ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
1034/2020
(αρ. έκθ.κατ. κλήσης: 8805/4419/2019)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 3 Δεκεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Γεωργίου Καρανάσιου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στη …, είναι εγκατεστημένη νόμιμα στην Ελλάδα, διατηρεί γραφείο στο … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, είναι εγκατεστημένη νόμιμα στην Ελλάδα, διατηρεί γραφείο στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 03.01.2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 681/20/2018, αγωγή που άσκησε κατά των εναγομένων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η με αριθμό 1889/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ήδη ο ενάγων φέρει προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την ανωτέρω αγωγή του, με την, από 07.10.2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης 8805/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 4419/2019, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του ενάγοντος ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με την, από 07.10.2019, κλήση του ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 8805/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 4419/2019, η, από 03.01.2018, αγωγή του κατά των εναγομένων, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 681/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 20/2018, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η, με αριθμό 1889/2019, απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο κρίνοντας την επίδικη διαφορά ως «ναυτική» διαφορά, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 51παρ. 3 περ. Α του Ν. 2172/1993, κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου.
Από τις, με αριθμούς … και …/01.11.2019 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση αγωγή, με πράξη ορισμού δικασίμου, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη και τη δεύτερη των εναγομένων, αντίστοιχα (άρθρα 126 γ΄, 129§2, 128§4, 591§1α Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού αποδεικνύεται, ότι οι εναγόμενες δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και επομένως πρέπει να δικασθούν ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, προχωρεί σα να ήταν αυτές παρούσες (άρθρο 271 παρ.1, σε συνδυασμό με άρθρο 621§2 εδ. τελευτ. του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015).
Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (αρ. 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, λοιπόν, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν (ΑΠ 57/2002, ΑΠ 476/1991, ΑΠ 1382/1989), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών. Οι διατάξεις των αρ. 211, 212, 216 ΑΚ εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΑΠ 1988/2014, ΕΕΜΠΔ 2016.139).
Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ο ενάγων εκθέτει ότι με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε την ….2017, μεταξύ αυτού και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, η οποία τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία με αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση κλπ. πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, καθώς και την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, προσλήφθηκε με την ειδικότητα του Αρχιμηχανικού και με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή καθήκοντα, αντί μικτού μηνιαίου μισθού 8.000,00€ και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους της ΣΣΕ για τους εργαζόμενους σε διαχειρίστριες εταιρείες ποντοπόρων φορτηγών πλοίων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 των ετών 2013-2015. Ότι με την ανωτέρω σύμβαση ορίστηκε ότι ο ίδιος θα παρείχε την εργασία του είτε στα γραφεία της πρώτης εναγομένης, στο …, είτε στα πλοία που διαχειριζόταν αυτή και ότι σε περίπτωση που θα παρείχε τις υπηρεσίες του σε πλοίο που θα βρισκόταν στο εξωτερικό θα αμειβόταν με το ποσό των 500,00€ για κάθε ημέρα εργασίας. Ότι δυνάμει της ως άνω σύμβασης παρείχε τις υπηρεσίες του αρχικά στα γραφεία της πρώτης εναγομένης και ακολούθως, στο υπό σημαία Παναμά, πλοίο που διαχειριζόταν η πρώτη και ανήκε κατά πλοιοκτησία στη δεύτερη των εναγομένων, «…», το οποίο βρισκόταν στο εξωτερικό αγκυροβόλιο του …, προκειμένου να εντοπίσει και να επισκευάσει τεχνικό πρόβλημα στην κύρια μηχανή του πλοίου, ώστε αυτό να καταστεί δυνατός ο απόπλους του. Ότι μετά το πέρας της εργασίας του στο πλοίο και αφού επανήλθε στα γραφεία της πρώτης εναγομένης, εκπρόσωπος αυτής κατήγγειλε προφορικά τη σύμβαση εργασίας του, δηλώνοντάς του παράλληλα ότι θα του εξοφλήσει άμεσα τις δεδουλευμένες αποδοχές του, πλην όμως, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε μόνον το ποσό των 1.000,00€ έναντι των δεδουλευμένων του. Προσέτι δε ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η ως άνω απόλυσή του τυγχάνει άκυρη, λόγω μη τήρησης των νομίμων διατυπώσεών της και δη του εγγράφου τύπου και της ασφάλισής του στο ΙΚΑ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί, κύρια με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά, ήτοι για την περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής του, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις του (άρθ. 223, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015, 295§1 Κ.Πολ.Δ,297 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), με τη μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον έκαστη, να του καταβάλουν, για αποδοχές υπερημερίας, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, για το χρονικό διάστημα από 10.10.2017 έως 31.05.2018, ως πιθανού χρόνου συζήτησης της αγωγής του, το ποσό των 70.166,65€ και να υποχρεωθούν αυτές να του καταβάλουν, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 21.199,99€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από τον χρόνο που έκαστη επί μέρους μισθολογική παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015) και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174, 180, 340, 341, 345, 346, 648, 653, 655, 656 ΑΚ, 68, 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 55, 84 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 και των άρθρων 904 επ. ΑΚ (ως προς την επικουρική βάση της αγωγής). Ωστόσο, το παρεπόμενο αίτημα, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά τη μερική τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τυγχάνει νόμιμο μόνο ως προς το καταψηφιστικό σκέλος της, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ως προς το αντίστοιχο αναγνωριστικό, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της, κατά το ποσό που υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου [ήτοι 20.000,00 ευρώ, βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997 και όπως το δεύτερο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 40 του Ν. 4488/2017(ΦΕΚ Α’ 137/13-09-2017)], ο ενάγων προσκομίζει, με επίκληση, το υπ’ αριθ. …/29.11.2018 παράβολο δικαστικού ενσήμου.
Από την εκτίμηση της ένορκης επ΄ ακροατηρίω κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης …, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων των εγγράφων, που προσκομίζει νομίμως, με επίκληση, ο ενάγων, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: ο ενάγων, Μηχανικός Α΄ Τάξεως του Εμπορικού Ναυτικού, προσλήφθηκε, τον … του 2017, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του Αρχιμηχανικού, από την πρώτη εναγομένη, η οποία τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία με αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση κλπ. πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία άνω των 500 κ.ο.χ. (πλην των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων που εκτελούν πλόες εσωτερικού), καθώς και την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών. Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής ο ενάγων έλαβε την εντολή από εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης να μεταβεί στο, υπό σημαία Παναμά, πλοίο «…», πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, του οποίου τη διαχείριση είχε η πρώτη και το οποίο βρισκόταν σε εξωτερικό αγκυροβόλιο στο …, για να προβεί στις απαραίτητες επισκευαστικές εργασίες, προκειμένου το πλοίο να αποπλεύσει αμέσως μετά την αποκατάσταση της μηχανικής του βλάβης. Όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος ο ενάγων, η πρώτη εναγομένη ενεργούσε ως διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου, συνεπώς δε, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα έννομα αποτελέσματα της σύμβασης που κατήρτισε με τον ενάγοντα, ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, καταλαμβάνουν ευθέως την τελευταία, η οποία και ενέχεται έναντι του ενάγοντος για τις απαιτήσεις του από την επίδικη σύμβαση εργασίας, δεδομένου και ότι ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγομένη απέκρυψε την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας ή ότι υπερέβη τα όρια της εξουσίας της. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε άλλη εργασία πέραν της εργασίας του επί του ως άνω πλοίου, ήτοι δεν αποδείχθηκε εργασία του στα γραφεία της πρώτης εναγομένης, όπως ισχυρίζεται με την αγωγή του. Άλλωστε, από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα έγγραφα αποδεικνύεται ότι αυτός ζητούσε από την πρώτη εναγομένη, με έγγραφες επιστολές του, την καταβολή των οφειλόμενων σε αυτόν ημερομισθίων για τις ημέρες που παρέμεινε στο πλοίο, ενώ ουδέν αξίωνε έναντι μηνιαίου μισθού, τον οποίον αβασίμως διατείνεται με την αγωγή του ότι είχε συμφωνήσει με τη διαχειρίστρια εταιρεία. Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε την ιδιότητα του εργοδότη του ενάγοντος, καθώς εργοδότης του ναυτικού και επομένως υπόχρεος σε αποζημίωσή του είναι ο κύριος της ναυτικής επιχείρησης, εν προκειμένω δε η δεύτερη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του ως άνω πλοίου, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, η οποία λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα και ως εκ τούτου δεν θα περιληφθεί στην παρούσα διάταξη επιβολής δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ενάγοντος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων συμφώνησε να αμειφθεί για την εργασία του επί του ως άνω πλοίου με το ποσό των 500,00€ για κάθε ημέρα παραμονής του σε αυτό, όπως δε αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από αυτόν έγγραφα, επιβιβάστηκε στο ως άνω πλοίο στις 28.08.2017 και καταγραφόταν στο crew list ως «υπεράριθμος», παρέμεινε δε σε αυτό, εντοπίζοντας και επισκευάζοντας τα μηχανικά προβλήματα του πλοίου (βλάβη στην κύρια μηχανή, στις ηλεκτρομηχανές, σε αντλίες πετρελαίου, στην κεντρική βαλβίδα αέρα κ.α.) έως τις 04.10.2017, με αποτέλεσμα να του οφείλεται, για δεδουλευμένες αποδοχές, το συνολικό ποσό των (500,00€ Χ 38 ημέρες=) 19.000,00€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000,00€ και επομένως του οφείλεται ακόμη το ποσό των 18.000,00€. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το διάστημα παραμονής του στο πλοίο, παρείχε σε αυτό ναυτική εργασία, καθώς το πλοίο δεν εκτελούσε μεν πλόες κατά το διάστημα αυτό, πλην όμως παρέμενε αργό προς διενέργεια συγκεκριμένων επισκευαστικών εργασιών, υφιστάμενου ωστόσο επ’ αυτού συγκροτημένου πληρώματος με επαρκή οργανική σύνθεση και ευρισκόμενο σε πλήρη ετοιμότητα και δυνατότητα προς εξυπηρέτηση του σκοπού του, που είναι η ναυτική του αποστολή, σύμφωνα και με τις ειδικότερες αιτιολογίες της υπ’ αριθ. 1889/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία παρέπεμψε την υπό κρίση διαφορά στο παρόν Δικαστήριο, λόγω της ναυτικής φύσης της. Όσον αφορά, όμως, τη ναυτική εργασία, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης κάθε μέλους αυτού, για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, οποτεδήποτε, είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου, είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεστεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75 παρ. 2 και 76 ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του. Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι περί καταγγελίας και μισθών υπερημερίας διατάξεις των άρθρων 656, 659 και 672 του ΑΚ, καθώς και εκείνες του ν.2112/1920 (ΕφΠειρ 210/2006, ΠειρΝομ 2006.453, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 1001/2004 ΕΝΔ 32.424, βλ. Δημήτρη Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, 2015, σελ. 49, Ιωάννη Δηξουριώτη, Εφαρμογές Εργατικού Δικαίου, Ατομικές και Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2008, σελ. 633, Λεων. Ντάσιο, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Α/Ι, σελ. 111). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο αγωγικός ισχυρισμός, περί ακυρότητας της απόλυσης του ενάγοντος και το συνεχόμενο με αυτόν κονδύλιο αποδοχών υπερημερίας, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Μετά ταύτα πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή, εν μέρει, κατά την κύρια βάση της, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας του ένδικου πλοίου, η οποία είχε και την ιδιότητα της εργοδότριας του ενάγοντος και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων ευρώ (18.000,00€), νομιμότοκα από την επομένη απόλυσής του, ήτοι από την 10.10.2017, έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσής της είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενόψει και της φύσης των επίδικων απαιτήσεων, ως προερχόμενων από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ και 910 περ. 4. Κ.Πολ.Δ.), ενώ μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, κατά τον λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων (178§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τις εναγόμενες, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ για έκαστη εξ αυτών.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…» να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων ευρώ (18.000,00€), νομιμότοκα από την 10.10.2017, έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινώς εκτελεστή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της δεύτερης εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων σαράντα ευρώ (540,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ