Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

 

Αριθμός απόφασης            1272/2020

 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Τακτική Διαδικασία

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτιλιακής εταιρίας που τελεί σε εκκαθάριση με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Ροντήρη (ΑΜΔΣΑ 11311), δυνάμει του από … ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από δικηγόρο,  και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) … με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, για τους οποίους κατέθεσε κοινές προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Σωτηρόπουλος (ΑΜΔΣΑ 11586), δυνάμει του από … ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του δεύτερου – νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης βεβαιώθηκε από τον ίδιο δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 06.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4238/2019 και με Ε.Α.Κ. 2098/2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 08.05.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 23.12.2019 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Κατά τις διατάξεις του άρθρου 147 ΑΚ, «Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη», ενώ κατά το άρθρο 149 του ίδιου Κώδικα, «Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης δικαίωμα να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο ανορθωθεί η ζημία». Με τις παραπάνω διατάξεις η απάτη αντιμετωπίζεται: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία γεννά σε βάρος του απατήσαντος υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ). Ως απάτη κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ νοείται κάθε συμπεριφορά, η οποία τείνει να παραγάγει, να ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα αυτά ήταν επιβεβλημένη από το καθήκον διαφώτισής του, με βάση την αρχή της καλής πίστης ή λόγω της υπάρχουσας ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση (Βλ. ΕΑ 2201/2019 ΤΝΠ NOMOS). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και εάν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (Βλ. AΠ 1046/2019, ΑΠ 209/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη δήλωση βούλησης, αποκτά σημασία μόνο εντός του πλαισίου της δικαιοπραξίας, καθόσον συνιστά αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, ενώ ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί γενικοί όροι της αδικοπραξίας. Η απάτη των άρθρων 147 επ. ΑΚ διαφέρει της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, διότι η αστική διάταξη αναφέρεται σε απατηλή πρόκληση δήλωσης βούλησης, ενώ ο Ποινικός Κώδικας αναφέρεται σε διάθεση περιουσίας. Ο δόλος στην αστική απάτη αρκεί να τείνει στην παραγωγή συγκεκριμένης δήλωσης βούλησης και δεν ενδιαφέρει ο πορισμός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και ως εκ τούτου οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Επομένως, εάν η παραπλάνηση, η οποία δημιουργείται ή ενισχύεται ή διατηρείται σε κάποιο πρόσωπο από την απάτη αυτή, προκάλεσε ζημία, στην οποία υπάγεται οποιαδήποτε μείωση της περιουσίας του, γεννάται υπέρ του απατωμένου πρωτογενής αξίωση αποζημίωσης έναντι του μετερχομένου την απάτη προσώπου. Στοιχεία της απάτης κατά το άρθρο 147 ΑΚ είναι: α) η πλάνη, δηλαδή η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος είτε του μέλλοντος, β) πρόκληση της πλάνης αυτής από άλλο πρόσωπο εις βάρος του πλανώμενου, γ) η πλάνη και η παραπλάνηση να έγινε με πρόθεση, και δ) η πρόκληση «ελαττωματικής» βούλησης, συνεπεία της οποίας ο πλανηθείς προβαίνει σε δήλωση αυτής (Βλ. ΕΑ 2201/2019, ό.π.). Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία, είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας (Βλ. ΑΠ 316/2018 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 149 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση που εκείνος που παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης επιλέξει να ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ) μόνο για τη ζημία που δεν αποκαθίσταται από την ακύρωση της δικαιοπραξίας (αρνητικό διαφέρον), δηλαδή δικαιούται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, επειδή πίστευε στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Δεν δικαιούται, επομένως, να ζητήσει να αποκατασταθεί στην περιουσιακή κατάσταση που θα βρισκόταν αν οι ψευδείς ισχυρισμοί εκείνου που τον εξαπάτησε ήταν αληθινοί. Συνεπώς, δικαιούται να ζητήσει το πλήρες (θετικό) διαφέρον μόνο αν εμμένει στη δικαιοπραξία. Έτσι, στην περίπτωση που ο ενάγων ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραξίας η αποζημίωση που δικαιούται (αρνητικό διαφέρον) περιλαμβάνει: α) τη θετική του ζημία, αποτελούμενη από έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την κατάρτιση και εκτέλεση της δικαιοπραξίας, β) τη ζημία που υπέστη από την απόκρουση πρότασης προς σύναψη άλλης πλέον ευνοϊκής δικαιοπραξίας, και γ) κάθε περαιτέρω θετική ή αποθετική ζημία σε άλλα έννομα αγαθά του, που προέκυψε από τη σύμβαση που καταρτίστηκε συνεπεία της απάτης. Αντίθετα, στην αποκαταστατέα ζημία δεν περιλαμβάνεται το κέρδος του ενάγοντος αν η σύμβαση ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, αφού στην άκυρη δικαιοπραξία η αποζημίωση δεν περιλαμβάνει κέρδος αναμενόμενο από την εκπλήρωση της ενοχής [πρβλ. ΕΑ 4108/1993 Αρμ 1993/799, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS, Γεωργιάδη Α. (-Βαρελά), Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρο 149, αριθ. περιθ. 3, σελ. 282 – 283]. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της αγωγής ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω απάτης, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά της απατηλής συμπεριφοράς του εναγόμενου, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται στον ενάγοντα κάποια πεπλανημένη παράσταση, με το σκοπό να επηρεάσει την απόφασή του και συνακόλουθα να εκτίθεται ο δόλος του εναγόμενου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ απάτης και της μέσω αυτής προκληθείσας δήλωσης βούλησης (Βλ. ΑΠ 402/2018 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο η ενάγουσα προέβη στην αγορά του υπό … σημαία ιστιοφόρου σκάφους «…», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 91.000 ευρώ, πειθόμενη από τις διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου – νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρίας ότι από την παράδοση του σκάφους στην ενάγουσα τον Απρίλιο έτους 2013 η τελευταία θα είχε την χρήση και εκμετάλλευσή του. Ότι με βάση τους όρους του από … ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας του σκάφους, που συντάχθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, η ενάγουσα θα κατέβαλε με την υπογραφή το ποσό των 61.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος, ποσού 30.000 ευρώ, θα πληρωνόταν εντός της αναφερόμενης στο δικόγραφο προθεσμίας. Ότι στο συμφωνητικό περιλήφθηκε ο όρος ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης του τιμήματος το καταβληθέν μέρος του τιμήματος θα κατέπιπτε ως αποζημίωση υπέρ της εναγόμενης. Ότι η σύμβαση καταρτίσθηκε με τον όρο διατήρησης της κυριότητας από την εναγόμενη πωλήτρια και περαιτέρω περιλήφθηκε ο όρος ότι μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος η ενάγουσα θα είχε μόνο την κατοχή και χρήση του σκάφους, στερούμενη του δικαιώματος διάθεσης ή παραχώρησής του σε τρίτον. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος τη σχέση εμπιστοσύνης που τον συνέδεε με το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, δημιούργησε στον τελευταίο την εσφαλμένη αντίληψη ότι στο ιδιωτικό συμφωνητικό ήταν αναγκαίο να συμπεριληφθεί η δήλωση των συμβαλλόμενων ότι το σκάφος παραδίδεται στην αγοράστρια ταυτόχρονα με την υπογραφή του συμφωνητικού, προκειμένου με τον τρόπο αυτόν η ενάγουσα να πετύχει την έναρξη εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, παρόλο που το σκάφος θα παραδινόταν στην ενάγουσα στις αρχές Απριλίου 2013. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος παρέστησε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ότι παρόλο που η ενάγουσα θα είχε τη χρήση και εκμετάλλευση του σκάφους από τις αρχές Απριλίου 2013, ήταν αναγκαίο να περιληφθεί ως τυπικός όρος ότι μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος η ενάγουσα δεν είχε το δικαίωμα διάθεσης ή παραχώρησης του σκάφους σε τρίτον, λόγω της σχετικής δέσμευσης της εναγόμενης έναντι της ενυπόθηκης δανείστριας τράπεζας. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος διαβεβαίωσε τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ότι ο όρος περί κατάπτωσης του καταβληθέντος τιμήματος, ως αποζημίωση της εναγόμενης, για την περίπτωση της μη εμπρόθεσμης εξόφλησης είχε τεθεί στο συμφωνητικό, προκειμένου να μην προκληθεί αμφιβολία στην ενυπόθηκη δανείστρια, η οποία θα λάμβανε γνώση του συμφωνητικού, ως προς την αναζήτηση του ποσού σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της αγοράστριας. Ότι η ενάγουσα, επειδή πείσθηκε από τις παραπάνω παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου, προέβη στην υπογραφή του από … συμφωνητικού πώλησης, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, και κατέβαλε αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος το ποσό των 61.000 ευρώ. Ότι η εναγόμενη, παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας για την παράδοση του σκάφους μέχρι την 15.04.2013, επειδή είχε συμφωνήσει τη ναύλωσή του, δεν της το παρέδωσε μέχρι τον παραπάνω χρόνο, αλλά ούτε και σε μεταγενέστερο χρόνο. Ότι με τις από … εξώδικες δηλώσεις – προσκλήσεις της η ενάγουσα δήλωσε προς την αντισυμβαλλομένη της ότι θεωρεί άκυρη, λόγω απάτης, την μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση, και την κάλεσε να της επιστρέψει το καταβληθέν τίμημα. Ότι με την από … εξώδικη δήλωσή της η εναγόμενη κάλεσε την ενάγουσα να καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος, ποσού 30.000 ευρώ, μέχρι την 31.10.2013, άλλως μέχρι την 31.12.2013, και ότι στη συνέχεια, με την από … εξώδικη δήλωσή της υπαναχώρησε από τη σύμβαση, δηλώνοντας ότι κατέπεσε υπέρ αυτής, ως αποζημίωση, το ποσό που αντιστοιχούσε στο καταβληθέν τίμημα. Ότι στη συνέχεια η εναγόμενη, με την παράστασή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου ότι η ενάγουσα ήταν κάτοχος του σκάφους με βάση το από … συμφωνητικό, πέτυχε την έκδοση της αναφερόμενης στο δικόγραφο απόφασης, με την οποία αναγνωρίσθηκε προσωρινή νομέας του σκάφους και υποχρεώθηκε η ενάγουσα σε προσωρινή απόδοση της νομής και κατοχής του. Ότι εξαιτίας της περιγραφόμενης δόλιας παραπλάνησης του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας κατά την κατάρτιση του ιδιωτικού συμφωνητικού, η ενάγουσα υπέστη θετική ζημία που ισούται με το ποσό του καταβληθέντος τιμήματος, απώλεσε ναύλους των ετών 2013 έως 2016, συνολικού ποσού 108.400 ευρώ, τους οποίους θα αποκόμιζε από την εκμετάλλευση του σκάφους, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, και υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της προσβολής της φήμης και του κύρους της. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα αιτείται: Α) Να ακυρωθεί το από … ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας σκάφους, Β) Να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 199.400 ευρώ, νομιμότοκα με τις ακόλουθες διακρίσεις: α) το επιμέρους ποσό των 61.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε θετική ζημία από την καταβολή του τιμήματος, από την επομένη της επίδοσης της από … εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και β) το επιμέρους ποσό των 108.400 ευρώ, για διαφυγόντα κέρδη, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 12 παρ. 1, 13, 18, 22, 25 παρ. 2, 31 παρ. 2 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3 Α’ – Β’ περ. α’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η αγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 08.05.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στον δεύτερο εναγόμενο ατομικά και με την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης την 10.05.2019 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, …). Εξάλλου, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71 εδ. β’, 147, 149, 180, 184, 297 εδ. α’, 298, 299, 340, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 70, 71 ΚΠολΔ, εκτός από το επιμέρους κονδύλιο του υπό στοιχείου Β’ και υπο-στοιχείου β’ αιτήματος, που αφορά το ποσό των 108.400 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη, το οποίο δεν συνιστά αποκαταστατέα ζημία και ως εκ τούτου τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι εφόσον η ενάγουσα επέλεξε να ζητήσει ακύρωση της ένδικης σύμβασης, δικαιούται αποζημίωση μόνο για τη ζημία που δεν αποκαθίσταται από την ακύρωση της δικαιοπραξίας (αρνητικό διαφέρον) και δεν δικαιούται ό,τι θα αποκόμιζε αν η σύμβαση ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, το οποίο αποτελεί διαφέρον από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (θετικό διαφέρον), σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός των επικαλούμενων περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (Βλ. ΑΠ 734/2011 ΤΝΠ NOMOS), και, εν προκειμένω, με το αγωγικό δικόγραφο ιστορούνται περιστατικά δόλιας παραπλάνησης του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας κατά τη δήλωση της βούλησης για την κατάρτιση του ένδικου ιδιωτικού συμφωνητικού, με την παράσταση περιστατικών που ανάγονται στο μέλλον, με αποτέλεσμα να μην θεμελιώνεται η αγωγή και σε παράβαση του άρθρου 386 ΠΚ, όπως υπολαμβάνει η ενάγουσα. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη.

Kατά το άρθρο 157 ΑΚ, «Όταν περάσουν δύο χρόνια από τη δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση. Αν η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση που η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία η αποσβεστική προθεσμία των δυο ετών αρχίζει από την επόμενη ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλόμενου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής (Βλ. AΠ 745/2017 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 280 ΑΚ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος, αφού η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη, ενώ με βάση τη διάταξη του άρθρου 279 του ίδιου Κώδικα επί αποσβεστικής προθεσμίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 261 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί αποσβεστικής προθεσμίας, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοσή της, κατά τα άρθρα 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, «Κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή». Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του κατά του ίδιου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία. Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή από την τελεσιδικία της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή του, η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αρχικής αγωγής (πρβλ. ΑΠ 113/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι ιστορούν με τις προτάσεις τους ότι η αντίδικός τους είχε εγείρει σε βάρος τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 18.09.2013 αγωγή, χωρίς να ασκήσει με αυτήν δικαίωμα ακύρωσης της επίδικης δικαιοπραξίας. Ότι κατόπιν παραίτησης από το δικόγραφο της παραπάνω αγωγής την 12.09.2017, η ενάγουσα ήγειρε εντός του έτους 2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την κρινόμενη αγωγή, με την οποία αιτήθηκε το πρώτον την ακύρωση της επίδικης δικαιοπραξίας λόγω απάτης. Ότι το ασκούμενο από την ενάγουσα δικαίωμα ακύρωσης της επίδικης δικαιοπραξίας έχει αποσβεσθεί λόγω παρέλευσης της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ αποσβεστικής προθεσμίας, διότι από την ιστορούμενη με το αγωγικό δικόγραφο αποκάλυψη της απάτης εκ μέρους της ενάγουσας τον Απρίλιο έτους 2013 και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής, αλλά και της προγενέστερης αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει παρέλθει διετία, η οποία συμπληρώθηκε τον Απρίλιο έτους 2015. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, που προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις τους, και άλλωστε εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 157, 279 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι και σχετίζονται με την έρευνα του ισχυρισμού των εναγόμενων περί απόσβεσης του δικαιώματος της ενάγουσας προς ακύρωση της επίδικης δικαιοπραξίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η ενάγουσα είχε εγείρει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 18.09.2013 (με Γ.Α.Κ. 125087 και με Ε.Α.Κ. 3661/2013) αγωγή της σε βάρος των εναγόμενων στην παρούσα δίκη, αλλά και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία είχε προσδιοριστεί για να συζητηθεί την 24.03.2016, και μετά από αναβολή προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 10ης.05.2018. Από την επισκόπηση του περιεχομένου του δικογράφου προκύπτει ότι με την παραπάνω αγωγή η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι αντίδικοί της κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 104.000 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου στην παρούσα δίκη προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδιδόταν. Αντικείμενο της παραπάνω αγωγής δεν αποτελούσε η τυχόν ακυρότητα της επίδικης σύμβασης αγοραπωλησίας σκάφους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, αφού η ενάγουσα δεν ζήτησε με την αγωγή την ακύρωσή της, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου του δικογράφου της. Στη συνέχεια, με την από 12.09.2017 δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 02.10.2017 (με Γ.Α.Κ. 579565/2017 και με Ε.Α.Κ. 403/2017), και επιδόθηκε στους εναγόμενους την 02.10.2017 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, …), η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της παραπάνω από 18.09.2013 αγωγής της. Ακολούθως, η ενάγουσα ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 08.05.2017 (με Γ.Α.Κ. 4951/2017 και με Ε.Α.Κ. 2424/2017) αγωγή της στρεφόμενη σε βάρος των εναγόμενων στην παρούσα δίκη, η οποία έχει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, την ίδια νομική και ιστορική αιτία, και τα ίδια αιτήματα με την κρινόμενη αγωγή. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στη δικάσιμο της 14ης.11.2017, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς εξέδωσε την υπ’ αριθ. 325/2019 απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης, λόγω της σώρευσης της αίτησης περί ακύρωσης της επίδικης δικαιοπραξίας, η οποία, ως μη αποτιμητή σε χρήμα, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο. Στη συνέχεια, η ενάγουσα κατέθεσε στο Πρωτοδικείο την από 12.02.2019 κλήση προς προσδιορισμό δικασίμου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για την οποία συντάχθηκε η με Γ.Α.Κ. 1415/2019 και με Ε.Α.Κ. 682/2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου, ενώ ήδη με το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προγενέστερης από 08.05.2017 (με Γ.Α.Κ. 4951/2017 και με Ε.Α.Κ. 2424/2017) αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και από το δικόγραφο της από 12.02.2019 με Γ.Α.Κ. 1415/2019 και με Ε.Α.Κ. 682/2019 κλήσης της. Με βάση τα παραπάνω, λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη ότι με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, από τα οποία συνάγεται δικαστική ομολογία της ενάγουσας (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), η ιστορούμενη απάτη σε κάθε περίπτωση δεν εξακολούθησε πέραν της 26ης.05.2013, ημερομηνία κατά την οποία συντάχθηκε η εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση – πρόσκληση, με την οποία γίνεται αναφορά περί δόλιας παραπλάνησης της ενάγουσας κατά τη δήλωση της βούλησης δήλωσής της για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης διά του νόμιμου εκπροσώπου της, το ασκούμενο από την ενάγουσα δικαίωμα ακύρωσης της επίδικης σύμβασης έχει αποσβεσθεί από την 26.05.2015, δηλαδή ήδη πριν την έγερση της προαναφερόμενης από 08.05.2017 όμοιου περιεχομένου αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω παρέλευσης της προβλεπόμενης από το άρθρο 157 διετούς αποσβεστικής προθεσμίας, γενομένου δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων, ο οποίος, άλλωστε ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Κατόπιν τούτου, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς την αίτηση ακύρωσης του από … ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας σκάφους και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα,  αναφορικά με την σωρευόμενη αίτηση αναγνώρισης της εις ολόκληρον υποχρέωσης των εναγόμενων να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστη η ενάγουσα εξαιτίας της κατάρτισης της επίδικης σύμβασης.

Από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις του … και του … ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …, τις οποίες προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, και λήφθηκαν με επιμέλειά της μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, …), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, την οποία προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενοι και λήφθηκαν με επιμέλειά τους, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, -μεταξύ των οποίων-: α) Η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …, που λήφθηκε στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων, και λαμβάνεται υπόψη για τη συνααγωγή δικαστικών τεκμηρίων, β) Τα πρακτικά συνεδρίασης και η υπ’ αριθ. 878/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και γ) Η από … ένορκη κατάθεση της … ενώπιον της Πταισματοδίκη Αμαρουσίου, η οποία λήφθηκε στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία, που συστήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 και την … καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής με Αύξοντα Αριθμό …, έχει αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση κυριότητας, την εκμετάλλευση και τη διαχείριση επαγγελματικών πλοίων αναψυχής με … σημαία. Η εναγόμενη εταιρία, που επίσης συστήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 και έχει σκοπό την απόκτηση κυριότητας, την εκμετάλλευση και τη διαχείριση επαγγελματικών πλοίων αναψυχής με … σημαία, καταχωρήθηκε την 04.02.2010 στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής με Αύξοντα Αριθμό …. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος. Κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους η εναγόμενη ήταν κυρία του υπό … σημαία Τ/Ρ – Ε/Π σκάφους «…», με Αριθμό Νηολογίου …, κ.ο.χ. 13,84, κ.κ.χ. 12,86 και με Δ.Δ.Σ. …, το οποίο είχε αποκτήσει δι’ αγοράς από την εταιρία «…», με έγγραφη σύμβαση που καταχωρήθηκε στα βιβλία του Νηολογίου Πειραιώς, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τους διαδίκους. Επί του σκάφους αυτού την 20.03.2012 είχε εγγραφεί στα Ναυτικά Υποθηκολόγια του Νηολογίου Πειραιώς απλή ναυτική υποθήκη υπέρ της τράπεζας με την επωνυμία «….», για το ποσό των 124.022 ευρώ, πλέον τόκων, για την εξασφάλιση της αποπληρωμής της σύμβασης έντοκου δανείου, ποσού 95.401 ευρώ, που είχε καταρτισθεί εγγράφως την 14.02.2012 μεταξύ της παραπάνω τράπεζας και της εναγόμενης, με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς του σκάφους. Με βάση τους όρους της από 14.02.2012 σύμβασης αγοραπωλησίας σκάφους αναψυχής και χρηματοδότησης αυτής μέσω δανείου και του με ίδια ημερομηνία προσαρτήματος στη σύμβαση δανείου, το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο με σταθερό ετήσιο επιτόκιο 9,7% (συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς Ν. 128/1975), και ήταν αποπληρωτέο σε 72 ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, ποσού 1.752,98 ευρώ η καθεμία, με ημερομηνία πληρωμής της πρώτης δόσης την 28.04.2012. Επίσης, με βάση το άρθρο 20 της σύμβασης υπό τον τίτλο «Υποχρεώσεις Δανειολήπτη», μεταξύ των συμβαλλόμενων συμφωνήθηκε ότι: «Καθ’ όλη τη διάρκεια της παρούσας σύμβασης και μέχρι την ολοσχερή αποπληρωμή του δανείου ο Δανειολήπτης αναλαμβάνει τις ακόλουθες υποχρεώσεις έναντι της Τράπεζας: (α)… (β)… (γ) Δεν θα διαθέτει ή παραχωρεί το σκάφος σε τρίτους με οποιαδήποτε έννομη σχέση, ούτε θα το επιβαρύνει. (δ)… (ε)… (στ)… (ζ)… (η) Δεν θα πωλήσει, μεταβιβάσει ή υποθηκεύσει το σκάφος χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση της Τράπεζας». Περαιτέρω, περί τις αρχές του έτους 2013 ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, …, απευθύνθηκε στον δεύτερο εναγόμενο, με τον οποίο διατηρούσε πολυετή γνωριμία, αλλά και επαγγελματική συνεργασία ήδη από το έτος 2010, καθώς ο δεύτερος εναγόμενος είχε αναλάβει έκτοτε την αντί αμοιβής διεκπεραίωση των λογιστικών του υποθέσεων, και εκδήλωσε το ενδιαφέρον του να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στον τομέα της τουριστικής ναυτιλίας. Ο ως άνω μη διάδικος διατηρεί επιχείρηση μεσιτείας ακινήτων, ενώ στο παρελθόν είχε δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά και στον τομέα των αερομεταφορών, κατέχοντας τη θέση του διαχειριστή και εταίρου της εταιρίας «…». Κατά τη συνάντησή τους ο δεύτερος εναγόμενος ενημέρωσε τον … ότι η εναγόμενη εταιρία σκόπευε να προβεί στην αντικατάσταση του σκάφους «…» με άλλο σκάφος και του πρότεινε να προβεί στην αγορά του, παρουσιάζοντάς του ότι από τη ναύλωση του σκάφους, λόγω του τύπου του (αγωνιστικό) και των διαστάσεών του, θα αποκέρδαινε ετήσιους ναύλους τουλάχιστον 30.000 ευρώ. Ακολούθως, ο … εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για την αγορά του σκάφους, ενώ αντίστοιχο ενδιαφέρον για συμμετοχή στην εν λόγω αγορά εκδηλώθηκε από την αδελφή του παραπάνω, …, και από τον …, προσωπικό φίλο του. Οι παραπάνω αποφάσισαν τελικά να προχωρήσουν στην αγορά του σκάφους, έχοντας κρίνει ότι επρόκειτο για επωφελή επιχειρηματική κίνηση. Στη συνέχεια, ο … ανέθεσε στο δεύτερο εναγόμενο να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη σύσταση εταιρίας κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003, προκειμένου η εταιρία αυτή να συμβληθεί ως αγοράστρια στην επικείμενη σύμβαση πώλησης. Πράγματι, ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στη σύνταξη του από 14.02.2013 καταστατικού της ενάγουσας εταιρίας και στην καταχώρησή του την … στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής. Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας εταιρίας διορίσθηκαν οι: α) …, ως Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος, β) …, ως Αντιπρόεδρος και γ) ο δεύτερος εναγόμενος, ως Γραμματέας. Στη συνέχεια, την … ο δεύτερος εναγόμενος προώθησε με ηλεκτρονικό μήνυμα στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, που συντάχθηκε από δικηγόρο, και κατόπιν συζητήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών επί των όρων του συμφωνητικού, καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας σύμβαση πώλησης του σκάφους, υπογραφέντος προς τούτο του με φερόμενη ημερομηνία … ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο απέκτησε βέβαιη χρονολογία (άρθρο 446 ΚΠολΔ) με τη θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής των συμβαλλομένων από αρμόδια αρχή την 21.03.2013 και την 26.03.2013, αντίστοιχα. Με βάση τους κρίσιμους για την υπόθεση όρους του συμφωνητικού, το τίμημα της αγοραπωλησίας συμφωνήθηκε στο ποσό των 91.000 ευρώ, από το οποίο το συνολικό ποσό των 60.000 ευρώ πληρώθηκε από την ενάγουσα πριν την υπογραφή του συμφωνητικού με την παράδοση των αναφερόμενων δύο τραπεζικών επιταγών, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 30.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί άτοκα στην πωλήτρια μέχρι την 31.10.2013 (Όροι 2, 3 και 3.1). Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της παραπάνω προθεσμίας πληρωμής η αγοράστρια θα δικαιούνταν να πληρώσει το οφειλόμενο υπόλοιπο μέσα στους επόμενους δύο μήνες, επιβαρυνόμενη με τόκους υπερημερίας (Όρος 3.2), καθώς και ότι μετά την άπρακτη παρέλευση του χρονικού διαστήματος της πίστωσης η αγοράστρια θα υποχρεούται να επιστρέψει το σκάφος στην πωλήτρια και ότι στην περίπτωση αυτή το ποσό των 61.000 ευρώ θα κατέπιπτε ως αποζημίωση υπέρ της πωλήτριας (Όρος 3.3). Περαιτέρω, με τον Όρο 4 συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: «Προς εξασφάλιση της εμπρόθεσμης και ολοσχερούς αποπληρωμής του συμφωνημένου τιμήματος πώλησης ποσού 91.000 ευρώ, συμφωνείται με το παρόν παρακράτηση της κυριότητας του ως άνω περιγραφόμενου σκάφους. Η παρακράτηση της κυριότητας πραγματοποιείται υπέρ της πωλήτριας και πρώτης των συμβαλλομένων. Η κυριότητα και η νομή του εν λόγω σκάφους θα μεταβιβαστούν στην αγοράστρια μόνο εφόσον εξοφλήσει στην πωλήτρια το συμφωνηθέν με το παρόν τίμημα πώλησης ποσού 91.000 ευρώ. Μέχρι τότε η αγοράστρια θα διατηρεί την απλή κατοχή και χρήση του ιστιοφόρου σκάφους, χωρίς να έχει το δικαίωμα να το διαθέσει ή να το παραχωρήσει σε τρίτο με οποιοδήποτε νομικό τύπο ή να το επιβαρύνει. Με την ολοκληρωτική εξόφληση του τιμήματος πώλησης, η πωλήτρια εταιρία υποχρεούται να συμπράξει υπογράφοντας κάθε σχετικό έγγραφο για την μεταβίβαση κυριότητας του ιστιοφόρου σκάφους στην αγοράστρια». Τέλος, στον Όρο 5 συμπεριλήφθηκε η δήλωση των συμβαλλομένων ότι η αγοράστρια εταιρία «παρέλαβε σήμερα το πωλούμενο σκάφος, αφού πρώτα εξέτασε αυτό και όλα του τα συστήματα και εξαρτήματα και βεβαιώθηκε ότι είναι αξιόπλοο και κατάλληλο για τη χρήση που το προορίζει». Στο παραπάνω συμφωνητικό δεν περιλήφθηκε δήλωση της πωλήτριας αναφορικά με την ύπαρξη της παραπάνω περιγραφόμενης ναυτικής υποθήκης που είχε εγγραφεί υπέρ της δανείστριας τράπεζας, ωστόσο η ενάγουσα, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, είχε ενημερωθεί σχετικά από τον δεύτερο εναγόμενο σε προγενέστερο χρόνο, δηλαδή πριν την κατάρτιση της σύμβασης, γεγονός που συνομολογείται από την ίδια με το αγωγικό δικόγραφο (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια, υποβλήθηκε στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά η από … δήλωση φόρου μεταβίβασης του σκάφους, ενώ κατόπιν αποπληρωμής του δανείου εκ μέρους της πωλήτριας, έγινε η εξάλειψη της ναυτικής υποθήκης που είχε εγγραφεί επί του σκάφους, καταρτισθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. … πράξης συναίνεσης εξάλειψης απλής ναυτικής υποθήκης, που καταχωρήθηκε στα βιβλία του Νηολογίου Πειραιώς την 02.05.2013. Ενώ, δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν άλλες ενέργειες από πλευράς των συμβαλλομένων προκειμένου να καταχωρηθεί η παραπάνω σύμβαση στο νηολόγιο. Την 01.05.2013 με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας προς τον δεύτερο εναγόμενο του γνωστοποίησε την απόφαση της εταιρίας να αποσύρει το ενδιαφέρον της για την αγορά του σκάφους, ισχυριζόμενος την μη παραλαβή του μέχρι τότε. Ακολούθησε ανταλλαγή εξωδίκων μεταξύ των διαδίκων, στο πλαίσιο των οποίων, η εναγόμενη εταιρία απέστειλε τις από 20.05.2013 επιστολές, με τις οποίες καλούσε την ενάγουσα να παραλάβει τα αναφερόμενα σε αυτές έγγραφα, προκειμένου να προχωρήσει στις αναγκαίες από την πλευρά της ενέργειες για την καταχώρηση της σύμβασης, από την πλευρά της η ενάγουσα με την από … εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση – πρόσκληση κάλεσε τους εναγόμενους να ορίσουν τόπο και ημερομηνία για την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος και την ακύρωση του επίδικου συμφωνητικού, και σε απάντηση οι εναγόμενοι με την από … εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση καλούσε την ενάγουσα να τηρήσει τους όρους της σύμβασης, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση που η τελευταία επέλεγε να υπαναχωρήσει από αυτήν θα ασκούσε τα δικαιώματά της από το συμφωνητικό. Τελικά, παρόλο που καταβλήθηκαν προσπάθειες από τους διαδίκους για την επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ τους, και στο πλαίσιο αυτό η εναγόμενη πωλήτρια παρέδωσε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας τα έγγραφα που αναφέρονται στο από … πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, προκειμένου να λάβει χώρα η καταχώρηση στο νηολόγιο, αυτές τελικά δεν ευοδώθηκαν. Η ενάγουσα αποδίδει τη ζημία της στην παραπλανητική συμπεριφορά που επέδειξε ο δεύτερος εναγόμενος κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης. Ειδικότερα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με την υπογραφή του συμφωνητικού προέβη σε δήλωση βούλησης, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, επειδή παραπλανήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης, και, συγκεκριμένα, αφενός ως προς τον όρο που προέβλεπε ότι μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος η ενάγουσα θα είχε μόνο την κατοχή και χρήση του σκάφους, στερούμενη του δικαιώματος διάθεσης ή παραχώρησής του σε τρίτον (Όρος 4), καθώς και ως προς τον όρο που προέβλεπε ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης του πιστωθέντος μέρους του τιμήματος θα κατέπιπτε, ως αποζημίωση υπέρ της εναγόμενης πωλήτριας, το καταβληθέν μέρος του τιμήματος, ποσού 61.000 ευρώ (Όρος 3.3). Αναφορικά με τον πρώτο από τους παραπάνω όρους αποδεικνύεται ότι αυτός συμπεριλήφθηκε στο συμφωνητικό, προφανώς προκειμένου η εναγόμενη πωλήτρια να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι της δανείστριας τράπεζας, δυνάμει του άρθρου 20 περ. γ’ της από 14.02.2012 σύμβασης δανείου, το οποίο προέβλεπε ότι μέχρι την ολοσχερή αποπληρωμή του δανείου η δανειολήπτρια αναλάμβανε την υποχρέωση να μη διαθέσει ή να παραχωρήσει το σκάφος σε τρίτους με οποιαδήποτε έννομη σχέση, επομένως, δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραπλάνηση της ενάγουσας εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, ενόψει μάλιστα του ότι η ενάγουσα, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, πριν την κατάρτιση της σύμβασης τελούσε σε γνώση ότι η πωλήτρια είχε συνάψει σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση του οποίου είχε εγγραφεί ναυτική υποθήκη, όπως προαναφέρθηκε. Αναφορικά με τον όρο που συμπεριλήφθηκε στο συμφωνητικό περί κατάπτωσης του καταβληθέντος τιμήματος υπέρ της εναγόμενης πωλήτριας, ως αποζημίωση για την περίπτωση της μη εμπρόθεσμης εξόφλησης του τιμήματος, επίσης δεν υπήρξε πλάνη, δηλαδή εσφαλμένη αντίληψη, της ενάγουσας, κρίση που συνάγεται από το γεγονός ότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της  αφού εξέτασε το σχέδιο του συμφωνητικού που απέστειλε σε αυτόν με ηλεκτρονικό μήνυμα ο δεύτερος εναγόμενος την …, απάντησε την ίδια ημέρα με ηλεκτρονικό μήνυμα διατυπώνοντας την ακόλουθη παρατήρηση αναφορικά με τον παραπάνω όρο: «…Ο Όρος στο να χάσουμε τις 61.000 αν καθυστερήσουμε την πληρωμή είναι λίγο σκληρός δεδομένης της σχέσης μας, παρ’ όλα αυτά θα τον δεχτώ μια και δεν υπάρχει πρόθεση στο να μην πληρώσω…». Από τη διατύπωση της εν λόγω παρατήρησης συνάγεται ότι δεν υπήρξε πλάνη ως προς την εκτίμηση του σχετικού όρου που περιλήφθηκε στο συμφωνητικό, αντίθετα, προκύπτει ότι η ενάγουσα, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, επεξεργάσθηκε τον όρο αυτό και αποδέχθηκε το περιεχόμενό του, όπως αυτό διατυπώθηκε. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αντικρούεται από όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες της ενάγουσας, … και …, με τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις τους, τα οποία ελέγχονται ως μη πειστικά, και αντικρούονται από το ως άνω περιεχόμενο του από … ηλεκτρονικού μηνύματος. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν είχε αναθέσει σε δικηγόρο τον έλεγχο του σχεδίου του επίδικου ιδιωτικού συμφωνητικού, δεν αποδείχθηκε ότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της αδυνατούσε να αντιληφθεί και να εκτιμήσει το περιεχόμενό του ή ότι διατηρούσε οποιεσδήποτε αμφιβολίες ως προς τις έννομες συνέπειες που συνεπαγόταν η κατάρτιση της επίδικης σύμβασης με τους παραπάνω όρους, διότι αυτός δεν στερούνταν της ικανότητας πρόσληψης και επεξεργασίας όλων των σχετικών πληροφοριών, σχετικά με τη διαμόρφωση του περιεχόμενου της σύμβασης, κρίση που συνάγεται από το γεγονός ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας είναι επιχειρηματίας, που διατηρεί επιχείρηση μεσιτείας ακινήτων και έχει δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά και στον τομέα των αερομεταφορών, όπως προαναφέρθηκε, και με βάση την παραδοχή αυτή το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), ότι ο παραπάνω είχε εμπερία στην κατάρτιση συμβάσεων και μπορούσε να συναλλαγεί επιτυχώς προς το συμφέρον του ίδιου ή προς το συμφέρον εταιριών συμφερόντων του. Με βάση τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε απατηλή συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, εξαιτίας της οποίας η ενάγουσα, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, συμβλήθηκε στην επίδικη σύμβαση. Περαιτέρω, αναφορικά με τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ο δεύτερος εναγόμενος δημιούργησε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας την εσφαλμένη αντίληψη ότι στο ιδιωτικό συμφωνητικό έπρεπε να συμπεριληφθεί η δήλωση των συμβαλλόμενων ότι το σκάφος παραδόθηκε στην αγοράστρια ταυτόχρονα με την υπογραφή του συμφωνητικού, προκειμένου με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα να πετύχει την έναρξη εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, προεχόντως για τον λόγο δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω δήλωση των συμβαλλόμενων ήταν προϊόν απάτης, διότι η ενάγουσα, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, γνώριζε τους όρους και το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης και δεν είχε εσφαλμένη αντίληψη των πραγματικών περιστατικών, οπότε δεν υπάρχει πλάνη της. Το εάν η εναγόμενη πωλήτρια παρέδωσε ή όχι το σκάφος κατά την κατάρτιση της σύμβασης είναι αδιάφορο για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου, ενόψει μάλιστα του ότι μέχρι την 01.05.2013 η ενάγουσα δεν διαρτυρήθηκε για την μη παράδοση της κατοχής του σκάφους. Σε κάθε όμως περίπτωση, η ενάγουσα παρέλαβε την κατοχή του σκάφους κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης, κρίση που συνάγεται από την επισκόπηση του περιεχομένου της υπ’ αριθ. 878/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία εκδόθηκε επί της από 24.01.2014 αίτησης της εναγόμενης εταιρίας στην παρούσα δίκη και στρεφόταν σε βάρος της ενάγουσας, με την οποία η εναγόμενη στην παρούσα δίκη αναγνωρίσθηκε προσωρινή νομέας του σκάφους και υποχρεώθηκε η ενάγουσα να αποδώσει στην ενάγουσα τη νομή και κατοχή του. Η ως άνω κρίση περί παραλαβής του σκάφους από την ενάγουσα ενισχύεται και από την ένορκη κατάθεση της …, κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε από την Πταισματοδίκη Αμαρουσίου, κατόπιν της από 24.07.2013 έγκλησης της ενάγουσας σε βάρος των εναγόμενων, από την οποία προκύπτει ότι η παράδοση του σκάφους στους ναυλωτές (check in) για το χρονικό διάστημα από 27 έως 30 Απριλίου 2013 έγινε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, … και από τον μέτοχο της ενάγουσας, …, και δεν αντικρούεται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, που κρίνονται ως μη πειστικές. Με βάση τα παραπάνω, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου έναντι της ενάγουσας, με σκοπό την εξαπάτηση της ενάγουσας, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από την ενάγουσα, όπως και του αιτήματος της για εξέταση των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων (άρθρα 415 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς τα επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα από τους διαδίκους κρίνονται επαρκή από το Δικαστήριο για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως.

Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν αποδείχθηκε απατηλή συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, από την οποία προκλήθηκε πλάνη της ενάγουσας, συνεπεία της οποίας προκλήθηκε ελαττωματική βούληση για τη σύναψη της επίδικης δικαιοπραξίας, ούτε, όμως, αποδείχθηκε ότι συντρέχει αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, πρέπει η αγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, πρέπει η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, να υποχρεωθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αντιδίκων της, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1 (i) περ. α΄ Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 1η.04.2020, και δημοσιεύθηκε την 8.4.2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ