλυψη των εν γένει δαπανών που προκλήθηκαν εξ αυτής και στη συνέχεια, εφόσον αυτό το υπαίτιο πρόσωπο συνδέεται με το πλοίο, τα πρόσωπα που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση και την εκμετάλλευση του πλοίου (πλοίαρχος, πλοιοκτήτης, διαχειριστής κ.λπ.) να ευθύνονται αντικειμενικά και σε ολόκληρο με το υπαίτιο πρόσωπο, διότι επέτρεψαν να γεννηθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το πλοίο τους προκάλεσε υπαιτίως ρύπανση. Τα παραπάνω συνάδουν και με την αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 922 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη του προστήσαντος για παράνομες πράξεις και παραλείψεις του προστηθέντος είναι αντικειμενική, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο προστηθείς ενήργησε εντός του κύκλου των καθηκόντων του και βαρύνεται με οποιασδήποτε μορφής πταίσμα, καθώς και στο πλαίσιο της ενδοσυμβατικής ευθύνης, στο άρθρο 334 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα [βλ. και Λ. Γεωργακόπουλο, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2006, σελ. 365, 366 (σύμφωνα με τον οποίον ο N. 743/77 καθιστά εις ολόκληρον υπόχρεους, για την υπαίτια παράβαση, τον πλοιοκτήτη και τον πλοίαρχο)]. Ειδικότερα ο Ν. 743/77 αποτελεί ένα εξειδικευμένο νομοθέτημα για προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος γενικευμένης εφαρμογής τόσο ως προς το θαλάσσιο χώρο όσο και προς τις επί μέρους μορφές και πηγές ρύπανσης και εξεδόθη σε υλοποίηση του άρθρου 24 Συντάγματος αλλά και του άρθρου 11 της Σύμβασης του Λονδίνου 1954. Εξάλλου το ζήτημα της αποζημίωσης για θαλάσσια ρύπανση στο συγκεκριμένο νόμο (άρθρο 12) επιλύεται στο πλαίσιο της αρχής της υποκειμενικής ευθύνης. Βέβαια στη συνέχεια καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη μιας σειράς προσώπων, με την προϋπόθεση της απόδειξης από τον ζημιωθέντα της υπαιτιότητας του προκαλέσαντος το περιστατικό ρύπανσης (π.χ. εργαζόμενος στο πλοίο ή στην εγκατάσταση που προκάλεσε τη ρύπανση). Κατ’ ακολουθίαν, η υποχρέωση αποζημίωσης για ρύπανση της θάλασσας διαμορφώνεται, κατά το Ν. 743/1977, στο πλαίσιο της αρχής της υποκειμενικής ευθύνης. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 12 του ως άνω νόμου καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη σειράς προσώπων, για τη θεμελίωση της οποίας όμως προϋποτίθεται η απόδειξη από τον ζημιωθέντα του πταίσματος ενός προσώπου, συνήθως εργαζόμενου στο πλοίο ή την εγκατάσταση από όπου προκλήθηκε η ρύπανση. Ουσιαστικά, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 δεν διαφέρει ως προς τις προϋποθέσεις της ευθύνης του πλοιάρχου, πλοιοκτήτη κ.λπ. από το άρθρο 922 ΑΚ σε συνδ. με άρθρο 926 ΑΚ, που ρυθμίζουν την έναντι του ζημιωθέντος ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος, παρά μόνο κατά το ότι διευρύνει τον κύκλο των «προστησάντων», εκκινώντας όμως και πάλι από τη βασική ιδέα της θεμελίωσης ευθύνης των ωφελούμενων από τη δραστηριότητα του υπαίτιου προσώπου (βλ. Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 418).
Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» ισχυρίζεται ότι ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την ανέλκυση, καθέλκυση και διαχείμαση σκαφών, με την παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, καθώς και με την παροχή υπηρεσιών απορρύπανσης και προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τυγχάνει δε πλοιοκτήτρια του σκάφους Ε/Φ «…», Τ.Π. …, καθώς και του «γαστράτου» φουσκωτού ταχύπλοου σκάφους «…», Τ.Π. …. Ότι η εναγόμενη εταιρεία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου Ε/Γ – Τ/Ρ «…» (…), τύπου sailing catamaran, με αριθμό νηολογίου … …. Ότι στις 2.5.2016 το πλοίο της εναγομένης προσέκρουσε με σφοδρότητα σε βράχια σε απόσταση 1,5 ν.μ. από τη βόρεια είσοδο του διαύλου Λευκάδας και συνετρίβη ολοσχερώς, συνεπεία των ισχυρών ανέμων που πνέουν στην περιοχή και των πλείστων υφάλων και σκοπέλων, λίγες ώρες μετά την εγκατάλειψή του από τον πλοίαρχο και το πλήρωμα, τα κομμάτια δε του πλοίου εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή με σοβαρό κίνδυνο ρύπανσης αυτής. Ότι, κατόπιν υποδείξεως του Προϊσταμένου του Κέντρου Επιχειρήσεων του Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος (Ελληνικής Ακτοφυλακής) και αφού διεσώθησαν οι συνολικά δεκαεπτά επιβαίνοντες στο «…» και το δίπλα σ’ αυτό έτερο προσαραχθέν πλοίο «…», στις 3.5.2016 ο αντίκλητος της εναγόμενης κ. Βασίλειος Βρακώτας ανέθεσε εγγράφως στην ενάγουσα την παροχή αντιρρυπαντικών και σωστικών υπηρεσιών με το προαναφερθέν πλοίο της, την ίδια δε ημέρα η τελευταία προέβη στον κατάλληλο σχεδιασμό και την προετοιμασία προς τον σκοπό περιορισμού και εξουδετέρωσης της προκληθείσας ρύπανσης, παρείχε δε όλες τις αρμόζουσες από τις περιστάσεις αντιρρυπαντικές υπηρεσίες και προέβη στην εκτέλεση όλων των αναγκαίων εργασιών απορρύπανσης, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων υλικών, εξοπλισμού και προσωπικού, όπως λεπτομερώς αυτές προσδιορίζονται στην αγωγή, τις οποίες (υπηρεσίες-εργασίες) άρχισε τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης.5.2016 και διεκπεραίωσε επιτυχώς στις 8.5.2016, με την περισυλλογή των συντριμμιών του σκάφους και την ανέλκυση της δεξαμενής καυσίμων του, η οποία περιείχε 200 λίτρα πετρελαιοειδών αποβλήτων. Ότι για τις εργασίες αυτές δικαιούται ως αμοιβή, ελλείψει ρητής ως προς τούτο συμφωνίας, το ποσό των 122.319 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 151.675,56 ευρώ, με βάση την ισχύουσα διατίμηση του Υπουργείου Ναυτιλίας «περί αποζημιώσεων στελεχών ΛΣ σε περιπτώσεις περιστατικών ρύπανσης», δημοσιευμένη στο ΦΕΚ 1815/2006, στο ποσό δε αυτό περιλαμβάνονται και τα έξοδά της (λιπαντικά και καύσιμα των σκαφών της και των χερσαίων οχημάτων της κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της επιχείρησης, μισθοτροφοδοσία του προσωπικού της, κόστος πλωτών αντιρρυπαντικών φραγμάτων, πλωτού γερανού και ρυμουλκού κ.ά.). Ότι γνωστοποίησε το οφειλόμενο ποσό στην εναγόμενη πλοιοκτήτρια και στην ασφαλιστική της εταιρεία («…»), πλην όμως δεν έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό έναντι της οφειλής. Ότι η εναγομένη οφείλει να αποζημιώσει την ενάγουσα λόγω σύμβασης και συμπληρωματικά λόγω της αντικειμενικής ευθύνης της που ιδρύεται εκ του νόμου 743/77, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει για την αναφερομένη στο δικόγραφο της αγωγής αιτία το συνολικό ποσό των 151.675,56 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της 8ης.5.2016, άλλως της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου … με έδρα το Πρωτοδικείο … …) και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε από την ενάγουσα το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων σε συνδυασμό με την από 16.3.2018 απόδειξη πληρωμής e-παραβόλου της “Τράπεζας Πειραιώς”), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 51 παρ. 1 περ. α, 2 εδ. β, 3Α-Β περ. ιε, 4 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθόσον δεν περιέχονται σ’ αυτήν όλα τ’ αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωσή της. Συγκεκριμένα, ουδόλως αναφέρονται οι δαπάνες που αντιστοιχούν στις εργασίες που εκτελέσθηκαν και τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν ούτε προκύπτει με αριθμητικό υπολογισμό η αμοιβή της ενάγουσας. Άλλωστε, στην αγωγή γίνεται μεν αναφορά σε «συνημμένο στην παρούσα πίνακα χρεώσεων», πλην όμως τέτοιος πίνακας δεν έχει ενσωματωθεί στο αγωγικό δικόγραφο, με συνέπεια η εναγόμενη να μην μπορεί ν’ αμυνθεί, η αοριστία δε αυτή δεν είναι δυνατό να θεραπευθεί από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα (βλ. σχετ. ΜΕφΠειρ 83/2015 ό.π.). Η αναφορά συλλήβδην στην αγωγή του ποσού των 122.319 ευρώ χωρίς να προσδιορίζονται χωριστά λ.χ. οι ποσότητες των καυσίμων και λιπαντικών που απαιτήθηκαν και οι αντίστοιχες τιμές τους, ο αριθμός των μελών του συνεργείου αντιρρύπανσης, η ιδιότητα και η αμοιβή εκάστου, οι περαιτέρω χρεώσεις, όπως για τη διαχείριση των πετρελαιοειδών αποβλήτων, των ρυπασμένων απορροφητικών υλικών κ.ά., την καθιστά αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, σε σχέση με τις συμπληρωματικά επικαλούμενες διατάξεις του Ν. 743/77, η ενάγουσα δεν αναφέρει, ως όφειλε, στην αγωγή της στοιχεία τέτοια που να θεμελιώνουν πταισματική ευθύνη του υπαίτιου για την πρόκληση κινδύνου ρύπανσης προσώπου, η οποία, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, προϋποτίθεται για την καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του ως άνω νόμου, με συνέπεια η υπό κρίση αγωγή να πάσχει αοριστίας και για τον λόγο αυτό. Τέλος, η επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι ομοίως απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς μ’ αυτή ακυρότητα της ένδικης συμβάσεως έργου, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004.475). Συνεπώς, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης, της αοριστίας του αγωγικού δικογράφου ερευνώμενης σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η ένδικη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσεπίκληση, που είναι διαδικαστική πράξη με την οποία εξαιρετικώς επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της εννόμου σχέσεως της δίκης έναντι τρίτων, δεν είναι γενικώς δυνατή. Μεταξύ δε των περιπτώσεων που είναι επιτρεπτή, περιλαμβάνεται και η προσεπίκληση του λεγόμενου δικονομικού εγγυητή (άρθρο 88 ΚΠολΔ). Βάση της προσεπικλήσεως αυτής και της τυχόν ενωθείσας μ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημιώσεως είναι κάποια προϋφιστάμενη έννομη σχέση, είτε εκ του νόμου είτε εξ αδικήματος και από την οποία προκύπτει υποχρέωση του προσεπικαλουμένου – τρίτου να καταβάλει στον προσεπικαλούντα – εναγόμενο την αποζημίωση που ζητά από τον τελευταίο ο ενάγων με την κύρια (βασική) αγωγή του (ΠΠρΑθ 3280/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη της ανωτέρω κύριας αγωγής με την υπό κρίση ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, ως προς την οποία παραιτήθηκε, κατά τ’ ανωτέρω, εκθέτει ότι σε βάρος της ασκήθηκε κύρια αγωγή το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει επακριβώς. Ότι, δυνάμει του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου σκαφών, που είχε καταρτισθεί στις 11.7.2015 στην … με την προσεπικαλούμενη, η τελευταία είχε ασφαλίσει το πιο πάνω σκάφος της πλοιοκτησίας της εναγόμενης «…» για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών έναντι των κινδύνων, μεταξύ άλλων, πρόκλησης θαλάσσιας ρύπανσης, ανέλκυσης, απομάκρυνσης ή καταστροφής του ναυαγίου του σκάφους αυτού. Ενόψει τούτων, της ανακοινώνει τη, μεταξύ αυτής και της κυρίως ενάγουσας εκκρεμή δίκη, στην οποία την προσεπικαλεί ως δικονομική εγγυήτρια να παρέμβει υπέρ της. Με αυτό το περιεχόμενο η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 31 παρ. 1, 88, 89, 91, 92, 215 παρ. 1, 226, 238 σε συνδ. με 144 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της καθ’ ης η ανακοίνωση – προσεπίκληση σε παρέμβαση, στην οποία νόμιμα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών από την κατάθεση της σχετικής αγωγής (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ, 129 παρ. 1 – βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ανακοινώνουσα τη δίκη – προσεπικαλούσα), ωστόσο, παρέλκει η εξέτασή της, διότι η προσεπίκληση έχει επικουρικό χαρακτήρα, δηλαδή εξετάζεται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής, δεν ερευνάται επομένως ενόψει απορρίψεως της κύριας αγωγής ως απαράδεκτης, ως άνευ αντικειμένου (ΑΠ 1206/1989 ΔΕΝ 1….1187). Εξάλλου, η προσθέτως παρεμβαίνουσα ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…», μετά από την ανωτέρω από 26.1.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 978/423/2018) προς αυτήν ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση της εναγόμενης, άσκησε επικουρικά την από 20.2.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 1935/822/2018) απλή πρόσθετη παρέμβασή της, υπέρ της εναγόμενης και κατά της ενάγουσας, με την οποία, επικαλούμενη το έννομο συμφέρον της, ζητεί να γίνει αυτή δεκτή προς το σκοπό απόρριψης της ένδικης αγωγής και να καταδικαστεί η ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Η ως άνω παρέμβαση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου [άρθρα 31 παρ. 1, 80, 81, 215 παρ. 1, 226, 238 ΚΠολΔ – βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά … προς την καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση (ενάγουσα) και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά … προς την υπέρ ης (εναγόμενη), τις οποίες προσκομίζει με επίκληση η προσθέτως παρεμβαίνουσα], ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση στην οποία νόμιμα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε, κατά τα ανωτέρω, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών από την κατάθεση της σχετικής αγωγής (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 143 και 126 παρ. 1 α ΚΠολΔ), καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η πρόσθετη παρέμβαση, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Ωστόσο, αυτή τυγχάνει ομοίως απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 274 ΚΠολΔ, η απλή πρόσθετη υπέρ της εναγόμενης παρέμβαση δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα ως προς την κύρια δίκη που ανοίχτηκε με την προαναφερόμενη αγωγή, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί και η περάτωση αυτής (κυρίας) επιφέρει και την περάτωση της δίκης που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση [βλ. ΕφΠειρ 710/2014 ΔΕΕ 2015.151, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004.206, ΠΠρΘεσ 20505/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1383/1989 ΕΝαυτΔ 1990 172· Κεραμεύς/Κονδύλης(-Νίκας) ΚΠολΔ Ι (2000) 80 αριθ. 1]. Τέλος, η ενάγουσα – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς επίσης και στα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας λόγω της νίκης της εναγομένης, προς το συμφέρον της οποίας ασκήθηκε η πρόσθετη παρέμβαση (άρθρα 106, 176, 182 παρ. 1, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ ότι η σωρευμένη στο υπό κρίση δικόγραφο ανακοίνωσης δίκης υπ’ αριθ. κατάθεσης 978/423/29.1.2018 παρεμπίπτουσα αγωγή δεν ασκήθηκε.
ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 28.11.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 6324/2017 αγωγή, την από 26.1.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 423/2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση, καθώς και την από 20.2.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 822/2018 πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων επί της αγωγής, ερήμην της καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις αναφερόμενες ανωτέρω αγωγή, ανακοίνωση δίκης -προσεπίκληση σε παρέμβαση και πρόσθετη παρέμβαση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, που ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ για εκάστη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ