ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 1586/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 13658/6773/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, στερούμενης ΑΦΜ, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία-Κατίνα Τσίγκα του Φώτιου (ΑΜ/ΔΣΑ 29768), που προσκόμισε το Νο …/30.4.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, κατοίκου …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Γερασίμου του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 2814), που προσκόμισε το Νο …/30.4.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικος …, και οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.12.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 13658/6773/19.12.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 21.9.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Κατά το άρθρο 62 του ΚΠολΔ, “όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Eνώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, προκειμένου μεν να κριθεί αν ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και την ικανότητα, επομένως, ως νομικό πρόσωπο, να είναι διάδικος κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου που προπαρατίθεται, θα πρέπει, κατά τη διάταξη ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 10 του ΑΚ, να εφαρμοσθούν οι σχετικές διατάξεις του δικαίου της χώρας στην οποία η εταιρεία εδρεύει. Στην περίπτωση, όμως, που κατά το δίκαιο τούτο η ενάγουσα εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα, η ικανότητα της εταιρείας να είναι διάδικος, με βάση το δεύτερο εδάφιο του προαναφερόμενου άρθρου 62 – εδάφιο που εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του πρώτου – δεν προϋποθέτει την ύπαρξη τέτοιας ικανότητάς της και κατά το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται η έδρα της, αλλ’ η εταιρία έχει αυτή την ικανότητα αναφορικά με δίκη ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου ευθέως από τη διάταξη του ανωτέρω δεύτερου εδαφίου, η οποία είναι εφαρμοστέα, ως διάταξη του δικονομικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστηρίου [lex fori] (πρβλ. και άρθρο 66 του ΚΠολΔ – ΑΠ 1082/1990 ΕΕΝ 1991.431, ΕφΘεσ 133/2017 ΕπισκΕμπΔ 2018.278, ΠΠρΘεσ 20115/2012 Αρμ 2014.2099). Προκύπτει, αφετέρου, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 67, 73, 544 αριθ. 2, 4 του ΚΠολΔ, λαμβανόμενες σε συνδυασμό, ότι αν ενάγουσα, τυχόν, εταιρεία δεν έχει μεν κατά την άσκηση της αγωγής ικανότητα να είναι διάδικος, την αποκτήσει όμως πριν από την τελευταία, της υποθέσεως, συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται τελεσίδικη απόφαση δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, και δια του ήδη δικαστικού εκπροσώπου της, εγκρίνει, έως και αυτής της συζητήσεως, ρητώς ή σιωπηρώς, την άσκηση της αγωγής και τη διεξαγωγή της όλης διαδικασίας που επακολούθησε, το εκ της ελλείψεως της αντίστοιχης διαδικαστικής προϋποθέσεως ελάττωμα των προηγούμενων διαδικαστικών πράξεων θεραπεύεται αναδρομικώς (ΑΠ 1082/1990 ό.π.). Τέλος, από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο εταιρικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, αποδεικνύεται ότι εταιρεία που διαγράφεται από το Μητρώο Εταιρειών χάνει τη νομική της προσωπικότητα, κατόπιν, όμως, δικαστικής εντολής είναι δυνατή η αναβίωσή της στο Μητρώο από τον έφορο, με συνέπεια να θεωρείται ότι ουδέποτε λύθηκε ούτε διεγράφη από το Μητρώο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 23.10.2012 μελέτη περί αναδρομικής ισχύος της αναβίωσης λυθείσας εταιρείας με δικαστική εντολή (Wedlake Bell), η δικαστική εντολή δυνάμει της οποίας αναβιώνει λυθείσα εταιρεία στο Μητρώο των εταιρειών αναδρομικά επικυρώνει διαδικασίες εκκινηθείσες κατά της εταιρείας κατά την περίοδο της λύσης της, τούτο δε συμβαίνει συχνά στην περίπτωση που κάποιο τρίτο μέρος έχει αξίωση κατά της λυθείσας εταιρείας, η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί χωρίς να επιδιώξει διαδικασίες εναντίον της. (Β) Η δικαστική πληρεξουσιότητα διέπεται, ως προς τον τύπο, από το τριαδικό σύστημα διαζευκτικής ισχύος, που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ, δηλαδή είτε από το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της είτε από το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται αυτή είτε από το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών (ΕφΘεσ 2420/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Βαθρακοκοίλης, στην Ερμ. ΑΚ υπό το άρθρο 11 και εκεί παραπομπές). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και 96 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο η πληρεξουσιότητα δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά σε ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και, εάν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της (πρβλ. σχετ. ΑΠ 60/2014, ΑΠ 1794/2012, ΑΠ 1436/2012, ΑΠ 189/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τις διατάξεις, μάλιστα, του άρθρου 105 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, εάν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε. Εάν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 105 του ΚΠολΔ, η ρύθμιση της οποίας αποτελεί έκφανση της αρχής σχετικά με την έγκριση των πράξεων από τον διάδικο στο όνομα του οποίου ενεργήθηκαν από δικηγόρο που δεν είχε πληρεξουσιότητα, διευκολύνεται η απόδειξη της πληρεξουσιότητας κατά τρόπο ανάλογο εκείνου της συμπλήρωσης της ικανότητας για δικαστική παράσταση (άρθρο 67 του ΚΠολΔ), προς τον σκοπό αποτροπής απόρριψης των αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας για λόγους τυπικούς και παρέλκυσης, συνακόλουθα, των δικών (ΕφΑθ 2070/2011 ΔΕΕ 2011.241). Η διάταξη αυτή, σε σχέση με εκείνη του άρθρου 67 του ΚΠολΔ, είναι ειδική και, συνεπώς, αυτή εφαρμόζεται εάν πρόκειται για ελλείψεις πληρεξουσιότητας (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 105 αριθ. 1). Ας σημειωθεί ότι η έλλειψη πληρεξουσιότητας, ενόψει της ειδικής ρύθμισης της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 105 του ΚΠολΔ, δεν εμπίπτει ούτε στις τυπικές παραλείψεις για τις οποίες παρέχεται δυνατότητα συμπλήρωσης και μετά τη συζήτηση κατά τη διάταξη του άρθρου 227 του ίδιου Κώδικα, καθόσον αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε ουσιαστικά στην καταστρατήγηση του άρθρου αυτού (ΕφΠειρ 182/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το άρθρο 238 του ΑΚ, που αφορά στη συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (έγκριση), η οποία έχει ως συνέπεια την κατά το χρόνο τέλεσής της (αναδρομική) ισχυροποίηση της διενεργηθείσας δικαιοπραξίας (νομικής πράξης), εφαρμόζεται, ελλείψει αντιθέτου δικονομικού ορισμού, και επί των διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 1979/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 96, 104, 143 παρ. 1, 159 παρ. 1 ΚΠολΔ, 211, 219 και 238 ΑΚ, προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε, ως δικηγόρος, πρόσωπο που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις του δικηγόρου που προηγήθηκαν. Η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρώς, εξετάζεται δε η ύπαρξή της και αυτεπαγγέλτως, καθόσον ανάγεται στην υπόσταση της πληρεξουσιότητας. Μία τέτοια έγκριση, που έχει αναδρομική ενέργεια, συνάγεται, ιδίως, από τη νόμιμη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και την παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών (ΑΠ 932/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2018/2009 ΕλλΔνη 2011.735, ΕφΑθ 2070/2011 ό.π., ΠΠρΑθ 20/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται για τις αγωγές που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015), προβλέπεται ότι «μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. […] Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής». Η νέα αυτή ρύθμιση, στο πλαίσιο της αρχής της συμπίεσης της προδικασίας, καθιερώνει το δικονομικό βάρος των διαδίκων να προσκομίσουν κατά την κατάθεση των προτάσεών τους, εκτός από το σύνολο των αποδεικτικών τους μέσων, και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται, το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής (ενν. ο ενάγων) και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους τους, τα οποία πρέπει να πληρούν τον οριζόμενο από το άρθρο 96 του ΚΠολΔ τύπο πληρεξουσιότητας. Η ρητή αυτή μνεία της υποχρέωσης των διαδίκων να προσκομίζουν, πριν από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας (κατά τα αναλυτικά προβλεπόμενα στο άρθρο 237 του ΚΠολΔ), και τα συνταχθέντα κατά τους ορισμούς του άρθρου 96 του ΚΠολΔ πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους τους, καταργεί ουσιαστικά τη μέχρι τώρα πρακτική των δικαστηρίων της ουσίας να ερευνούν την ύπαρξη πληρεξουσιότητας μόνο σε περίπτωση που ο αντίδικος πρότεινε τη σχετική έλλειψη ή σε περίπτωση δικών όπου απαιτείτο ειδική πληρεξουσιότητα κατ’ άρθρο 98 του ΚΠολΔ, υποχρεώνοντας πλέον το δικαστήριο να ερευνά αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη ή μη δικαστικής πληρεξουσιότητας και ειδικότερα την προσκομιδή -κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα- σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου των διαδίκων προς τους δικηγόρους αυτούς για τη νόμιμη παράστασή τους στα πολιτικά δικαστήρια, σύμφωνα με τον τύπο του άρθρου 96 του ΚΠολΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και από τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων, οι οποίες κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα μέσα σε προθεσμία εκατόν τριάντα (130) ημερών από την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν, ως ανωτέρω, από τους υπογράφοντες τα δικόγραφα των προτάσεων πληρεξούσιους δικηγόρους τους, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Ωστόσο, από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι, παρά τη ρητά προβλεπόμενη στο άρθρο 237 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ υποχρέωση των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων προς απόδειξη της δικαστικής τους πληρεξουσιότητας με προσαγωγή νόμιμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, πληρεξουσίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας δεν προσκόμισε σχετικό πληρεξούσιο. Αντιθέτως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων προσκόμισε αντίστοιχα τα υπ’ αριθ. … και …/30.4.2018 πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Νάκου. Κατόπιν των ανωτέρω, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της παράστασης της ενάγουσας, αφού επιτραπεί στη δικηγόρο Μαρία-Κατίνα Τσίγκα να μετέχει προσωρινά στη δίκη, προκειμένου να συμπληρωθεί η αναφερόμενη στο σκεπτικό έλλειψη πληρεξουσιότητας, να αναβληθεί αυτεπαγγέλτως η έκδοση οριστικής απόφασης και να ταχθεί προθεσμία προς συμπλήρωση της έλλειψης αυτής ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας της δικηγόρου της ανωτέρω διαδίκου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο προβαλλόμενος με τις προτάσεις των εναγομένων ισχυρισμός περί έλλειψης της ικανότητας διαδίκου της ενάγουσας αγγλικής εταιρείας, όπως ορθά εκτιμάται η προτεινόμενη ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, για το λόγο ότι αυτή έχει διαγραφεί από το Μητρώο Εταιρειών του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της υπό κρίση αγωγής, έλλειψη που συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω μη ύπαρξης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον τυχόν έλλειψη νομικής προσωπικότητας αυτής, κατά το δίκαιο της έδρας της, δεν την καθιστά, σύμφωνα μ’ όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη (Α), μη ικανή να είναι διάδικος στην παρούσα δίκη (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 133/2017 ό.π.). Και τούτο διότι και εταιρείες – ενώσεις προσώπων που δεν έχουν νομική προσωπικότητα μπορούν να είναι διάδικοι, κατ’ άρθρο 62 εδ. β΄ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται ως διάταξη του δικονομικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος Δικαστηρίου (πρβλ. άρθρο 66 ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση, η προσκομιδή από την ενάγουσα κατά την επόμενη συζήτηση του πληρεξούσιου εγγράφου προς τη δικηγόρο της, από το οποίο θα προκύπτει η τυχόν αναβίωση της εταιρείας αυτής και η νόμιμη εκπροσώπησή της, επισυναπτόμενης αναβιωτικής απόφασης κατά τη διαδικασία του Νόμου Περί Εταιρειών 2006 (CA06) και αποδεικτικού εγγράφου επαναφοράς της στο Μητρώο Εταιρειών, θ’ άρει αναδρομικώς το επικαλούμενο διαδικαστικό ελάττωμα. Τέλος, δεν διαλαμβάνεται διάταξη σχετικά με τον προσδιορισμό και την επιβολή δικαστικών εξόδων, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Αναβάλλει την πρόοδο της δίκης.
Επιτρέπει στην εκπροσωπούσα την ενάγουσα δικηγόρο Αθηνών, Μαρία-Κατίνα Τσίγκα, να συμμετάσχει προσωρινά στην παρούσα δίκη.
Ορίζει προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθούν οι αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας ελλείψεις.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ