ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1194/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 5053/2188/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(εκούσια δικαιοδοσία)
——————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων – αιτούντων: 1. …, κατοίκου …, οδός … αριθ. …., με ΑΦΜ …, με την ιδιότητα της κληρονόμου επ’ ωφελεία απογραφής του αρχικώς αιτούντος …, 2. …, κατοίκου …, οδός … αριθ. …, με ΑΦΜ …, με την ιδιότητα της κληρονόμου επ’ ωφελεία απογραφής του αρχικώς αιτούντος …, 3. …, κατοίκου …, οδός … αριθ. …, με ΑΦΜ … και 4. …, κατοίκου …, οδός … αριθ. .., με ΑΦΜ …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν άπαντες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Κοκκίνη του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 21441), κάτοικο Αθήνας (Γρηγ. Θεολόγου 1), που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Της καθ’ ης η κλήση – αίτηση: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, οδός … αριθ. … (προγενέστερη έδρα ……, οδός … αριθ. …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ … η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Βασίλειο Σκουτέρη του Σπυρίδωνος (ΑΜ/ΔΣΠ 2514) και Γρηγόριο Τιμαγένη του Ιωάννου (ΑΜ/ΔΣΠ 1037), κατοίκους ….. (…), που υπέβαλαν προτάσεις και προσκόμισαν αντίστοιχα τα υπ’ αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Οι αιτούντες (1. …, 2. … και 3. …) άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την από 20.2.2015 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 961/46/2015 αίτησή τους και ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το Δικαστήριο εκείνο με την 246/2016 απόφασή του απέρριψε την αίτηση. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν την από 27.6.2016 με αριθμό 89/2016 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 4162/2224/2016, προσδιορίστηκε και γράφτηκε στο πινάκιο, συζητήθηκε δε στις 26.9.2017. Επ’ αυτής εκδόθηκε η 5417/2017 απόφαση, με την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δικάζοντας αντιμολία των διαδίκων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, κήρυξε αναρμόδιο το δικάσαν τμήμα του Δικαστηρίου αυτού και παρέπεμψε την ως άνω αίτηση προς εκδίκαση στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών Υποθέσεων» του Δικαστηρίου τούτου. Ήδη η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 9.5.2018 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 5053/2188/2018 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το άρθρο 286 εδ. α΄ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μέχρι του πέρατος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση αποβιώσει κάποιος από τους διαδίκους, προκύπτει ότι η διακοπή χωρεί σε κάθε δίκη ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου εφόσον είναι εκκρεμής. Εξάλλου, από το συνδυασμό της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 286 εδ α΄ και αυτών των άρθρων 287 παρ. 1 και 290 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από τον θάνατο διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του μπορούν να γνωστοποιηθούν και σιωπηρώς, όπως με την κοινοποίηση κλήσεως για συζήτηση (ΑΠ 866/1977 ΝοΒ 1978.697, ΠΠρΧαλκ 339/2002 ΧρΙΔ 2003.632). Περαιτέρω στην περίπτωση της ως άνω διακοπής λόγω θανάτου διαδίκου, διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είναι ο καθολικός διάδοχός του (κληρονόμος), ο οποίος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, εφόσον θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί και δικαιούται να επαναλάβει τη διακοπείσα δίκη [ΑΠ 687/1984 Δ 1985.655, ΕφΑθ 4093/1998 ΑρχΝ 2003.418· Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι (2012), 290 αριθ. 2-3].
Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμα εισάγεται με την από 9.5.2018 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 5053/2188/2018 κλήση η από 20.2.2015 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 961/46/2015 αίτηση, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης κατά το άρθρο 535 παρ. 2 ΚΠολΔ στο αρμόδιο Δικαστήριο με την 5417/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμολία των διαδίκων ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 246/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, κήρυξε αναρμόδιο το δικάσαν τμήμα του Δικαστηρίου αυτού και παρέπεμψε την ως άνω αίτηση προς εκδίκαση στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών Υποθέσεων» του ιδίου Δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι η απόφαση περί παραπομπής, εφόσον εκδόθηκε κατ’ αντιμολία των διαδίκων, είναι τελεσίδικη (321, 511 και 513 ΚΠολΔ) και επομένως υποχρεωτική, τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του δικάσαντος πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στο οποίο έγινε η παραπομπή (46 εδ. β του ΚΠολΔ). Για το λόγο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση αυτή το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο δεν μπορεί, ύστερα από ένσταση ή και αυτεπαγγέλτως, να αποφανθεί ότι είναι αναρμόδιο [βλ. σχετ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, στ΄ έκδ. (2009), §1148, σελ. 452]. Περαιτέρω, η ένδικη κλήση ενέχει χαρακτήρα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομική σκέψη, σιωπηρής γνωστοποίησης υπό των καλούντων της βιαίας διακοπής αυτής που επήλθε συνεπεία του θανάτου του πατρός και συζύγου αντίστοιχα των πρώτης και δευτέρας των καλούντων στις 24.2.2018 [βλ. σχετ. το απόσπασμα της με στοιχεία (αριθμός/τόμος/έτος) … ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Ληξίαρχου …, μετά την έκδοση της ως άνω 5417/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και συγχρόνως της εκούσιας επαναλήψεως αυτής, εφόσον η ως άνω κλήση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης (βλ. την από 25.5.2018 επισημείωση επί του επιδοθέντος επισήμου αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …), με την ιδιότητα των καλούντων αυτών ως κληρονόμων επ’ ωφελεία απογραφής, η οποία (ιδιότητα) δεν αμφισβητείται από την καθ’ ης και προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους καλούντες υπ’ αριθ. 1 και 2/2.4.2018 δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας επ’ ωφελεία απογραφής, ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σαμαίων Κεφαλληνίας.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1,2 ν. 959/1979, η ναυτική εταιρεία συνιστάται με εταιρική σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιρειών, οπότε και αποκτά (με την καταχώριση) νομική προσωπικότητα. Ως νομικό πρόσωπο η ναυτική εταιρεία διοικείται και εκπροσωπείται από το τριμελές, τουλάχιστον, διοικητικό της συμβούλιο (άρθρο 12 ν. 959/1979). Αυτό (δ.σ.) είναι αρμόδιο και υπεύθυνο να αποφασίζει, κατά πλειοψηφία (άρθρο 17 ν. 959/1979), για κάθε θέμα που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικώς την επιδίωξη του εταιρικού της σκοπού, περιλαμβανομένης της παροχής εγγυήσεων και κάθε εμπράγματης ασφάλειας υπέρ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων (άρθρο 19 παρ. 1 ν. 959/1979). Τις εξουσίες και αρμοδιότητές του αυτές το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να τις αναθέσει, με απόφασή του, ολικώς ή μερικώς, σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή ακόμα και σε τρίτους, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση των, ανατιθεμένων σ’ αυτούς, εξουσιών τους (άρθρο 20 παρ. 1 ν. 959/1979). Τα τελευταία αυτά πρόσωπα, είτε είναι μέλη του δ.σ. είτε όχι, έχουν τις (οργανικές) εξουσίες του δ.σ. και υπέχουν έναντι της ναυτικής εταιρείας την ευθύνη των μελών του δ.σ. Θεωρούνται δε ως υποκατάστατοι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 67 εδάφ. β΄ ΑΚ, και όχι ως πληρεξούσιοί του (βλ. Αλ. Καλαντζή, Ναυτική Εταιρεία, σελ. 67, πρβλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, εκδ. 1989, σελ. 157). Η παραπάνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιρειών, οπότε και αποτελεί πλήρη απόδειξη περί των εκπροσώπων της εταιρείας (άρθρο 20 παρ. 2,5 ν. 959/1979). Σημειωτέον ότι επί ναυτικών εταιρειών δεν εφαρμόζονται, κατ’ άρθρο 59 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις των άρθρων 76, 342 έως 784 ΑΚ, των άρθρων 18 έως 64 ΕμπΝ, καθώς και του κ.ν. 2190/1920 και, επομένως, επί των σχέσεων που συνδέουν τη ναυτική εταιρεία με τα μέλη του δ.σ. αυτής, αποκλείεται ακόμη και η αναλογική εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων του ΑΚ (βλ. Αλ. Καλαντζή, ο.π., σελ. 56 πρβλ. τη ρύθμιση για την ανώνυμη εταιρεία σε Λ. Γεωργακόπουλου, Το δίκαιον των εταιρειών, τομ. Ill, εκδ. 1974 σελ. 10 επ., Ν. Ρόκα, ο.π., σελ. 142 επ.). Ανώτατο όργανο της ναυτικής εταιρείας, κατ’ άρθρο 28 του ίδιου νόμου, είναι η γενική συνέλευση των μετόχων της, με αρμοδιότητα να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση. Τα άρθρα 38 και 39 του παραπάνω νόμου καθορίζουν και περιγράφουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας των μετόχων συνιστάμενα, κυρίως, στη δυνατότητα της καταστατικής προβλέψεως τακτικού ελέγχου (άρθρο 38), συγκλήσεως έκτακτης γενικής συνελεύσεως (άρθρο 39), ενώ τέλος, το άρθρο 40 αυτού προβλέπει τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου της εταιρείας. Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει: «§1. Αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων τα 3/20 του εταιρικού κεφαλαίου το Μονομελές Πρωτοδικείον της έδρας της εταιρείας, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, δύναται να διατάξη έλεγχον της εταιρείας, εάν πιθανολογούνται αταξίαι περί την διαχείρισιν των υποθέσεων αυτής. §2. Διά της αποφάσεώς του το Δικαστήριον ορίζει τους ελεγκτάς ως και τον χρόνον εντός του οποίου δέον να έχουν περατώσει τον έλεγχον. Διά της αυτής αποφάσεως το Δικαστήριον διατάσσει και παν έτερον πρόσφορον μέτρον διά την διεξαγωγήν του ελέγχου. §3. Διαταχθείσης της διεξαγωγής ελέγχου το διοικητικόν συμβούλιον υποχρεούται να συνδράμη την διεξαγωγήν αυτού.». Ο έκτακτος αυτός έλεγχος αποτελεί αντίβαρο στην ανυπαρξία ή στην περιορισμένη ύπαρξη τακτικού ελέγχου στις ναυτικές εταιρείες, που υπάγονται στις ρυθμίσεις του πιο πάνω νόμου και αφορά όχι μόνο τον ισολογισμό ή τη λογιστική κατάσταση όπως ο τακτικός, αλλά είναι γενικός και αφορά κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση της εταιρείας (βλ. εισηγ. εκθ. ν. 959/79 ΕΝαυτΔ 7.608). Ο έλεγχος αυτός μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση μετόχων, οι οποίοι εκπροσωπούν, τουλάχιστον, ποσοστό 3/20 του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Η διάταξη αυτή, τελολογικώς ερμηνευόμενη, αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των μετόχων της ναυτικής εταιρείας και δη της προαναφερθείσας (ελάχιστης) μειοψηφίας της, μέσω του προβλεπόμενου, από αυτή, ελέγχου των διαχειριστικών πράξεων της διοικήσεώς της, για να διαπιστωθούν ή μη, πιθανολογούμενες, ατασθαλίες των οργάνων της (διοικήσεως). Σύμφωνα δε με την προσδιδόμενη από το Δικαστήριο τούτο ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, ελεγχόμενα, στα πλαίσια του προβλεπομένου από αυτή ελέγχου, όργανα, είναι αυτά της διοικήσεως της ναυτικής εταιρείας και δη το διοικητικό της συμβούλιο και, σε περίπτωση αναθέσεως του συνόλου ή μερικών εξουσιών αυτού σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε τρίτο ή τρίτους (μη μέλη αυτού), κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 ν. 959/1979, (ελέγχονται) οι τελευταίοι. Τα όργανα δε αυτά, μάλιστα, σύμφωνα με ρητή επιταγή της εν λόγω διατάξεως υποχρεούνται, σε περίπτωση παραδοχής της σχετικής αιτήσεως, να συνδράμουν τον ή τους διορισθέντες από το δικαστήριο, ελεγκτή ή ελεγκτές, με την απειλή της επιβολής, κατ’ αυτών, σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεώς τους αυτής, των προβλεπόμενων από το άρθρο 63 του ίδιου νόμου, πλημμεληματικής μορφής, ποινικών κυρώσεων. Επομένως, το δικαίωμα για την υποβολή της αιτήσεως περί διενεργείας ελέγχου, με βάση την προαναφερθείσα διάταξη, ανήκει στους μετόχους της ναυτικής εταιρείας, που εκπροσωπούν το προβλεπόμενο απ’ αυτή, ως άνω αναφερόμενο, ελάχιστο, ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου της (3/20 και άνω), για την προστασία των συμφερόντων τους από πιθανές διαχειριστικές ατασθαλίες της διοίκησης αυτής. Τέτοιο δικαίωμα, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, δεν έχουν και τα διοικούντα την εν λόγω εταιρεία όργανα και δη το διοικητικό της συμβούλιο (που αποφασίζει κατά πλειοψηφία). Διαφορετικά, θα προέκυπτε το άτοπο και ασυμβίβαστο προς το σκοπό και την έννοια της ανωτέρω διατάξεως αποτέλεσμα να ζητούν τον έλεγχο πιθανών διαχειριστικών ατασθαλιών, εκείνοι οι οποίοι (ως συλλογικό όργανο αποφασίζον κατά πλειοψηφία) αποφάσισαν και διέπραξαν εις βάρος της εταιρείας, την οποία διοικούν [(Μον)ΕφΠειρ 143/2013 ΕλλΔνη 2015.497, με παραπομπές στη θεωρία].
- IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτησή τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι είναι μέτοχοι της καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας κατά ποσοστό 26,15% συνολικά, συμμετέχουν δε στο εκλεγέν και συγκροτηθέν σε σώμα τον Απρίλιο 2008 Διοικητικό της Συμβούλιο, πλην όμως τυπικά, καθόσον τη διαχείριση αυτής ασκούν αποκλειστικά ο Πρόεδρος του Δ.Σ. … και ο Διευθύνων Σύμβουλος …. Ότι κατά το έτος 2006 διαπιστώθηκε πως η αγορά από την καθ’ ης το έτος 2003 του F/B «…» και εν συνεχεία η μετασκευή του υπήρξε ασύμφορη οικονομικά, ενώ το 2009 κατέστη εμφανής η ζημία της εταιρείας, ωστόσο, παρά την κακή οικονομική κατάστασή της, λόγω έλλειψης χρηστής και συνετής διαχείρισης αποφασίστηκε η εκτέλεση εκτεταμένων επισκευών, κατά τα έτη 2009 έως 2011, τόσο στο ανωτέρω όσο και στο έτερο F/B της καθ’ ης «…», το οποίο μάλιστα τον Δεκέμβριο 2011 αποδρομολογήθηκε, παρά τη δαπάνη μεγάλων ποσών για την επισκευή του και τη σχετική διαμαρτυρία των αιτούντων, ενώ, στις αρχές του έτους 2013, πωλήθηκε έναντι τιμήματος που ανερχόταν στο μισό του κόστους των επισκευών. Ότι το F/B «…» αποδρομολογήθηκε τον Οκτώβριο 2012, χωρίς προηγούμενη απόφαση του Δ.Σ. Ότι ενώ οι αιτούντες ζήτησαν επανειλημμένα τη διενέργεια διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου, ο Πρόεδρος και ο Δ/νων Σύμβουλος αρνήθηκαν και, περαιτέρω, δε συνέδραμαν για την ολοκλήρωση αρξαμένης τον Σεπτέμβριο 2012 οικονομοτεχνικής μελέτης βιωσιμότητας της εταιρείας. Ότι περαιτέρω τον Νοέμβριο 2012 ο ως άνω Πρόεδρος και ο Δ/νων Σύμβουλος της καθ’ ης αποφάσισαν τη σύγκληση του Δ.Σ. και εν συνεχεία τη σύγκληση της Γ.Σ. των μετόχων κατά το τέλος Δεκεμβρίου 2012, προκειμένου να ληφθεί η απόφαση πώλησης του «…», επειδή δε οι αιτούντες διαμαρτυρήθηκαν, προέβησαν στη σύγκληση έκτακτης Γ.Σ. με σκοπό την εκλογή νέου Δ.Σ., λόγω λήξεως θητείας του προηγούμενου, και με απώτερη επιδίωξη να εκδιώξουν τους αιτούντες από το Δ.Σ., χωρίς τελικά αυτή η Γ.Σ. να συγκληθεί, ειδικά δε ως προς το από 27.12.2012 πρακτικό Δ.Σ. έχει διαπραχθεί το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, ενώπιον δημόσιας αρχής. Ότι ενώ στις 22.4.2013 αποφασίστηκε από το Δ.Σ. της καθ’ ης η διενέργεια οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου από την ίδρυση της εταιρείας (2002) έως και το 2012, από ανεξάρτητο Ορκωτό Λογιστή, ο έλεγχος αυτός ουδέποτε διενεργήθηκε, έως και το Νοέμβριο 2013, λόγω των μεθοδεύσεων που επινόησαν ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος σχετικά με το είδος του ελέγχου. Ότι μετά την παραίτηση του Προέδρου της καθ’ ης την 9.12.2013, ο Διευθύνων Σύμβουλος τους ενημέρωσε τον Ιούνιο 2014 για τις διαπραγματεύσεις ναύλωσης γυμνού του «…», οπότε οι αιτούντες αιτήθηκαν εκ νέου τον διαχειριστικό και οικονομικό έλεγχο της καθ’ ης, χωρίς να λάβει χώρα ούτε αυτός ούτε η ναύλωση του πλοίου, κατόπιν δε διορισμού προσωρινής διοίκησης και την εκλογή νέου Δ.Σ. τον Δεκέμβριο 2014, ζήτησαν εκ νέου τη διενέργεια οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου τον Ιανουάριο 2015, χωρίς αποτέλεσμα. Παραθέτοντας, τέλος, συγκεκριμένα τα ποσά που δαπανήθηκαν κατά τα έτη 2006 έως και 2012 για την επισκευή των ανωτέρω πλοίων, για να καταδείξουν την έλλειψη χρηστής και συνετής διαχείρισης κατά τ’ ανωτέρω, οι αιτούντες ζητούν να διαταχθεί ο διαχειριστικός και οικονομικός έλεγχος της εδρεύουσας στον …….. καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας από συστάσεώς της μέχρι τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως [20.2.2015], να οριστεί ελεγκτής, να διαταχθούν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας να επιτρέψουν τον έλεγχο κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, με την απειλή επιβολής σε βάρος εκάστου χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης έξι (6) μηνών, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης η αίτηση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν εκδόσεως της 5417/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, όπως προεκτέθηκε, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 ΚΠολΔ). Ωστόσο, με βάση τις προηγούμενες νομικές σκέψεις, οι αιτούντες στερούνται νομιμοποίησης για την υποβολή της ένδικης αίτησης, καθόσον αυτοί, μπορεί μεν να είναι μέτοχοι της προαναφερθείσας ναυτικής εταιρείας και να εκπροσωπούν το 26,15%, συνολικά, του μετοχικού της κεφαλαίου (υπερβαίνον το απαιτούμενο προς τούτο ελάχιστο όριο των 3/20), πλην όμως οι ίδιοι ήταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα και μέλη του Δ.Σ. το οποίο διοικούσε την εταιρεία, της οποίας ζητούν τον οικονομικό έλεγχο. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, δυνάμει της από 12.4.2002 σύμβασης μεταξύ των α) …, β) …, γ) … και δ) … συνεστήθη η καθ’ ης ναυτική εταιρεία, για τη διαχείριση και εκπροσώπηση της οποίας προβλέφθηκε τριμελές διοικητικό συμβούλιο με τριετή θητεία. Στο πρώτο Δ.Σ. αυτής, οι αποφάσεις του οποίου λαμβάνονταν δυνάμει του οικείου καταστατικού όρου με απόλυτη πλειοψηφία των παρισταμένων και αντιπροσωπευομένων μελών, συμμετείχε ως Α΄ Αντιπρόεδρος ο αρχικώς πρώτος αιτών …. Περαιτέρω, με το από 15.2.2005 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων αποφασίστηκε η τροποποίηση ορισμένων άρθρων της από 12.4.2002 εταιρικής σύμβασης, με συνέπεια την αύξηση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από τρία σε επτά [άρθρο 4.01 (α)], την πρόβλεψη αυξημένης απαρτίας πέντε μελών τουλάχιστον για την έγκυρη συνεδρίαση του Δ.Σ. [άρθρο 4.07 (α)] και τη λήψη αποφάσεων με αυξημένη πλειοψηφία πέντε τουλάχιστον των παρισταμένων και αντιπροσωπευομένων μελών [άρθρο 4.08 (α)]. Επίσης, προστέθηκε νέο άρθρο 4.14, δυνάμει του οποίου αποφάσεις επί συγκεκριμένων θεμάτων (λ.χ. λήψης δανείου, χορήγησης εγγυήσεων και εμπράγματων εξασφαλίσεων, πώλησης / αγοράς και εκναύλωσης πλοίων της εταιρείας) θα υπόκειντο στην έγκριση της Γενικής Συνέλευσης, η οποία θα αποφάσιζε με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, ποσοστού 75% και άνω. Πράγματι, κατόπιν της από 8.4.2005 έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης εταιρείας, οι αιτούντες εξελέγησαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με τριετή θητεία, με το από 11.4.2005 δε πρακτικό συνεδρίασης Δ.Σ., ο αρχικώς πρώτος αιτών ορίστηκε εκ νέου Α΄ Αντιπρόεδρος, αλλά και Ταμίας Δ.Σ., οι δε λοιποί δύο αιτούντες ορίστηκαν μέλη. Επομένως, για τη λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως χρειαζόταν η σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον ενός από αυτούς, ενώ και οι αποφάσεις της Γ.Σ. για τα προαναφερθέντα θέματα στα οποία απαιτούνταν αυξημένη απαρτία / πλειοψηφία δεν μπορούσαν να ληφθούν χωρίς τη δική τους ψήφο, δεδομένου ότι συνολικά είχαν 26,15% του εταιρικού κεφαλαίου. Εξάλλου, με το από 11.4.2005 Πρακτικό Δ.Σ. ορίστηκαν εκπρόσωποι της εταιρείας έναντι τρίτων, και δη ο Πρόεδρος του Δ.Σ. … απεριόριστα, δεσμεύων την εταιρεία έναντι τραπεζών και λοιπών οργανισμών διά μόνης της υπογραφής του, οι δε …, … και …, ήδη αιτούσα υπό την ιδιότητά της ως κληρονόμου επ’ ωφελεία απογραφής του αποβιώσαντος πατρός της, μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, έκαστος εξ αυτών ατομικώς. Όμοια σύνθεση του Δ.Σ. προέκυψε και μετά την από 4.4.2008 συνεδρίαση αυτού, με τους αιτούντες να κατέχουν τα ίδια αξιώματα και τη …, θυγατέρα του αρχικώς πρώτου αιτούντος, να έχει εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας έναντι τρίτων στον ίδιο βαθμό με τον ορισθέντα Διευθύνοντα Σύμβουλο …. Ωστόσο, όλες οι χορηγηθείσες εξουσίες στους νομίμους εκπροσώπους της εταιρείας τέθηκαν υπό τον περιορισμό της αυξημένης απαρτίας / πλειοψηφίας για την έγκρισή τους από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, ήτοι σε ποσοστό 75% και άνω. Στις 4.4.2011 έληξε η τριετής θητεία του Δ.Σ., πλην όμως παρατάθηκε αυτοδίκαια μέχρι την εκλογή του νέου Δ.Σ., σύμφωνα με τον όρο 4.03(β) της εταιρικής σύμβασης και το άρθρο 13 του Ν. 959/1979. Στις 9.12.2013 παραιτήθηκε ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της καθ’ ης …, με συνέπεια τη μη νόμιμη συγκρότηση έκτοτε του Δ.Σ., λόγω του ότι τα εναπομείναντα μέλη αυτού ήταν έξι, χωρίς δυνατότητα εκλογής έβδομου μέλους λόγω λήξεως της θητείας του Δ.Σ. Κατόπιν δε της από 20.6.2014 αίτησης των … και … ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, υπέρ της οποίας άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση οι ήδη αιτούντες, διορίσθηκε προσωρινή διοίκηση, δυνάμει της από 25.6.2014 προσωρινής διαταγής αρχικά, με τις αναφερόμενες εξουσίες, και εν συνεχεία δυνάμει της υπ’ αριθ. 587/2014 απόφασης του Δικαστηρίου εκείνου, προκειμένου να επιμεληθεί των επειγουσών υποθέσεων της εταιρείας, που συγκροτήθηκε σε σώμα στις 24.11.2014, ενώ στις 30.12.2014 συγκροτήθηκε σε σώμα το Δ.Σ. που προέκυψε από την ταυθήμερη έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας. Στα τελευταία Δ.Σ. (μετά την άσκηση της ως άνω αίτησης για διορισμό προσωρινής διοίκησης) οι αιτούντες δε συμμετείχαν, πλην όμως τα μέλη τους ορίσθηκαν με τη συναίνεσή τους, κατόπιν άσκησης πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της παραδοχής της αίτησης, σε κάθε δε περίπτωση στην υπό κρίση αίτηση δεν εκτίθενται περιστατικά τέτοια για το χρονικό διάστημα από τις 9.12.2013 και εντεύθεν βάσει των οποίων να πιθανολογούνται «αταξίες περί τη διαχείριση» που να δικαιολογούν τη διενέργεια ελέγχου δυνάμει δικαστικής απόφασης, με συνέπεια την αοριστία της ως προς αυτό, καθόσον οι διαπραγματεύσεις από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας για τη ναύλωση «γυμνού» του «…» δε συνιστούν, χωρίς τη συνδρομή και άλλων στοιχείων, περιστατικό κακοδιαχείρισης. Συμπερασματικά, οι αιτούντες, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα που ήταν μέλη της διοίκησης της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, είχαν αποφασιστική ψήφο, δυνάμει του νόμου και του καταστατικού της, για όλα τα θέματα διοίκησης και διαχείρισης που την αφορούσαν και εξέλεγαν τα μέλη του Δ.Σ. στα διάφορα αξιώματα που κατείχαν, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 959/1979 (μεταξύ των οποίων τα αξιώματα του Α΄ Αντιπροέδρου και Ταμία, που κατείχε ο αρχικώς πρώτος αιτών …). Άλλωστε, αορίστως γίνεται αναφορά στην ένδικη αίτηση περί άσκησης όλων των οικονομικών, εμπορικών και γενικά διαχειριστικών δραστηριοτήτων της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. αυτής … και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο …, με συνέπεια την τυπική συμμετοχή των αιτούντων στο Δ.Σ., χωρίς να έχουν κανένα λόγο στη λήψη των αποφάσεων, αφού ταυτόχρονα δεν γίνεται αναφορά ότι στα κατονομαζόμενα ως άνω πρόσωπα είχαν ανατεθεί εξουσίες και αρμοδιότητες του Δ.Σ., ώστε να θεωρούνται υποκατάστατοί του. Εξάλλου, οι αιτούντες μπορούσαν να κινήσουν, από μόνοι τους, τόσο τις διαδικασίες ενημέρωσης της Γενικής Συνέλευσης όσο και τις διαδικασίες περί συγκλήσεως του Δ.Σ. της υπόψη εταιρείας (βλ. άρθρα 16, περί συγκλήσεως του Δ.Σ., 22, 23, περί συγκλήσεως της Γ.Σ. και 39, περί των δικαιωμάτων της μειοψηφίας των μετόχων). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη υπό τις ως άνω διακρίσεις και οι αιτούντες πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η αίτηση (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ