ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1587/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 5864/2569/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ EKKAΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα-Κωνσταντίνο Τζήμα του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 2230 – … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο …….., … αριθ. …., βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που προκατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, οδός … αριθ. …., με ΑΦΜ …, ο οποίος εμφανίστηκε στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Σαξώνη του Ευαγγέλου (ΑΜ/ΔΣΠ 1594 – … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο ……, … αριθ. …, που κατέθεσε προτάσεις.
Ο εφεσίβλητος άσκησε την από 2.5.2016 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 417/14/2016 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε τη με αριθμό 32/2018 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε την αγωγή εν μέρει. ‘Ηδη η εκκαλούσα προσβάλλει την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 18.5.2018 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 5565/113/2018 έφεσή της προς το Δικαστήριο αυτό, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 5864/2018 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 2569/2018, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροα0τήριο παραστάθηκε μόνο η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου – ενάγοντος και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε. Αντίθετα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εναγόμενης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 18.5.2018 έφεση (αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ένδικου μέσου του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 5565/113/30.5.2018 και αριθ. εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς 5864/2569/30.5.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 32/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 ΚΠολΔ), επί της από 2.5.2016 αγωγής (αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 417/14/2016) του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 περ. α, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που με επιμέλεια του εφεσιβλήτου – ενάγοντος πραγματοποιήθηκε στις 24.5.2018 (βλ. τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά … επί του επιδοθέντος στην εναγόμενη επισήμου αντιγράφου της εκκαλουμένης, που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει). Επισημαίνεται ότι δε χρειάζεται για το παραδεκτό της έφεσης η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3994/2011) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την πρ…φερθείσα ειδική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. άρθρα 533 παρ. 1, 614 επ. ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε την πρ…φερθείσα αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στην οποία εξέθετε ότι δυνάμει άτυπης (προφορικής) σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε στον ….. στις 8.12.2013 με εκπρόσωπο της εναγόμενης εταιρείας, η τελευταία τον προσέλαβε προκειμένου να εργαστεί ως εργάτης (βαφέας, συντηρητής και καθαριστής) στα καταστρώματα των υπό διαχείριση, εκμετάλλευση, εκπροσώπηση και αντιπροσώπευσή της πλοίων, τα οποία η ίδια θα του υποδείκνυε, τόσο στην … όσο και στο εξωτερικό. Ότι ο βασικός μηνιαίος μισθός του αρχικά καθορίστηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκε στα 1.600 ευρώ (από 1.10.2014) και στα 2.800 ευρώ (από 1.4.2015). Ότι σε εκτέλεση της ένδικης σύμβασης εργάστηκε στα πλοία «…», «…», «…», «…», «…» και στο Ε/Γ-Ο/Γ «…», κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα μέχρι τις 2.11.2015, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση και τον απέλυσε, χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης αλλά ούτε και τα δώρα Χριστουγέννων 2013-2014 και 2015, την άδεια και το επίδομα αδείας των ετών 2014 και 2015, καθώς και το δώρο Πάσχα 2014 και 2015, συνολικού ποσού 19.979,33 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονταν με λεπτομέρεια στην αγωγή, τα οποία ποσά αρνείτο να του καταβάλει, παρά τις οχλήσεις προς τούτο. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 19.979,33 ευρώ, για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας που εκάστη επιμέρους απαίτηση κατέστη απαιτητή, άλλως και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 341 και 346 ΑΚ, 1 ν. 1082/1980, 1 της 19040/1981 ΚΥΑ (για τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων), 2, 4 και 5 α.ν. 539/1945 (ως προς τις αποδοχές και το επίδομα αδείας), 1 και 3 ν. 2112/1920, 5 ν. 3198/1955 (ως προς την αποζημίωση απόλυσης), 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, δέχτηκε την αγωγή ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 18.063,33 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου ν’ απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
ΙΙΙ. Κατά τις γενικές αρχές του ναυτικού δικαίου και κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 37 επ. και 53 επ. ΚΙΝΔ η ιδιότητα του ναυτικού, η οποία είναι αναγκαία για την ύπαρξη σύμβασης ναυτολογήσεως, προϋποθέτει την προσφορά υπηρεσίας επί του πλοίου ως μέλους του πληρώματος, με την έννοια της συμμετοχής του κατά τη διάρκεια του πλου στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του και την ένταξη σ’ αυτό με οποιονδήποτε βαθμό και ειδικότητα αμέσως ή εμμέσως για τον πλου (βλ. ΕφΠειρ 68/1992 ΕΝαυτΔ 1993.316). Ειδικότερα, για να είναι κάποιος ναυτικός με την έννοια του άρθρου 53 επ. ΚΙΝΔ, ώστε οι σχέσεις του να ρυθμίζονται από το ναυτεργατικό δίκαιο, πρέπει να ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλοίο κατά τον πλου προς εκπλήρωση του σκοπού της αποστολής για την οποία προορίστηκε (βλ. ΑΠ 904/1987 ΝοΒ 1988.1218, ΕφΠειρ 795/1997 ΕΝαυτΔ 1997.286, ΕφΠειρ 286/1996 ΔΕΕ 1997.200 = ΕΝαυτΔ 1996.529). Ενόψει τούτων, στη σύμβαση ναυτολογήσεως ο ναυτικός νοείται υπό τη στενή έννοια, είναι δηλαδή το πρόσωπο, το οποίο ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα του πλοίου και το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του επί του πλοίου και αντιμετωπίζει τους ίδιους θαλασσίους κινδύνους (ΕφΠειρ 286/1996 ό.π.). Συνακόλουθα ο μισθωτός, που προσφέρει παράλληλες υπηρεσίες του σε πλοία του εργοδότη του για περιορισμένο, κατά περίπτωση, χρόνο, χωρίς και να είναι ενταγμένος στο (συγκροτημένο) πλήρωμα συγκεκριμένου πλοίου, ανήκει στο υπαλληλικό-τεχνικό προσωπικό της ναυτιλιακής επιχείρησης και η σύμβασή του είναι τέτοια χερσαίας εργασίας, ρυθμιζόμενη από τις διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου (βλ. ΕφΠειρ 371/2010 ΕΝαυτΔ 2011.110). Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της εργασιακής σχέσης ως ναυτικής ή ως (εξαρτημένης) χερσαίας εργασίας γίνεται από το Δικαστήριο, με βάση τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό της από τα συμβληθέντα μέρη (βλ. ΑΠ 1261/1993 ΕλλΔνη 1995.132, ΕφΠειρ 371/2010 ό.π., ΕφΠειρ 855/2005 ΕΝαυτΔ 2005.439). Περαιτέρω, γενικός ορισμός της έννοιας του εργοδότη δεν έχει θεσπισθεί, αλλά υφίστανται μόνο ειδικοί ορισμοί σε διάφορους νόμους, οι οποίοι αφορούν στην έννοια του εργοδότη σχετικά προς το αντικείμενο των νόμων αυτών, όπως ο Ν. 3239/1955, ο Α.Ν. 1846/1951, ο Α.Ν. 539/1945 κ.ά. Κατά την έννοια του άρθρου 648 του ΑΚ στη σύμβαση εργασίας εργοδότης είναι εκείνος που δικαιούται να αξιώσει από τον μισθωτό την παροχή της εργασίας και υποχρεούται να του καταβάλει τον μισθό. Εξάλλου, ο εργοδότης δεν είναι απαραίτητο να είναι και κύριος της επιχείρησης στην οποία ο μισθωτός παρέχει την εργασία του (ΕφΑθ 6002/2004 ΔΕΕ 2005.204,ΕφΑθ 2451/1990 ΔΕΝ 1992.736). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 211 του ΑΚ, η δήλωση βουλήσεως που γίνεται από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και όταν η δήλωση βουλήσεως απευθύνεται προς τον αντιπρόσωπο. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 212 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα, θεσπίζει ερμηνευτικό κανόνα, ο οποίος έρχεται να καλύψει το κενό, το οποίο υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ούτε από τη δήλωση ούτε από τις περιστάσεις συνάγεται αν ο δηλών ενεργεί με άλλο όνομα ή με το δικό του όνομα. Κατά τον ερμηνευτικό αυτό κανόνα του άρθρου 212 η συμμετοχή στη δικαιοπραξία κάποιου με το όνομα άλλου αντιμετωπίζεται ως γεγονός που χρειάζεται απόδειξη και δεν τεκμαίρεται άνευ άλλου τινός. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συμβλήθηκε ως αντιπρόσωπος άλλου και όχι στο δικό του όνομα αποτελεί ένσταση και κατά συνέπεια ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει ότι η δικαιοπρακτική δήλωση έγινε στο όνομα άλλου (ΕφΑθ 6002/2004 ό.π., ΕφΘεσ 376/1986 Αρμ 1986.1076· βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ Γεν. Αρχ. άρθρο 211 παρ. 38, σελ. 358, άρθρο 212 παρ. 1 σελ. 359, Βασ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, άρθρο 212, σελ. 313). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1958) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιωρισμένη ευθύνη). Συνήθης μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι περαιτέρω και εκείνη που ο επιχειρηματίας μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για το λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- IV. Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με επιμέλεια του εφεσιβλήτου ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εκκαλούσας (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …) και παραδεκτά προσκομίζεται το πρώτον στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα – εναγόμενη είναι αλλοδαπή εταιρεία με έδρα τις … και έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφεία στον ……, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/4359 από 18.11.2009 Απόφασης της Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ’ αριθ. 2380/26.11.2009 ΦΕΚ (τεύχος Β΄). Αυτή δραστηριοποιείται σε πράξεις διαχείρισης, εκμετάλλευσης, ναύλωσης, διακανονισμού αβαριών, μεσιτείας αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κ.ο.χ., με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και στην αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες. Στα πλαίσια αυτά, δυνάμει άτυπης (προφορικής) σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον ……..στις 8.12.2013, μεταξύ του ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου της …, τον προσέλαβε προκειμένου να εργαστεί ως εργάτης (βαφέας, συντηρητής και καθαριστής) στα καταστρώματα των υπό διαχείριση, εκμετάλλευση και αντιπροσώπευσή της πλοίων, τα οποία θα του υποδείκνυε ο ανωτέρω εκπρόσωπός της, τόσο στην … όσο και στο εξωτερικό. Ο βασικός μηνιαίος μισθός του αρχικά καθορίστηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκε στα 1.600 ευρώ (από 1.10.2014) και στα 2.800 ευρώ (από 1.4.2015). Βάσει της συμφωνίας, ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος να μεταβαίνει στο κάθε πλοίο που του υποδείκνυε ο εκπρόσωπος της εναγόμενης, ανεξάρτητα αν αυτό βρισκόταν στην … ή στο εξωτερικό, σε λιμάνι ή εν πλω, και να εργάζεται χωρίς ωράριο εργασίας, καθημερινά, για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαζόταν, ώστε να εκτελεστούν όλες οι απαιτούμενες εργασίες συντήρησης, βαφής και καθαρισμού του καταστρώματος, με υδροβολή, σφυροκοπανισμό, αμμοβολή κ.λπ., αποχωρούσε δε αυτός από το πλοίο μετά το πέρας των εργασιών και τελούσε εν αναμονή εντολών από την εναγόμενη προκειμένου να εργαστεί σε άλλο πλοίο. Ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός του ήταν σταθερός, είτε εργαζόταν σε πλοίο είτε όχι, ευρισκόμενος εν αναμονή εντολής για εργασία σε άλλο πλοίο, επιπροσθέτως δε η εναγόμενη του κατέβαλλε κάθε φορά και τα ποσά των αεροπορικών του εισιτηρίων για τη μετάβαση (και επιστροφή του) στο εξωτερικό. Περαιτέρω ο ενάγων, σε εκτέλεση της ένδικης συμφωνίας, με τους παραπάνω όρους, καθ’ υπόδειξη του εκπροσώπου της εναγόμενης … εργάστηκε στα πλοία: 1) m/t “…” από 8.12.2013 μέχρι και την 26.8.2014 (8,5 μήνες), ήτοι 7,5 μήνες στο … και στη συνέχεια με τον ενάγοντα επιβαίνοντα στο …, από όπου και αποχώρησε μετά το τέλος των εργασιών, 2) m/t “…”, από 23.9.2014 μέχρι 26.10.2014 (για ένα μήνα) στο …, 3) στο παραπάνω πλοίο “…” από 29.10.2014 μέχρι 17.12.2014 (περίπου 2 μήνες) στο …, 4) m/t “…” από 9.1.2015, οπότε το πλοίο βρισκόταν σε λιμάνι του …, μέχρι την 2.3.2015 (2 μήνες περίπου), όταν το πλοίο βρισκόταν σε λιμάνι της …, 5) m/t “…”, από 14.4.2015, στο λιμάνι της …, μέχρι την 6.6.2015, όταν το πλοίο βρισκόταν στην …, 6) m/t “…”, από 12.6.2015, οπότε το πλοίο βρισκόταν στο Πορτ Σαίντ στην Αίγυπτο, μέχρι την 7.9.2015, οπότε το πλοίο βρισκόταν στην Τζέντα και 7) στο πλοίο Ε/Γ-Ο/Γ “…”, από την 15.10.2015 μέχρι την 2.11.2015 στο ναυπηγείο «…» στο … (ενδιάμεσα, από 6.6.2015 έως 11.6.2015 στο …). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εναγόμενη αποδεχόταν τις προσφερόμενες από τον ενάγοντα κατά τα ανωτέρω υπηρεσίες μέχρι την 2.11.2015, οπότε κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση εργασίας και τον απέλυσε, χωρίς ωστόσο να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, τα δώρα Χριστουγέννων 2013-2014 και 2015, την άδεια και το επίδομα αδείας 2014 και 2015. Εξάλλου, σε σχέση με τα πλοία στα οποία εργάστηκε ο ενάγων υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, πρέπει ν’ αναφερθούν τα εξής: Tο υπό σημαία … πλοίο «…» (Δ.Δ.Σ. …), πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «… ….», και το υπό σημαία … πλοίο «…» (Δ.Δ.Σ. …), πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» είναι μεταξύ των πλοίων που η εναγόμενη διαχειριζόταν κατά τα επίδικα έτη 2013 και 2014, σύμφωνα με την Α.Π. … από … βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την ίδια ως άνω βεβαίωση, η περίοδος διαχείρισης του πλοίου «…» από την εναγόμενη άρχεται στις 29.11.2013, στη συνέχεια δε, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο 2014, τη διαχείρισή του ανέλαβε η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…», που διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένα στην … γραφεία (βλ. την από … υπ’ αριθ. αναφ. … επιστολή της προς το Τμήμα Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και το συνημμένο σ’ αυτήν πίνακα). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το έτος 2015 τη διαχείριση των πλοίων «…» (Δ.Δ.Σ. …) και «…» (Δ.Δ.Σ. …], υπό σημαία αντίστοιχα … και …, πλοιοκτησίας των αλλοδαπών εταιρειών με την επωνυμία «….» και «… ….» αντίστοιχα, είχε δηλωθεί ότι ασκούσε η αλλοδαπή, εδρεύουσα στον … και διατηρούσα νόμιμα εγκατεστημένα γραφεία στην …, εταιρεία με την επωνυμία «….», νομίμως εκπροσωπούμενη από τον …. Τη διαχείριση του υπό σημαία … πλοίου «…» (Δ.Δ.Σ. …), πλοιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» ασκούσε κατά τον επίδικο χρόνο η εδρεύουσα στις … και διατηρούσα νόμιμα εγκατεστημένα γραφεία στην …, εταιρεία με την επωνυμία «…», το δε υπό ελληνική σημαία πλοίο Ε/Γ-Ο/Γ «…» ανήκε στην πλοιοκτησία της ελληνικής εταιρείας με την επωνυμία «…». Ωστόσο, όλες οι προαναφερθείσες εταιρείες ήταν συμφερόντων της οικογένειας …, όπως ήταν και η εναγόμενη, και διατηρούσαν γραφεία στην ίδια διεύθυνση, επί της οδού … αριθ. …, στον ….. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ελληνικό ναυτικό οδηγό 2014, τα πλοία “…” και “…” τα διαχειρίζονταν και η ως άνω εταιρεία «….» και η εναγόμενη, το ίδιο δε ίσχυε κατά το έτος 2015 για το πλοίο “…”. Περαιτέρω, η εναγόμενη διά της διευθύντριας πληρωμάτων αυτής … διευθέτησε τα περί μετάβασης του ενάγοντος στην … προκειμένου να επιβιβαστεί στο πλοίο αυτό (“…” – βλ. σχετικά την από 14.4.2015 επιστολή που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων), η ίδια δε είχε αναλάβει την έκδοση εισιτηρίων και κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της εργασίας του ενάγοντος στο “…” (βλ. σχετικά το από … μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Επομένως, από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη, ως προς τα πλοία για τα οποία δεν είχε δηλωθεί διαχειρίστρια, ασκούσε, στο επίδικο χρονικό διάστημα, όλες τις πράξεις που αφορούσαν στη διαχείριση και εκμετάλλευσή τους για δικό της λογαριασμό, καθόσον προέβαινε στη ναυτολόγηση του πληρώματός τους και στην πρόσληψη των μελών των επισκευαστικών συνεργείων, εξοφλούσε τις υποχρεώσεις τους, δραστηριότητα η οποία της προσέδιδε την ιδιότητα της εφοπλίστριας των πλοίων αυτών, ανεξαρτήτως του ότι δεν είχε προβεί στη δήλωση του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, καθόσον το υπό του άρθρου τούτου καθιερούμενο μαχητό τκμήριο ανατράπηκε σύμφωνα με τα ανωτέρω. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην υπό κρίση αγωγή γινόταν σαφής αναφορά στην εκμετάλλευση ορισμένων εκ των ως άνω πλοίων από την εναγόμενη εταιρεία, εργοδότρια του ενάγοντος, συνεπώς η παραδοχή της εκκαλουμένης απόφασης περί της ιδιότητας της εναγόμενης ως εφοπλίστριας δε λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν εκτέθηκαν με την ένδικη αγωγή, αντίθετα στηρίζεται στους αγωγικούς ισχυρισμούς. Η πρόσληψη, εξάλλου, του ενάγοντος έγινε από την παραπάνω εναγόμενη που ενεργούσε ατομικώς και για δικό της λογαριασμό και όχι για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας κάθε πλοίου που δεν είχε καμία ανάμειξη σ’ αυτήν ούτε, όμως, και για λογαριασμό ατομικά του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης …. Άλλωστε η εναγόμενη αυτή καθόριζε το πλοίο στο οποίο ο ενάγων θα εργαζόταν και τις εργασίες που θα εκτελούσε σ’ αυτό, ενώ η ίδια πλήρωνε και τις αποδοχές του. Αυτή επομένως είναι και η εργοδότριά του και με την ιδιότητα της εργοδότριας ενάγεται από τον ενάγοντα. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την από 23.9.2014 Σύμβαση Εργασίας Ναυτικού που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη – εκκαλούσα, καθόσον από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη ενήργησε στο δικό της όνομα και όχι στο όνομα της πλοιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου «…», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στη σύμβαση αυτή ανέγραφε ότι ενεργούσε για λογαριασμό της προαναφερθείσας πλοιοκτήτριας. Είναι άρα αβάσιμος ο ισχυρισμός της, κατά τον οποίο δεν νομιμοποιείται παθητικώς, διότι προσέλαβε τον ενάγοντα ως αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε και οι συναφείς πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και ένατος λόγοι έφεσης πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.
Περαιτέρω ο ενάγων, όπως λέχθηκε, προσλήφθηκε ως εργάτης (βαφέας, συντηρητής και καθαριστής) και με την ειδικότητά του αυτή εργάστηκε στα πιo πάνω πλοία εκτελώντας εργασίες επισκευής και συντήρησης, χωρίς όμως να αποτελεί μέλος του συγκροτημένου πληρώματος αυτών. Άλλωστε ο ενάγων δεν είναι απογεγραμμένος ναυτικός στην υφιστάμενη Βάση Πλοίων – Ναυτικών της Διεύθυνσης Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. Πρωτ. … από … έγγραφο της εν λόγω Υπηρεσίας), από το έτος 2000 είναι εγγεγραμμένος στο Συνδικάτο Εργ/λων Μετάλλου Ν. Αττικής & εργαζόμενων Ναυπηγ/κης Βιομηχανίας Ελλάδος με την ειδικότητα του υδροβολιστή – χρωματιστή, είναι δε ασφαλισμένος από το 2002 στο ΙΚΑ και ουδέποτε ασφαλίσθηκε στο ΝΑΤ. Δεν ναυτολογήθηκε ποτέ ως μέλος του πληρώματος κάποιου πλοίου κατά την έννοια των άρθρων 53 επ. ΚΙΝΔ, ενώ στους σχετικούς καταλόγους πληρώματος των ως άνω πλοίων (crew list) έχει καταχωρηθεί ως υπεράριθμος – τεχνική υποστήριξη. Άλλωστε, ήταν ενταγμένος στο τεχνικό τμήμα της εναγόμενης εταιρείας, η οποία και του κατέβαλλε σε μηνιαία βάση τον μισθό του ανεξάρτητα του αν δούλευε σε κάποιο πλοίο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή ανέμενε σχετική εντολή του νομίμου εκπροσώπου της. Οι συμφωνημένες υπηρεσίες του δεν ήταν αναγκαίες για την πραγματοποίηση του πλου, αλλά εν μέρει πραγματοποιήθηκαν εν πλω λόγω του απόπλου των πλοίων, χωρίς να ενταχθεί στην οργανική ενότητα των ναυτικών κατά την εκτέλεση της ναυτικής αποστολής. Δεν πρόκειται επομένως για σύμβαση ναυτικής εργασίας, αλλά περί χερσαίας, αφού ο ενάγων ουδέποτε είχε την ιδιότητα του ναυτικού με στενή έννοια, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η σχέση εργασίας του ως σύμβαση ναυτολογήσεως. Το γεγονός ότι για τις ανάγκες επιβίβασής του στα ως άνω υπό σημαία … πλοία εκδόθηκε ναυτικό φυλλάδιο της χώρας εκείνης στο όνομά του δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, η οποία επιρρωνύεται από τις σαφείς περί τούτου ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος. Άλλωστε, κατά τα λοιπά η επιβίβασή του στα πλοία για τις ανάγκες επισκευής και συντήρησής τους γινόταν με τη χρήση VISA (βλ. σχετικές θεωρήσεις VISAS στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως διαβατήριό του). Οι αξιώσεις που απορρέουν από τις επίδικες συμβάσεις δεν υπόκεινται στην ετήσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ, αλλά στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 17, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί όταν ασκήθηκε η αγωγή. Έτσι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι πρόκειται για σύμβαση ναυτικής εργασίας και οι επίδικες αξιώσεις έχουν παραγραφεί λόγω παρόδου της ετήσιας παραγραφής του άρθρου 289 ΚΙΝΔ. Ομοίως είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων δεν εδικαιούτο επιδομάτων δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα για το λόγο ότι διατελούσε σε σχέση ναυτικής εργασίας. Σημειώνεται ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται ως προς το ύψος των επιδικασθέντων στον ενάγοντα ποσών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς της εναγομένης περί ναυτικής εργασίας και παραγραφής των επίδικων αξιώσεων ερμήνευσε ορθώς το νόμο και εκτίμησε καλώς τις αποδείξεις. Πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι συναφείς έκτος, έβδομος και όγδοος λόγοι της εφέσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη την αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.063,33 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, και ο συναφής δέκατος λόγος έφεσης, ο οποίος τυγχάνει ορισμένος, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εφεσίβλητου [βλ. σχετ. Σαμουήλ, Η έφεση, στ΄ έκδ. 2009, §541, ιδίως σελ. 230 και 240 (§§571,573)], είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει η υπό κρίση έφεση ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ