ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
1033 /2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη Εισηγητή, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη και την Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 21-5-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤOY EΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου … (…) με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Οικονομίδης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη … και είναι εγκατεστημένη στην … με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένη, 2) … κατοίκου …, 3) …, κατοίκου … και 4) …, κατοίκου …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Τσατήρης.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-10-2018 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11076/4982/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 207/16.12.1993) συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού, προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές. Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 = Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων, αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ. 442/2014, ΜονΕφΠειρ. 228/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές. Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η.3.1994 κατά την § 9 εδαφ. δ αυτού (ΕφΠειρ. 145/2006, ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ. 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ. 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002, ο.π.) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1, 2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ. 253/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε), μεταξύ των οποίων αναμφίβολα συγκαταλέγονται και οι συμβάσεις ναυλώσεως (ΕφΠειρ. 562/1995, ΕΝαυτΔ 1996/2270, βλ. και ΕφΠειρ. 1016/2001 και 1082/2001, σε ΕΝαυτΔ 2002/56 και 209 αντίστοιχα), αφού αυτές ως αντικείμενο έχουν, κατά το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, την έναντι ανταλλάγματος χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω ή εν μέρει για θαλάσσιες μεταφορές (βλ. σχετ. Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 247, σελ. 138, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, ΙΙ, 2007, § 114, σελ. 19, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος [Άρθρα 84 – 189], 2005, άρθρο 107, αρ. 1, σελ. 96), υπό την έννοια της εμπορικής εκμεταλλεύσεώς του (ΕφΑθ. 4969/2001, Δνη 2002/472 = ΕπισκΕΔ 2001/1126). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ναυτικές είναι και οι διαφορές που αφορούν το κύρος, την ερμηνεία και την εκπλήρωση ή αναφύονται κατά την ανώμαλη εξέλιξη άλλων συμβάσεων, βοηθητικών της σύμβασης ναυλώσεως, όπως είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλώσεων, που κατατείνει στην εξυπηρέτηση του ίδιου οικονομικού σκοπού (της εμπορικής εκμετάλλευσης πλοίου δια της ανευρέσεως ναυλωτή ή εκναυλωτή με σκοπό τη διενέργεια επ’ αμοιβή θαλάσσιων μεταφορών προσώπων ή πραγμάτων), καθόσον, άλλωστε, για τον χαρακτηρισμό μιας υποθέσεως ως ναυτικής δεν αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, αναγκαία προϋπόθεση η ενασχόληση των υποκειμένων της αντιδικίας με το θαλάσσιο εμπόριο (ΕφΠειρ. 403/2002, ΕΝαυτΔ 2002/129), καθώς αρκεί η μεταξύ τους διαφορά να έχει αιτία (να πηγάζει από) την χρησιμοποίηση του πλοίου για εμπορικό σκοπό. Επομένως, στο πλαίσιο της τέτοιας (οικονομικής – εμπορικής) χρησιμοποίησης του πλοίου εντάσσεται και η σύμβαση διαμεσολάβησης στη σύναψη ναυλοσυμφώνου, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε εξ αυτού ή εξ αφορμής του διαφορά μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της, ναυλωτή ή εκναυλωτή εμπορικού πλοίου, να είναι ναυτική κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, καθόσον μάλιστα για τη δικανική διάγνωση και αυτής αναγκαιούν οι ειδικές γνώσεις και η δικαστική εμπειρία που είναι απαραίτητες και για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των μερών στη σύμβαση ναυλώσεως. Το γεγονός ότι η δραστηριότητα (διαμεσολάβηση στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλοσυμφώνου), από την οποία ανακύπτει η διαφορά, αναπτύσσεται στην ξηρά δεν ασκεί έννομη επιρροή για το χαρακτηρισμό της ως ναυτικής, δεδομένου ότι η νομοθετική ρύθμιση καταλαμβάνει και συμβατικές σχέσεις που εξελίσσονται σε χερσαίο χώρο, αρκεί να σχετίζονται με εμπορικό πλοίο ή με πράξεις θαλάσσιου εμπορίου (βλ. γνμδ Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 235). Ο χαρακτήρας της διαφοράς μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της ως ναυτικής δεν παραλλάσσει έστω και αν στη δίκη κατάγεται συμβατική αξίωση ή υποχρέωση της πρώτης, που γενεσιουργό αιτία έχει τη δράση υπαλλήλου της, από την οποία αυτή, αντιστοίχως, είτε αντλεί οφέλη αποκομίζοντας κέρδος από το προϊόν της εργασίας του είτε υφίσταται τις αστικές συνέπειες του πταίσματός του, που καταλογίζονται στην ίδια κατ’ άρθρο 334 ΑΚ. Όταν η διαφορά ανακύπτει μεταξύ της διαμεσολαβούσας σε ναυλώσεις πλοίων, δηλαδή σε πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, επιχείρησης και υπαλλήλου της, απασχολούμενου σ’ αυτήν με σύμβαση εξαρτημένης (χερσαίας) εργασίας και αιτία έχει την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης αυτής, κρίσιμο για την υπαγωγή της στην έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 αποβαίνει το αντικείμενο της παρεχόμενης εργασίας και το περιεχόμενο της συμβατικής υποχρέωσης εκάστου συμβαλλομένου, η επικαλούμενη παραβίαση της οποίας υπήρξε η αιτία της αντιδικίας. Εφόσον για την επάρκεια της συμβατικής παροχής του εργαζομένου απαιτείται ανάλυση και εκτίμηση της καταστάσεως και των τάσεων της σχετικής αγοράς (ναυλαγοράς), σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο και στο βαθμό που το αντικείμενο της εργασίας του μισθωτού συνίσταται στον, για λογαριασμό του εργοδότη, εντοπισμό ευκαιριών κερδοφόρας συναλλαγής και στην προσέλκυση ενδιαφερομένων για τη ναύλωση ή την εκναύλωση πλοίου για εμπορικό σκοπό, στη διαπραγμάτευση των όρων της σκοπούμενης σύμβασης με βάση τις διατάξεις της ειδικής εμπορικής νομοθεσίας, τα ναυτικά συναλλακτικά ήθη και τις ιδιαίτερες, στο συγκεκριμένο τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας επικρατούσες, εμπορικές αντιλήψεις, στην παρακολούθηση της συμβατικής εξέλιξης και στη συμμετοχή στο διακανονισμό, με βάση και τις σχετικές διεθνείς συνήθειες, των αμφισβητήσεων που ενδεχομένως ανακύψουν μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναυλώσεως, που μετέχουν στη θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα που αναπτύσσεται με επίκεντρο το πλοίο, το δε παρεχόμενο στον υπάλληλο αντάλλαγμα του εργοδότη για το αποτέλεσμα της εργασίας του αυτής αποτιμάται με βάση τα ιδιαίτερα οικονομικά συμφέροντα που στο συγκεκριμένο κύκλο συναλλαγών εξυπηρετούνται και καθορίζεται [και] με βάση διεθνώς αποδεκτή στις ναυτικές συναλλαγές πρακτική, είναι αναμφίβολο ότι η εκ της παροχής της εν λόγω εργασίας ή η επ’ αφορμή της αναφυόμενη διένεξη μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου έχει ναυτική την καταγωγή και προκαλεί ως εκ τούτου την εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 51 § 3Α του Ν. 2172/1993, αφού κατ’ ουσίαν σχετίζεται με την οικονομική χρησιμοποίηση πλοίου, κατ’ αποτέλεσμα επηρεάζεται από το οικονομικό εξ αυτής όφελος και από τη φύση της προϋποθέτει, για τη διάγνωσή της, ειδικές γνώσεις των (πραγματικών, νομικών και οικονομικών) δεδομένων της συγκεκριμένης ναυτικής συναλλαγής (Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2016, σελ. 201), προς εξυπηρέτηση, άλλωστε, της οποίας συνάπτεται τελικά η σύμβαση εργασίας, εξ ης απορρέει η διαφορά.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 § 2 και 614 § 3 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ποσού δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, κάθε διαφορά από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Οι αξιώσεις αυτές υπάγονται στην εν λόγω διαδικασία ανεξάρτητα από το αν πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία ή από τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου και ιδίως από τα άρθρα 914, 932 και 938 ΑΚ (Εφθεσ 3555/1996 ΕλλΔνη 39, 599 και 61). Τρίτοι, όμως, οι οποίοι ευθύνονται παράλληλα προς τον εργοδότη ή το μισθωτό, χωρίς να μετέχουν στην εργασιακή σχέση, δεν ενάγονται κατά την εργατική διαδικασία και έτσι, αν το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αρμόδιο προς εκδίκαση της σχετικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δικάζον κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 182/2015 ο.π. – ΕφΚρ 473/2007 ΕλλΔνη 2008, 1474 – ΕφΠατρ 695/2007 ΝΟΜΟΣ – ΕφΛαρ 158/2001 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 591 § 6 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και, σε αρνητική περίπτωση, οφείλει να διατάξει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία στην οποία αυτή υπάγεται. Η διάταξη έχει εφαρμογή, όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Και αν, πέραν της ακαταλληλότητας της διαδικασίας, το δικάζον δικαστήριο είναι και καθ’ ύλην αναρμόδιο, παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου (46 ΚΠολΔ), το οποίο και θα εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία. Έτσι, αγωγή υπαγόμενη στην τακτική διαδικασία, που εισήχθη εσφαλμένα στη διαδικασία των άρθρων 664-676 ΚΠολΔ, παραπέμπεται να δικασθεί με την τακτική σε άλλη συνεδρίαση του ίδιου δικαστηρίου, αν είναι αρμόδιο καθ’ ύλην, ή, διαφορετικά, ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην δικαστηρίου. Κατά τον ίδιο τρόπο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ενεργεί και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν διαπιστώσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 146/1995 ΕΕΝ 1996, 154 – ΕφΑΘ 9528/1996 ΕλλΔνη 1997, 688), το εσφαλμένο της διαδικασίας και συγχρόνως την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οπότε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, παραπέμπει, υποχρεωτικά (άρθρο 535 § 2 εδ. α’ ΚΠολΔ) την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην δικαστηρίου, για να δικάσει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΕφΛαρ 149/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ – Εφθεσ 2492/2001 Αρμ 2002, 67 – Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 591, αρ. 12).
Ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του ισχυρίζεται ότι προσλήφθηκε στην πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία τον Μάιο του έτους 2003 και απασχολήθηκε ως διευθυντής ναυλώσεων των πλοίων που τελούσαν υπό την εμπορική διαχείριση της (πρώτης εναγομένης) αντί μηνιαίου μισθού ύψους 11.000 ευρώ, καταβαλλόμενου εν μέρει από την εργοδότρια εταιρεία και εν μέρει από τις υπεράκτιες πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων που διαχειρίζεται η πρώτη. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι με τη προσωπική του συμβολή στο τομέα των ναυλώσεων, τα πλοία που διαχειριζόταν η πρώτη εναγομένη εμφάνιζαν αυξημένη κερδοφορία επί σειρά ετών με αποτέλεσμα οι καθαρές αποδοχές του να ανέλθουν το έτος 2009 στο ποσό των 15.000 ευρώ μηνιαίως. Ότι στις 10 Απριλίου του έτους 2009 τραυματίσθηκε σε τροχαίο ατύχημα με αποτέλεσμα να υποστούν μόνιμη παράλυση τα κάτω άκρα του και να απουσιάσει για το λόγο αυτό από την εργασία του για χρονικό διάστημα ένδεκα μηνών. Ότι μετά την επάνοδο του στην εργασία οι εναγόμενοι υπό την ιδιότητα του γενικού διευθυντή και προέδρου του Δ.Σ., του διευθύνοντος συμβούλου και της προϊσταμένης λογιστηρίου αντίστοιχα της πρώτης εναγομένης εταιρείας, εκμεταλλευόμενοι την αναπηρία του και με σκοπό να τον εξωθήσουν σε παραίτηση, του αποστέρησαν τις αποδοχές που του αναλογούσαν για το χρονικό διάστημα της απουσίας του, ήτοι από τον Ιούνιο 2009 έως και τον Φεβρουάριου 2010, ύψους 165.000 ευρώ, καθώς και το επιμίσθιο παραγωγικότητας που του αναλογούσε ύψους 40.000 ευρώ, το οποίο θα εισέπραττε τον Απρίλιο του έτους 2009. Ότι ο δεύτερος και τρίτος εναγόμενος αφενός υποστελέχωσαν και απορρύθμισαν το τμήμα ναυλώσεων της εταιρείας με σκοπό να υποβαθμίσουν την ποιότητα και απόδοση της εργασίας του ενάγοντος και αφετέρου προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τα κερδοφόρα αποτελέσματα της εργασίας του ενάγοντος. Ότι αν και ο ενάγων απαλλασσόταν από την καταβολή φόρου λόγω της αναπηρίας, οι εναγόμενοι πέτυχαν τα έτη 2013 και 2016 τη μείωση των ακαθάριστων αποδοχών του στο ύψος των καταβαλλόμενων καθαρών αποδοχών του με αποτέλεσμα να απωλέσει κατά τα έτη 2013 – 2018 συνολικές αποδοχές ύψους 1.223.336 ευρώ. Ότι οι εναγόμενοι με την ως άνω συμπεριφορά τους αδικοπράγησαν σε βάρος του, ενεργώντας κατά παράβαση του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2112/1920 περί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας, του άρθρου 14 παρ. 2 περ. ε του ν. 4172/2013 περί φορολογικής απαλλαγής ανάπηρων εργαζομένων, προβαίνοντας σε παράνομη και καταχρηστική μείωση του μισθού του, εκμεταλλευόμενοι προς ίδιο όφελος τη φορολογική απαλλαγή του ως ανάπηρου εργαζομένου. Ότι οι ανωτέρω ενέργειες συνιστούν άνιση διακριτική μεταχείριση σε βάρος του ενάγοντος ως αναπήρου, που προσβάλει την προσωπικότητα του με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη ανερχόμενη στο ποσό των 250.000 ευρώ. Με τα παραπάνω εκτιθέμενα ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωση τους να του καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστος: α) το ποσό των 1.223.336 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, β) το ποσό των 250.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ζητεί, περαιτέρω, να αναγνωρισθεί ότι ο ακαθάριστος μισθός του ανέρχεται σε 31.535 ευρώ μηνιαίως, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ενόψει του ότι πρόκειται για αξίωση από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας του ενάγοντος στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, με την οποία συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας και αποδίδεται στην εργοδότρια εταιρεία καθώς και στις ενέργειες των λοιπών εναγομένων προστηθέντων της, αναρμοδίως καθ’ ύλην φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την τακτική διαδικασία και πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να παραπεμφθεί, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, (άρθρο 16 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά την αρμόζουσα γι’ αυτήν διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ. Σημειωτέον, ότι η υπό κρίση υπόθεση υπάγεται στη λειτουργική αρμοδιότητα του ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς καθόσον με βάση το αγωγικό δικόγραφο το περιεχόμενο των συμβατικών υποχρεώσεων του ενάγοντος ταυτίζεται με το αντικείμενο της επιχειρηματικής δράσης της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν τη σύμβαση της (χερσαίας) εργασίας του ενάγοντος εξυπηρετική νομικών πράξεων σχετικών με το θαλάσσιο εμπόριο και τη χρησιμοποίηση πλοίου (ναυλώσεις) και εντάσσουν τη διένεξη που ανέκυψε στην έννοια της ναυτικής διαφοράς. Επομένως, η υπό κρίση διαφορά απορρέει μεν καταρχήν από σύμβαση χερσαίας εργασίας, στα πλαίσια ωστόσο της οποίας διενεργούνταν πράξεις της παραγράφου 3Α του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 [συμβάσεις ναυλώσεως] και ως εκ τούτου υπάγεται στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, ως Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, η δικαιοδοσία του οποίου εκτείνεται σε ολόκληρο το Νομό Αττικής. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, εν όψει του χαρακτήρος της παρούσης αποφάσεως ως οριστικής (ΕφΑθ 1868/2005 Δνη 2005,1524, ΕφΘρ.368/1984 Δνη 28,322, ΕφΑθ 2339/82 Δνη 23,397, ΕφΑθ 6781/78 ΝοΒ 27,1 1 16).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι το Δικαστήριο αυτό δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στο Πειραιά στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ