ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 1267/2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 4η Φεβρουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «….», της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται στη …, έχει εγκαταστήσει γραφείο στο …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, όπως αυτός ισχύει, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος (ΑΜΔΣΑ 10658), δυνάμει του υπ’ αριθ. … γενικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Νάκου – Μανίσαλη, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, 2) …, με …, κατοίκου …, για τους οποίους, δυνάμει αντίστοιχα των από … ειδικών πληρεξουσίων, που χορηγήθηκαν με ιδιωτικά έγγραφα, στα οποία το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, κατέθεσε κοινές προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Δήμητρα Φρουφρή (ΑΜΔΣΑ 37973), η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου ……. (…), για τον οποίο, δυνάμει του από … ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του Βαρβάρα Ράνου (ΑΜΔΣΑ 37947), η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, για τον οποίο, δυνάμει του από … ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του Ευαγγελία Ζυγογιάννη (ΑΜΔΣΑ 37579), η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 5) Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στη … και πραγματικά στη …, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 και Ν. 378/1968, όπως ισχύει, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4633/2019 και με Ε.Α.Κ. 2292/2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 17.05.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 23.01.2020 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως κανονική συμμετοχή στη δίκη στην τακτική διαδικασία νοείται η εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, παραλήπτης του εγγράφου που επιδίδεται είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο στο οποίο το έγγραφο απευθύνεται, το οποίο (νομικό πρόσωπο) αναφέρεται ως παραλήπτης και στην παραγγελία προς επίδοση, απλώς η εγχείριση του εγγράφου γίνεται στο φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπεί σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό (Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Ορφανίδη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 126, σημ. 4, σελ. 288). Aπό το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 124 και 129 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, καθώς και ότι όταν ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε ένα από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στο διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου (Βλ. ΕΠ 151/2016 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, «Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο», ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, «Ο εισαγγελέας, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίον γίνεται η επίδοση». Η πρώτη αμέσως προαναφερόμενη διάταξη, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) με διαμονή ή έδρα, αντίστοιχα, σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχει προσχωρήσει ή δεν έχει κυρώσει διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή). Στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σε αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, εκτός εάν πρόκειται για δίκες στο ειρηνοδικείο, οπότε η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο. Από το συνδυασμό της ίδιας ως άνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή σε πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν έχει προσχωρήσει ή κυρώσει (διμερή ή πολυμερή) διεθνή σύμβαση, η επίδοση θεωρείται ότι συντελείται με την επίδοση στον εισαγγελέα. Οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν ο αποδέκτης της επίδοσης έχει γνωστή διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση με το Ν. 1334/1983 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η πέμπτη εναγόμενη δεν συμμετείχε στη δίκη, διότι δεν κατέθεσε προτάσεις. Για την απόδειξη της νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου της, η ενάγουσα προσάγει με επίκληση την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …. Ειδικότερα, από την προαναφερόμενη έκθεση επίδοσης προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά «για την εταιρία με την επωνυμία «….», με καταστατική έδρα στη … …, πρόκειται, επομένως, για κράτος εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης της 15ης.11.1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Βλ. status table 14 – Convention of 15 November 1965 on the service abroad of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters – hcch.net), ούτε άλλωστε η … έχει συνάψει με το κράτος αυτό σχετική διμερή σύμβαση (Βλ. διμερείς συμβάσεις δικαστικής συνεργασίας σε αστικά και ποινικά θέματα – ministryofjustice.gr). Ωστόσο, με βάση τα ιστορούμενα από την ενάγουσα στα προεισαγωγικά τμήματα τόσο του αγωγικού δικογράφου όσο και των προτάσεών της, η παραπάνω απολειπόμενη διάδικος εδρεύει τυπικά μεν στη …, αλλά πραγματικά στη …, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 και Ν. 378/1968, όπως ισχύουν. Επομένως, εφόσον με βάση τα ιστορούμενα η παραπάνω εταιρία φέρεται να εδρεύει τυπικά στη … και πραγματικά στην …, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο, θα έπρεπε να είχε γίνει πραγματική επίδοση της αγωγής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 1, 126 παρ. 1 περ. γ’, 129 ΚΠολΔ, και όχι πλασματική επίδοση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 134 και 136 ΚΠολΔ (Βλ. ΠΠΠ 1759/1991 ΕΝΔ 1992.20, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, εφόσον δεν έλαβε χώρα νόμιμη επίδοση της αγωγής εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 προθεσμίας, πρέπει, κατά το άρθρο 271 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, η αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς την απολειπόμενη διάδικο – πέμπτη εναγόμενη, η οποία συνδέεται με δεσμό απλής παθητικής ομοδικίας με τους λοιπούς εναγόμενους (άρθρο 74 αριθ. 1 ΚΠολΔ).
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης απορρέουσας από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147 – 149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (Βλ. ΑΠ 1007/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τρεις: α) κοινή πράξη περισσότερων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσότερων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας. Στην πρώτη περίπτωση, η ζημία προέρχεται από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ο όρος κοινή πράξη λαμβάνεται με την ευρεία έννοια της αιτιώδους σύμπραξης ή συμμετοχής – με οποιαδήποτε μορφή – στην αδικοπραξία και ειδικότερα, είτε στην τέλεση της πράξης, είτε στην επαγωγή της ζημίας (Βλ. ΑΠ 367/2019 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, να προσδιορίζεται η ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και να αναφέρεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του εναγομένου και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, και υφίσταται όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (Βλ. ΑΠ 803/2019 ΤΝΠ NOMOS). IΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. στ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009 (άρθρο 28) και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού αποκλείονται τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιριών -μεταξύ των οποίων- και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων και των οργάνων τους για τις υποχρεώσεις της εταιρίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Έτσι, αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την …, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του Ν. 4072/2012. Τα προεκτεθέντα δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2893/1954), β) εταιριών συσταθέντων σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική τους έδρα (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών, πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, καθώς και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής, δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθώς και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτή ως άνω (υπό στοιχείο γ’) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ’) άδειας, υπό την ίδια εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν. 791/1978 και 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 4 του Ν. 2234/1994 και 11 παρ. Δ του Ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (Βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 812/2008 NOMOS, ΕΠ 151/2016 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100, ΕΠ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕΠ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). ΙΙΙ. Mε τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ (άρθρα 249 έως και 294) του N. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική μορφή κ.λπ.» (ΦΕΚ Α’ 86/11.4.2012), η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 330 παρ. 2), ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, αφανή και κοινοπραξία). Ειδικότερα, τα θέματα που αφορούν στην ομόρρυθμη εταιρία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 249 έως και 270, που περιλαμβάνονται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ του Μέρους αυτού. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του παραπάνω νόμου, αυτός εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, ενώ από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 του Εμπορικού Νόμου (Βλ. ΑΠ 1333/2017 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, με το άρθρο 254 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 καθιερώνεται ρητά ως δικαίωμα και συγχρόνως ως υποχρέωση όλων των εταίρων η διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρίας (Βλ. ΑΠ 1374/2013 ΧρΙΔ 2014.218, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS). Η διττή φύση της οφείλεται στο γεγονός ότι απορρέει ευθέως από την ίδια την εταιρική συμμετοχή, με βάση το άρθρο 249 του ως άνω νομοθετήματος, η οποία στις προσωπικές εταιρίες συγκροτείται από όλες εκείνες τις εξουσίες και τα καθήκοντα που είναι απαραίτητα για την προώθηση του εταιρικού σκοπού. Με αυτή την έννοια, η διαχείριση αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της υποχρέωσης κάθε εταίρου να συμμετέχει στην προώθηση του εταιρικού σκοπού (άρθρα 741, 748 ΑΚ, 249, 254 παρ. 1 Ν. 4072/2012). Εξάλλου, στην ομόρρυθμη εταιρία -ανεξάρτητα από το εάν αυτή έχει ή δεν έχει νομική προσωπικότητα- ισχύει η αρχή της αυτοδιαχείρισης, σύμφωνα με την οποία η εξουσία (και η υποχρέωση) προς διαχείριση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική ιδιότητα και, για το λόγο αυτό, δεν μπορεί ν’ ανατεθεί με την εταιρική σύμβαση ή με μεταγενέστερη απόφαση των εταίρων σε τρίτα πρόσωπα, όπως συμβαίνει στις κεφαλαιουχικές εταιρίες. Η αρχή αυτή, η οποία αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο, βρίσκει νομοθετικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 254 παρ. 1 – 2 και 257 παρ. 1 – 2 του Ν. 4072/2012. Ωστόσο, και πριν την αναθεώρηση του δικαίου των προσωπικών εταιριών με την εισαγωγή του προαναφερόμενου νομοθετήματος, η ως άνω αρχή συναγόταν από τις διατάξεις των άρθρων 748 παρ. 1, 749 παρ. 1, 754 παρ. 1, 756 και 760 ΑΚ, οι οποίες συναρτούν το καθήκον του διαχειριστή με την εταιρική ιδιότητα (Βλ. ΟλΑΠ 13/1997 ΕλλΔνη 1997.771, ΑΠ 1896/2014 ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 1374/2013, ό.π., ΕΠ 151/2016 ΤΝΠ NOMOS). Η ίδια αρχή αποτελεί, εξάλλου, ειδικότερη έκφανση της αρχής του αδιάσπαστου της εταιρικής συμμετοχής, η οποία απαγορεύει τη χωριστή διάθεση ή μεταβίβαση των επιμέρους εξουσιών που συγκροτούν την εταιρική συμμετοχή, -μεταξύ των οποίων- η εξουσία (και το καθήκον) διαχείρισης [Βλ. Μαρίνου Μ./Τριανταφυλλάκη Γ. (-Καραγκουνίδη Α.), Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, άρθρο 254, σημ. 15 και 18, σελ. 220 – 222). ΙV. Με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ θεσπίζεται η δυνατότητα του ενάγοντος να ενώσει στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο περισσότερα αντικείμενα δίκης κατά του ίδιου εναγόμενου, είτε πρόκειται για διάφορα αιτήματα είτε για διάφορες βάσεις που θεμελιώνουν το αυτό αίτημα, υπό τον όρο ότι συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που τάσσει το παραπάνω άρθρο. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 219 του ίδιου Κώδικα προβλέπεται η επικουρική διάταξη με το δικόγραφο της αγωγής περισσότερων αγωγικών βάσεων. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΠολΔ, «Είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής». Η αρχή της ως άνω απαγόρευσης της μεταβολής της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγόμενου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και, συνακόλουθα, της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο, περιλαμβάνει όχι μόνο τη γνήσια μεταβολή (αντικατάσταση ιστορικής βάσης), αλλά και την προσθήκη νέας βάσης της αγωγής ή νέας επικουρικής βάσης (Βλ. ΕΑ 5138/2008 ΤΝΠ NOMOS).
Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι η ενάγουσα εταιρία, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη …, και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ………. με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους ασκούσε τον εφοπλισμό του υπό σημαία … Φ/Γ πλοίου «…». Ότι ο πρώτος εναγόμενος από κοινού με τον ήδη αποβιώσαντα … ήταν οι μοναδικοί, άλλως κυριάρχοι μέτοχοι των δύο εταιριών με την ίδια επωνυμία «… …», οι οποίες διατηρούσαν την πραγματική τους έδρα στη … και την καταστατική τους έδρα στο … … και τη …, αντίστοιχα. Ότι οι παραπάνω είχαν ιδρύσει και την πέμπτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…», που έχει επίσης εγκαταστήσει γραφείο στην …, στην ίδια διεύθυνση που εδρεύουν πραγματικά οι παραπάνω εταιρίες, έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την αντί αμοιβής διαχείριση, αντιπροσώπευση και μεσολάβηση για τη σύναψη συμβάσεων ναυλώσεων πλοίων, και υπήρξε η αποκλειστική μεσίτρια στις συμβάσεις ναύλωσης που καταρτίζονταν για λογαριασμό της εδρεύουσας στη … εταιρίας «… …». Ότι κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους ο δεύτερος εναγόμενος ήταν υπάλληλος της πέμπτης εναγόμενης «…», ο τρίτος εναγόμενος φερόταν ως Πρόεδρος, μοναδικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στη … εταιρίας «… …», ενώ ο τέταρτος εναγόμενος ήταν υπάλληλος του πρώτου εναγόμενου και του αποβιώσαντος …. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας υπό την καθοδήγηση και παρότρυνση του πρώτου και του τρίτου των συνεναγομένων του, κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο παρέστησε ψευδώς και διαβεβαίωσε τη ναυλομεσίτρια εταιρία «….», η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας, ότι η «… …» της ……….. είχε ιδρυθεί το έτος 1984 και έκτοτε δραστηριοποιούνταν επιτυχώς στον τομέα των ναυλώσεων πλοίων, αυτή διατηρούσε μεγάλη περιουσία και ήταν φερέγγυα, είχε πιστοποιητικό καλής λειτουργίας, με βάση τον Κώδικα ISM, αποτελούσε μέλος της …, είχε εγκαταστήσει γραφείο στην …, και διατηρούσε ασφαλιστική κάλυψη στον ασφαλιστικό οργανισμό «… …» έναντι όλων των απαιτήσεων από ναύλωση ή ζημίες φορτίου. Ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο ο τέταρτος εναγόμενος συνέταξε ηλεκτρονικό μήνυμα με ψευδή στοιχεία σχετικά με την οικονομική επιφάνεια, τη φερεγγυότητα και την επιτυχή δραστηριοποίηση στον τομέα των ναυλώσεων της «… …» της ……… …, το οποίο ο δεύτερος εναγόμενος προώθησε στην ενάγουσα, μέσω της ναυλομεσίτριας εταιρίας «….». Ότι πειθόμενη από τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις η ενάγουσα εκναύλωσε κατά χρόνο το Φ/Γ πλοίο «…» στην «… …» της …….. …, καταρτισθέντος προς τούτο του από …….. ναυλοσυμφώνου. Ότι με βάση τους όρους του ναυλοσυμφώνου, η ναύλωση συμφωνήθηκε για 75 περίπου ημέρες, αντί ημερήσιου ναύλου που ανερχόταν σε 5.250 δολλάρια ΗΠΑ για τις πρώτες 65 ημέρες και σε 7.500 δολλάρια ΗΠΑ από την 66η ημέρα μέχρι τη λήξη της ναύλωσης. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης η ενάγουσα παρέδωσε το πλοίο την 07.11.2012 στον λιμένα …, με καύσιμα IFO, ποσότητας 384,28 μ.τ., συνολικής αξίας (384,28 μ.τ. Χ 650 δολλάρια ΗΠΑ ανά μ.τ. =) 249.782 δολλαρίων ΗΠΑ, και με πετρέλαιο diesel, ποσότητας 49,85 μ.τ., συνολικής αξίας (49,85 μ.τ. Χ 965 δολλάρια ΗΠΑ ανά μ.τ. =) 48.105,25 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι οι εναγόμενοι τέλεσαν τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις τους με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος οι ίδιοι, η ναυλώτρια εταιρία «… …» …, αλλά και η υποναυλώτρια εταιρία «…», στην οποία η ναυλώτρια είχε υπεκναυλώσει το πλοίο «…», κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων η ενάγουσα, η οποία δεν θα είχε καταρτίσει την εν λόγω ναύλωση, αν δεν είχαν προηγηθεί οι ως άνω ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις, υπέστη συνολική ζημία, ποσού 1.923.470,22 ευρώ, άλλως, ποσού 1.675.369,90 ευρώ, την οποία, με βάση τα ιστορούμενα, αναλύει σε επιμέρους κονδύλια ως εξής: Α) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 688.746 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής (13.05.2019) αντιστοιχεί σε 612.627,08 ευρώ, και με βάση τους χρόνους επέλευσης της ζημίας (05.03.2013, 22.03.2013, 07.04.2013, 22.04.2013, 07.05.2013, 22.05.2013) αντιστοιχεί σε 529.404,36 ευρώ, για οφειλόμενους ναύλους κατά το χρονικό διάστημα από 05.03.2013 έως 13.06.2013, αφαιρουμένων των ποσών των προμηθειών, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ιστορούνται με το αγωγικό δικόγραφο. Β) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 284.675 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 253.213,25 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (07.11.2012) αντιστοιχεί σε 223.787,54 ευρώ, για την αξία των καυσίμων που υπήρχαν επί του πλοίου κατά την παράδοσή του στη ναυλώτρια την 07.11.2012, για τα οποία, με βάση τον Όρο 2 του ναυλοσυμφώνου υπήρχε υποχρέωση πληρωμής τους από τη ναυλώτρια, αφαιρούμενου του ποσού που αντιστοιχούσε στην αξία των καυσίμων που υπήρχαν στο πλοίο κατά την επαναπαράδοσή του την 13.06.2013. Γ) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 2.500 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 2.223,70 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (13.06.2013) αντιστοιχεί σε 1.877,58 ευρώ, για έξοδα καθαρισμού των κυτών του πλοίου. Δ) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 10.157,58 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 9.034,98 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (13.06.2013) αντιστοιχεί σε 7.628,67 ευρώ, για έξοδα χρήσης τηλεφωνικών εγκαταστάσεων, διατροφής και αναψυχής, το οποίο επιβάρυνε τη ναυλώτρια, με βάση τον Όρο 80 του ναυλοσυμφώνου. Ε) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 650.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 578.163,21 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (07.06.2013) αντιστοιχεί σε 490.196,078 ευρώ, για την αξία των καυσίμων που προμηθεύθηκε η ναυλώτρια από την εταιρία «…» και δεν πλήρωσε, κατά παράβαση του Όρου 2 του ναυλοσυμφώνου, ποσό το οποίο καταβλήθηκε για λογαριασμό της από την εκναυλώτρια, προκειμένου να αποφύγει την αναγκαστική κατάσχεση του πλοίου. ΣΤ) Το ποσό των 76.650 ευρώ για έξοδα λιμένος, πλοηγικά τέλη, παροχή ρυμουλκικών υπηρεσιών και αμοιβή ναυτικού πράκτορα, κατά το χρονικό διάστημα από 05.05.2013 έως 29.05.2013, όπως αυτό αναλύεται στον συνημμένο στο αγωγικό δικόγραφο πίνακα, το οποίο με βάση τον όρο 2 του ναυλοσυμφώνου βάρυνε τη ναυλώτρια. Ζ) Το ποσό των 28.771 ευρώ για έξοδα λιμένος, πλοηγικά τέλη, παροχή ρυμουλκικών υπηρεσιών και αμοιβή ναυτικού πράκτορα, κατά το χρονικό διάστημα από 30.05.2013 έως 12.06.2013, όπως αυτό αναλύεται στον συνημμένο στο αγωγικό δικόγραφο πίνακα, το οποίο με βάση τον όρο 2 του ναυλοσυμφώνου βάρυνε τη ναυλώτρια. Η) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 24.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 21.347,56 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (07.02.2013) αντιστοιχεί σε 17.717,40 ευρώ, για έξοδα και αμοιβή υποβρύχιου καθαρισμού του πλοίου στο … την 07.02.2013. Θ) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 10.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 9.517,45 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (21.03.2013) αντιστοιχεί σε 8.288,14 ευρώ, για έξοδα και αμοιβή υποβρύχιου καθαρισμού του πλοίου στο … την 02.03.2013. Ι) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 4.810,50 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 4.278,85 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (06.11.2012) αντιστοιχεί στο 50% της αμοιβής που έπρεπε να καταβάλει η ναυλώτρια για την επιθεώρηση καταμέτρησης βυθίσματος και κατάστασης του πλοίου την 06.11.2012 και την 01.02.2013. ΙΑ) Το ποσό των 3.807,10 ευρώ για αμοιβή επιθεωρητή στο …, κατόπιν του υποθαλάσσιου καθαρισμού του πλοίου. ΙΒ) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 49.508 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 44.036,46 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (08.07.2013) αντιστοιχεί σε 38.527,62 ευρώ, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις της παραλήπτριας φορτίου «…» από βλάβη μέρους του φορτίου. ΙΓ) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 86.474 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 76.917,05 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (08.07.2013) αντιστοιχεί σε 67.294,94 ευρώ, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις των παραληπτριών φορτίου «…» και «…» από βλάβη μέρους του φορτίου. ΙΔ) Το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 226.663 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής αντιστοιχεί σε 201.612,63 ευρώ, και με βάση το χρόνο επέλευσης της ζημίας (08.07.2013) αντιστοιχεί σε 176.391,43 ευρώ, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις της παραλήπτριας φορτίου «…» από βλάβη μέρους του φορτίου. ΙΕ) Το ποσό των 1.269,85 ευρώ, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις της παραλήπτριας φορτίου «…» από βλάβη μέρους του φορτίου. Ότι εξαιτίας της παράνομων και υπαίτιων πράξεων των εναγόμενων προσβλήθηκε η φήμη, η επαγγελματική αξιοπιστία και το εμπορικό μέλλον της ενάγουσας. Ότι πέραν της αδικοπρακτικής τους ευθύνης, οι πρώτος και τρίτος των εναγόμενων ευθύνονται έναντι της ενάγουσας εις ολόκληρον με τη διάδικο ναυλώτρια εταιρία για τις οφειλές της τελευταίας από τη σύμβαση ναύλωσης, διότι η ναυλώτρια, η οποία δεν έχει εγκαταστήσει γραφείο στην …, λειτούργησε ως ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρία, και κατά τους κρίσιμους χρόνους ο πρώτος από αυτούς είχε την ιδιότητα του μέτοχου και του εν τοις πράγμασι εκπρόσωπου της εταιρίας, και ο τρίτος την ιδιότητα του Προέδρου και μοναδικού μέλους του Δ.Σ. της εταιρίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, κατόπιν παραδεκτής μερικής παραίτησης από τα αγωγικά αιτήματα με τις προτάσεις της (άρθρα 294, 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα αιτείται να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 2.423.470,22 ευρώ, άλλως το ποσό των 2.175.369,90 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη θετική ζημία που υπέστη, όπως αυτή αναλύεται παραπάνω υπό τα στοιχεία Α’ έως ΙΕ’, καθώς και σε χρηματική ικανοποίση λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 500.000 ευρώ, νομιμότοκα από την …, ημερομηνία όχλησης των αντιδίκων της, άλλως από την επίδοση της προγενέστερης από 28.12.2015 αγωγής της, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Περαιτέρω, με την από 04.02.2020 δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η ενάγουσα παραδεκτά, κατά το άρθρο 223 εδ. β’ ΚΠολΔ, περιόρισε το αγωγικό αίτημα, αιτούμενη να αναγνωριστεί η εις ολόκληρον υποχρέωση των αντιδίκων της να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 88.553,31 ευρώ, νομιμότοκα από την …, ημερομηνία όχλησης των αντιδίκων της, άλλως από την επίδοση της προγενέστερης από 28.12.2015 αγωγής της, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, αναλυόμενων των παραπάνω ποσών ως εξής: Α) Το ποσό των 44.474,09 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ισάξιο των 50.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, άλλως το ποσό των 39.682,53 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ισάξιο των 50.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, για μη καταβληθέντες ναύλους. Β) Το ποσό των 4.447,41 ευρώ, άλλως το ποσό των 3.937 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 5.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας. Γ) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 751,03 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση, την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για έξοδα καθαρισμού των κυτών. Δ) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 751,03 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση, την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για έξοδα χρήσης τηλεφωνικών εγκαταστάσεων, διατροφής και αναψυχής. Ε) Το ποσό των 35.579,27 ευρώ, άλλως το ποσό των 30.303,03 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 40.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση, την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για την αξία των καυσίμων που προμηθεύθηκε η ναυλώτρια. ΣΤ) Το ποσό των 1.000 ευρώ, για έξοδα λιμένος, πλοηγικά τέλη, παροχή ρυμουλκικών υπηρεσιών και αμοιβή ναυτικού πράκτορα, κατά το χρονικό διάστημα από 05.05.2013 έως 29.05.2013. Ζ) Το ποσό των 1.000 ευρώ, για έξοδα λιμένος, πλοηγικά τέλη, παροχή ρυμουλκικών υπηρεσιών και αμοιβή ναυτικού πράκτορα, κατά το χρονικό διάστημα από 30.05.2013 έως 12.06.2013. Η) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 738,22 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, αντίστοιχα, για έξοδα και αμοιβή υποβρύχιου καθαρισμού του πλοίου στο … την 07.02.2013. Θ) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 774,59 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για έξοδα και αμοιβή υποβρύχιου καθαρισμού του πλοίου στο … την 02.03.2013. Ι) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 781,25 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για μέρος αμοιβής επιθεώρησης καταμέτρησης βυθίσματος και κατάστασης του πλοίου την 06.11.2012 και την 01.02.2013. ΙΑ) Το ποσό των 1.000 ευρώ, για αμοιβή επιθεωρητή στο …, κατόπιν του υποθαλάσσιου καθαρισμού του πλοίου. ΙΒ) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 778,21 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις της παραλήπτριας φορτίου «…». ΙΓ) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 778,21 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις των παραληπτριών φορτίου «…» και «…». ΙΔ) Το ποσό των 889,48 ευρώ, άλλως το ποσό των 778,21 ευρώ, που αντιστοιχούν στο ισάξιο των 1.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ, αντίστοιχα, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις της παραλήπτριας φορτίου «…». IE) To ποσό των 500 ευρώ, για παροχή αντεγγύησης στην κυρία του πλοίου για τις απαιτήσεις της παραλήπτριας φορτίου «…». ΙΣΤ) Το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της ενάγουσας στην αλλοδαπή, και, συγκεκριμένα, στη …, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 7, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 18, 22, 221 παρ. 1 β’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α – Β περ. ε’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 66 παρ. 1, 80, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (Καν Βρυξέλλες Ια). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ) προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 17.05.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους εναγόμενους την ίδια ημέρα (Βλ. τις προσαγόμενες με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Εξάλλου, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την κρινόμενη υπόθεση λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Α) Ως προς την κύρια αγωγική βάση, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 14 παρ. 1 α’, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κονοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης.07.2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), προεχόντως λόγω σιωπηρής επιλογής του, καθώς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται για τη θεμελίωση των ισχυρισμών τους οι διάδικοι. Β) Ως προς την επικουρική αγωγική βάση, που θεμελιώνεται σε ευθύνη του πρώτου και του τρίτου των εναγόμενων, λόγω της ιδιότητάς τους ως ομόρρυθμων εταίρων της μη διαδίκου ναυλώτριας εταιρίας, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, διότι με βάση τα ιστορούμενα η ναυλώτρια εταιρία, η οποία έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας …, έχει πραγματική έδρα στην … και δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στη δεύτερη νομική σκέψη που παρατέθηκε παραπάνω. Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71 εδ. β’, 281, 288, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 330, 340, 345, 346, 914, 919, 922, 926, 932 ΑΚ, 386 παρ. 1 ΠΚ, 70 ΚΠολΔ, με τις ακόλουθες επισημάνσεις: Α) Το κύριο αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο ως προς την επικουρική βάση του, με την οποία η ενάγουσα αιτείται την αναγνώριση της εις ολόκληρον υποχρέωσης των αντιδίκων της να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 88.553,31 ευρώ, το οποίο (ποσό) συμπεριλαμβάνει την αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος (δολλάρια ΗΠΑ) με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά τους αντίστοιχους χρόνους επαγωγής κάθε επιμέρους ζημίας που επήλθε σε αλλοδαπό νόμισμα (Βλ. ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 38.1036), και Β) Το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα τοκοδοσίας είναι νόμιμο κατά την πρώτη επικουρική βάση του, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από την επίδοση στους εναγόμενους της προγενέστερης με όμοιο περιεχόμενο από 28.12.2015 αγωγής της ενάγουσας μέχρι την εξόφληση, ενώ τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο ως προς την κύρια βάση του, δηλαδή από την …, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται όχληση των αντιδίκων της κατά την παραπάνω ημερομηνία, χωρίς να αρκεί μόνη η επίκληση της αποστολής στη μη διάδικο ναυλώτρια του από … τιμολογίου με την τελική εκκαθάριση του λογαριασμού, γεγονός το οποίο δεν συνιστά όχληση, κατά την έννοια του άρθρου 340 ΑΚ. Περαιτέρω, ως προς την επικουρική βάση, με την οποία η ενάγουσα στρεφόμενη αποκλειστικά σε βάρος του πρώτου και τρίτου των εναγόμενων, θεμελιώνει αυτοτελή λόγο ευθύνης τους λόγω της ιδιότητάς τους ως ομόρρυθμων εταίρων της μη διαδίκου ναυλώτριας, η οποία, με βάση τα ιστορούμενα, λειτούργησε ως de facto ομόρρυθμη εταιρία, για υποχρεώσεις της τελευταίας που απορρέουν από παράνομες και υπαίτιες πράξεις των προστηθέντων της, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται παραπάνω και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 481, 741, 748 ΑΚ, 249, 254 παρ. 1, 258 παρ. 1 Ν. 4072/2012, με τις ίδιες επισημάνσεις που προαναφέρθηκαν κατά την έρευνα της κύριας αγωγικής βάσης υπό τα στοιχεία Α’ και Β’. Στο σημείο αυτό γίνεται μνεία ότι η ενάγουσα διώκει με τις προτάσεις της να θεμελιώσει επικουρική αγωγική βάση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, επικαλούμενη αυτοτελή λόγο ευθύνης του λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της μη διαδίκου ναυλώτριας εταιρίας. Όμως, ενόψει του ότι τέτοια αγωγική βάση δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, και ιδίως από την επισκόπηση των σελίδων 111 έως 119, η προσθήκη νέας αγωγικής βάσης απαράδεκτα επιχειρείται από την ενάγουσα με τις προτάσεις της, διότι προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην τέταρτη νομική σκέψη που παρατέθηκε παραπάνω. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (Βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από … έγγραφο εξόφλησης της τράπεζας ……….), να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο από αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Βλ. ΟλΑΠ 2/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και, περαιτέρω, προς αντίκρουσή της προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το δικαίωμα της αντιδίκου τους ασκείται καταχρηστικά. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους ιστορούν ότι η ενάγουσα, η οποία στρέφεται σε βάρος τους με μοναδικό σκοπό την άσκηση πίεσης, διώκει με την κρινόμενη αγωγή να ποινικοποιήσει την αστική διαφορά που ανέκυψε από τη σύμβαση ναύλωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου εταιρίας «… …». Ότι η ενάγουσα είχε στραφεί σε βάρος της αντισυμβαλλομένης της ενώπιον του Αγγλικού Διαιτητικού Δικαστηρίου και πέτυχε την έκδοση της από 16.09.2013 οριστικής διαιτητικής απόφασης, που αναγνωρίσθηκε στην … με την υπ’ αριθ. 1414/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας). Ότι η ενάγουσα επιδίωξε όψιμα να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη, υποβάλλοντας τον Ιούνιο έτους 2014 μήνυση σε βάρος τους και ασκώντας την όμοιου περιεχομένου προγενέστερη αγωγή της το Δεκέμβριο του έτους 2015, μετά την απόρριψη των αναφερόμενων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2060/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), παρόλο που η ναυλώτρια είχε εκχωρήσει σε αυτήν ήδη από την 29.10.2013 τις απαιτήσεις της κατά της υποναυλώτριας εταιρίας «… …». Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις τους, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να θεμελιώσουν καταχρηστικότητα στην άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας, αφού για τη συνδρομή της θα έπρεπε να γίνεται επίκληση και άλλων περιστάσεων που καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, τις οποίες (περιστάσεις) οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται.
Κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, «Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία». Με την παραπάνω διάταξη, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αναβάλει με απόφαση τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, κατά οποιονδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς. Έτσι, για την αναβολή της συζήτησης, απαιτείται, αφενός εκκρεμής ποινική αγωγή, αφετέρου επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση αστικής δικαιολογικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξης που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της δικαιολογικής σχέσης περιστατικά. Εκκρεμής θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξαρτήτως της εισαγωγής ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης (Βλ. ΕΑ 1504/2010 ΕφΑΔ 2010.1356). Στην προκειμένη περίπτωση από τη μελέτη των εγγράφων που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι προκύπτει ότι την 23.07.2014 η ενάγουσα υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 18.07.2014 έγκληση (με Α.Β.Μ. Δ/2014/1622) σε βάρος των εναγόμενων και του ήδη αποβιώσαντος … ………. Μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών εξέδωσε την υπ’ αριθ. … διάταξη, με την οποία απέρριψε την ως άνω έγκληση, κατά το άρθρο 47 ΚΠΔ. Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε σε βάρος της παραπάνω διάταξης την υπ’ αριθ. 108/17.07.2015 προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος δέχθηκε αυτήν και παρήγγειλε τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών να ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος του δεύτερου και του τέταρτου των εναγόμενων για την πράξη της απάτης από κοινού με προκληθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος άνω των 120.000 ευρώ και σε βάρος του πρώτου και τρίτου των εναγόμενων, καθώς και του …, για από κοινού ηθική αυτουργία στην παραπάνω πράξη. Στη συνέχεια, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση από τον Ανακριτή του 13ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η κατηγορία που αποδόθηκε κατά την κύρια ανάκριση στους εναγόμενους είναι ότι οι πρώτος και τρίτος από αυτούς, … και …, στην …….., κατά το χρονικό διάστημα από 24.10.2012 έως και 26.10.2012, ενεργώντας από κοινού μεταξύ τους, αλλά και με τον ήδη αποβιώσαντα …, με πρόθεση προκάλεσαν σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της κακουργηματικής απάτης, η οποία τελέστηκε στους παραπάνω τόπο και χρόνους από τους δεύτερο και τέταρτο των εναγόμενων, … και …. Ειδικότερα, ότι στον παραπάνω τόπο και κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, οι … και …, ενεργώντας κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο μεταξύ τους, αλλά και με τον …, με πειθώ και φορτικότητα, προκάλεσαν στους … και …, την απόφαση, -με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος η εταιρία με την επωνυμία «… …», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στην πόλη … … (εφεξής «…» …) και της οποίας ιδιοκτήτες, κατά πλειοψηφία, μέτοχοι και ουσιαστικοί διαχειριστές είναι ο … και ο … και νόμιμος εκπρόσωπος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της είναι ο …-, να παραστήσουν εν γνώσει τους ψευδώς στην εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία έχει ως αντικείμενο τη ναύλωση, εκναύλωση και εκμετάλλευση πλοίων και διέθετε προς ναύλωση το υπό σημαία … Φ/Γ πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου «…», νηολογίου … …, κυριότητας της εταιρίας «…», το οποίο η εταιρία … … επιθυμούσε να ναυλώσει: Α) Ότι η εταιρία … … είχε δήθεν ιδρυθεί το έτος 1984 και έκτοτε δραστηριοποιείται επιτυχώς στο χώρο της ναύλωσης και διαχείρισης πλοίων, έχουσα τη φήμη της πρώτης τάξης φερέγγυας ναυλώτριας, με μεγάλα κεφάλαια από την πολυετή δράση της. Β) Ότι η εταιρία … … είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, φερεγγυότητα και λόγω της άριστης οικονομικής κατάστασής της ήταν βέβαιη και εξασφαλισμένη η αποπληρωμή του ναύλου, των εξόδων της ναύλωσης, των καυσίμων και των εξόδων λιμένων, καθώς και εξασφαλισμένη και εγγυημένη κάθε οικονομική υποχρέωση που βαρύνει το ναυλωτή, επιπλέον ότι η εταιρία … … κατά την 28χρονη επιχειρηματική της ιστορία είχε ναυλώσει εκατοντάδες πλοία, όπως το πλοίο «…», μεταφορικής σε βάρος ικανότητας 41.000 τόνων, για χρονοναύλωση χρονικής περιόδου 6 μηνών, το πλοίο «…» και άλλα και ότι είχε συνεργαστεί με δεκάδες επιφανείς πλοιοκτήτριες – εφοπλίστριες και ναυλώτριες εταιρίες πλοίων, όπως οι διεθνούς φήμης … και άλλες. Γ) Ότι η εταιρία … … ήταν νόμιμα εγκατεστημένη στην … με πολυτελή γραφεία. Δ) Ότι η εν λόγω εταιρία είχε δήθεν πιστοποιητικό καλής λειτουργίας ISM και ότι είναι μέλος της διεθνούς οργάνωσης «…». Ε) Ότι η εν λόγω εταιρία ήταν δήθεν ασφαλισμένη στον διεθνούς φήμης ασφαλιστικό οργανισμό «…», και η ασφάλισή της αυτή κάλυπτε πλήρως όλες τις απαιτήσεις ναυλωτών και ιδιοκτητών φορτίων για τυχόν ζημίες στα φορτία που θα μετέφερε το πλοίο «…» και εγγυούνταν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κατασχεθεί το πλοίο ή αυτό να κρατηθεί από ιδιοκτήτες φορτίου σε περίπτωση οποιασδήποτε ζημίας επί του φορτίου, διότι ο ως άνω ασφαλιστικός οργανισμός είχε συμφωνηθεί να παράσχει αμέσως, σε περίπτωση οποιασδήποτε απαίτησης, εγγυοδοσία ή όπου απαιτούνταν, να προχωρήσει σε καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία ή απώλεια του φορτίου, ενώ η αλήθεια, την οποία αμφότεροι οι … και … γνώριζαν ήταν ότι η εταιρία … … ιδρύθηκε το έτος 2012, δεν είχε καμία περιουσία, ήταν αφερέγγυα, δεν είχε ίδια κεφάλαια, δεν είχε την οικονομική δύναμη και τη δυνατότητα να πληρώσει συνολικά το ναύλο, τα καύσιμα και τα λοιπά έξοδα, ότι δεν είχε 28χρονη επιχειρηματική ιστορία, ότι δεν είχε ναυλώσει εκατοντάδες πλοία, ότι δεν είχε συνεργαστεί με δεκάδες επιφανείς πλοιοκτήτριες – εφοπλίστριες και ναυλώτριες εταιρίες, ότι δεν είχε ποτέ εγκαταστήσει γραφείο στην …, ότι δεν διέθετε πιστοποιητικό καλής λειτουργίας ISM και δεν ήταν μέλος της …, καθώς και ότι δεν είχε καμία ασφάλιση στον οργανισμό «…», ούτε οπουδήποτε αλλού, για κινδύνους ζημίας του φορτίου. Ότι ο … και ο …, για να ενισχύσουν τις ως άνω ψευδείς τους παραστάσεις, απέστειλαν στην εγκαλούσα εταιρία στις 24.10.2012 ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο παρέθεταν πληθώρα ονομάτων πλοίων που δήθεν είχε ναυλώσει η … …. Ότι με την παράσταση των ως άνω ψευδών γεγονότων ως αληθινών, οι … και … έπεισαν την εγκαλούσα εταιρία, για λογαριασμό της οποίας ενεργούσαν ο ναυλομεσίτης … και ο εκπρόσωπος και διευθυντής της …, να συνάψει την 26.10.2012 σύμβαση ναύλωσης με τους στερεότυπους όρους του χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές χρονοναυλοσυμφώνου τύπου «…» και τους πρόσθετους όρους, δυνάμει της οποίας ναύλωσε στην εταιρία … … το υπό σημαία … Φ/Γ πλοίο «…», νηολογίου … …, κυριότητας της εταιρίας «…», το οποίο η εγκαλούσα εταιρία ως εφοπλίστρια διέθετε προς ναύλωση. Ότι η εν λόγω ναύλωση συμφωνήθηκε να διαρκέσει για ένα ταξίδι χρονοναύλωσης, πάντοτε μεταξύ ασφαλών λιμένων, ασφαλών αγκυροβολιών, εντός γεωγραφικών περιοχών ναυλοσυμφώνου, για μεταφορά γενικού φορτίου και/ή αβλαβούς χύδην φορτίου, κυρίως συσκευασμένου σε σακιά ρυζιού από Ινδία στη Δυτική Αφρική, εκτιμωμένης (πλην όμως όχι δεσμευτικής) διάρκειας περίπου 75 ημερών, έναντι καταβολής ημερήσιου χρονοναύλου που θα ανέρχεται στο ποσό των 5.250 δολλαρίων ΗΠΑ, περιλαμβανομένων υπερωριών για τις πρώτες 65 ημέρες της χρονοναύλωσης, και 7.500 δολλαρίων ΗΠΑ από την 66η ημέρα μέχρι τη λήξη της χρονοναύλωσης, με σημείο παράδοσης την Κακινάδα της Ινδίας και σημείο επαναπαράδοσης έναν λιμένα εντός της περιοχής Ντακάρ/Ντουάλα, ενώ εάν η εγκαλούσα γνώριζε την αλήθεια σχετικά με την εταιρία … …, δεν θα προχωρούσε στη σύναψη της ως άνω σύμβασης ναύλωσης. Ότι με τον τρόπο αυτό η εταιρία … … και, συνακόλουθα, οι ιδιοκτήτες της, … και …, αλλά και ο νόμιμος εκπρόσωπος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της, …, αφού η εταιρία … … είναι συμφερόντων τους, αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικού ποσού 1.199.742,10 ευρώ (ή 1.547.667,42 δολλαρίων ΗΠΑ), ποσό στο οποίο αθροίζονται οι ληξιπρόθεσμοι ναύλοι, τους οποίους η εταιρία … … δεν κατέβαλε, ως όφειλε, στην εγκαλούσα εταιρία, ενώ η τελευταία της είχε παραδώσει το πλοίο «…» και η εταιρία … … το εκμεταλλευόταν οικονομικά, το οφειλόμενο σε τρίτους τίμημα των καυσίμων του πλοίου, τα έξοδα των πρακτόρων του πλοίου, τα λιμενικά και πλοηγικά τέλη και οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών φορτίου λόγω ζημιών που υπέστησαν τα φορτία που μετέφερε το πλοίο, ποσά που κατέβαλε η εγκαλούσα εταιρία, ενώ, σύμφωνα με τη σύμβαση ναύλωσης θα έπρεπε να καταβάλει η ναυλώτρια εταιρία … …, προκαλώντας ισόποση ζημία στην εγκαλούσα εταιρία. Για τις ως άνω κατηγορίες, οι οποίες ταυτίζονται με το περιεχόμενο της κρινόμενης αγωγής και με τις αξιώσεις της ενάγουσας από την κύρια αδικοπρακτική βάση, απολογήθηκαν οι εναγόμενοι στην παρούσα δίκη, και μετά το τυπικό πέρας της ανάκρισης, με την υπ’ αριθ. 26-17/308/6 εισαγγελική πρόταση η ποινική δικογραφία εισήχθη στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το υπ’ αριθ. 1335/2018 βούλευμα έκρινε ότι οι αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους πράξεις σχετίζονταν με ναυτική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 51 παρ. 3 Β περ. ε’ Ν. 2172/1993, κηρύχθηκε αναρμόδιο για να κηρύξει το ουσιαστικό πέρας της ανάκρισης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 2 και 8 του παραπάνω νομοθετήματος και παρέπεμψε την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για τις δικές του ενέργειες. Ήδη, η ποινική δικογραφία που έχει σχηματισθεί εκκρεμεί στον Ανακριτή του Β’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιά (Βλ. το από 19.09.2019 πιστοποιητικό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς). Ενόψει του ότι το περιεχόμενο της από 18.07.2014 έγκλησης (με Α.Β.Μ. Δ/2014/1622) ταυτίζεται με αυτό της κύριας βάσης της κρινόμενης αγωγής, που θεμελιώνεται σε αδικοπραξία, με επίκληση και των στοιχείων που θεμελιώνουν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, συνεκτιμώμενου ιδίως του ότι τα επικαλούμενα από την ενάγουσα περιστατικά δεν αφορούν σε παραστάσεις αναγόμενες στο μέλλον, κατά τρόπο που θα ενδιέφερε μόνο την αστική διερεύνηση της αδικοπραξίας, αλλά αφορούν κυρίως σε παραστάσεις παρελθόντος και παρόντος, που αποτελούν αντικείμενο και της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης, κρίνεται ότι πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης ως προς την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής αίτησης που υποβλήθηκε από τους εναγόμενους με τις προτάσεις τους. Η αίτηση της ενάγουσας με την προσθήκη στις προτάσεις της περί χωρισμού της υπόθεσης, με βάση το άρθρο 247 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά το σκέλος που η κύρια αγωγική (αδικοπρακτική) βάση έχει γενεσιουργό λόγο την παράβαση εκ μέρους των εναγόμενων της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής δραστηριότητας (άρθρα 281, 281, 914 ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί, διότι τέτοιος χωρισμός δεν εξυπηρετεί τη διεξαγωγή της δίκης. Συνακόλουθα, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης και ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, καθώς, με βάση τη διάταξη του άρθρου 219 παρ. 1 ΚΠολΔ, η εξέτασή της τελεί υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας βάσης, απορριπτομένης της αίτησης περί χωρισμού που υποβλήθηκε από την ενάγουσα με την προσθήκη στις προτάσεις της.
Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής μέχρι το αμετάκλητο πέρας της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας για την οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος των τεσσάρων πρώτων εναγόμενων ποινική δίωξη για τις πράξεις που αναφέρονται παραπάνω. Διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνεται, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή μη ασκηθείσα ως προς την πέμπτη εναγόμενη.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής μέχρι το αμετάκλητο πέρας της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας επί της από 18.07.2014 (με Α.Β.Μ. Δ/2014/1622) έγκλησης της ενάγουσας, εξ αφορμής της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας αξιόποινες πράξεις.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 01.04.2020, και δημοσιεύθηκε την 08.04.2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ