ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
1115 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 11-6-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: 1) Της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλειος Πάτκος.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…»), η οποία εδρεύει στην ……. (… αριθ. …), νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος της Χριστίνα Σφαέλου.
Με την υπ’ αριθ. 5084/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της από 20-12-2017 και με αριθμό κατάθεσης 13714/6804/2017 αγωγής και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο. Ήδη η ενάγουσα με την από 27-12-2018 και με αριθμό κατάθεσης 13431/6136/2018 κλήση της επαναφέρει προς συζήτηση την ως άνω αγωγή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 27-12-2018 και με αριθμό κατάθεσης 13431/6136/2018 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η από 20-12-2017 και με αριθμό κατάθεσης 13714/6804/2017 αγωγή, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 5084/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … που παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο.
Ι. Η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ΄/1911, τυγχάνει εφαρμογής, σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ’ αυτήν αργότερα (βλ. τη διάταξη του άρθρου 12 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης). Εάν ένα από τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία έχει εθνικότητα μη συμβαλλόμενου κράτους, εφαρμογή έχουν οι κανόνες του δικαίου που ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει εισαχθεί η δίκη, ή όταν η αγωγή έχει εισαχθεί ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, το άρθρο 26 ΑΚ και ήδη το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)». Από τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που αναφέρονται στην ευθύνη των πλοίων προκειμένου περί συγκρούσεως αυτών, (ταυτόσημες ρυθμίσεις με αυτές των διατάξεων της 2-6 διαλαμβάνονται στις διατάξεις των αρ. 235-239 του ΚΙΝΔ), προκύπτει ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί συγκρούσεως πλοίων διατάξεις και όχι από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ, αντιθέτως τα υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΕφΠειρ 1022/2006 Δημοσίευση Νόμος). Εξάλλου από τις διατάξεις των αρ. 2 και 3 της από 23.9.1910 προαναφερθείσας Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, προκύπτει ότι επί συγκρούσεως πλοίων η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση ρυθμίζεται αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας εκάστου πλοίου. Ειδικότερα σε περίπτωση κοινής υπαιτιότητας κάθε πλοίο αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας που το βαρύνει, ενώ εάν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα ενός των πλοίων, τότε ο πλοιοκτήτης του καθίσταται υπόχρεος ν` αποκαταστήσει τις ζημίες, του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων (βλ. ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31, 43, ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32, 434, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝΔ 31, 187, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29, 57). Εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός ή από ανώτερη βία ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Υπαίτιο είναι το πλοίο, αν υπάρχει πταίσμα του πλοιοκτήτη και/ή των προστηθέντων του, είτε ως προς τον εξοπλισμό ή την κατάσταση του πλοίου, είτε ως προς τους χειρισμούς του ή την κίνησή του και την τήρηση των ως προς αυτά κανόνων, κανονισμών και συναλλακτικών ηθών, στα οποία ανήκουν και οι κανόνες της ναυτικής τέχνης (Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, σελ. 356-357, κατά την ερμηνεία ομοίου περιεχομένου διατάξεων του Κ.). Περαιτέρω, εκ των διατάξεων των άρθρων 297 εδαφ. α`, 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000 προκύπτει ότι πάσα αξίωση προς αποζημίωση, διεπομένη υπό του Ελληνικού δικαίου, είτε αυτή απορρέει εξ αθετήσεως συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας είτε εκ του νόμου, πρέπει να προσδιορίζεται σε ευρώ, νόμισμα το οποίο δικαιούται να ζητήσει ο αξιών την αποζημίωση, εφ` όσον ρητώς ορίζεται ότι η αποζημίωση καταβάλλεται εις χρήμα. Ως “χρήμα” κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως νοείται το μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 2842/2000 εθνικό νόμισμα, δηλονότι το ευρώ, διά του νομίσματος δε τούτου πρέπει όχι μόνον να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική και αποθετική ζημία, δοθέντος ότι η ενοχή εξ αποζημιώσεως ως περιεχόμενο έχει ποσότητα ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Εάν προ της εγέρσεως της αγωγής αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα βλάβη δια δαπάνης αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών εις αλλοδαπό νόμισμα, θα ληφθεί μεν υπ` όψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσόν του δαπανηθέντος ή απολεσθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα ευρώ, η οποία παριστά την ζημία. Προς τούτο θα τραπεί η δαπανηθείσα ή απολεσθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης ή απωλείας. Η τοιαύτη ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά την ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμόν της σε ευρώ. Η τοιαύτη ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικώς την ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΑΠ 343/2019 ΟλΑΠ 15- 16/1996, ΟλΑΠ 4/1995, ΑΠ 124/2014,1203/2010)
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει του από 29-3-2016 ασφαλιστηρίου ασφάλισε για τη περίοδο από 18-2-2016 έως 31-3-2017 το υπό σημαία … σκάφος με το όνομα «…..», με διεθνές σήμα …, ιδιοκτησίας του …, κατοίκου …. Ότι η εναγομένη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό … σημαία επιβατηγού πλοίου….., με αριθμό νηολογίου …….. ………., το οποίο εκτελεί δρομολόγια μεταξύ … και …. Ότι στις 27-3-2016 περί ώρα 20.05΄ και ενώ το ως άνω σκάφος “…….” ήταν ασφαλώς πλαγιοδετημένο στο λιμένα της …, το πλοίο «…», που είχε πρυμνοδετήσει και αγκυροβολήσει σε απόσταση περίπου 40 μ., αναμένοντας την εκτέλεση του επόμενου δρομολογίου, από υπαιτιότητα του πλοιάρχου και μελών του πληρώματός του πλοίου, που δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή αγκυροβολία του, παραρύρθηκε από ισχυρούς ανέμους, ξέσυρε τις άγκυρές του και επέπεσε με σφοδρότητα πάνω στο σκάφος «…». Ότι από την παραπάνω σύγκρουση, που προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή περιστάσεις, το σκάφος «…» υπέστη τις αναφερόμενες στην αγωγή υλικές ζημίες για την αποκατάσταση των οποίων η ενάγουσα κατέβαλε στις 15-9-2016 στον ιδιοκτήτη του σκάφους το ποσό των 87.944 ελβετικών φράγκων, ήτοι 77.597 ευρώ σε εκτέλεση των υποχρεώσεών της ως ασφαλίστριας. Ότι η ενάγουσα υποκαθιστάμενη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου της ασκεί αναγωγικά τα δικαιώματα του κατά της εναγομένης. Με βάση το ιστορικό αυτό η πρώτη ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος με τις προτάσεις της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 77.597 ευρώ που αποτελεί το ισόποσο των 87.944 ελβετικών φράγκων, το οποίο κατέβαλε στον ιδιοκτήτη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη λόγω του αιτουμένου ποσού (άρθρα 9,10, 14 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον, λόγω του γεγονότος ότι η ένδικη σύγκρουση έλαβε χώρα στη θαλάσσια περιοχή του λιμένος … (242 ΚΙΝΔ), δεδομένου ότι δεν μεταβάλλεται η νομική φύση των αξιώσεων του ιδιοκτήτη στη θέση του οποίου υποκαταστάθηκε κατά την καταβολή του ασφαλίσματος η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (αρ. 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 παρ. 2, 62, 63 παρ. 1 περ. γ΄ του Κανονισμού 1215/2012 (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση και συγκεκριμένα από σύγκρουση πλοίων διαφορετικής εθνικότητας (βλ. Κρίσπη Ιδ. Διεθν. Δικ. Γεν. Μερ., παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στην περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφόρου εθνικότητας παράγεται ενοχή από αδίκημα, η οποία – εφόσον όλες οι χώρες των οποίων την σημαία έχουν τα συγκρουσθέντα πλοία έχουν κυρώσει την από 23-9-1910 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», όπως εν προκειμένω, διέπεται από την ως άνω Σύμβαση και συμπληρωματικά εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 26 Α.Κ. οι διατάξεις του δικαίου της πολιτείας στα χωρικά ύδατα της οποίας έγινε η σύγκρουση (Εφ.Πειρ. 335/2003, ό.α, Εφ.Πειρ. 1252/1998, Ε.Ν.Δ. 26, 424, Γεωργιάδη-Σταθοπούλου, Ερμ.Α.Κ, υπ’ άρθρ. 26, παρ. 6), ήτοι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στα χωρικά ύδατα της οποίας έγινε η σύγκρουση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις της ως άνω Σύμβασης καθώς και με βάση το ελληνικό δίκαιο η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων1, 3, 6, 12 εδ. β’, 15 της προαναφερθείσας διεθνούς σύμβασης των Βρυξελλών σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 345, 346, 70 και 176 Κ.Πολ.Δ. οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά ως lex fori. Τούτο διότι η ανωτέρω σύμβαση δεν περιέχει ρυθμίσεις αναφορικά με το είδος και την έκταση της αποζημιώσεως. Σημειωτέον, ότι νομίμως ζητείται η καταβολή της αποζημίωσης σε ευρώ και όχι στο ισόποσο σε ευρώ των ελβετικών φράγκων που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε η ενάγουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297 εδαφ. α`, 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, πριν την έγερση της (αγωγής) αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα ιδιοκτήτη του σκάφους βλάβη με την καταβολή αλλοδαπού νομίσματος σε αλλοδαπό νόμισμα. Επομένως, θα ληφθεί μεν υπόψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσό του δαπανηθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα ευρώ, η οποία παριστά την ζημία. Για το λόγο αυτό νομίμως έτρεψε η ενάγουσα την δαπανηθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης, ήτοι του χρόνου της συντάξεως (ή καταθέσεως ή ασκήσεως) της αγωγής. Η ποσότητα αυτή αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά την ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμό της σε ευρώ. Η υπολογιζόμενη ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικώς την ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15- 16/1996, ΟλΑΠ 4/1995, ΑΠ 349/2019 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ως προς την νομιμοποίηση της ενάγουσας εφαρμοστέο κρίνεται από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση ασφάλισης δυνάμει της οποία υποκαταστάθηκε στις αξιώσεις του ιδιοκτήτη του σκάφους. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού 593/2012 (Ρώμη Ι) το δίκαιο που διέπει την υποχρέωση του τρίτου, εν προκειμένω της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, να ικανοποιήσει τον δανειστή (τον ιδιοκτήτη του σκάφους) καθορίζει αν και σε ποιο βαθμό αυτός ο τρίτος δικαιούται να ασκήσει κατά του οφειλέτη, δηλαδή της εναγομένης, τα δικαιώματα που είχε ο δανειστής κατά του οφειλέτη σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σχέση τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα δεν επικαλείται ούτε προκύπτει από τη βεβαίωση ασφάλισης ότι υπάρχει ρητή συμβατική υπαγωγή της ασφαλιστικής σύμβασης στις διατάξεις και ρυθμίσεις συγκεκριμένου ουσιαστικού δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού Ρώμη Ι. Επομένως, επειδή κανείς από τους διαδίκους δεν επικαλέστηκε τον κανόνα σύγκρουσης και το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο η εκ του νόμου υποκατάσταση της στις αξιώσεις του ιδιοκτήτη του σκάφους θα κριθεί από το ελληνικό δίκαιο (μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή του δίκαιου του δικάζοντος δικαστή εν επιδικία). Κατόπιν τούτων πρέπει η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η εναγομένη με τις προτάσεις της αρνείται κατ’ αρχήν αιτιολογημένα τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικά περιστατικά προβάλλει εν συνεχεία τον ισχυρισμό ότι η ένδικη σύγκρουση των πλοίων οφειλόταν σε λόγο ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα λόγω των απρόβλεπτων ακραίων καιρικών φαινομένων που επικρατούσαν κατά το χρόνο του επίδικου συμβάντος. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης τυγχάνει νόμιμος (ένσταση) και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 2 της διεθνούς σύμβασης των Βρυξελλών της 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων» κυρωθείσης δια του νόμου ΓΩΠΣΤ/1911.
Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Άννας – Κλαυδία Εράσμου κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης στην οποία μνημονεύεται, χωρίς ωστόσο να προσκομίζεται, η υπ’αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …, τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου Κεφαλληνίας Άννας Γιαννακοπούλου κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …), την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο … …), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη εταιρεία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό … … πλοίου με το όνομα «…» με αριθμό νηολογίου … …, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή … …. Στις 27-3-2016 και περί ώρα 8:05 μ.μ., και ενώ το ως άνω πλοίο ήταν πρυμνοδετημένο στο λιμάνι της …, με σκοπό την πραγματοποίηση του δρομολογίου των 9:00, λόγω των δυσμενών τοπικών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν, έσπασαν όλοι οι πρυμναίοι κάβοι πρόσδεσης του πλοίου και ξέσυραν οι άγκυρες με αποτέλεσμα να παρασυρθεί και να προσκρούσει με τη πρυμναία δεξιά πλευρά του στο υπό σημαία Αγγλίας ιστιοφόρο σκάφος αναψυχής με το όνομα «…» ιδιοκτησίας του …, το οποίο είχε πλαγιοδετήσει εντός του λιμένα σε απόσταση 60 μ., με σκοπό την πετρέλευση. Το ως άνω σκάφος είχε ασφαλίσει ο ιδιοκτήτης του στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει στο … δυνάμει του υπ’ αριθ. 5014/0177 και με ημερομηνία 29-3-2016 ασφαλιστηρίου έναντι κινδύνου απώλειας και ζημιών κύτους, εξοπλισμού και μηχανών μέχρι του ποσού των 90.000 ελβετικών φράγκων για το χρονικό διάστημα ασφαλίσεως από 18-2-2016 έως 31-3-2017. Με βάση τα όσα εκτέθηκαν αποκλειστική υπαιτιότητα για την σύγκρουση φέρει το πλοίο της εναγομένης ‘…’. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι το πλοίο πρυμνοδέτησε στο λιμάνι της … περί ώρα 18:30 στη θέση Νο 4 χρησιμοποιώντας 4 πρυμναίους κάβους πρόσδεσης, δύο σε κάθε πλευρά τοποθετημένους σε αντίστοιχες δέστρες και πόντισε και τις δύο άγκυρες μέσα στο νερό χρησιμοποιώντας τρία κλειδιά για την καθεμία. Oι προστηθέντες από την εναγομένη, πλοίαρχος και πλήρωμα, που επέβαιναν στο πλοίο, αν και είχαν ενημερωθεί εγκαίρως από την Ε.Μ.Υ., με δελτία προαναγγελίας επιδείνωσης του καιρού με επίταση της έντασης των ανέμων (ΒΔ 4-5- Με ριπές, ισχυροί έως θυελλώδεις 6-7, εμφάνιση καταιγίδας) στη θαλάσσια περιοχή του νοτίου Ιουνίου, εντούτοις παρέλειψαν να προβούν στις επιβαλλόμενες, από τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, ενέργειες, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση των σκαφών. Συγκεκριμένα αποδείχτηκε ότι παρέλειψαν να προσδέσουν ασφαλώς το «…» και ειδικότερα, ο πλοίαρχος του, δεν επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια για την έγκαιρη, πριν δηλαδή από την επίταση των ανέμων ασφαλή αγκυροβόληση του. Πρέπει να σημειωθεί ότι εφόσον το ως άνω πλοίο είχε προβεί στη αγκυροβολία και με τις δύο άγκυρες, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του πλοίου, θα έπρεπε ο πλοίαρχος πριν πρυμνοδετήσει στο συγκεκριμένο σημείο του λιμένα, να υπολογίσει προηγουμένως το μήκος του εκτάματος που απαιτείται, με βάση τις αναμενόμενες καιρικές συνθήκες σε συνδυασμό με το μήκος του πλοίου, ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση στις άγκυρες υπήρχαν τρία άμματα (κλειδιά) γεγονός που δεν επέτρεπε την μικρή περιστροφή του αγκυροβολημένου πλοίου στη περίπτωση μετάπτωσης του ανέμου με αποτέλεσμα να σπάσουν οι κάβοι. Επίσης, εφόσον ο πλοίαρχος βρισκόταν στη γέφυρα του πλοίου όφειλε να προβλέψει την επιδείνωση του καιρού και να διατηρήσει σε λειτουργία τις μηχανές του πλοίου, προκειμένου να επιτύχει τους κατάλληλους χειρισμούς. Αντιθέτως, επέλεξε να θέσει σε λειτουργία τις μηχανές κατά τη διάρκεια της καταιγίδας και αφού είχαν σπάσει οι κάβοι με αποτέλεσμα το πλοίο να παρασυρθεί ακυβέρνητο και να προσκρούσει στο πλαγιοδετημένο σκάφος «…». Σημειωτέον, ότι οι μηχανές του πλοίου προκειμένου να τεθούν σε λειτουργία απαιτείται χρόνος δέκα λεπτών, όπως προκύπτει από την προανακριτική κατάθεση του πλοιάρχου στις αρμόδιες λιμενικές αρχές. Σημειώνεται ότι οι ισχυροί πλευρικοί άνεμοι με ριπές πολύ ισχυρής έντασης επιφέρουν μεταβαλλόμενη τάση στα σχοινιά πρόσδεσης, με αποτέλεσμα την ελαφρά μετακίνηση του πλοίου κατά το εγκάρσιο και συνεπαγόμενες μικρές μετακινήσεις των κάβων. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σκάφη που έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια υφάλων αλλά και μικρότερη επιφάνεια εξάλων, όπως το πλοίο «…», περιστρέφουν με πιο αργούς ρυθμούς όταν φυσάει και όταν αλλάζει η κατεύθυνση του κυματισμού και κατά συνέπεια εφόσον ο πλοίαρχος είχε θέσει εγκαίρως σε λειτουργία τις μηχανές του πλοίου θα είχε τη δυνατότητα να ελέγξει την πορεία του πλοίου. Επίσης, το γεγονός ότι το σκάφος «…» που είχε πλαγιοδετήσει σε απόσταση 50 μ. από το πλοίο «…», αν και δέχθηκε την ίδια ένταση ανέμων και λόγω του μεγέθους του διέθετε μεγαλύτερη επιφάνεια εξάλων, δεν παρασύρθηκε επιβεβαιώνει τον αγωγικό ισχυρισμό ότι η εναγομένη δεν είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα ασφαλούς αγκυροβολίας του πλοίου. Οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στη θαλάσσια περιοχή του νοτίου Ιονίου, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (βραδινές ώρες της 27ης.3.2016), κατά το οποίο έπνεαν μεγάλης έντασης άνεμοι με ριπές που έφθαναν τα έξι και επτά μποφόρ, δεν συνιστά από μόνες τους, όπως προαναφέρθηκε, περίπτωση «ανώτερης βίας» κατά το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών, αλλά, απαιτείται, επί πλέον, οι εξαιρετικές και ακραίες αυτές καιρικές συνθήκες να ήταν αιφνίδιες και απρόβλεπτες και κυρίως να ήταν τέτοιας έντασης, ώστε το ζημιογόνο αποτέλεσμα να μην μπορούσε να αποφευχθεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, κάτι που δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον, αν και η σφοδρή κακοκαιρία είχε προαναγγελθεί, η εναγομένη και οι προστηθέντες από αυτήν πλοίαρχος και το πλήρωμα, που επέβαιναν στο πλοίο, δεν έλαβαν κάποιο πρόσθετο μέτρο, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προς αποφυγή της σύγκρουσης. Εξάλλου, περίπτωση ανωτέρας βίας είναι δυνατόν να συνιστά η ορμητικότητα του ανέμου ή του ρεύματος που εμποδίζει το πλοίο να κυβερνηθεί, εάν αυτή, όμως, εκδηλωθεί κατά τρόπο που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ούτε να αποτραπεί, ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο. Διότι, αν αποτελεί επίταση υφιστάμενων δυσμενών καιρικών συνθηκών ή εάν προϋπήρχε τις ενάρξεως της εκτελέσεως του χειρισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου επήλθε η σύγκρουση ή εάν το ρεύμα του αέρος επαναλαμβάνεται περιοδικώς καθ’ ορισμένη ώρα, ή είχε προαναγγελθεί ή από ορισμένες ατμοσφαιρικές ενδείξεις προβλέπεται η καταιγίδα και ο πλοίαρχος δεν λαμβάνει εγκαίρως τις προφυλάξεις που υπαγορεύει η ναυτική πείρα για την αποφυγή ή εξουδετέρωση του κινδύνου, επακολουθήσασα σύγκρουση παύει να είναι τυχαία και καθίσταται υπαίτιος δοθέντος ότι το απρόβλεπτο προηγείται του αναπόφευκτου. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας με τη μορφή που εκτέθηκε. Περαιτέρω, συνέπεια της προπεριγραφείσας πρόσκρουσης το σκάφος «…» συνεθλίβη υπό την πίεση του που δέχθηκε στις πλάγιες πλευρές του ταυτοχρόνως. Σύμφωνα με την … ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε με δαπάνη της ενάγουσας, στο ως άνω σκάφος προκλήθηκαν οι ακόλουθες ζημίες:
1.1Το κέλυφος κάτω κάτω από την ίσαλο έφερε τρύπες, ρήγματα και υπέστη αποκόλληση περίπου στην μέση του σκάφους στον πυθµένα και στα πλευρά. 1.2 Στο εξωτερικό κέλυφος στην περιοχή της ισάλου στην καμπύλη των σεντινών κάτω από το νερό δεξιά βρέθηκαν βαθιές εκδορές και αποκολλήσεις οι οποίες εκτείνονται 2 μέτρα κάθετα και 5-6 μέτρα οριζόντια. 1.3 Το κέλυφος βρέθηκε συμπιεσμένο προς τα μέσα στην περιοχή από την ίσαλο προς τα επάνω 1.4 Το πηδάλιο βρέθηκε σπασμένο στο κάτω μέρος και έλειπαν τεμάχια από το φτερό, 1.5 Το κέλυφος εσωτερικά δεν μπορούσε να επιθεωρηθεί λόγω των ξύλινων επενδύσεων, της επίπλωσης και διαφόρων μηχανημάτων.Τα συστήµατα ασφαλείας της αρματωσιας του ιστού βρέθηκαν στραβωµένα και ξεκολλημένα από το σημείο στήριξης. 2. ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ 2.1 Οι μεγαλύτερες ζημιές παρουσιάσθηκαν εις την αριστερή πλευρά από το μέσο του σκάφους προς το πρυμναίο μέρος. 2.2. Το κατάστρωμα εις την περιοχή του σαλονιού της πίσω καμπίνας και της σκεπής του σαλονιού, στις πίσω καμπίνες ευρέθη σπασμένο με στρεβλώσεις και κατακρημνίσεις ( περιοχή 2 τετραγωνικά μέτρα), 2.3 Το κατάστρωμα βρέθηκε με ρήγματα στην δεξιά πλευρά σε ένα μήκος 2 µέτρων, 2.4 Πλαστική κατασκευή (GRP) τα πίσω ερµάρια βρέθηκαν σπασµένα με ρήγματα και στρεβλώσεις, 2.5 Μηχανισµοί καταστρώματος όπως τροχαλίες, κολώνες κλπ. βρέθηκαν με σοβαρές ζημιές 2.6 Όλα τα κολωνάκια τα ρέλια στο αριστερό μέρος στην πλώρη και στην πρύμνη αριστερά βρέθηκαν αποξηλωμένα, στρεβλωμένα και αποκολλημένα από το κατάστρωμα.2.7 Η κορυφή του σκέπαστρου βρέθηκε στραβωμένη και μερικώς σπασμένη 2.8 Η Κολώνα του τροχού πηδαλιουχίας βρέθηκε στρεβλωμένη και αποξηλωμένη από την βάση. 2.9 Τροχός τιµονιού βρέθηκε στραβωµένος, 2.10 Η κολώνα της κεραίας του radar βρέθηκε αποκολληµένη από τη βάση και στραβωµένη, η κεραία βρέθηκε σπασμένη, 3.Ιστός και αρματωσιά: 3.1 Ο κύριος ιστός βρέθηκε σττασµένος σε τρία κοµµάτια. Η βάση του ιστού βρέθηκε στρεβλωµένη και αποκολληµένη. 32 Όλη η αρματωσιά είναι αττοκολλημένη από το κατάστρωµα. 4. ΧΩΡΟΙ ΕΝΔΙΑΙΤΗΣΕΩΣ 4.1 Στους χώρους ενδιαιτήσεως τις μεγαλύτερες ζηµιές έχουν υποστεί σαλόνι και οι πρυμναίες καμπίνες. Η πόρτα της πρυµναίας δεξιά καμπίνας ήταν σφηνωµένή και δεν υπήρχε πρόσβαση εντός. 4.2 Ξύλινη φρακτή των πρυμναίων καμπινών και wc ευρέθη σπασµένη παραμορφωμένη και αποξηλωµένη από τα πλευρικά υποστηρίγματα. Οι ξύλινες πόρτες ευρέθηκαν στραβωμένες και εκτός θέσεως. 4.3 Ξύλινα επιφάνειες ευρέθηκαν σε πολλά σημεία σπασµένες. 4.4 Ξύλινα ντουλάπια στο σαλόνι στη δεξιά πλευρά, ευρέθηκαν σπασµένα εγκάρσια. 4.5 Πόρτα εισόδου στους χώρους ενδιαιτήσεως βρέθηκε εκτός θέσεως. 4.6 Τα Σκαλοπάτια καθόδου στους χώρους ενδιαιτήσεων και η πόρτα του μηχανοστασϊου ευρέθηκαν αποκολλημένα. 4.7 Η βάση του μεγάλου καναπέ βρέθηκε σπασµένη, 4.8 Το τραπέζι του σαλονιού βρέθηκε σπασμένο, 4.9 Πλαστικές επιφάνειες στο σαλόνι της όπισθεν καµπίνας και στο wc oροφής και πλάγια ευρέθηκαν σπασμένα και αποκολληµένα. Η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία εκτίμησε ότι οι ζημιές που υπέστη το ασφαλισμένο σκάφος συνιστούσαν ολική απώλεια και για το λόγο αυτό κατέβαλε στον ιδιοκτήτη του το ποσό των 87.944 ελβετικών φράγκων (βλ.σχετ. υπ’αριθ. 4 που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα). Επομένως, καταβάλλοντας η ενάγουσα στο δικαιούχο του βλαβέντος σκάφους, το ασφάλισμα υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού έναντι της εναγομένης ως υπόχρεης σε αποκατάσταση της ζημίας, κατ’ άρθρο 14 παρ.1 του ν.2496/1997. Η αξίωση αποζημίωσης, το μέτρο της οποίας υπολογίζεται, κατά τα ανωτέρω, και ως αποζημίωση, επιδιωκόμενη στην Ελλάδα – πρέπει να ζητείται σε ευρώ, ασχέτως αν η ενάγουσα κατέβαλε το ασφάλισμα στο ζημιωθέντα σε αλλοδαπό νόμισμα. Εν όψει δε του ότι η άνω αξίωση της ασφαλιστικής εταιρείας αποτελεί αξίωση αποζημιώσεως από ζημία που επήλθε λόγω αδικοπραξίας, το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράγκου κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (1 ευρώ=1,17 ελβετικά φράγκα) οπότε και προσδιορίζεται οριστικά το ύψος της ζημίας. Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 75.132 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης και μέχρι την εξόφληση του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων εκατόν τριάντα δύο ευρώ (75.132), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση του.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (2.250,00).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στο Πειραιά στις
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ