Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

     Αριθμός αποφάσεως 670/2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 926/393/2018)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

             Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον ……., οδός …, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της …, … (ΑΜ/ΔΣΠ 2417 – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο …, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … πληρεξουσίου της νομίμου εκπροσώπου της ……., Ιωάννης Κυριακίδης του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΑ 23785 – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει τυπικά στη …, οδός …, έχει εγκαταστήσει γραφείο στον ………. σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 89/67 επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. 3. …, κατοίκου …, οδός …, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … πληρεξούσιου, Γεώργιος Κουτρουμπούσης του Παναγιώτου (ΑΜ/ΔΣΠ 2662 – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …….., οδός …, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.             Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.1.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 926/393/26.1.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 29.6.2018 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα, καθώς και η πρώτη και η τρίτη των εναγομένων έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 26.1.2018 και οι προτάσεις των ανωτέρω κατατέθηκαν στις …, νομίμως υπογεγραμμένες από τους πληρεξούσιους δικηγόρους εκάστης. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας ως προς αυτές. Αντίθετα, η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου ….. …, την οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών από την κατάθεση του δικογράφου, προθεσμία που παρατείνεται κατά 30 ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (άρθρα 122 επ., 134 παρ. 1, 136 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015), ως εκ της καταστατικής έδρας της δεύτερης  εναγομένης στη …. Επισημαίνεται ότι η … δεν έχει υπογράψει ούτε έχει προσχωρήσει στην από 15.11.1965 Διεθνή Σύμβαση της Χάγης «Για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν. 1334/1983 και εξακολουθεί να ισχύει για επιδόσεις προς συμβαλλόμενα Κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως [για επιδόσεις προς Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει από 13.11.2008 ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, με τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που αναφέρονται σε αυτόν], και ως εκ τούτου αρκεί για το νομότυπο της επιδόσεως προς πρόσωπα με κατοικία ή διαμονή ή έδρα στο κράτος αυτό η κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, η δε επίδοση θεωρείται συντελεσθείσα μόλις παραδοθεί το επιδοτέο έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξαρτήτως του χρόνου αποστολής και παραλαβής του από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται (ΑΠ 110/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, ως εκ περισσού, όμοιο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε και στη …, ως νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, νομίμως και εμπροθέσμως, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου ….. …, την οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, με την κάτωθι αυτής από … απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από … βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 γ, 128 παρ. 4, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στα έξοδα του αντιδίκου. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος. Μόνος ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας του στην Ελλάδα χωρίς επίκληση εν γένει αφερεγγυότητας δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή. Επίσης, για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου που δικάζει, η οποία σχηματίζεται από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία. Όμως, το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω αναβλητικής ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 167/2015, ΕφΠειρ 56/2016, ΠΠρΠειρ 1916/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η πρώτη εναγόμενη ζητεί να επιβληθεί εγγυοδοσία εις βάρος της ενάγουσας, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς της, είναι αφερέγγυα και υπάρχει προφανής κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί ενδεχόμενη αξίωσή της για την είσπραξη των δικαστικών εξόδων που αφορούν στην εν λόγω δίκη, σε περίπτωση που καταδικασθεί σε αυτά η ενάγουσα. Σύμφωνα, όμως, με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η ως άνω δικονομική αναβλητική της δίκης ένσταση της πρώτης εναγόμενης, που προβάλλεται παραδεκτώς κατά την παρούσα συζήτηση της υποθέσεως με τις προτάσεις της (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), δηλαδή πριν εισέλθει το Δικαστήριο στην έρευνα της ουσίας, ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), 263 αριθ. 2], και τυγχάνει νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα που τυχόν θα της επιβληθούν για την παρούσα δίκη. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι κατά τη διαχειριστική χρήση 1.1.2015 – 31.12.2015 η ενάγουσα εταιρεία πραγματοποίησε τζίρο από πωλήσεις περί τις 196.400 ευρώ, ενώ κατά τη διαχειριστική χρήση 1.1.2016 – 31.12.2016 πραγματοποίησε τζίρο από πωλήσεις περί τις 204.600 ευρώ. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τις υπ’ αριθ. Πρωτ. … αντίστοιχα Ανακοινώσεις Καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. των οικονομικών καταστάσεων της ενάγουσας εταιρείας, τις οποίες προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η πρώτη εναγόμενη, η οποία δεν προσκομίζει άλλα έγγραφα ούτε αποδεικνύει με κάποιο άλλο στοιχείο την αφερεγγυότητα της ενάγουσας, αν και φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή διαθέτει επαρκή περιουσία και δεν υφίσταται προφανής κίνδυνος για την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης της ενάγουσας σ’ αυτά.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ «Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 487 παρ. 1 ΑΚ «Μεταξύ τους οι περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση». Το άρθρο 488 ΑΚ, εξάλλου, ορίζει ότι «Εφόσον ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε τον δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η αναγωγή (regressus) είναι το δικαίωμα του οφειλέτη να απαιτήσει από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες του την κατανομή του αντικειμένου της παροχής, ώστε κάθε συνοφειλέτης να επιβαρυνθεί με την εκπλήρωση μέρους της παροχής και δη ανάλογου προς την εσωτερική τους σχέση, η δε θέσπισή της συνάδει με την εύλογη δικαιοπολιτικά θεώρηση ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να επωμισθεί το βάρος της κοινής οφειλής μόνο ο καταβαλών το σύνολο του κοινού χρέους ή εν γένει εκπληρώσας την οφειλή συνοφειλέτης, η ενέργεια του οποίου κατά τα λοιπά, στην εξωτερική σχέση των συνοφειλετών με τον δανειστή, λειτουργεί όχι υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά και δη υπέρ του συνόλου των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 483 ΑΚ (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 388, στους αρ. παρ. 34 και 35, Γιαννόπουλο σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 2011, υπό το άρθρο 487, σελ. 981, Καράση σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό τα άρθρα 487-488, στους αρ. παρ. 1, 3 και 4). Ενώ με την παθητική ενοχή εις ολόκληρον, δηλαδή, ενισχύεται η θέση του δανειστή, ο οποίος έχοντας τη δυνατότητα να στραφεί κατά περισσοτέρων του ενός προσώπων για την ικανοποίηση της απαίτησής του, διατρέχει μικρότερο κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί, με την αναγωγή παρέχεται στον εκπληρώσαντα συνοφειλέτη το δικαίωμα να απαιτήσει από τους λοιπούς συνοφειλέτες ό,τι κατέβαλε πέρα από το ποσοστό που του αναλογεί, με τον τρόπο δε αυτό να κατανεμηθεί τελικώς η παροχή κατά τα οριζόμενα στη σχέση των μερών ή στο νόμο (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ο.π., σελ. 388, στον αρ. παρ. 35, Καράκωστα, ΑΚ, 3ος Τόμος, 2006, υπό τα άρθρα 487-488, σελ. 1053, στον αρ. περιθ. 1928). Προκύπτει, συνεπώς, ότι το δικαίωμα αναγωγής είναι απόρροια μιας εσωτερικής σχέσης των μερών, η οποία πηγάζει είτε από δικαιοπραξία είτε από το νόμο και είναι ανεξάρτητη της εξωτερικής σχέσης δανειστή – συνοφειλετών (βλ. Καράση, ο.π., υπό τα άρθρα 487-488, στον αρ. παρ. 2). Στην εσωτερική αυτή σχέση, η τυχόν συνδέουσα τους πλείονες συνοφειλέτες δικαιοπραξία δύναται να είναι π.χ. σύμβαση εντολής, εταιρείας (ΕφΘεσ 2400/2005 ΕπισκΕμπΔ 2006.491, ΕφΘεσ 3174/2001 ΕπισκΕμπΔ 2002.119, ΕφΘεσ 2612/2000 ΔΕΕ 2001.74, ΕφΑθ 5395/1999 ΕλλΔνη 1999.1603) ή εργασίας κ.λπ., ενώ ευθέως στο νόμο στηρίζεται η σχέση αυτή επί ανυπαρξίας τέτοιας δικαιοπρακτικής σύνδεσης των μερών, όπως π.χ. επί αδικοπραξίας τελεσθείσας από πολλούς, οι οποίοι, χωρίς να συνδέονται με προηγούμενη δικαιοπρακτική σχέση, ευθύνονται έναντι του ζημιωθέντος (εξωτερική σχέση) εις ολόκληρον κατά τη ρητή νομοθετική διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ. Η εσωτερική σχέση υφίσταται παράλληλα με την παθητική ενοχή εις ολόκληρον και εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την απόσβεση της τελευταίας (ΕφΘεσ 1420/2001 Αρμ 2001.1333: περίπτωση σωρευτικής αναδοχής χρέους). Πριν από την ικανοποίηση του δανειστή, κάθε συνοφειλέτης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αναγωγής υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειστής έχει ήδη στραφεί, δικαστικά ή εξώδικα, κατά του οφειλέτη που το ασκεί, ζητώντας την εκπλήρωση όλης της παροχής ή μέρους της μεγαλυτέρου από αυτό που αναλογεί στον συγκεκριμένο οφειλέτη (βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, στην παρ. 26, στον αρ. 50, πρβλ. και Καράση, ο.π., υπό τα άρθρα 487-488, στον αριθ. 5 ως προς το ότι η απαίτηση αρκεί να είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή). Σε αυτή την περίπτωση της εκ των προτέρων αναγωγής ο οφειλέτης ασκώντας την αναγωγή ζητεί από τους συνοφειλέτες του να συνεισφέρουν την αναλογία τους (πιθανώς και μέσω προσεπίκλησης των συνοφειλετών του ως δικονομικών εγγυητών κατ’ άρθρο 88 ΚΠολΔ στην κύρια δίκη, που ανοίγεται από τον δανειστή, καθώς και μέσω άσκησης παρεμπίπτουσας κατ’ αυτών αγωγής με επίκληση και του άρθρου 69 παρ 1 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, βλ. ΕφΠειρ 240/2006 ΔΕΕ 2006.646, ΕφΠειρ 775/2000 ΔΕΕ 2000.1258, ΕφΑθ 2873/1983 Αρμ 1983.301), ώστε να εξοφληθεί ο δανειστής και να αποφευχθεί η εκ των υστέρων αναγωγή, η δε υπαίτια παράβαση της υποχρέωσης συνεισφοράς γεννά αξίωση αποζημίωσης υπέρ κάθε ζημιωθέντος συνοφειλέτη (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 389, στον αριθ. παρ. 39, Καράση σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό τα άρθρα 487-488 στον αρ. 5). Η συνήθης μορφή κύριας αναγωγής, βέβαια, είναι αυτή της εκ των υστέρων αναγωγής, οπότε και ο ασκών τη σχετική αξίωση οφειλέτης, έχει ήδη καταβάλει στον δανειστή την παροχή ή τουλάχιστον μέρος αυτής, που υπερβαίνει το μέρος που του αναλογεί με βάση τα ισχύοντα στην εσωτερική σχέση. Αίτημα της οικείας αγωγής είναι στην περίπτωση αυτή το να υποχρεωθούν οι συνοφειλέτες να καταβάλουν το μέρος της παροχής, που αναλογεί σε αυτούς, και το οποίο ο ίδιος ο ενάγων έχει ήδη καταβάλει και δη πέρα από την αναλογία του, συνεπεία της λειτουργίας της εις ολόκληρον οφειλής (ΑΠ 871/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το μέτρο της ευθύνης ορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στο νόμο ή στην εσωτερική σχέση και, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία (π.χ. συμφωνία για ευθύνη σε άνισα μέρη, βάσει της εταιρικής μερίδας επί εταίρων ή και πλήρης απαλλαγή τινός εκ των πλειόνων συνοφειλετών λόγω του ότι ενήργησε αποκλειστικά ως διοικητής αλλοτρίων ή εντολοδόχος, βλ. σχετικά ΑΠ 1205/2001 ΕλλΔνη 2002.137, ΕφΘεσ 1420/2001 Αρμ 2001.1333, ΕφΑθ 5823/1996 ΕλλΔνη 1997.666), την οποία ο ενδιαφερόμενος κατ’ ένσταση επικαλείται και αποδεικνύει (ΑΠ 753/1995 ΕΕΝ 63.651· Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 388), ή ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση, όπως π.χ. στην περίπτωση του άρθρου 927 ΑΚ (βλ. Γιαννόπουλο σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, Τ. Ι, 2011, υπό το άρθρο 487, στον αρ. παρ. 8), όπου η κατανομή της ευθύνης στην εσωτερική σχέση γίνεται με βάση το πταίσμα ενός εκάστου των αδικοπραγησάντων ή κατά περίπτωση με βάση την αιτιώδη συμβολή του στην αδικοπραξία, τότε οι συνοφειλέτες ευθύνονται στην εσωτερική σχέση κατ’ ίσα μέρη (ΑΠ 901/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 674/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 391, στον αριθ. παρ. 41). Μάλιστα, αν τέτοια εσωτερική σχέση δεν υπάρχει, τη δημιουργεί ο ίδιος ο νόμος (άρθρο 487 παρ. 1 ΑΚ), ώστε η κατανομή να γίνει κατ’ ίσα μέρη και εκείνος που κατέβαλε να μοιρασθεί το χρέος με τους υπολοίπους, ακόμα και αν δεν μπορεί να αποδείξει οποιαδήποτε σχέση μαζί τους, που να του αναγνωρίζει αναγωγικό δικαίωμα (βλ. Καράκωστα, ΑΚ, Τόμος 3ος, σελ. 1054, υπό τα άρθρα 487-488, στον αρ. παρ. 1928). Στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή, το άρθρο 487 παρ. 1 ΑΚ δημιουργεί ex lege εσωτερική σχέση εκεί ακριβώς, όπου δεν υπάρχει δικαιοπρακτική ή άλλη νόμιμη σχέση μεταξύ των συνυποχρέων (βλ. Καράκωστα, ο.π., σελ. 1055, στον αρ. παρ.1930).  Ο νομοθέτης,  άλλωστε, υπολαμβάνει  ότι  η θέση των  εις  ολόκληρον ενεχομένων συνοφειλετών είναι κατ’  αρχάς ισότιμη, αφού άπαντες είναι κύριοι οφειλέτες, γεγονός που εξηγεί και τη διαφοροποίηση του νόμου σε σχέση με τα ισχύοντα επί εγγύησης, όπου, εφόσον δεν προκύπτει ρητά κάτι διαφορετικό από τη μεταξύ των μερών σχέση, δικαίωμα αναγωγής διαθέτει κατ’ αρχάς μόνον ο εγγυητής και όχι και ο πρωτοφειλέτης, ο οποίος καταβάλλοντας εκπληρώνει αποκλειστικά δικό του χρέος (βλ. σχετικώς Καράκωστα, ο.π., σελ. 1060, στον αρ. παρ. 1943, στην υποσ. 45, όπου και η επισήμανση ότι στην εγγύηση δεν υφίσταται ερμηνευτικός κανόνας, όπως αυτός του άρθρου 487 παρ. 1 ΑΚ, ο δε εγγυητής δικαιούται κατ’ αρχάς να αναζητήσει από τον πρωτοφειλέτη το σύνολο του χρέους). Η σημασία της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 487 παρ. 1 ΑΚ, συνεπώς, έγκειται στο γεγονός ότι α) εξασφαλίζει εν αμφιβολία την ύπαρξη του δικαιώματος αναγωγής, β) καθιερώνει εν αμφιβολία την εσωτερική σχέση ως διαιρεμένη ενοχή και γ) προσδιορίζει εν αμφιβολία το περιεχόμενο της διαιρεμένης ενοχής, ώστε να οφείλονται ίσα  μέρη  (βλ.  Καράκωστα,  ο.π.,  σελ. 1060, στον αρ.  παρ. 1943). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή μερικά από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης (ή ακριβέστερα την αναστολή της δίκης) μέχρι την τελεσίδικη ή αμετάκλητη περάτωση της άλλης δίκης. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, που έχει θεσπιστεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, προκύπτει σαφώς ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων προσώπων, για τον σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης σχετικά προς το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 1147/2012 ΕλλΔνη 2013.1092, ΕφΠειρ 679/1999 ΠειρΝομ 1999.333, ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 1994.492, ΕφΑθ 8640/1991 ΝοΒ 1992.289). Πρέπει,  εξάλλου, να σημειωθεί ότι για την εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, δηλαδή η κατά το άρθρο τούτο αναβολή μπορεί να γίνει και στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας [ΕφΠειρ 679/1999 ό.π., ΕφΑθ 370/1993 ό.π., ΠΠρΑθ 5830/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000) 249 αρ. 5].

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ελληνική εταιρεία ισχυρίζεται ότι δραστηριοποιείται στις πρακτορεύσεις πλοίων στον …….. η δε πρώτη εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια και η δεύτερη διαχειρίστρια του υπό σημαία … πλοίου “…” (ΙΜΟ …), με νόμιμη εκπρόσωπο αυτής (δεύτερης εναγόμενης) την τρίτη εναγόμενη. Ότι λόγω οφειλών προς την «….» από τέλη ελλιμενισμού και άλλες αιτίες του εν λόγω πλοίου, το οποίο κατέπλευσε στο λιμάνι του …… στις 5.10.2002 για εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών, όπου και κατασχέθηκε ύστερα από αίτημα δικαστικής συνδρομής των ιταλικών δικαστικών αρχών, βεβαιώθηκε σε βάρος της (ενάγουσας) από τη Γ΄ ΔΟΥ Πειραιά το ποσό των 3.213.272,86 ευρώ, για ληξιπρόθεσμα χρέη κατά τη χρονική περίοδο 2000-2010, όπως αναλύεται αυτό σε ενσωματωμένο στην αγωγή πίνακα οφειλών, σύμφωνα με τον Κανονισμό και τα Τιμολόγια Δικαιωμάτων επί Πλωτών Ναυπηγημάτων στον …….. [βλ. την υπ’ αριθ. … Πράξη του Δ.Σ. αυτού που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45054/15.2.1975 Απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 234/1975)]. Ότι στην «….» είχε γνωστοποιηθεί εγγράφως από την ενάγουσα στις 3.11.2003 ότι το πλοίο “…” τελούσε υπό μεσεγγύηση από τις 9.10.2002 δυνάμει της υπ’ αριθ. … Διάταξης της Ε΄ Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ορισθέντα μεσεγγυούχο, από τις 20.2.2003, τον κατονομαζόμενο στην αγωγή, καθώς και ότι η ίδια δεν διατηρούσε καμία σχέση πλέον με την πλοιοκτήτρια του πλοίου, η οποία από τον χρόνο επιβολής της κατάσχεσης / μεσεγγύησης είχε στερηθεί της κατοχής του πλοίου. Ότι η βεβαιωθείσα σε βάρος της, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, οφειλή, όπως εμφανίζεται στο taxisnet στις 9.6.2017, ανέρχεται πλέον στο ποσό των 4.791.645,05 ευρώ, συνεπεία δε του καταλογισμού από τη Γ΄ ΔΟΥ και της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών της, για την «απελευθέρωση» των οποίων αναγκάστηκε να επιδοθεί σε μεγάλο δικαστικό αγώνα με την κατάθεση ανακοπών και αιτήσεων αναστολής στα διοικητικά δικαστήρια, υπέστη τεράστια ζημία στη φήμη και το κύρος της, επομένως για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 500.000 ευρώ. Ότι η ίδια δεν ευθύνεται για το ανωτέρω χρέος, διότι η παραίτησή της ως ναυτικής πράκτορα του πλοίου γνωστοποιήθηκε κατά τ’ ανωτέρω στην «….», ενώ ο ορισθείς μεσεγγυούχος δεν την διόρισε ναυτικό πράκτορα ώστε να εξακολουθεί να ευθύνεται υπό την ιδιότητά της αυτή. Ότι, συνεπώς, με βάση τον ως άνω Κανονισμό της «….», ελλείψει ναυτικού πράκτορα, ευθύνεται για την καταβολή στον …. των πάσης φύσεως δικαιωμάτων που βαρύνουν το πλοίο, ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, δηλαδή η διαχειρίστρια του πλοίου, αλληλεγγύως με την πλοιοκτήτρια. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα επικαλείται δικαίωμα εκ των προτέρων αναγωγής της σε βάρος των αλληλεγγύως συνυπευθύνων της πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου, δυνάμει του ως άνω Κανονισμού της «….» [άρθρο 9 «Υπόχρεοι Καταβολής Δικαιωμάτων]», άλλως δυνάμει της εσωτερικής σχέσεως εντολής μεταξύ της ίδιας και της πλοιοκτήτριας, ενόψει της σχέσης πρακτόρευσης που τις συνέδεε, προκειμένου να την αποζημιώσουν για τη ζημία που υπέστη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως ναυτικής πράκτορα. Δηλώνει δε ότι παραιτείται του δικογράφου της προγενέστερης όμοιας από 20.9.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης 10398/5123/2017 αγωγής της κατά των εναγομένων. Μετά ταύτα η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) μέρους του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ), κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί αναγωγής άλλως δε και επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, εκ των οποίων η πρώτη ως πλοιοκτήτρια, η δεύτερη ως διαχειρίστρια και η τρίτη ως νόμιμη εκπρόσωπος αυτής, σε περίπτωση δε που έχει ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης γραφείου της δεύτερης εναγόμενης στην Ελλάδα, της τελευταίας ευθυνόμενης ως de facto ομόρρυθμης εταιρείας και της τρίτης ευθυνόμενης ως de facto ομόρρυθμου εταίρου, οφείλουν εις ολόκληρον να της καταβάλουν το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό των 4.791.645,05 ευρώ, πλέον του ποσού των 495.000 ευρώ λόγω της ηθικής της βλάβης, να υποχρεωθούν δε να της καταβάλουν το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, και τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από τη βεβαίωση σε βάρος της του ανωτέρω ποσού (9.6.2017), άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε μέσα στην τασσόμενη από τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμία των εξήντα (60) ημερών (ως εκ της έδρας της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων στο εξωτερικό), όπως δεν αμφισβητείται από τις παριστάμενες εναγόμενες και αποδεικνύεται κατά τα ανωτέρω για τη δεύτερη ερημοδικαζόμενη εναγόμενη, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 18, 22, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2, 3 Α – Β ε του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, ενόψει των στοιχείων αλλοδαπότητας που αυτή παρουσιάζει (βλ. σχετ. άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, καθώς και, ως προς την πρώτη εναγόμενη, 8 περ. 1η Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και 7 σημείο 1 του ως άνω Κανονισμού, στον βαθμό που η αναγωγική αξίωση στηρίζεται στη σύμβαση εντολής μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας). Περαιτέρω, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει ασκήσει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων: α) την από 20.2.2015 με αριθμό κατάθεσης 254/2015 ανακοπή της κατά της υπ’ αριθ. … ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Γ΄ ΔΟΥ και σχετικής απόφασης της «….», β) την από 25.5.2015 με αριθμό κατάθεσης 735/2015 ανακοπή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία προσβάλλει το από … κατασχετήριο της Α΄ ΔΟΥ Πειραιά (αριθ. Πρωτ. … – αριθ. ειδ. βιβλίου … – αριθ. Πρωτ. ΓΓΠΣ ……) εις χείρας της τράπεζας “Eurobank Ergasias” ως τρίτης (βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιά, που λήφθηκαν προς υποστήριξη των ανακοπών αυτών), καθώς και γ) την από 27.1.2017 με αριθμό κατάθεσης 213/2017 ανακοπή της ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία προσβάλλει το υπ’ αριθ. … κατασχετήριο έγγραφο της Α΄ ΔΟΥ εις χείρας τρίτου, ήτοι της τράπεζας “EFG Eurobank Ergasias” (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα με αύξ. αριθμό ΑΝ 37/2017 αίτηση αναστολής, που ενσωματώνει την προαναφερθείσα ανακοπή). Στα εν λόγω δικόγραφα περιλαμβάνονται λόγοι που αφορούν στην ευθύνη της ενάγουσας για καταβολή του καταλογισθέντος σε βάρος της ποσού, ενόψει και της παραίτησής της ως ναυτικού πράκτορα του επίδικου πλοίου, που γνωστοποιήθηκε στον …. τον Νοέμβριο 2003, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και στην τυχόν (συν)ευθύνη των εναγόμενων με την υπό κρίση αγωγή προσώπων (βλ. σχετ. και την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα από 2.9.2016 αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθ. 444/16.5.2016 απορριπτικής απόφασης του 6ου Μονομελούς Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, περί αναστολής εκτέλεσης του ως άνω από … κατασχετηρίου της Α΄ ΔΟΥ Πειραιά). Δοθέντος ότι η παρούσα δίκη αναγωγής έχει ως πρόκριμα την ευθύνη της ενάγουσας ως ναυτικής πράκτορα για την καταβολή του καταλογισθέντος σε βάρος της ποσού, προκειμένου το Δικαστήριο ν’ αχθεί σε ασφαλή κρίση και ως προς την ευθύνη των εναγομένων και εντεύθεν την υποχρέωσή τους σε καταβολή του καταλογισθέντος σε βάρος της ενάγουσας ποσού, είναι σαφές ότι επιβάλλεται η αναβολή της παρούσας δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, γενομένου δεκτού σχετικού αιτήματος που προέβαλαν οι εναγόμενοι, μέχρι την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων επί των εκκρεμών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ως άνω ανακοπών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, προκειμένου να μην εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και για τον σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης και ικανοποίησης της αρχής της οικονομίας της δίκης (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 723/1983 Δ 1984.280). Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν πρέπει να επιδικαστεί, διότι η απόφαση που αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ δεν είναι οριστική (ΠΠρΑθ 5830/2010 ό.π.). Αντίθετα, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τη δεύτερη ερημοδικασθείσα εναγόμενη (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, διότι η άσκηση του ανωτέρω ενδίκου μέσου συγχωρείται και επί μη οριστικών αποφάσεων (βλ. ΕφΑθ 4634/2009 ΕλλΔνη 2010.1054, ΠΠρΘεσ 21975/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αν υπάρχει έννομο συμφέρον [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000) 501 αριθ. 3], η δε ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας για τη δεύτερη εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων επί των κάτωθι ανακοπών της ενάγουσας κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.», νομίμως εκπροσωπουμένων, ήτοι: α) της από 20.2.2015 με αριθμό κατάθεσης 254/2015 ανακοπής κατά της υπ’ αριθ. … ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Γ΄ ΔΟΥ και της σχετικής απόφασης της …., β) της από 25.5.2015 με αριθμό κατάθεσης 735/2015 ανακοπής της κατά του από … κατασχετηρίου της Α΄ ΔΟΥ Πειραιά (αριθ. Πρωτ. … – αριθ. ειδ. βιβλίου … – αριθ. Πρωτ. ΓΓΠΣ ……) εις χείρας της τράπεζας “Eurobank Ergasias” ως τρίτης και γ) της από 27.1.2017 με αριθμό κατάθεσης 213/2017 ανακοπής της κατά του υπ’ αριθ. … κατασχετηρίου εγγράφου της Α΄ ΔΟΥ εις χείρας της τράπεζας “EFG Eurobank Ergasias” ως τρίτης, που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 19 Φεβρουαρίου 2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 26 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ