ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1028 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ EKKAΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Κ. Ν. Ι., Πλοιάρχου ΕΝ, κατοίκου…….., οδός …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Κοντοσέα του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3643), που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικο…… , …
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στη Μ. Λ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στη Μ. Λ. (οδός …) και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Κ. Α., επί της οδού …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως νομίμου αντιπροσώπου, γενικής πράκτορος και αντικλήτου της πρώτης και 3) Γ. Α. Π., κατοίκου Α. Α., οδός …, ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης, οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Βλάχο του Θωμά (ΑΜ/ΔΣΑ 20505), που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, κάτοικο …, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών άσκησε την από 14.4.2015 με Αριθμό Κατάθεσης 537/2015 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ζητώντας τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Ειρηνοδικείο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε τη με αριθμό 64/2016 απόφαση, κήρυξε εαυτό κατά τόπον αναρμόδιο προς συζήτηση της υποθέσεως και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου. Κατόπιν εισαγωγής της υπόθεσης προς συζήτηση με την από 29.6.2016 με Αριθμό Κατάθεσης 354/2016 κλήση του ήδη εκκαλούντος ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 622/2018 απόφασή του, δικάζοντας ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την αγωγή. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη από 2.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 4343/150/16.4.2019) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 3680/2019 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 1812/2019, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της. Αντίθετα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης και του τρίτου των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Αν ο εφεσίβλητος ερημοδικεί, ήτοι δεν εμφανισθεί ή δε λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του· η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ’ αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Α., με τη συνημμένη απο … απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από … βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της από 2.4.2019 υπ’ αριθ. κατάθεσης 3680/1812/2019 υπό κρίση έφεσης κατά της με αριθμό 622/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που εκδόθηκε ερήμην της πρώτης των εναγομένων (ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων) και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των εφεσιβλήτων (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 762/1978). Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά τη δικάσιμο αυτή. Ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 622/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που εκδόθηκε ερήμην της πρώτης των εναγομένων (ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων) και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και απέρριψε την από 14.4.2015 με Αριθμό Κατάθεσης 537/2015 αγωγή του εκκαλούντος (ασκηθείσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον κανείς από τους διαδίκους δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε πριν από την άσκηση της έφεσης που έγινε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16.4.2019 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3994/2011, σε συνδ. με το άρθρο 51 παρ. 1γ του ν. 2172/1993) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο [άρθρα 533 παρ. 1, 663 επ. ΚΠολΔ, ως τα τελευταία ίσχυαν πριν καταργηθούν (έμμεσα) με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015 (βλ. και άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2,4 του ίδιου νόμου) και 82 ΚΙΝΔ].
ΙΙI. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθετε ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (6 μηνών) που κατήρτισε στην Κ. Α. με τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πρώτης στην Ελλάδα, ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά την 12.9.2014, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, στο περιγραφόμενο στην αγωγή υπό σημαία Π. φορτηγό πλοίο …”, του οποίου πλοιοκτήτρια ήταν η πρώτη εναγόμενη, ως αντιπρόσωπος, γενική πράκτορας και αντίκλητος της οποίας στην Ελλάδα ενεργούσε η δεύτερη εναγόμενη, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο τρίτος, έναντι συμφωνηθέντος μηνιαίου «κλειστού» μισθού 6.000 ευρώ (άλλως 7.980 δολ. ΗΠΑ), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη ΣΣΝΕ Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων χωρητικότητας από 4.500 TDW και άνω, όπως ίσχυε από την 1.1.2010, μετά την κύρωσή της με την υπ’ αριθ. 3525.1.1/01/2011 απόφαση του ΥΕΝ. Ότι από το ανωτέρω πλοίο απολύθηκε στη Σιγκαπούρη την 29.10.2014, καθόσον ήταν αδύνατη η έστω και στοιχειώδης συνεννόησή του με το προσωπικό του μηχανοστασίου, που ήταν όλοι ουκρανικής ιθαγένειας και δε μιλούσαν άλλη γλώσσα πλην της μητρικής τους, αν και κατά την πρόσληψή του είχε λάβει τη διαβεβαίωση από τους εναγόμενους ότι άμεσα θα ναυτολογείτο και Έλληνας Α΄ μηχανικός, ώστε να καταστεί εύρυθμη και ασφαλής η λειτουργία του μηχανοστασίου. Ότι εγγράφως κατήγγειλε τη σύμβαση ναυτολογήσεώς του, ζητώντας την αντικατάστασή του εάν δε ναυτολογείτο άμεσα Α΄ μηχανικός, και την 29η.10.2014 η σύμβαση ναυτολογήσεώς του λύθηκε διά καταγγελίας από τον ίδιο στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, λόγω βαρείας παραβάσεως των καθηκόντων και υποχρεώσεων των εναγόμενων έναντι του ιδίου, κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, άλλως και επικουρικά οι εναγόμενοι προέβησαν στην καταγγελία της συμβάσεώς του, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, χωρίς δικό του παράπτωμα. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 2.800,52 ευρώ και ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 9.616,50 άλλως 4.808,02 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 12.417,02 άλλως και επικουρικά 7.608,54 ευρώ, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα επιμέρους αγωγικά κονδύλια, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του (29.10.2014), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Με την εκκαλούμενη απόφαση η παραπάνω αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθενται σ’ αυτήν, και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η ως άνω αγωγή του να γίνει δεκτή στο σύνολό της.IV. Α. Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικά, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία, κατά νόμο, εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 496/2010 ΧρΙΔ 2011.176, ΕφΠειρ 581/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έλλειψη των ανωτέρω καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (βλ. σχετ. ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 1988.1385). Η αοριστία δε του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα έγγραφα ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 1981.296). Σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δε δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 1998.9). Εξάλλου, η πλοιαρχική σχέση μπορεί να λυθεί με ποικίλους τρόπους, συνηθέστερος των οποίων είναι με την καταγγελία εκ μέρους του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε, χωρίς την τήρηση προθεσμίας και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης (άρθρο 38 ΚΙΝΔ), εκτός εάν υπάρχει αντίθετη περί αυτού συμβατική ρύθμιση, δηλ. συμφωνία μεταξύ πλοιοκτήτη και πλοιάρχου, ότι σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του τελευταίου με καταγγελία του πρώτου, αυτός θα υποχρεούται σε αποζημίωση του πλοιάρχου. Τέτοια υποχρέωση αποζημίωσης λόγω λύσεως της συμβάσεως ναυτολόγησης του πλοιάρχου με καταγγελία της από τον πλοιοκτήτη υπάρχει επίσης και όταν αυτή προβλέπεται από τη σχετική ΣΣΝΕ, που καθιερώνει ειδική νομοθετική ρύθμιση, κατισχύουσα εκείνης του άρθρου 38 ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 871/1989 ΕΝαυτΔ 1990.13, ΕφΠειρ 199/2003 ΕΝαυτΔ 2003.272, ΕφΠειρ 57/2001 ΕΝαυτΔ 2001.462). Δεν αποκλείεται όμως η σύμβαση ναυτολόγησης του πλοιάρχου να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία από την πλευρά του πλοιάρχου, αφού, όμως, τηρήσει τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 73 ΚΙΝΔ. Επίσης η εν λόγω καταγγελία μπορεί να είναι αποτέλεσμα βαριάς παράβασης του πλοιοκτήτη σε βάρος του πλοιάρχου, κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, οπότε δεν αποκλείεται η καταβολή αποζημίωσης στον τελευταίο, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με τους όρους της ατομικής ή συλλογικής σύμβασης εργασίας του (ΕφΠειρ 184/1996 ΕΝαυτΔ 1996.339). Γίνεται δεκτό από τη νομολογία και την επιστήμη ότι στην έννοια της βαριάς παράβασης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η καθυστέρηση καταβολής αποδοχών, η παράλειψη παροχής κατάλληλων συνθηκών διαβίωσης, η παράβαση στη μέριμνα για την ασφάλεια, με κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία του ναυτικού, η κακή μεταχείριση του ναυτικού κ.ά. (ΕφΠειρ 83/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 951/2006 ΕΝαυτΔ 2007.26). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΙΝΔ, η καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως γίνεται οποτεδήποτε από τον πλοίαρχο – πλοιοκτήτη, χωρίς να απαιτείται προθεσμία ή τύπος ούτε η ύπαρξη κάποιου λόγου. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός, του οποίου καταγγέλλεται η σύμβαση, δικαιούται ως αποζημίωση την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 143/2011 ΕΝαυτΔ 2012.30). Τα ανωτέρω ισχύουν για κάθε σύμβαση ναυτικής εργασίας είτε είναι αόριστου είτε ορισμένου χρόνου, δεν απαιτείται η τήρηση προθεσμίας ούτε η επίκληση λόγου που να δικαιολογεί, στην ορισμένου χρόνου σύμβαση, την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75§3 και 76 ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του. Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επόμ., 672 ΑΚ και εκείνες του ν. 2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 176/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010.405). Η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση άδειας καθώς και η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς (ΕφΠειρ 176/2016 ό.π., ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝαυτΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝαυτΔ 2003.128, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013.220). Β. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 του Ν.762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι’ απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρεούσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού. Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς, εις ολόκληρον, διά τας κατά την προηγουμένην παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεών του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Εξάλλου, η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου του πιο πάνω νόμου ορίζει: «Αξιώσεις του ναυτικού εκ του παρόντος νόμου κατά του, συμφώνως προς τας προηγουμένας παραγράφους, συνάψαντος την σύμβασιν αντιπροσώπου του εργοδότου, υπόκεινται εις εξάμηνον παραγραφήν, εκτός των αξιώσεων ένεκα εργατικού ατυχήματος, αίτινες υπόκεινται εις παραγραφήν τριάκοντα μηνών, των παραγραφών τούτων αρχομένων από της καθ’ οιονδήποτε τρόπον λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεών του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝαυτΔ 2010.410, ΕφΠειρ 235/2010 ΕΝαυτΔ 2010.131). Οι αξιώσεις του ναυτικού κατά του αντιπροσώπου αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας και, εάν πρόκειται περί νομικού προσώπου, και κατά του νομίμου εκπροσώπου του τελευταίου βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου άρθρου παραγράφονται μετά έξι μήνες από της λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως, εξαιρουμένων των αξιώσεων ένεκα εργατικού ατυχήματος, οι οποίες παραγράφονται μετά πάροδο τριάντα μηνών (ΕφΠειρ 464/2011 ΕΝαυτΔ 2012.8), ειδικότερα δε η παραγραφή αυτή αρχίζει από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο λύση της συμβάσεως ναυτολογήσεως (ΕφΠειρ 352/2007 ΕΝαυτΔ 2007.312, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝαυτΔ 2005.432, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝαυτΔ 2004.114). Ακόμη, από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 Ν. 762/1978 προκύπτει ότι η απορρέουσα από αυτήν ευθύνη του αλλοδαπού εργοδότη ρυθμίζεται σε κάθε περίπτωση από το ελληνικό δίκαιο, δηλαδή από τις διατάξεις του νόμου αυτού, που αποτελούν κανόνες ιδιωτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής και άμεσης εφαρμογής κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, ενώ συγχρόνως περιέχουν λανθάνοντες κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που καθορίζουν ως εφαρμοστέο δίκαιο για την ευθύνη του αντιπροσώπου τη lex fori (ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995.215, ΕφΠειρ 761/2013 ΕΝαυτΔ 2013.197, ΕφΠειρ 565/2011 ΕΝαυτΔ 2011.378, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝαυτΔ 2010.397, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή, κατά την κύρια βάση αξίωσης αποζημίωσης απόλυσης, ερειδόμενη στο άρθρο 74, σε συνδυασμό με 75 και 76 ΚΙΝΔ, καθώς και στο άρθρο 5 παρ. 1 της παρατιθέμενης ΣΣΝΕ, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας και των αντιφάσεών της, εν πρώτοις διότι δεν προσδιορίζεται ο χρόνος καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησής του από τον ίδιο τον πλοίαρχο. Συγκεκριμένα, ο ενάγων αναφέρεται στον χρόνο απολύσεώς του κατά τον κατάπλου του ένδικου πλοίου στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, την 29η.10.2014, αντιφάσκει, ωστόσο, ως προς το αν η εκ μέρους του καταγγελία έλαβε χώρα τότε ή είχε ήδη λάβει χώρα εν πλω, μεταξύ λιμένος Μπαντάρ Αμπάς (Bandar Abbas) του Ιράν και Σιγκαπούρης, παρατεινόμενης της ναυτολογήσεώς του μέχρι τον κατάπλου του πλοίου σε λιμάνι, οπότε και απολύθηκε. Εξάλλου, η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο ότι «εγγράφως κατήγγειλα τη σύμβαση ναυτολογήσεώς μου, ζητώντας την αντικατάστασή μου εάν δεν ναυτολογείτο άμεσα άλλος Α΄μηχανικός… τελικά, οι εναγόμενοι με ενημέρωσαν ότι κατά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα της Σιγκαπούρης θα αντικατασταθώ από Ουκρανό πλοίαρχο…», καθιστά ασαφές το περιεχόμενο και την ισχύ της επικαλούμενης -χωρίς να προσδιορίζεται ο χρόνος αυτής- καταγγελίας, αφήνοντας περιθώριο να ερμηνευθεί ως παραίτηση του ενάγοντος από την υπηρεσία του ως Πλοιάρχου, άλλως ως συναινετική απόλυσή του κατά τον κατάπλου του επίδικου πλοίου στον λιμένα της Σιγκαπούρης. Ο εκκαλών ισχυρίζεται σχετικά με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ότι την 29η.10.2014 έγινε αποδεκτή η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης και λύθηκε η σύμβαση ναυτολόγησης που τον συνέδεε με τους αντιδίκους του, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, η σύμβαση ναυτολόγησης ορισμένου χρόνου του πλοιάρχου λόγω βαριάς παράβασης του πλοιοκτήτη σε βάρος του λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία από την πλευρά του, χωρίς ν’ απαιτείται αποδοχή αυτής από τον πλοιοκτήτη. Οι συγκεκριμένες ελλείψεις του αγωγικού δικογράφου καθιστούν δυσχερή, για τους εναγόμενους και ήδη εφεσιβλήτους, την ανταπόδειξη, κατά τον βάσιμο περί τούτου ισχυρισμό τους. Αντίθετα, σε σχέση με την επικουρική βάση αξίωσης της αποζημίωσης απόλυσης, ερειδόμενη στο άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η οποία ερευνάται κατόπιν πληρώσεως της ενδοδιαδικαστικής αιρέσεως περί απορρίψεως της κύριας βάσης της αξίωσης, η αγωγή τυγχάνει ορισμένη, σύμφωνα με την IV. A. νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον εκτίθεται με σαφήνεια ότι ο ενάγων απολύθηκε την 29.10.2014 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης κατόπιν καταγγελίας της σύμβασής του από τους εναγόμενους, χωρίς παράπτωμα του ιδίου. Σημειώνεται ότι παραδεκτά ασκούνται επικουρικά οι αξιώσεις αποζημίωσης απόλυσης με βάση τα άρθρα 74, άλλως 72 ΚΙΝΔ, παρότι πρόκειται για αντιφατικές βάσεις, καθόσον εδώ επιδιώκεται όχι η έκδοση περισσότερων αποφάσεων, αλλά μόνο μιας για τις σωρευόμενες βάσεις και αιτήματα [βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ (2012), άρθρο 219 αριθ. 13 επ.]. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, έσφαλε και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως εκτιμάται, σε σχέση με την επικουρική βάση της αξίωσης αποζημίωσης απόλυσης, με τη σημείωση ότι κατά το μέρος που με αυτόν πλήττεται η απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων τυγχάνει απορριπτέος συνολικά, για τον λόγο ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. ΑΠ 323/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Σαμουήλ, Η έφεση, 6η έκδ., σελ. 232). Εξάλλου, βάσιμος τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, σε σχέση με την απόρριψη του αιτούμενου με το υπ’ αριθ. 1 κονδύλι της αγωγής υπολοίπου των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος, το οποίο έμεινε αδίκαστο. Επομένως, γενομένης δεκτής της εφέσεως ως και κατ’ ουσία βάσιμης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και η αγωγή, η οποία τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 60 εδ. α΄, 72, 75, 76 ΚΙΝΔ, 1 Ν. 762/1978, 648, 653, 341, 345, 346, 361, 481 ΑΚ, σε συνδυασμό με τη συναφθείσα στα πλαίσια του α.ν. 3276/1944 ΣΣΝΕ Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων χωρητικότητας από 4.500 TDW και άνω, όπως ίσχυε από την 1.1.2010, μετά την κύρωσή της με την υπ’ αριθ. 3525.1.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/9.2.2011), να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, απορριπτομένης ως αβάσιμης της (επικουρικά) προτεινόμενης ένστασης περί υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία (άρθρα 263-264 ΚΠολΔ), καθόσον το άρθρο 10 της προαναφερθείσας ΣΣΕ αναφέρεται σε τυχόν διαφορές που προκύπτουν σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των όρων της μεταξύ των συμβαλλόμενων επαγγελματικών ενώσεων πλοιοκτητών – εφοπλιστών και ναυτικών, όχι δε σε διαφορές που προκύπτουν μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, οι οποίες παραδεκτά εισάγονται ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων. Σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 4 παρ. 4, 8 παρ. 1,3 και 19 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται μετά από την 17η Δεκεμβρίου 2009 και ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Σύμβαση της Ρώμης), κυρωθείσα από την Ελλάδα με το Ν. 1792/88, η οποία είχε αντικαταστήσει το άρθρο 25 ΑΚ ως προς το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου εφαρμογής του, ελλείψει επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, διότι στην Ελλάδα είναι εγκατεστημένη και ασκείται η κεντρική διοίκηση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο, όπου και συνήφθη η επίμαχη σύμβαση ναυτολόγησης, συνδέεται δε με τη χώρα αυτή στενότερα, καθόσον το πλοίο είναι ελληνικών συμφερόντων και ο ενάγων Έλληνας (πρβλ. ΕφΠειρ 83/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ το γεγονός ότι το πλοίο είναι σημαίας Π. δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή, καθώς η σημαία του Π. είναι «ευκαιρίας», ήτοι σημαία με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά τεχνητό σύνδεσμο, γεγονός το οποίο συμβαίνει όταν, καίτοι η πλοιοκτήτρια εταιρία έχει την πλασματική της έδρα στο κράτος της σημαίας, η διοίκησή της ασκείται από αλλοδαπούς εγκατεστημένους σε άλλη χώρα, όπου και λαμβάνονται οι βασικές αποφάσεις για τη λειτουργία της, συγκεντρώνονται και εκκαθαρίζονται οι λογαριασμοί της, ενώ συνήθως τα πληρώματα των πλοίων αυτών δεν αποτελούνται από ιθαγενείς του κράτους της σημαίας (ΕφΠειρ 309/2013 ΕφΑΔ 2014.36) και, συνεπώς, ο δεσμός με αυτήν είναι χαλαρός (ΕφΠειρ 644/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ουδεμία επιρροή στη νομική βασιμότητα των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος ασκεί το γεγονός ότι, ενώ ήταν συνταξιούχος του ΝΑΤ, επανέλαβε το ναυτικό επάγγελμα, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 208Α του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) για τη στοιχειοθέτηση της σχετικής αξιόποινης πράξης, καθόσον το σχετικό δικαίωμα υφίσταται και όταν δεν υπάρχει έγκυρη σύμβαση ναυτολόγησης [πρβλ. ΕφΠειρ (Μον) 161/2014, 366/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 761/2013 ό.π.].V. Ο παραδεκτά προβληθείς και πρωτοδίκως από τους δεύτερη και τρίτο εναγομένους ισχυρισμός περί παραγραφής των κατ’ αυτών αξιώσεων του ενάγοντος, τον οποίο επαναφέρουν νόμιμα με τις προτάσεις τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η ένδικη από 14.4.2015 αγωγή επιδόθηκε σ’ αυτούς την 22.4.2015 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Ι. Α.), δηλαδή πριν παρέλθει η απαιτούμενη κατά την προαναφερθείσα στην υπό στοιχ. IV.Β. μείζονα σκέψη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Ν.762/1978 εξάμηνη προθεσμία παραγραφής από την ιστορούμενη στην πιο πάνω αγωγή λύση (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ενάγοντος, που έγινε στις 29.10.2014. Περαιτέρω, μετά την τροποποίηση του άρθρου 261 ΑΚ από το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013, η διακοπείσα με την επίδοση της υπό κρίση αγωγής παραγραφή αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης οριστικής απόφασης (άρθρο 261 παρ. 1 ΑΚ). Επομένως, επειδή εισέτι δεν έχει εκδοθεί τέτοια επί της κρινομένης αγωγής, ο ισχυρισμός περί εν επιδικία παραγραφής των επίδικων αξιώσεων παρίσταται νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι ο ενάγων προέβη σε όλες τις απαραίτητες διαδικαστικές ενέργειες για την προώθηση της δίκης μετά την άσκηση της αγωγής του. Σημειώνεται ότι με την υπ’ αριθ. 64/2016 μη οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών η αγωγή δεν απορρίφθηκε, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι παριστάμενες εναγόμενες – εφεσίβλητες, αλλά παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση με κλήση. Ειδικά δε ως προς την ισχυριζόμενη παραγραφή εν επιδικία των αιτουμένων κονδυλίων κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης μέχρι την άσκηση της εφέσεως, επειδή η εκκαλουμένη απόφαση εκδόθηκε την 22.5.2018, εφαρμοζομένης της παρ. 2 του άρθρου 261 ΑΚ, η νέα 6μηνη παραγραφή του Ν. 762/1978 ξεκίνησε εκ νέου την 22.11.2018 και θα συμπληρωνόταν την 22.5.2019, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάθεσης της έφεσης που έλαβε χώρα την 16.4.2019. Κατ’ ακολουθίαν, ο ισχυρισμός περί παραγραφής τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.VI. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που περιλαμβάνονται στα με αριθμό 64/2016 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της ένορκης κατάθεσης του εξετασθέντος ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση, μάρτυρα των παριστάμενων εναγόμενων και ήδη εφεσιβλήτων, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (ο ενάγων δεν είχε εξετάσει μάρτυρα), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Βασιλικής Δαμαλίτου του μάρτυρα των εναγόμενων – εφεσιβλήτων, που λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου τους σύμφωνα με τα άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ, όπως προστέθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν. 4335/2015 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Γ. Κ.) και η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, καθόσον δεν προκύπτει πρόθεση στρεψοδικίας ούτε βαριά αμέλεια σχετικά με την προσκομιδή της το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 529 ΚΠολΔ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μη λαμβανομένης ωστόσο υπόψη της από 20.11.2017 υπεύθυνης δήλωσης (άρθρου 8 Ν. 1599/1986) του Χ. Α., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εφεσίβλητες – εναγόμενες, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον με αυτή δόθηκε μαρτυρία τρίτου για να χρησιμοποιηθεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην παρούσα πολιτική δίκη ως αποδεικτικό μέσο, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις του ΚΠολΔ για την εξέταση μαρτύρων και, συνεπώς, συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 297/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 352, 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Κ. Α. στις … μεταξύ του ενάγοντος και της β΄ εναγομένης, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο γ΄ εναγόμενος και η οποία (β΄ εναγομένη) ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και γενικός πράκτορας της α΄ εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του με σημαία Π. φορτηγού πλοίου … και ΔΔΣ HP5662, κοχ 3572, dwt 5026, ο ενάγων προσλήφθηκε για να υπηρετήσει στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του Πλοιάρχου Α΄ ως Καπετάνιος, για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών και με δυνατότητα παρατάσεως / συντμήσεως ενός (1) μήνα κατά την κρίση των πλοιοκτητών, αντί μηνιαίων αποδοχών συνολικού ύψους 7.980,00 δολ. ΗΠΑ ή 6.000,00 ευρώ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν ο βασικός μισθός μετά σταθερών υπερωριών (110 ώρες / μήνα), πλέον του επιδόματος μηνιαίας άδειας και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους αμοιβής και εργασίας της οικείας και ισχύουσας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων άνω των 4.500 dwt. Ναυτολογήθηκε δε στο πλοίο αυτό, το οποίο εκτελούσε διεθνείς πλόες μεταφοράς φορτίων, στις 19.9.2014 στο λιμάνι Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Ο ενάγων υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο, το οποίο διήλθε τη διώρυγα του Σουέζ με προορισμό το Μπαντάρ Αμπάς στο Ιράν, μέχρι την 29.10.2014, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Σιγκαπούρης. Με την ερευνώμενη κατ’ ουσίαν επικουρική βάση της αιτούμενης αποζημίωσης απόλυσης, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η απόλυσή του στο ως άνω λιμάνι επήλθε κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως ναυτολογήσεώς του από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, χωρίς να συντρέξει παράπτωμά του· τούτο, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προέκυψε ότι η λύση της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ενάγοντος επήλθε με δική του πρωτοβουλία, λόγω αδυναμίας του να επικοινωνήσει με τα μέλη του πληρώματος, που ήταν στην πλειοψηφία τους Ουκρανοί. Σύμφωνα με τον Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM CODE) – Απόφαση Α 741 (18), όπως τροποποιηθείσα ισχύει, η ασφαλής διαχείριση και λειτουργία των πλοίων επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει η εταιρεία που έχει τη σχετική ευθύνη (πλοιοκτήτρια / διαχειρίστρια) ότι το προσωπικό του πλοίου μπορεί να επικοινωνεί ικανοποιητικά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που σχετίζεται με το ΣΑΔ (Σύστημα Ασφαλούς Διαχείρισης). Για τον λόγο αυτό, ανάμεσα στα προσόντα του ναυτικού, όπως αυτά προβλέπονται στο Παράρτημα Β της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του ενάγοντος σχετικά με τη διευκρίνιση των γκρίζων ζωνών που περιλαμβάνονται στη λέξη «καθήκοντα», προβλέπεται ότι «ο Πλοίαρχος, ο Α΄ Αξιωματικός, ο Υπαξιωματικός, ο Αρχιμηχανικός, ο Β΄ Μηχανικός και ο Ηλεκτρολόγος θα μπορούν να μιλούν, να καταλαβαίνουν και να γράφουν καθιερωμένα Αγγλικά». Ο ενάγων ρωτήθηκε σχετικά με τη γνώση του επί της αγγλικής γλώσσας πριν την κατάρτιση της σύμβασης και δήλωσε εξεταζόμενος σε βασικές γνώσεις ότι γνώριζε αγγλικά, όπως άλλωστε προέκυπτε και από το γεγονός ότι από το 2001 ήταν κάτοχος διπλώματος Πλοιάρχου Α΄, προαπαιτούμενο του οποίου είναι η γνώση της αγγλικής. Πλην όμως, εν πλω αποδείχθηκε ότι η γνώση του αυτή δεν ήταν επαρκής και δημιουργούσε κινδύνους για τον ασφαλή πλου του πλοίου, λόγω της ασυνεννοησίας που επικρατούσε μεταξύ του ιδίου και των μελών του πληρώματος και των, συνεπεία αυτής, έντονων φόβων του, δεν επέτρεπε δε την ικανοποιητική άσκηση των καθηκόντων του σε επίπεδο υπολογισμών, πληρωμών και λοιπών διεκπεραιωτικών εργασιών, με συνέπεια σχετικές διαμαρτυρίες εκ μέρους των ναυλωτών [βλ. την από 12.10.2014 επιστολή της …” – Διεθνής Συνεργασία Ναυλωτών της Βαλτικής)]. Άλλωστε, και εκ μέρους του Λογιστηρίου των εναγομένων εταιρειών είχαν διατυπωθεί επιφυλάξεις ως προς την επάρκεια του ενάγοντος στη διαχείριση των λογιστικών ζητημάτων του πλοίου, ιδίως κατά τη διαδικασία προετοιμασίας του Γενικού Λογαριασμού Πλοιάρχου (MGA), στον οποίο παρατηρήθηκαν λάθη σε σχέση με τους υπολογισμούς των μετρητών του πλοίου και το μηνιαίο ισοζύγιο καταβολής των μισθών του πληρώματος (βλ. την από 7.10.2014 αναφορά παραπόνων του λογιστή Χ. Α.). Το γεγονός δε ότι ότι κατά το παρελθόν είχε υπηρετήσει σε φορτηγά πλοία (… κ.ά.) ως Πλοίαρχος, δεν αποδεικνύει από μόνο του την επαρκή γνώση εκ μέρους του της ναυτικής γλώσσας, καθόσον δεν προκύπτει η εθνικότητα του πληρώματος των πλοίων αυτών ούτε οι πλόες που εκτέλεσαν. Σημειώνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι το υπόλοιπο προσωπικό του πλοίου ήταν αυτό που δε γνώριζε επαρκώς την αγγλική γλώσσα, με συνέπεια την αδυναμία επικοινωνίας και δυσλειτουργία του πλοίου· αντίθετα, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών Ν. Π. προέκυψε ότι τα μέλη του πληρώματος γνώριζαν αγγλικά και παρέμειναν ναυτολογημένα στο πλοίο και τους υπόλοιπους (5 – 6) μήνες διεθνών πλόων αυτού, στην Αμερική. Ο ενάγων αντελήφθη την αδυναμία του και ζήτησε από τις εναγόμενες εταιρείες τη συνδρομή Έλληνα μηχανικού, προκειμένου η συνεννόηση στην αγγλική και οι λοιπές εργασίες να εκτελούνται μέσω αυτού, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι εάν τούτο δεν καθίστατο εφικτό, επιθυμούσε ν’ αντικατασταθεί. Τούτο προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Α. Κ. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ο οποίος επί λέξει κατέθεσε: «[ο ενάγων] είπε “ή θα μου στείλετε Έλληνα μηχανικό ή θα καταγγείλω τη σύμβαση”» (σελ. 12 των υπ’ αριθ. 64/2016 απομαγνητοφωνημένων πρακτικών του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Σημειώνεται ότι, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, δεν είχε συμφωνηθεί η απασχόληση Έλληνα μηχανικού, εν τέλει δε ο ενάγων απολύθηκε εκ της υπηρεσίας του στις 29.10.2014 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, με ανάληψη της θέσης του Πλοιάρχου Α΄ από Ουκρανό πλοίαρχο. Η αποναυτολόγησή του, συνεπώς, δεν υπήρξε αποτέλεσμα καταγγελίας από την πλοιοκτήτρια της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας του, αλλά αποτέλεσμα δικής του επιθυμίας, για τους προαναφερθέντες λόγους, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται της προβλεπόμενης στο άρθρο 72 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της προαναφερθείσας ΣΣΕ Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 TDW και άνω, νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Εξάλλου, για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας για την πρόσληψή του (12.9.2014), οπότε άρχεται η υποχρέωση καταβολής μισθού, σύμφωνα με την καταρτισθείσα ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που έχει ενσωματώσει τη διάταξη του άρθρου 3 της ως άνω ΣΣΕ και τυγχάνει εφαρμογής ανεξαρτήτως της ισχύος αυτής, και μέχρι την αποναυτολόγησή του (29.9.2014), ο ενάγων εδικαιούτο μισθό ενός (1) μήνα και δέκα (17) ημερών, ήτοι («κλειστός» μηνιαίος μισθός 6.000 ευρώ : 30 × 47 =) 9.400 ευρώ. Έναντι αυτών, έλαβε ως προκαταβολή το ποσό των 3.000 ευρώ, εκ των οποίων κρατήθηκε ποσό 586,00 ευρώ για τα έξοδα εκδόσεως των απαραίτητων για τη ναυτολόγησή του εγγράφων από το προξενείο του Π. (βλ. την από 5.9.2014 απόδειξη είσπραξης ποσού 3.000,00 ευρώ), στις 6.10.2014 έλαβε, μέσω του Α. Κ. τον οποίο είχε εξουσιοδοτήσει σχετικά, το ποσό των 1.195,00 ευρώ προς εξόφληση του μισθού Σεπτεμβρίου 2014 και στις 29.10.2014 ως προκαταβολή το συνολικό ποσό των 400 δολ. ΗΠΑ, άλλως 509,48 ευρώ, καθώς η επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολ. ΗΠΑ την 29.10.2014 ήταν 1 € = 1,2737 δολ. ΗΠΑ, στις 11.11.2014 έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ έναντι μισθοδοσίας Οκτωβρίου 2014 και στις 3.12.2014 έλαβε το ποσό των 2.676,00 ευρώ. Συνολικά, επομένως, έχει λάβει το ποσό των (3.000 + 1.195 + 509,48 + 1.000 + 2.676 =) 8.380,48 ευρώ, εκ των οποίων συνομολογεί με την αγωγή του την καταβολή σ’ αυτόν ποσού 6.599,48 ευρώ. Το ως άνω ποσό των 586,00 ευρώ επιβαρύνει τον ενάγοντα ναυτικό, σύμφωνα με την παρ. 14 (Διαπιστευτήρια του Ναυτικού που απαιτούνται από Πλοία με Ξένη Σημαία) της σύμβασης εργασίας του. Επομένως, κατόπιν αποδοχής ως εν μέρει βάσιμης της παραδεκτά προταθείσας από τις εναγόμενες, που επαναφέρεται με τις προτάσεις τους ως εφεσιβλήτων, ένστασης εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ), απομένει υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών (9.400,00 – 8.380,48 =) 1.019,52 ευρώ, το οποίο δικαιούται ο ενάγων, νομιμοτόκως από την επομένη της 29ης.10.2014, καθόσον ο χρόνος λήξεως της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α ΑΚ, τόκους υπερημερίας (ΟλΑΠ 39 και 40/2002). Σημειώνεται ότι οι παριστάμενες εναγόμενες – εφεσίβλητες ισχυρίζονται ότι ο ενάγων είχε εξοφληθεί ολοσχερώς και έχει παραιτηθεί κάθε αξιώσεώς του από την επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, όπως δηλώνει και ο ίδιος στην από 3.12.2014 εξοφλητική απόδειξη πληρωμής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι η παραίτηση του εργαζομένου (και του ενάγοντος) από τα νόμιμα δικαιώματά του, τα οποία πηγάζουν από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι καταχρηστική μετά την ως άνω δήλωση του ενάγοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι οι εναγόμενες δεν επικαλούνται και άλλα συγκεκριμένα περιστατικά συμπεριφοράς του ενάγοντος που δημιούργησαν σ’ αυτές την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει τα ένδικα δικαιώματά του, μόνη δε η δήλωση του ενάγοντος ότι εξοφλήθηκε και δεν έχει αξίωση από την ανωτέρω σύμβαση εργασίας δεν συνιστά την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση, πολλώ μάλλον που κατά την υπογραφή της εξοφλητικής απόδειξης ο ενάγων πλοίαρχος διατήρησε επιφύλαξη ως προς την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 1.019,52 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 29.10.2014 και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, εκάστου ευθυνόμενου εις ολόκληρον για την πληρωμή τους, λόγω της εν μέρει ήττας τους και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη που δικάζεται ερήμην, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας (501, 502, 505 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την πρώτη εφεσίβλητη, παράβολο διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’αριθ. 622/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 14.4.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 537/2015 αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων δεκαεννιά ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (1.019,52 €), νομιμοτόκως από τις 29.10.2014 και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ