ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 1027/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Διαδικασία περιουσιακών διαφορών
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Μαθιόπουλο (ΑΜΔΣΠ 2984), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, και πραγματική έδρα στον … όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 27/1975, όπως αυτός ισχύει, και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜΔΣΠ 1037), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 04.02.2019 με Γ.Α.Κ. 1012/2019 και με Ε.Α.Κ. 506/2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 7ης.05.2019, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Β) ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Μαθιόπουλο (ΑΜΔΣΠ 2984), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στη …, και πραγματική έδρα στον … όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 27/1975, όπως αυτός ισχύει, και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜΔΣΠ 1037), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ανακόπτουσα της από 04.02.2019 με Γ.Α.Κ. 1012/2019 και με Ε.Α.Κ. 506/2019 ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτό το από 10.09.2019 με Γ.Α.Κ. 7863/2019 και με Ε.Α.Κ. 3956/2019 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α) Η από 04.02.2019 με Γ.Α.Κ. 1012/2019 και με Ε.Α.Κ. 506/2019 ανακοπή, και β) Οι από 10.09.2019 με Γ.Α.Κ. 7863/2019 και με Ε.Α.Κ. 3956/2019 πρόσθετοι λόγοι της, που πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς υπάγονται στην ίδια διαδικασία και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 246, 585 ΚΠολΔ).
Με την ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της αναφερόμενης στο δικόγραφο εταιρίας την 03.10.2018 πλειστηριάσθηκε αναγκαστικά το υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίο «…», πλοιοκτησίας της ανακόπτουσας, αντί πλειστηριάσματος 5.500.200 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, μετά την κατάταξη του ν.π.δ.δ. «Ε.Φ.Κ.Α.», στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, και την κατάταξη της εταιρίας «…» για τις εξοπλισμένες με ναυτική υποθήκη απαιτήσεις της, κατέταξε σύμμετρα και τυχαία -μεταξύ άλλων μη προνομιούχων δανειστών- την καθ’ ης η ανακοπή για το ποσό του 1.898.257,17 δολλαρίων ΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό, για τον αναφερόμενο στο δικόγραφο της ανακοπής λόγο και για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ώστε να αποβληθεί από αυτόν η καθ’ ης η ανακοπή και το αποδεσμευόμενο ποσό για το οποίο αυτή κατατάχθηκε να αποδοθεί στην ανακόπτουσα. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της αρμόδια εισάγονται προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 18.01.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί της υπ’ αριθ. …/14.01.2019 πρόσκλησης δανειστών), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 04.02.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την ίδια ημέρα (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/04.02.2019 και …/04.02.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …), ενώ το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 10.09.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 16.09.2019 (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/16.09.2019 και … ’/16.09.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Επομένως, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 585 παρ. 2 εδ. β’ και 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της επιδόθηκαν την 04.02.2019 και την 16.09.2019, αντίστοιχα, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. τις υπ’ αριθ. …’/04.02.2019 και …’/16.09.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …). Εξάλλου, η ανακόπτουσα – καθ’ ης η εκτέλεση, επικαλούμενη ότι εσφαλμένα κατατάχθηκε η καθ’ ης, με συνέπεια να μην μπορεί να εισπράξει περίσσευμα από το πλειστηρίασμα, έχει κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της (Βλ. ΑΠ 1227/2014 ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό, καθώς και η νομική και ουσιαστική βασιμότητα τoυ μοναδικού λόγου που προβάλλεται με την ανακοπή, και στη συνέχεια, στην περίπτωση που ο λόγος της ανακοπής κριθεί παραδεκτός και τυχόν απορριφθεί ως αβάσιμος, θα ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους οι πρόσθετοι λόγοι της ανακοπής.
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 περ. στ’ και ζ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος, με βάση το άρθρο 28, εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας-, στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17.12.2009, και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, κατά την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού αποκλείονται τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιριών και άλλων ενώσεων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, -μεταξύ των οποίων- τα ζητήματα της εσωτερικής λειτουργίας, καθώς και το ζήτημα αν το όργανο εταιρίας τη δεσμεύει έναντι τρίτων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 ΑΚ, «Η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του». Tο δίκαιο της έδρας (lex societatis) διέπει -μεταξύ άλλων- τα ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας του νομικού προσώπου, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία των οργάνων του, τις προϋποθέσεις για τη λήψη αποφάσεων, την εκλογή των οργάνων, τη συγκρότησή τους σε σώμα, καθώς και το ζήτημα της εκπροσώπησης του νομικού προσώπου [Βλ. Γεωργιάδη Α. (-Μεταλληνό), Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, άρθρο 10, αριθ. περιθ. 16 – 18, σελ. 37 – 38]. Ως έδρα του νομικού προσώπου νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκησή του και όχι ο τόπος που αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρίας (Βλ. ΟλΑΠ 2/1999 ΤΝΠ NOMOS). Έτσι, αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες ασκούν εμπορικές πράξεις και έχουν πραγματική έδρα στην Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητας ως εταιρίες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι». Απόκλιση από τον κανόνα της πραγματικής έδρας εισάγεται -μεταξύ άλλων περιπτώσεων- με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 11 παρ. Δ του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α’ 6/26.01.2010), ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκαταστημένες ή επρόκειτο να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, καθώς και ως προς τις εταιρίες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιριών, οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξάρτητα του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Ζήτημα ανακύπτει ως προς την έκταση των θεμάτων που διέπονται από το δίκαιο της καταστατικής έδρας, με βάση την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, και στο πλαίσιο αυτό τίθεται θέμα ερμηνείας της ως άνω διάταξης. Ειδικότερα, το ζήτημα που ανακύπτει είναι εάν η παραπάνω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά, με αποτέλεσμα το δίκαιο της καταστατικής έδρας να εφαρμόζεται μόνο σχετικά με τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου των εταιριών, ενώ για τα υπόλοιπα θέματα να εφαρμόζεται το δίκαιο της πραγματικής έδρας, ή εάν η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται με μεγαλύτερη ευρύτητα, κατά τρόπο ώστε και τα θέματα εσωτερικής λειτουργίας των εταιριών αυτών να υπάγονται στο δίκαιο της καταστατικής έδρας. Επί του ζητήματος αυτού η ΟλΑΠ 2/1999, διερευνώντας την έννοια της έδρας μόνο υπό το πρίσμα της θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας για διαφορές με αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες εγκατεστημένες στην Ελλάδα, έκρινε ότι η διεθνής δικαιοδοσία του δικάζοντος δικαστηρίου θα κριθεί με το δίκαιο της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, διότι ο Ν. 791/1978 αναφέρεται μόνο σε θέματα σύστασης και ικανότητας δικαίου των ναυτιλιακών εταιριών. Δηλαδή, το νομικό θέμα που απασχόλησε την Ολομέλεια αναφερόταν στο εάν στο πλαίσιο του διεθνούς δικονομικού δικαίου η έννοια της έδρας θα κριθεί με βάση το άρθρο 10 ΑΚ ή με βάση το Ν. 791/1978, και επί του θέματος αυτού κρίθηκε ότι εφαρμόζεται η θεωρία της πραγματικής έδρας, με βάση το άρθρο 10 ΑΚ. Επίσης, η ΟλΑΠ 2/2003 φαίνεται να υιοθετεί τη στενή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 791/1978, υπό την έννοια ότι με τη θεωρία της καταστατικής έδρας ρυθμίζονται μόνον τα ζητήματα της ικανότητας δικαίου και της σύστασης του νομικού προσώπου, ενώ με την ΑΠ 186/2008 κρίθηκε ότι η αντιπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της εταιρίας ρυθμίζεται από το δίκαιο της καταστατικής έδρας. Ειδικά ως προς τα ζητήματα της εγκυρότητας των αποφάσεων των οργάνων του νομικού προσώπου και της λήξης της ιδιότητας του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, λόγω παραίτησης, τα οποία (ζητήματα) δεν έχουν κριθεί με τις προαναφερόμενες αποφάσεις, κατά την άποψη που προκρίνεται ως ορθότερη, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει αυτό της καταστατικής έδρας, διότι αυτά εντάσσονται σε ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας του νομικού προσώπου και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται ασφάλεια και προβλεψιμότητα δικαίου. ΙΙ. Στη Λιβερία τα σχετικά με την εταιρία τύπου «business corporation» ρυθμίζονται από το Νόμο περί εμπορικών εταιρειών του 1976 (Business Corporation Act 1976), ο οποίος περιλαμβάνεται στον πέμπτο τίτλο του Κώδικα Νόμων της Λιβερίας και ισχύει από την 03.01.1977. Σύμφωνα με την παράγραφο 40 του γενικού νόμου περί ερμηνείας (General Construction Law), για θέματα που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι κανόνες του αγγλικού και αμερικανικού κοινοδικαίου. Ο εν λόγω τύπος εταιρίας, ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του (π.χ. μετοχικό κεφάλαιο, γενικές συνελεύσεις, διοικητικό συμβούλιο, μερίσματα, εκκαθάριση, κλπ.) και τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας του προσομοιάζει προς τις ανώνυμες εταιρίες του ελληνικού δικαίου, με περισσότερη ωστόσο ευελιξία ως προς τη σύσταση και λήψη αποφάσεων των οργάνων της. Τα ζητήματα σχετικά με το διοικητικό συμβούλιο λιβεριανής εταιρίας τύπου «corporation» ρυθμίζονται από το 6ο κεφάλαιο του Νόμου (παράγραφοι 6.1 επ.). Σύμφωνα με την παράγραφο 6.1, το διοικητικό συμβούλιο είναι το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την εταιρία, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 6.2, τα ειδικά προσόντα των μελών του διοικητικού συμβουλίου ορίζονται από το καταστατικό. Περαιτέρω, η εκλογή και θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου ρυθμίζεται με την παράγραφο 6.4 του νομοθετήματος, η οποία υπό τον τίτλο «Εκλογή και θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου» ορίζει τα εξής: «1. Τρόπος και θητεία. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγεται σε κάθε ετήσια συνέλευση των μετόχων με θητεία ως την επόμενη ετήσια συνέλευση, με εξαίρεση την περίπτωση της παραγράφου 6.5 (κατηγοριοποίηση μελών του διοικητικού συμβουλίου). Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την εκλογή ενός ή περισσότερων μελών του διοικητικού συμβουλίου από τους κατόχους μετοχών συγκεκριμένης τάξης ή σειράς. 2. Διάρκεια θητείας. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διατηρούν την ιδιότητά τους έως την εκπνοή της περιόδου για την οποία έχουν εκλεγεί και μέχρι ο διάδοχός τους να εκλεγεί και διοριστεί ή έως να παραιτηθούν». Εξάλλου, από τις διατάξεις των παραγράφων 6.4 παρ. 2 και 6.7 του ίδιου Νόμου συνάγεται ότι η ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου λήγει: α) με την εκπνοή της περιόδου για την οποία έχει εκλεγεί και συγκεκριμένα μέχρι να εκλεγεί και να διοριστεί ο διάδοχός του, β) με την παραίτησή του, και γ) με την απομάκρυνσή του με απόφαση της Γενικής συνέλευσης των μετόχων (Βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. 52/29.01.2018 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικό ΣΤ – 4, προσαγόμενο από την καθ’ ης η ανακοπή). Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι η από 17.10.2018 αναγγελία της καθ’ ης η ανακοπή, η οποία έχει συσταθεί κατά το Νόμο περί εμπορικών εταιρειών της Λιβερίας του 1976, είναι άκυρη, απαράδεκτη και δεν ασκήθηκε νόμιμα, λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης και έλλειψης πληρεξουσιότητας για την άσκησή της. Ειδικότερα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα δύο φυσικά πρόσωπα που ανήγγειλαν τις απαιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή για λογαριασμό της και παρείχαν τη σχετική εντολή σε δικηγόρο για την άσκηση της αναγγελίας, δηλαδή οι … και …, οι οποίοι συγκροτούσαν το Διοικητικό της Συμβούλιο της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν εκλογής τους από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων την 18.02.2014, είχαν παραιτηθεί από τα αξιώματά τους την 01.09.2015. Ότι την επομένη της παραίτησής τους (02.09.2015) η Γενική Συνέλευση των μετόχων της καθ’ ης εξέλεξε νέο Διοικητικό Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τους …, … και …, οι οποίοι την ίδια ημέρα συγκροτήθηκαν σε σώμα, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο. Ότι ακολούθως την 06.07.2016 η Γενική Συνέλευση των μετόχων της καθ’ ης εξέλεξε νέο Διοικητικό Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τους …, … και …, το οποίο εξακολουθούσε να εκπροσωπεί την καθ’ ης η ανακοπή κατά το χρόνο άσκησης της αναγγελίας (17.10.2018). Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής παραδεκτά προβάλλεται από την ανακόπτουσα, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της καθ’ ης η ανακοπή. Ειδικότερα, η καθ’ ης η ανακοπή ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι ο λόγος της ανακοπής τυγχάνει απαράδεκτος, διότι προσκρούει στην υπ’ αριθ. 549/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία διατάχθηκε, ως μέτρο προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, η αναστολή της ισχύος των από 02.09.2015 και 06.07.2016 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η ανακοπή, με την οποία είχαν εκλεγεί νέα Διοικητικά Συμβούλια, και ότι λόγω της ως άνω αναστολής εξακολουθεί να ισχύει το προηγούμενο Διοικητικό Συμβούλιο, δηλαδή αυτό που είχε εκλεγεί την 18.02.2014 και αποτελούνταν από τους … και …. Από την παραδεκτή στο παρόν στάδιο επισκόπηση της προαναφερόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την από 21.12.2016 αίτηση των: 1) …, 2) …, 3) …, και 4) … που στρεφόταν σε βάρος των: 1) …, 2) …, 3) …, και 4) …, -μεταξύ άλλων- πιθανολόγησε ότι στη μεταξύ των ίδιων διαδίκων κύρια δίκη, που εκκρεμούσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, θα κρίνονταν ως απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες οι από 02.09.2015 και 06.07.2016 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της «…» περί εκλογής νέου Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και η από 02.09.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα, και ανέστειλε προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας δίκης την ισχύ των παραπάνω αποφάσεων. Η αναστολή της ισχύος των παραπάνω αναφερόμενων αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η ανακοπή και της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου περί συγκρότησης σε σώμα, με βάση την υπ’ αριθ. 549/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει μεν διαπλαστική ενέργεια με καθολική ισχύ, δηλαδή ισχύει έναντι όλων, επομένως, ισχύει και σε βάρος της ανακόπτουσας (Βλ. Κονδύλη Δ., Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2η έκδοση, § 34, σελ. 697 – 698), απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από την τελευταία, πλην όμως, η εν λόγω προσωρινή ρύθμιση, η οποία ισχύει ex tunc, δηλαδή από την ημερομηνία δημοσίευσης της παραπάνω απόφασης (20.03.2017), δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο του λόγου της ανακοπής, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η καθ’ ης η ανακοπή. Συμπληρωματικά σημειώνεται ότι το γεγονός ότι με την παραπάνω απόφαση, με έναρξη ισχύος από την ημερομηνία δημοσίευσής της, διατάχθηκε η προσωρινή αναστολή της ισχύος των από 02.09.2015 και 06.07.2016 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η ανακοπή περί εκλογής νέου Διοικητικού Συμβουλίου, όπως προαναφέρθηκε, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου ότι κατά το χρόνο άσκησης της αναγγελίας (17.10.2018) η καθ’ ης η ανακοπή εξακολουθούσε να εκπροσωπείται από το Διοικητικό Συμβούλιο που είχε εκλεγεί την 18.02.2014 και αποτελούνταν από τους … και …, όπως ισχυρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή, ενόψει του ότι το ζήτημα της εγκυρότητας ή μη των από 01.09.2015 παραιτήσεων των παραπάνω μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των έννομων συνεπειών των παραιτήσεων αυτών δεν αποτέλεσε αντικείμενο της σχετικής δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της παραπάνω απόφασης. Περαιτέρω, ο λόγος της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς και σε εκείνες των §§ 6.1 και 6.4 του Νόμου της Λιβερίας περί εμπορικών εταιρειών του 1976 (Business Corporation Act 1976), το οποίο είναι εν προκειμένω εφαρμοστέο, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε.
Aπό τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 249 εδ. α’ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της δίκης εωσότου περαιωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί», συνάγεται ότι όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, και η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς εναπόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (Βλ. ΑΠ 194/2017 ΤΝΠ NOMOS). Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας (Βλ. ΕΑ 3220/2003 ΕλλΔνη 2003.1410). Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης και για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή (αναστολή) της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται, εν όλω ή εν μέρει, από την επίλυση του νομικού ζητήματος που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου και συναρτάται με έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επίδικου δικαιώματος, ενώ παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού (Βλ. ΑΠ 362/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των εγγράφων που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 19.09.2016 με Γ.Α.Κ. 6780/2016 και με Ε.Α.Κ. 3552/2016 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) οι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη: 1) …, 2) …, 3) …, και 4) …, στράφηκαν σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή, καθώς και σε βάρος των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη: 1) …, 2) …, 3…, 4) …, 5) …, 6) …, 7) …, και 8) Της εταιρίας με την επωνυμία «…», και ζήτησαν να αναγνωρισθεί -μεταξύ άλλων-: Α) Ότι είναι ανυπόστατες οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων και των Διοικητικών Συμβουλίων της «…» της 2ης.09.2015 και της 6ης.07.2016, και Β) Ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της «…» αποτελείται από τους … του … και … του …, που είχαν εκλεγεί από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 18ης.02.2014, άλλως ότι εξακολουθεί να υφίσταται η έννομη σχέση των παραπάνω με την «…», με την ιδιότητά τους ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 4930/2017 μη οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί νομική πληροφορία από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το δίκαιο της Λιβερίας, αναφορικά με: 1) Τις διατάξεις που αφορούν την έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ μελών Δ.Σ. και εταιρίας τύπου «corporation» με την εκλογή αυτών ως μελών Δ.Σ., και, ιδίως αναφορικά με τη δήλωση παραίτησης όλων των μελών του Δ.Σ., πότε παράγουν αποτελέσματα αυτές οι δηλώσεις παραίτησης (τύπος παραίτησης, προς ποιον υποβάλλεται, εάν χρειάζεται αποδοχή η παραίτηση, εάν τυγχάνει ληψιδεής), καθώς και ποια είναι η επίδρασή τους στη σχέση μελών του Δ.Σ. και της εταιρίας, ποιος εκπροσωπεί την εταιρία έως την εκλογή νέου Δ.Σ., πως επιδρά η παραίτηση όλων των μελών του Δ.Σ. στην εκπροσώπηση της εταιρίας, εάν επακολούθησε εκλογή νέου Δ.Σ. με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, η οποία είναι άκυρη, και 2) Τις διατάξεις σχετικά με την επίδραση στη δήλωση βούλησης παραίτησης από την ιδιότητα μέλους Δ.Σ. της τυχόν διάστασης και μη συμφωνίας της δήλωσης του παραιτούμενου από πλάνη ή απάτη και, ιδίως, εάν η διάσταση δήλωσης και βούλησης επιδρά στη δήλωση παραίτησης. Ακολούθως, με την από 13.02.2018 κλήση των καλούντων – εναγόντων η αγωγή επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 8ης.05.2018 και επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2026/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το παραπάνω Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αφενός αναγνώρισε -μεταξύ άλλων- την ακυρότητα των από 02.09.2015 και 06.07.2016 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η ανακοπή, αφετέρου έκρινε ότι οι από 01.09.2015 δηλώσεις παραίτησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, … και …, που είχαν εκλεγεί την 18.02.2014, δεν επέφεραν έννομα αποτελέσματα, και αναγνώρισε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ ης η ανακοπή απαρτίζεται από τους παραπάνω. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τους δεύτερο, τρίτο, έκτη, έβδομο, όγδοη και ένατη των εναγόμενων η από 18.09.2019 με Γ.Α.Κ. 8163/2019 και με Ε.Α.Κ. 620/2019 έφεση, για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 20.02.2020 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο της έφεσης πράξη ορισμού συζήτησης), και με το δικόγραφο της οποίας προσβάλλεται -μεταξύ άλλων- και η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την μη επέλευση έννομων αποτελεσμάτων από τις παραιτήσεις των παραπάνω αναφερόμενων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης η ανακοπή. Ενόψει τούτων, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, πρέπει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να αναβληθεί η συζήτηση της κρινόμενης ανακοπής, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της προαναφερόμενης από 19.09.2016 με Γ.Α.Κ. 6780/2016 και με Ε.Α.Κ. 3552/2016 αγωγής, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής αίτησης που προβλήθηκε από την ανακόπτουσα με τις προτάσεις της. Ο ισχυρισμός της καθ’ ης η ανακοπή ότι η περί αναστολής αίτηση της αντιδίκου της μέχρι την έκδοση αμετάκλητης, άλλως τελεσίδικης απόφασης επί της από 19.09.2016 αγωγής, προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, διότι κατά το χρόνο άσκησης της αναγγελίας ίσχυε η υπ’ αριθ. 549/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία διατηρεί τα αποτελέσματά της κατά το χρόνο ισχύος της, ακόμη και εάν ανατραπεί μεταγενέστερα με απόφαση επί της κύριας δίκης, τυγχάνει απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι πράγματι σε περίπτωση προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ) δεν ανατρέπονται αναδρομικά οι ουσιαστικές έννομες σχέσεις και συνέπειες που θεμελιώθηκαν στην προσωρινή δικαστική προστασία, και, επομένως, υπό την έννοια αυτή πρόκειται για μετενέργεια της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, που καλύπτει με νομιμότητα τη διάπλαση που πραγματοποιήθηκε και αποκλείει την αναδρομική άρση των συνεπειών τους (Βλ. Κράνη Δ., Προσωρινή Διαταγή, Ανάκληση και Μετενέργεια των Ασφαλιστικών Μέτρων, σελ. 79, 86, 88 – 89), ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση η διάπλαση καλύπτει μόνο την αναστολή ισχύος των από 02.09.2015 και 06.07.2016 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η ανακοπή και της από 02.09.2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου περί συγκρότησής του σε σώμα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι αναβιώνει το από 18.02.204 Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ ης η ανακοπή, ενόψει του ότι με την παραπάνω απόφαση δεν διατυπώθηκε κρίση ως προς τις από 01.09.2015 παραιτήσεις των μελών του. Κατόπιν τούτων, πρέπει η συζήτηση της κρινόμενης ανακοπής, αλλά και των πρόσθετων λόγων της, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα τους, να αναβληθεί, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση, διότι αυτή δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 04.02.2019 ανακοπή και τους από 10.09.2019 πρόσθετους λόγους της.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 19.09.2016 με Γ.Α.Κ. 6780/2016 και με Ε.Α.Κ. 3552/2016 αγωγής, η οποία, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 2026/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ((τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών) και άσκησης της από 18.09.2019 έφεσης, εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 10.03.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ