ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 1901/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …21/6755/2017)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «….), που εδρεύει στη …, οδός … αριθ. …., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της από 16.3.2018 εξουσιοδότησης του νομίμου εκπροσώπου της …, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή (ΚΕΠ), ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Τατάκης του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 14122 – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …. (… αριθ. …), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει τύποις μεν στη …, πράγματι, όμως, στον …….., επί της οδού … αριθ. …, όπου είναι εγκατεστημένη και όπου ασκείται η διοίκηση αυτής και το σύνολο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την εταιρεία «…), που εδρεύει στον ……….., επί της οδού … αριθ. …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…), η οποία εδρεύει στον ………., επί της οδού … αριθ. …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της από 27.3.2018 εξουσιοδότησης του νομίμου εκπροσώπου της …, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία-Αγγελική Βλάχου του Περικλή-Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΠ 3613 – βλ. το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος ….. (οδός … αριθ. …), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.12.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης …21/6755/19.12.2017 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 21.9.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή στην περίπτωση που κάποιο νομικό πρόσωπο εμφανίζεται μεν ότι εδρεύει στο εξωτερικό, αλλά πραγματικά η διοίκησή του ασκείται από την Ελλάδα, τότε ως έδρα του θεωρείται ο τόπος όπου πραγματικά εδρεύει και, συνεπώς, δωσιδικεί στα ελληνικά δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων και επιδίδονται, σύμφωνα με τα άρθρα 122 επ. ΚΠολΔ, τα προς αυτό απευθυνόμενα δικόγραφα (βλ. ΑΠ 178/1991 ΝοΒ 1992.1018, ΠΠρΠειρ 626/1994 ΕΝαυτΔ 1995.90). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 1γ ΚΠολΔ, η επίδοση για τα νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων γίνεται στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, ήτοι στο φυσικό πρόσωπο που τα εκπροσωπεί (βλ. ΑΠ 528/1981 ΝοΒ 1982.62), κατά δε το άρθρο 142 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, κάθε διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος μπορεί να διορίσει αντίκλητο για να παραλαμβάνει τα έγγραφα που του κοινοποιούνται, ο δε διορισμός που γίνεται, όπως ορίζει η παραπάνω διάταξη, καθώς και η παρ. 4 του ίδιου άρθρου και τα άρθρα 143 παρ. 1 και 96, αφορά όλες ή ορισμένες από τις δικαστικές ή εξώδικες επιδόσεις που απευθύνονται στον διορίσαντα και μια ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του (βλ. Εφ Πειρ 1641/1987 ΕΝαυτΔ 1990.126-127, ΕφΠειρ 1306/1986 ΕΕμπΔ 1989.636). Περαιτέρω, μόνος ο χαρακτηρισμός ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου ως γενικού αντιπροσώπου ενός των διαδίκων, εφόσον γίνεται από τον αντίδικό του που του κοινοποιεί και το δικόγραφο, δεν αρκεί για να του προσδώσει την εξουσία να παραλαμβάνει δικόγραφα, αν ο διορισμός του ως αντικλήτου δεν αποδεικνύεται σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΠειρ 626/1994 ό.π.). Την ύπαρξη τέτοιας εξουσίας του αντιπροσώπου πρέπει να αποδεικνύει ο επισπεύδων διάδικος που επιδίδει την κλήση με την απόδειξη κατά νόμιμο τρόπο του διορισμού του αντιπροσώπου ως αντικλήτου, πράγμα το οποίο ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο βάσει των προσκομιζομένων εγγράφων (βλ. ΠΠρΠειρ 626/1994 ό.π.). Αν ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος του διαδίκου δεν μπορεί να είναι και ο παραλήπτης του εγγράφου που του επιδόθηκε η επίδοση είναι ανυπόστατη και όχι απλώς άκυρη, τούτο δε σε περίπτωση ερημοδικίας λαμβάνεται υπόψιν αυτεπάγγελτα σύμφωνα με τα άρθρα 159 παρ. 2 και 160 παρ. 1 ΚΠολΔ και δημιουργεί απαράδεκτο της συζητήσεως (βλ. ΑΠ 160/1985 ΝοΒ 1985.55, ΕφΠειρ 1641/1987 ό.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επικαλουμένη και νόμιμα προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά … προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στη δεύτερη εναγόμενη δι’ εαυτήν και ως αντιπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης. Η επίδοση αυτή ως προς την απολιπόμενη πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία είναι νόμιμη, καθόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι νόμιμος εκπρόσωπος και αντίκλητος αυτής στην Ελλάδα, όπου πράγματι εδρεύει, είναι το ίδιο φυσικό πρόσωπο που είναι νόμιμος εκπρόσωπος και της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, ήτοι ο … Επομένως, επειδή η αγωγή επιδόθηκε στην απολιπόμενη πρώτη των εναγομένων νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 129 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015), η εν λόγω εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).
ΙΙ. Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει εκτός από άλλα στοιχεία που ορίζει το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, έτσι ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στον εναγόμενο να αμυνθεί και στο δικαστήριο να διατάξει τις νόμιμες αποδείξεις (βλ. ΕφΑθ 5454/1986 Δ 1987.203 με σημείωση Σ. Σταματόπουλου). Σε περίπτωση ελλείψεως των στοιχείων αυτών, το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, το απαράδεκτο δε αυτό ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη (βλ. ΑΠ 669/1987 ΕΕΝ 1988.215). Εξάλλου, η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή στα περιεχόμενα σε άλλο έγγραφο ούτε με απλή αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου (βλ. ΕφΑθ 2465/1984 Δ 1984.725 με σημ. Σ. Σταματόπουλου). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2532/1997, με τον οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG), που καταρτίσθηκε στη Βιέννη στις 11.4.1980 και ισχύει στην Ελλάδα από 1.2.1999, η Σύμβαση εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη: α) όταν τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα ή β) όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Ωστόσο, στη διάταξη του άρθρου 2 αυτής, καθορίζονται οι εξαιρέσεις εφαρμογής της και ειδικότερα στις περ. α΄ και ε΄ της εν λόγω διάταξης αναφέρεται ρητά ότι αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων, που αγοράζονται για προσωπική, οικογενειακή ή οικιακή χρήση, εκτός αν ο πωλητής, οποτεδήποτε, πριν ή κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης, δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι τα πράγματα αγοράσθηκαν για τέτοια χρήση (περ. α΄), ούτε σε συμβάσεις πώλησης πλοίων (ships), πλωτών ναυπηγημάτων (vessels), αεροστρώμνων (hovercrafts) ή αεροσκαφών (περ. ε΄). Η διεθνής αυτή Σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ. Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανάγοντας σε ενιαίο και μοναδικό λόγο ευθύνης του πωλητή την αθέτηση της σύμβασης, όρο που αποδίδει συνολικά κάθε μορφή μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα μέρη από τη σύμβαση πώλησης ή από τη Σύμβαση. Ειδικότερα η Σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες συγκρούσεως), αλλά άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. 1975). Η Σύμβαση (CISG) δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο, αλλά, αντίθετα, σ’ αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπει δηλαδή στα μέρη (άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία τους (ρήτρα «opting out», Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 109). Εννοείται, όμως, ότι όταν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία κατά τα ως άνω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης, «1. Οι συμβάσεις προμήθειας κινητών πραγμάτων που θα κατασκευασθούν ή θα παραχθούν θεωρούνται πωλήσεις, εκτός αν εκείνος που τα παραγγέλλει έχει την υποχρέωση να προμηθεύσει ένα σημαντικό μέρος των υλικών που είναι αναγκαία γι’ αυτήν την κατασκευή ή παραγωγή. 2. Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις, στις οποίες το κύριο μέρος της παροχής εκείνου που προμηθεύει τα πράγματα συνίσταται σε παροχή εργασίας ή άλλης υπηρεσίας». Τέλος, η εν λόγω σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθέτησής της. Οι υποχρεώσεις των μερών ρυθμίζονται στη Σύμβαση με τρόπο απλό. Έτσι, ο πωλητής, τόσο στην πώληση γένους, όσο και στην πώληση είδους, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ’ αυτών κυριότητα και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής, από την άλλη μεριά, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος, άρθρο 57 παρ. 1 περ. α΄), σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στον ΑΚ, να παραλάβει το πράγμα, γεγονός που συνιστά, επίσης, σημαντική καινοτομία της Σύμβασης (βλ. ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1108). Ακόμα, η Σύμβαση στο άρθρο 78 προβλέπει υποχρέωση καταβολής τόκου για κάθε ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής (τίμημα, αποζημίωση κ.τ.λ. — με την επιφύλαξη οποιοσδήποτε άλλης αποζημίωσης κατ’ άρθρο 74), χωρίς να υπολογίζει το χρόνο έναρξης και, κυρίως, τον τρόπο υπολογισμού της οφειλής τόκων, ως προς την κάλυψη του συγκεκριμένου κενού δε, εφόσον το επιτόκιο υπερημερίας δεν έχει συμφωνηθεί ρητά από τα μέρη, ως ορθότερη προβάλλει η λύση του καθορισμού του οφειλόμενου τόκου (υπερημερίας) με βάση το δίκαιο που ελεύθερα επιλέγει το δικάζον δικαστήριο (forum) μεταξύ των εθνικών δικαίων η εφαρμογή των οποίων αρμόζει σε κάθε κρινόμενη βιοτική περίπτωση σύμφωνα και με τις αρχές που διέπουν τη Σύμβαση της Βιέννης (δηλαδή μεταξύ των εθνικών δικαίων των κρατών – μελών προέλευσης των συμβαλλόμενων μερών – για τη συγκεκριμένη προβληματική βλ. αναλυτικά Φλάμπουρα, Το πρόβλημα της επιδίκασης και του υπολογισμού των τόκων στη Σύμβαση της Βιέννης για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων, ΚριτΕπ 2000, σελ. 195 επ. – ΠΠρΑθ 1827/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις (ΕφΠειρ 299/1996 ΕΝαυτΔ 1996.277), συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο εναγόμενος προτείνων προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και ν’ αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 2005.1661, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012.168 = ΕΝαυτΔ 2013.12, ΕφΑθ 9826/1989 ΕλλΔνη 1991.1631). Ο Ν 3816/1958 (ΚΙΝΔ) διακρίνει μεταξύ της κυριότητας και εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άρθρα 105,106), οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη στο ίδιο πρόσωπο. Ως εκμετάλλευση, η οποία δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, στοιχείο δε της εκμεταλλεύσεως είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Βασική, ωστόσο, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητά του αυτή, και κατ’επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕφΠειρ 5/2012 ό.π., ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183 = ΧρΙΔ 2013.688). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (βλ. ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011.314, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269 = ΕΕμπΔ 2013.411, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478· βλ. και Ιω. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ. 71 §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae που έχει ενοχική φύση). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε δρχ. (και από 1.1.2002 σε ευρώ, άρθρο 1 Ν. 2842/2000) με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή (ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2006 ΝοΒ 2007.848, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝαυτΔ 2012.302, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΠΠρΠειρ 1/2017 ΔΕΕ 2018.224).
Με την υπό κρίση αγωγή, η εδρεύουσα στη … ενάγουσα, που ασχολείται με την εμπορία μηχανών, οργανών και εξαρτημάτων πλοίων, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών αυτών, καθώς και με την παροχή των συναφών υπηρεσιών εγκατάστασης και επισκευής, εκθέτει ότι, σε εκτέλεση συμβάσεως πωλήσεως που κατήρτισε στις 4.11.2016 με τη δεύτερη εναγόμενη, που είναι εφοπλίστρια του ανήκοντος κατά κυριότητα στην πρώτη εναγόμενη υπό ελληνική σημαία πλοίου «…», παρέδωσε αυθημερόν στο πλοίο αυτό τα αναλυτικά περιγραφόμενα στο αγωγικό δικόγραφο ανταλλακτικά, όπως το επιμέρους τίμημα εκάστου προσδιορίζεται στην αγωγή, για τα οποία εξέδωσε το με αριθμό … τιμολόγιο, συνολικής αξίας 18.347,30 ευρώ, το οποίο ήταν εξοφλητέο εντός ενός μηνός από την έκδοσή του. Ότι περαιτέρω, σε εκτέλεση συμβάσεως έργου που συνήψε με τη δεύτερη εναγόμενη, υπό την ιδιότητά της ως εφοπλίστριας του ως άνω πλοίου, μετά την αποδοχή από την τελευταία της προσφοράς της ενάγουσας ως προς το είδος και την αξία των επισκευαστικών εργασιών, η ενάγουσα απέστειλε σε ναυπηγείο στην … μηχανικό της και παρείχε στο πλοίο εκεί τις περιγραφόμενες υπηρεσίες κατά το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 7η Φεβρουαρίου 2017 έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής, όπως αυτή αναλυτικά προσδιορίζεται στην υπό κρίση αγωγή, για την οποία εξέδωσε το με … τιμολόγιό της, συνολικής αξίας 11.091 δολ. ΗΠΑ, το οποίο ήταν εξοφλητέο εντός ενός μηνός από την έκδοσή του. Ότι το τίμημα των εμπορευμάτων αυτών και η αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες δεν έχουν μέχρι σήμερα εξοφληθεί. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να τής καταβάλουν εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, ευθυνόμενη μέχρι την αξία του, η δε δεύτερη ως εφοπλίστριά του, το ποσό των 18.347 ευρώ πλέον του ποσού των 11.091 δολ. ΗΠΑ, άλλως του ισόποσου σε ευρώ κατά την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου άλλως κατά την ημερομηνία πληρωμής άλλως κατά την τρέχουσα ισοτιμία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόμενου σε 9.399,95 ευρώ, και συνολικά (18.347,30 + 9.399,95 =) 27.747,25 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων βάσει του συμφωνηθέντος επιτοκίου υπερημερίας 2% μηνιαίως, άλλως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της ημέρας που ήταν πληρωτέο κάθε τιμολόγιο, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, πλέον εξόδων, καθώς και να καταδικαστούν στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις εναγόμενες μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την αναφερόμενη στην §Ι. της παρούσας έκθεση επίδοσης, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα) παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, ενόψει του διασυνοριακού στοιχείου που συνδέει τα επίδικα πραγματικά περιστατικά, η οποία στηρίζεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 60 παρ. 1 της Σύμβασης του Λουγκάνο της 30ής Οκτωβρίου 2007 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η εφαρμογή της οποίας δεν εθίγη από τον Κανονισμό 1215/2012 (βλ. άρθρο 73 παρ. 1 αυτού). Εξάλλου, τυγχάνει αυτό αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 2, 3 Α΄- Β΄ι,β του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς τις ιστορούμενες συμβάσεις πώλησης και παροχής υπηρεσιών και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των εναγόμενων εταιρειών, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», του οποίου γίνεται επίκληση από την ενάγουσα χωρίς η παριστάμενη δεύτερη εναγόμενη να το αμφισβητεί, συναγόμενης εξ αυτού σιωπηρής επιλογής του (βλ. σχετ. Μεταλληνό σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 25 αριθ. 17). Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, ελλείψει ειδικής συμφωνίας ως προς τον αποκλεισμό των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Ν. 2532/1997) και δοθέντος ότι τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση κράτη (Ελβετία, Λιβερία, Ελλάδα) είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση, ενώ περαιτέρω οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο ενός συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που τίθεται διαζευκτικά με την αμέσως προηγούμενη για την εφαρμογή της εν λόγω Σύμβασης, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της δεύτερης εναγόμενης, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, με τη σημείωση ότι για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης καταρχήν αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως και, συνεπώς, η από μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των επικαλουμένων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών συνιστά όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής, εν προκειμένω δε δεν αποκλείεται η ιδιότητα της δεύτερης εναγόμενης ως εφοπλίστριας με βάση τα όσα εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, επομένως οι σχετικοί με την εκ μέρους της αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται η ενάγουσα για την παθητική νομιμοποίηση της αγωγής της, ισχυρισμοί, θα ερευνηθούν κατ’ ουσίαν (ΑΠ 60/2010, ΑΠ 1988/2009 και ΑΠ 1397/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΑθ 6769/2001 ΕΔΠολ 2004.173). Είναι δε νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 105, 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, 1, 2, 4, 7 παρ. 2, 23, 24, 25, 30, 53, 54 επ., 57 παρ. 1, 58, 59,61,62, 78 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Σύμβαση Βιέννης), 361, 681, 682, 694, 71, 212, 291, 292, 334, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 907, 908 παρ. 1 εδ. στ΄, 176 ΚΠολΔ· το αίτημα, ωστόσο, επιδίκασης του ποσού των 11.091 δολ. ΗΠΑ, με την επίκληση έγκυρης από σύμβαση οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, τυγχάνει νόμιμο, βάσει των προαναφερθεισών νομικών σκέψεων, μόνο ως προς την καταβολή του ισαξίου σε ευρώ του ως άνω ποσού δολλαρίων με βάση την ισοτιμία τους κατά το χρόνο της πληρωμής. Επίσης, το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα τοκοδοσίας με συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, ήτοι (12 μήνες Χ 2% =) 24% ετησίως, τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 293 και 294 ΑΚ, καθώς αυτό υπερβαίνει το θεμιτό ποσοστό νόμιμου τόκου υπερημερίας (πρβλ. ΑΠ 272/1994 ΝοΒ 1995.57), το οποίο, κατά τo επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 7,25% ετησίως. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο με κωδικό …, σε συνδυασμό με το από … αποδεικτικό εξόφλησης της «Τράπεζας Πειραιώς» μέσω “winbank”).
III. Σε σχέση με την πρώτη εναγόμενη, κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη καθόσον, λόγω της ερημοδικίας αυτής, οι περιεχόμενοι σ’ αυτήν (την αγωγή) πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως αφού θεωρούνται ομολογημένοι από την εναγομένη (άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011). Περαιτέρω, η υπόθεση αυτή πρέπει να ερευνηθεί ως προς την παρισταμένη δεύτερη εναγόμενη, δεδομένου ότι η σχέση που την συνδέει με την πρώτη εναγόμενη είναι εκείνη της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), καθόσον ενάγονται ως κυρία και εφοπλίστρια, αντίστοιχα, του ίδιου πλοίου και για αξιώσεις που προέκυψαν από τον εφοπλισμό του (βλ. ΕφΠειρ 916/1986 ΕΝαυτΔ 1989.459).
- IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μελίνας Ιωαννίδου κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …, που λήφθηκε με επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζωής Βενίτη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, που εδρεύει στη …, έχει ως καταστατικό σκοπό την παροχή ναυτιλιακών υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο, ιδίως στο πεδίο της πραγματοποίησης ναυπηγικών έργων, δραστηριοποιούμενη στην παροχή υπηρεσιών και σε πωλήσεις στον τομέα του ναυτιλιακού εξοπλισμού και των ανταλλακτικών για πλοία, προβαίνει δε σε επιθεωρήσεις συντήρησης ή επισκευής πλοίων σε ναυπηγεία, καθώς και στον εφοδιασμό και τη διάθεση μελών πληρώματος. Στα πλαίσια αυτά, δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως που κατήρτισε στις 4.11.2016 με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, κατόπιν αιτήματός της, περιλαμβανόμενο σε ηλεκτρονικό μήνυμα που υπέγραφε ο …, υπεύθυνος του τεχνικού τμήματος της δεύτερης εναγόμενης, και αποδοχής της προσφοράς της ενάγουσας, η τελευταία πώλησε αυθημερόν και παρέδωσε στο υπό ελληνική σημαία (υπ’ αριθ. νηολογίου Πειραιά …) φορτηγό πλοίο “…”, με αριθμό …, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης ……… εταιρείας, στη …, τα εξής προϊόντα (ανταλλακτικά): Μηχανισμό συμπαγούς παρεμβύσματος (σετ) stern tube seal/ KEMEL/ τύπος DX-560/S.NO.X-32004, και αναλυτικά για μεν το πρυμνιαίο παρέμβυσμα: 1) 3 στεγανοποιητικούς δακτυλίους συμβατούς με βιοδιασπώμενα έλαια τύπου FKM-BIO, τιμής εκάστου 2.978 ευρώ και συνολικής αξίας 8.934 ευρώ, 2) 1 δακτύλιο στεγανοποίησης από καουτσούκ σχήματος κυκλικού διαστάσεων 30 × 15, αξίας 246 ευρώ, 3) 1 παρέμβυσμα φλάντζας στεγανοποίησης, αξίας 81 ευρώ, 4) 1 παρέμβυσμα φλάντζας κυλίνδρου, αξίας 81 ευρώ, 5) 6 δακτυλίους στεγανοποίησης από καουτσούκ σχήματος κυκλικού τύπου 1ΑΡ-15, τιμής εκάστου 5 ευρώ και συνολικής αξίας 30 ευρώ, 6) 1 στεγανοποιητικό δακτύλιο συμβατό με βιοδιασπώμενα έλαια τύπου FKM-BIO, αξίας 2.978 ευρώ, 7) 1 σετ ανόδων τύπου block αποτελούμενο από 6 μέρη, αξίας 440 ευρώ, 8) 1 σετ μικρών ανταλλακτικών για πρυμναίο αξίας 170 ευρώ, για δε το πλωριαίο παρέμβυσμα 9) 2 στεγανοποιητικούς δακτυλίους συμβατούς με βιοδιασπώμενα έλαια τύπου FKM-BIO, τιμής εκάστου 2.978 ευρώ και συνολικής αξίας 5.956 ευρώ, 10) 1 δακτύλιο στεγανοποίησης από καουτσούκ σχήματος κυκλικού διαστάσεων 12 × 511, αξίας 158 ευρώ, 11) 1 παρέμβυσμα φλάντζας για στεγανοποίηση, αξίας 81 ευρώ και 12) 1 σετ μικρών ανταλλακτικών για πλωριαίο, αξίας 79 ευρώ. Το συνολικό τίμημα των ανωτέρω προϊόντων ανήλθε στο ποσό των 19.234 ευρώ, κατόπιν δε έκπτωσης 5% επί του ποσού αυτού, ήτοι 961,70 ευρώ, και πρόσθεσης εξόδων συσκευασίας 75 ευρώ, αναπροσαρμόστηκε στο τελικό σύνολο των 18.347,30 ευρώ, εκδόθηκε δε το με στοιχεία … τιμολόγιο, ενώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί το τίμημα εντός τριάντα ημερών από την έκδοσή του. Περαιτέρω, με σύμβαση έργου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης, η τελευταία ανέθεσε στην ενάγουσα τη συντήρηση του ως άνω πλοίου “…”, ήτοι την παροχή υπηρεσιών μηχανικού της προκειμένου για την αντικατάσταση των παρεμβυσμάτων πλωριαίου με συγκόλληση και την αντικατάσταση των παρεμβυσμάτων πρυμνιαίου. Η σύμβαση καταρτίστηκε προφορικά περί το μήνα Ιανουάριο 2017, με την αποδοχή από τη δεύτερη εναγόμενη της έγγραφης προσφοράς της ενάγουσας σχετικά με το είδος και την αξία των επιμέρους επισκευαστικών εργασιών, σε απάντηση αιτήματός της περιλαμβανόμενο σε ηλεκτρονικό μήνυμα που υπέγραφε ο …, υπεύθυνος επίσης του τεχνικού τμήματος της δεύτερης εναγόμενης. Η εκτέλεση του έργου έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι και την 7η Φεβρουαρίου 2017, ενόσω το πλοίο είχε καταπλεύσει στο ναυπηγείο … στην …, παραδόθηκε δε προσηκόντως, συντασσομένου πιστοποιητικού ολοκλήρωσης εργασιών που φέρει σφραγίδα του πλοίου και υπογραφή του Πλοιάρχου. Συναφώς εκδόθηκε το με … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, στο οποίο οι εργασίες που εκτελέστηκαν από μηχανικό της ενάγουσας και η αντίστοιχη συμφωνηθείσα αμοιβή έχουν ως εξής: 1) Συγκόλληση των πλωριαίων παρεμβυσμάτων αντί κατ’ αποκοπή αμοιβής 3.200 δολ. ΗΠΑ, 2) Χρέωση παροχής υπηρεσιών ανά ώρα για το χρονικό διάστημα Δευτέρα-Παρασκευή και ώρες 08.00-17.00, ήτοι 27 ώρες επί 90 δολ. ΗΠΑ ανά ώρα και συνολικά 2.430 δολ. ΗΠΑ, 3) Χρέωση παροχής υπηρεσιών ανά ώρα για το χρονικό διάστημα Δευτέρα-Παρασκευή και ώρες 17.00-22.00, ήτοι 5 ώρες επί 125 δολ. ΗΠΑ ανά ώρα και συνολικά 625 δολ. ΗΠΑ, 4) Χρέωση παροχής υπηρεσιών ανά ώρα για τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, ήτοι 10 ώρες επί 140 δολ. ΗΠΑ ανά ώρα και συνολικά 1.400 δολ. ΗΠΑ, 5) Χρέωση χρόνου αναμονής (την 6η Φεβρουαρίου), ήτοι 9 ώρες επί 90 δολ. ΗΠΑ ανά ώρα και συνολικά 810 δολ. ΗΠΑ, 6) Χρέωση χρόνου ταξιδιού, ήτοι 15 ώρες επί 45 δολ. ΗΠΑ ανά ώρα και συνολικά 675 ευρώ, 7) Επιπλέον αμοιβή για μετάβαση και συγκόλληση κατά την αργία της Κινέζικης Πρωτοχρονιάς (1 και 2 Φεβρουαρίου 2017), ήτοι 2 ημέρες επί 600 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα και συνολικά 1.200 δολ. ΗΠΑ, 8) Για έξοδα μεταφοράς, ένα πακέτο με χρέωση 188 δολ. ΗΠΑ, 9) Για έξοδα διαμονής και τοπικά έξοδα μεταφοράς για 7 ημέρες, ένα πακέτο με χρέωση 434 δολ. ΗΠΑ, 10) Για κόστος κάρτας επιβίβασης, 129 δολ. ΗΠΑ. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε να καταβληθεί η αξία του τιμολογίου εντός τριάντα ημερών από την έκδοσή του. Η παριστάμενη δεύτερη εναγόμενη, η οποία εδρεύει στη ………έχει, όμως, εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (… …), σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 89/67, 378/68 και Ν. 27/75, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1241.1895/19/22144/5.4.1996 κοινής Απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ ΤΑΠΣ 104/29.4.1996), ισχυρίζεται ότι κατά τη σύναψη των προαναφερθεισών συμβάσεων ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ως άνω αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρείας, ως άμεση αντιπρόσωπός της με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου της. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, την από 1.5.2003 σύμβαση διαχείρισης μεταξύ τους, με την οποία η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε, έναντι αμοιβής, τη διαχείριση του πλοίου “…” πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης και την εκτέλεση και παροχή των συνήθων, στο πλαίσιο της προστασίας και προώθησης των συμφερόντων της πλοιοκτήτριας, υπηρεσιών, ως αντιπρόσωπος για λογαριασμό και στο όνομα της πλοιοκτήτριας. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι οι ως άνω εκπρόσωποι της δεύτερης εναγόμενης κατά την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων δεν δήλωσαν ρητά στην ενάγουσα ότι η εκπροσωπούμενη από τους ίδιους εταιρεία συμβάλλεται με την ιδιότητά της αυτή, δηλαδή μόνο ως διαχειρίστρια του πλοίου και ότι αντισυμβαλλόμενη στη σύμβαση είναι η πλοιοκτήτρια, ούτε αναγκαίως γνώριζε το γεγονός αυτό η ενάγουσα από τις συντρέχουσες περιστάσεις. Η μάρτυρας της ενάγουσας …, η μαρτυρία της οποίας περιλαμβάνεται στην … ένορκη βεβαίωση, κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως, αφού σε αυτήν προσωπικά απεστάλη από τη δεύτερη εναγόμενη το από … μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αίτημα για προσφορά διαθεσιμότητας και κόστους των ανταλλακτικών του πλοίου, περιήλθε δε σε γνώση της και το από … ηλεκτρονικό μήνυμα με αίτημα για προσφορά διαθεσιμότητας μηχανικού και κόστους ορισμένων εργασιών, ότι ουδέποτε η δεύτερη εναγόμενη γνωστοποίησε είτε στην ενάγουσα είτε στη συνεργαζόμενη με αυτήν εδρεύουσα στην Ελλάδα εταιρεία με την επωνυμία «…» ότι ενεργούσε ως διαχειρίστρια του πλοίου. Στα μηνύματα που απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στις αντίστοιχες παραγγελίες – προτάσεις προς κατάρτιση συμβάσεως ουδέποτε δήλωσε ότι ενεργούσε ως διαχειρίστρια του πλοίου ή για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, θέτοντας τη χαρακτηριστική φράση «as agents» ή «on behalf of the owners», κατά τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, που αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου (agent) κατά το αγγλικό δίκαιο· αντίθετα, αυτά προέρχονταν από αυτήν (δεύτερη εναγόμενη) ατομικά, η οποία συμφώνησε και ανέλαβε να καταβάλει το τίμημα η ίδια, από δικό της λογαριασμό, όπως, άλλωστε, έκανε και κατά το παρελθόν, σε προηγούμενες συναλλαγές της με την ενάγουσα. Καθοριστικό στοιχείο που ενισχύει την έλλειψη γνώσης της ενάγουσας αποτελεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς των στοιχείων της λιβεριανής πλοιοκτήτριας στις προσφορές και στα εκδοθέντα τιμολόγια, που περιέχουν μόνο την επωνυμία της δεύτερης εναγόμενης. Συγκεκριμένα, τα παραπάνω τιμολόγια εκδόθηκαν αορίστως “στους κυρίους και πράκτορες” του παραπάνω πλοίου, ενώ συγχρόνως αναγράφεται σ’ αυτά “σε προσοχή …”. Η τελευταία αυτή καταχώρηση δεν μπορεί να αποδυναμώσει τα ανωτέρω και συγκεκριμένα ότι στις ως άνω συμβάσεις πωλήσεως και παροχής υπηρεσιών αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας ήταν ατομικά η δεύτερη εναγομένη, διότι προφανώς αυτό θέλει η ενάγουσα με την καταχώρηση να καταδείξει. Τούτο συνέβη επειδή η ενάγουσα απέβλεψε στο εμπορικό κύρος της δεύτερης εναγόμενης, που ήταν γνωστή για την αξιοπιστία της στους ναυτιλιακούς συναλλακτικούς κύκλους, ενώ περαιτέρω δεν μπορούσε να γνωρίζει και συνεπώς να συνεργαστεί με την αλλοδαπή ως άνω εταιρεία που ήταν κυρία του πλοίου. Άλλωστε, το ότι η δεύτερη εναγόμενη εκμεταλλευόταν το πλοίο στο όνομά της προκύπτει αναμφισβήτητα από το γεγονός ότι το φουγάρο του έφερε το λογότυπό της «…….». Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη κατήρτισε τις ως άνω συμβάσεις με την ενάγουσα στο δικό της όνομα και για λογαριασμό της, ως εφοπλίστρια του πλοίου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κατατεθειμένη δήλωση εφοπλισμού στο Λιμεναρχείο Πειραιά, περαιτέρω δε θετική γνώση της ενάγουσας ότι η δεύτερη εναγόμενη ήταν άμεση αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας ως διαχειρίστρια του πλοίου κατά τις επίδικες συμβάσεις δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την προηγηθείσα συνεργασία μεταξύ των διαδίκων κατά το παρελθόν με διαφορετικές συμβάσεις για άλλα πλοία, αφού δεν προσκομίζονται συγκεκριμένα στοιχεία, ούτε περιέχονται ανάλογα περιστατικά στη μαρτυρική κατάθεση της μάρτυρος …, που περιέχεται στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει και επικαλείται η δεύτερη εναγόμενη, για τον τρόπο δράσης και την ιδιότητα με την οποία ενήργησε τότε αυτή (δεύτερη εναγόμενη).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, πλην όμως η πρώτη απ’ αυτές περιορισμένα διά του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου της “…” και μέχρι της αξίας του, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των δεκαοχτώ χιλιάδων τριακοσίων σαράντα επτά (18.347) ευρώ πλέον του ισόποσου σε ευρώ των έντεκα χιλιάδων ενενήντα ενός (11.091) δολ. ΗΠΑ κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας που ήταν πληρωτέο κάθε τιμολόγιο, ήτοι από την επομένη της παρελεύσεως των τριάντα (30) ημερών από την έκδοσή του και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει παράβολο για την περίπτωση που η πρώτη εναγόμενη ασκήσει ανακοπή κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καθώς εκτιμάται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση κατά το εν λόγω ποσό δύναται να προκαλέσει σημαντική βλάβη στην ενάγουσα. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i περ. α, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία (η πρώτη απ’ αυτές περιορισμένα διά του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου και μέχρι της αξίας του), το ποσό των δεκαοχτώ χιλιάδων τριακοσίων σαράντα επτά (18.347) ευρώ πλέον του ισόποσου σε ευρώ των έντεκα χιλιάδων ενενήντα ενός (11.091) δολ. ΗΠΑ κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας που ήταν πληρωτέο κάθε τιμολόγιο, ήτοι από την επομένη της παρελεύσεως των τριάντα (30) ημερών από την έκδοσή του, και μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων πενήντα (1.350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ