ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφαση
1116/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-9-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου … (…) με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), η πληρεξούσια δικηγόρος του Ελβίνα Καναβάκη, χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει τυπικά στις … (…) και στην πραγματικότητα στις … (…, ….) νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-2-2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 2055/1010/2017, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …, την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, θυροκολλήθηκε, παρουσία μάρτυρα, στη κείμενη επί της οδού … αριθ. … στις …, κατοικία του Θ. Ρ. του Δ., ως νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρείας. Εν συνεχεία, απλό αντίγραφο του δικογράφου, που θυροκολλήθηκε παρελήφθη από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. …, ενώ έγγραφη ειδοποίηση για την προαναφερόμενη θυροκόλληση εστάλη στην εναγομένη με συστημένη επιστολή, μέσω του Ταχυδρομικού Γραφείου Πειραιά την ίδια ημέρα. Κατά την δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, η εναγομένη δεν εμφανίστηκε και πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σα να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Ναυτικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα είναι η σχέση του καθολικού εντολοδόχου (αρθρ. 713 επ. Α.Κ.) όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών όσον αφορά την αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 Α.Κ., που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον Α.Κ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά καθεμία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (βλ. Αλίκης Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992, σελ. 236, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ. 163, Καποδίστρια, στην Ερμ.Α.Κ. Εισ. αρθρ. 648-680, αριθ. 86, 87 και 122, Α.Π. 1566/1979 ΝοΒ 28,1102, Α.Π. 570/1964 ΝοΒ 13,182, Εφ.Πειρ. 579/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμ.Εφ.Πειρ.1994-1995, σελ. 351). Δικαιούται, επομένως, ο ναυτικός πράκτορας να αξιώσει από τον κύριο των υποθέσεων αφενός μεν ο,τιδήποτε δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής κατά το άρθρο 722 Α.Κ., αφετέρου δε την αμοιβή του, η οποία μπορεί να καθορίζεται από τη σύμβαση (αρθρ. 648 Α.Κ.), το νόμο, τις συλλογικές συμβάσεις ή την επιτόπια εμπορική συνήθεια (αρθρ. 649 Α.Κ.), δηλαδή στην τελευταία αυτή περίπτωση μπορεί να αξιώσει τη συνήθως παρεχόμενη για τέτοιου είδους εργασίες αμοιβή (βλ. Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ο ναυτικός Πράκτορας, Ε.Ν.Δ. 15,1, Δημ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδ. Β`, σελ. 155, Α.Π. 196/1975 ΝοΒ 23,924, Εφ.Αθ. 1466/2005 Ελ.Δ. 46,1537, Εφ.Αθ. 3544/1978 Αρμ. ΛΓ΄, 726). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 713 και 719 Α. Κ. συνάγεται ότι ο εντολέας δικαιούται να ασκήσει κατά του εντολοδόχου την αγωγή από τη σύμβαση εντολής για να του αποδώσει καθετί που απέκτησε από την εκτέλεση της (Α.Π. 454/1994 Ελ.Δ. 36,315, Εφ.Πειρ. 709/1996 Ε.Εμπ.Δ. ΜΗ`, 53, Εφ.Αθ. 3297/1991 Ελ.Δ. 33,894).
Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στον χώρο της πρακτόρευσης εμπορικών πλοίων. Ότι στα πλαίσια της δραστηριότητας του, κατήρτισε στις 24-11-2016 στην Ελευσίνα με την εναγομένη πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου γενικού φορτίου με το όνομα «…» με αριθμό …, κατά το χρονικό διάστημα που θα ναυλοχούσε στο λιμένα του …, σύμβαση δυνάμει της οποία ανέλαβε την πρακτόρευση του πλοίου αντί της οριζόμενης από την ένωση ναυτικών πρακτόρων Αττικής και Πειραιά αμοιβής, πλέον των δαπανών που θα κατέβαλε για λογαριασμό της εναγομένης. Ότι από τη διαχείριση της υπόθεσης αυτής κατά τη ναυλοχία του πλοίου στο προαναφερόμενο λιμάνι δαπάνησε τα ποσά που λεπτομερώς αναφέρει στην αγωγή του, συνολικού ύψους 16.128,74 ευρώ, ενώ η αμοιβή της για το χρονικό διάστημα από 25-11-2016 έως 3-2-2018 ανήλθε στο ποσό των 14.580 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 25% ύψους 3.645 ευρώ. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι όχλησε την εναγομένη στις 8-2-2017 για την καταβολή των ως άνω ποσών και εισέπραξε από την εναγομένη έναντι της οφειλής το ποσό των 1.062,00 ευρώ. Κατόπιν τούτων ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει λόγω συμβάσεως, διαφορετικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 33.291,74 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 9-2-2017 και με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση του. Ζητεί τέλος να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα σε βάρος της εναγομένης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπον (άρθρα 9, 10 και 14 §1, 25 §2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), διότι πρόκειται για αλλοδαπή τυπικά εταιρία, της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα και κατά συνέπεια μπορεί αρμοδίως ενάγεται και ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 ΚΠολΔ) εφόσον αυτή αναπτύσσει τη δραστηριότητα της στην Ελλάδα (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992 1181, ΕφΑΘ 175/1988 ΝοΒ 1988 926), δεδομένου ότι ειδικότερα η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλΔ 2003 388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999 81). Συνακόλουθα το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς αυτής [άρθρο 5, 7 §1 και 81 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, πρέπει να ερευνηθεί το εφαρμοστέο δίκαιο με βάση το οποίο θα κριθεί το ορισμένο και η νομική βασιμότητα της κρινομένης αγωγής. Ειδικότερα, στην ένδικη υπόθεση, το εφαρμοστέο δίκαιο εξευρίσκεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 4 παρ. 1 περ. β΄ του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι). Έτσι, ενόψει της ελλείψεως επικλήσεως από τον ενάγοντα επιλογής από τα συμβαλλόμενα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου επί της ανωτέρω συμβάσεως πρακτόρευσης (από την οποία απορρέει η αξίωση του ενάγοντος), εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, δεδομένου ότι ο ενάγων ως πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Μετά ταύτα, η κρινομένη αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 291, 292, 288, 330, 345, 346, 361, 648, 653, 713, 722, 70 και 176, 904 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι η αγωγική αξίωση του ενάγοντος για το επιμέρους ποσό των 3.645,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε Φ.Π.Α. 25 % επί της αμοιβής που διεκδικεί, δύναται να καταστεί αντικείμενο δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 περ.ε’ ΚΠολΔ, αδιαφόρως του ότι η έκδοση των σχετικών φορολογικών στοιχείων δεν είχε λάβει χώρα κατά τη συζήτηση της αγωγής, υπό τον όρο ότι κατά τον χρόνο είσπραξης του ποσού αυτού στο μέλλον με την εξόφληση της επιδικασθησόμενης από το Δικαστήριο αμοιβής του ενάγοντος από τον εναγομένη, θα εκδοθούν τα αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία, ως αναγκαία προϋπόθεση της καταβολής (ΑΠ 535/2018, ΑΠ 1113/2017, ΤριμΕφΑθ 729/2018, ΜΕφΠειρ 699/2019, ΤριμΕφΠειρ. 724/2015, ΜονΕφΘεσ. 802/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 1589/2014, Δνη 2016/1105, ΕφΑθ 1410/2013, Δνη 2013/1395)). Στο πλαίσιο όμως αυτό, το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας ως προς το παραπάνω ποσό, είναι νόμιμο όχι από τον αιτούμενο χρόνο, αλλά από τον μεταγενέστερο χρόνο της έκδοσης των αντίστοιχων φορολογικών στοιχείων (λ.χ. τιμολογίων, αποδείξεων παροχής υπηρεσιών κλπ.) και της παράδοσής τους στην εναγομένη μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ειδάλλως, η ως άνω έναρξη της τοκοδοσίας προσκρούει στον σκοπό των οικείων φορολογικών διατάξεων, που είναι η διασφάλιση της απόδοσης του ΦΠΑ στο Δημόσιο από την έκδοση από τον ενάγοντα της σχετικής απόδειξης ή τιμολογίου και παράδοσής τους στην εναγομένη, συμπεριλαμβανομένου του οφειλόμενου ΦΠΑ (ΜονΕφΠατρ. 124/2017, ΜονΕφΛαμ. 58/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 8884/2003, Δνη 2004/1104), καθόσον έτσι το αιτούμενο ποσό τοκοφορίας περιέχεται ως έλασσον στο (εσφαλμένο) μείζον προσδιοριζόμενο με το αγωγικό δικόγραφο χρονικό διάστημα έναρξης τοκοδοσίας (ΑΠ 1288/1996 ΕλλΔνη 1997.1141, ΕφΠειρ 878/2004 ΕλλΔνη 2005.283, ΕφΠειρ 996/2003 ΕΔΠ 2006.109, ΕφΑθ 6715/2001, ΕφΑθ 6717/2001 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΜονΠρΘεσ 156/2016 ΤΝΠ Νόμος).. Επομένως, η κρινομένη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από … εντολή πληρωμής).
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι [άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011), και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 29.646,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της όχλησης, ήτοι από την 9η-2-2017 και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής (ΑΚ 345, 361), και περαιτέρω με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (ΑΚ 346), καθώς και το ποσό των 3.645,00 ευρώ υπό τον όρο της έκδοσης των σχετικών φορολογικών στοιχείων με το νόμιμο τόκο από την έκδοση των σχετικών φορολογικών στοιχείων και την παράδοσή τους στην εναγομένη. Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης των βάσιμων αξιώσεών του (παλαιότητας οφειλής) για την αμοιβή της από την επίδικη σύμβαση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ και περ.στ΄ και παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον, πρέπει η εναγομένη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων) να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος στην παρούσα δίκη, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματός του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που η ερημοδικαζόμενη εναγομένη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εναγομένων κατά της απόφασης αυτής, σε ποσό διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (29.646,74) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της όχλησης, ήτοι από την 9η-2-2017 2 και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής (ΑΚ 345, 361), και περαιτέρω με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως (ΑΚ 346), καθώς και το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων σαράντα πέντε λεπτών (3.645,00) υπό τον όρο της έκδοσης των σχετικών φορολογικών στοιχείων με το νόμιμο τόκο από την έκδοση των σχετικών φορολογικών στοιχείων και την παράδοσή τους στην εναγομένη.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή την ως άνω καταψηφιστική διάταξη της απόφασης, ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις .
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ