ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 1227/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 12η Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: … του … και της …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, που εμφανίστηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρούσα – Αναστασία Ανδρεάδη (ΑΜΔΣΑ 34936), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/12.11.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου … (οδός …), και 2) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», με διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Πατουλιώτη (ΑΜΔΣΑ 25186), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/11.11.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η καλούσα – ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 31.07.2014 με Γ.Α.Κ. 36588/2014 και με Α.Κ. 5183/2014 αγωγή της στρεφόμενη σε βάρος των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, …. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία στη δικάσιμο της 13ης.12.2018, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 464/2019 απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο θεώρησε την αγωγή μη ασκηθείσα ως προς τον παραπάνω μη διάδικο στην παρούσα δίκη, λόγω παραίτησης από το δικόγραφο ως προς αυτόν, κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου. Ήδη, με την από 01.09.2019 με Γ.Α.Κ. 8634/2019 και με Ε.Α.Κ. 4335/2019 κλήση της καλούσας – ενάγουσας η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή». Κατά την προκριτέα από το παρόν Δικαστήριο άποψη, από τη διάταξη του εδαφίου β’ του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι η δέσμευση του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής. Επομένως, το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή και εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση μπορεί να αποφανθεί για τη δική του αρμοδιότητα και, ακόμη, όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την αναπέμψει στο δικαστήριο που την παρέπεμψε καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε άλλο δικαστήριο (Βλ. ΕΠ 59/2016, ΕΘ 168/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 και 222 ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της αγωγής, η κατάθεσή της συνεπάγεται εκκρεμοδικία, λόγω της οποίας αναστέλλεται η εκδίκαση άλλης αγωγής, για την ίδια επίδικη διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα. Η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την άσκηση της αγωγής παύει με την έκδοση οριστικής απόφασης, με την οποία περατώνεται η δίκη. Όμως, σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής λόγω αρμοδιότητας απόφασης η εκκρεμοδικία δεν παύει, αλλά αντίθετα διατηρείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι, παρόλο που η περί παραπομπής απόφαση είναι οριστική, η διαφορά εξακολουθεί να είναι εκκρεμής στο δικαστήριο της παραπομπής, δηλαδή η εκκρεμοδικία μετατίθεται αυτοδικαίως από το αναρμόδιο στο αρμόδιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να διατηρούνται και μετά την παραπομπή οι συνέπειες από την άσκηση της αγωγής (Βλ. ΕΠ 157/2009, ΕΠατρ 43/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΘ 575/1990 ΕλλΔνη 31.1331). Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 46 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 513 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική και υπόκειται σε έφεση, πλην όμως τόσο η προθεσμία, όσο και η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν μόνο τη δεσμευτικότητα της διαπλαστικής ενέργειας της περί παραπομπής απόφασης και όχι τη μετάθεση της εκκρεμοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η οποία γίνεται αυτομάτως με την έκδοση της απόφασης (άρθρο 46 εδ. γ’ ΚΠολΔ). Γι’ αυτό η κλήση προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης δεν είναι απαράδεκτη, αλλά, απλώς το δικαστήριο δεν δεσμεύεται ακόμη να δεχθεί την ύπαρξη αρμοδιότητάς του (Βλ. ΕΚρ 502/1991 Αρμ 1992.743). Τέλος, η έλλειψη τελεσιδικίας της περί παραπομπής απόφασης προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από τον εναγόμενο, όταν το δικαστήριο διέταξε την παραπομπή κατά παραδοχή σχετικής ένστασής του [Βλ. ΕΑ 4322/1995 Δ 1996.1186, 1187, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία Ι, αριθ. 9, σελ. 147, Απαλαγάκη Χ. (-Μπαλογιάννη Ε./Πετροπούλου Π), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 46, αριθ. περιθ. 6, σελ. 163]. Στην προκειμένη περίπτωση παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 01.09.2019 με Γ.Α.Κ. 8634/2019 και με Ε.Α.Κ. 4335/2019 κλήση της καλούσας – ενάγουσας η από 31.07.2014 με Γ.Α.Κ. 36588/2014 και με Α.Κ. 5183/2014 αγωγή της, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 464/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), με την οποία το δικαστήριο θεώρησε την αγωγή μη ασκηθείσα ως προς τον εναγόμενο – μη διάδικο στην παρούσα δίκη, …, λόγω παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής ως προς αυτόν, κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου, χωρίς να δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο επειδή δεν έχει τελεσιδικήσει η παραπάνω παραπεμπτική απόφαση, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους, οι οποίοι μάλιστα προβάλλουν τον σχετικό ισχυρισμό χωρίς έννομο συμφέρον, διότι το παραπάνω δικαστήριο διέταξε την παραπομπή της υπόθεσης κατά παραδοχή της ένστασής τους περί λειτουργικής αναρμοδιότητας.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδ. β’, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς αποζημίωση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς προσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (Βλ. ΑΠ 325/2018, ΑΠ 345/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, όταν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση της αόριστης νομικής έννοιας της αμέλειας του εναγόμενου είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, χωρίς να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ (Βλ. ΑΠ 1513/2014, ΑΠ 77/2014, ΑΠ 1653/2010, ΕΠ 570/2015, ΜονΕΠ 180/2015, ΜονΕΠ 617/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, «ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του». Η εφαρμογή της παραπάνω διάταξης προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει, όταν ο προστήσας, ο οποίος μπορεί να είναι και αντιπροσωπευόμενος σε υλικές ενέργειες, διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα αντιπρόσωπό του, κατά τη διενέργεια υλικών, κυρίως, ενεργειών σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφόσον, μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν, υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Βλ. ΑΠ 974/2018 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105, 106 ΚΙΝΔ, 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για την αδικοπραξία που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα, όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εν λόγω υπηρεσία, αλλά τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με αυτήν, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Βλ. ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 380/2008, ΕΠ 570/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσοτέρων προσώπων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τρεις: α) κοινή πράξη περισσοτέρων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας. Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή της παράλληλης ευθύνης, περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από το νόμο, αυτοτελώς το καθένα, για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει στο πεδίο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής ευθύνης. Έτσι, με βάση την περίπτωση της παράλληλης ευθύνης, για την αποκατάσταση της ζημίας ευθύνονται ο προστήσας και ο προστηθείς. Όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ, θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη των περισσοτέρων προσώπων, δηλαδή δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ. Προϋπόθεση, όμως, της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή από τον ζημιωθέντα περισσοτέρων προσώπων, φερομένων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νομίμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά (πρβλ. ΑΠ 96/2018 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 εδ. α’ AK, «Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον, ή θα ξοδεύει επιπλέον, εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του». Στα νοσήλια περιλαμβάνεται κάθε δαπάνη που έγινε ή κρίθηκε αναγκαία να γίνει για την αποκατάσταση της υγείας του θύματος, μεταξύ των οποίων και οι πλασματικές δαπάνες του παθόντος προσώπου για τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι οικείοι του, σε περίπτωση αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση, οι οποίες αποτελούν αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 929, 298 και 930 εδ. γ’ ΑΚ, για τη ζημία που υπέστη ο παθών. Η αποζημίωση που αποδίδεται στον παθόντα προς αποκατάσταση της συγκεκριμένης ζημίας του, εξαρτάται από την ύπαρξη και το ύψος αυτής της ζημίας, η οποία νοείται ως η διαφορά της περιουσίας του παθόντος πριν και μετά το ατύχημα, είναι μετρήσιμη και εξαρτάται από τις αποδείξεις και, συνεπώς, δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή, ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της αναλογικότητας (Βλ. ΑΠ 80/2018 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, περιεχόμενο της κατά το άρθρο 929 ΑΚ αποζημίωσης, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας, είναι και η δαπάνη για την λήψη ειδικής βελτιωμένης τροφής, όταν αυτό επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1276/2005). Απαραίτητα, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία της σχετικής αγωγής για την πληρότητά της είναι η φύση των τραυμάτων του σώματος ή της βλάβης της υγείας, το είδος της επιπλέον τροφής και η αξία της. Τα αποδεικτικά μέσα και κυρίως ιατρικά πιστοποιητικά από τα οποία προκύπτει η ανάγκη για λήψη της βελτιωμένης τροφής και το είδος της δεν αποτελούν περιεχόμενο της σχετικής αγωγής (Βλ. ΑΠ 782/2017 ΤΝΠ NOMOS). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, να προσδιορίζεται η ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και να αναφέρεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του εναγομένου και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, και υφίσταται όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (Βλ. ΑΠ 803/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο η ενάγουσα επέβαινε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…», πλοιοκτησίας της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης εταιρίας, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο πρώτος καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος, με την ιδιότητα του Προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου. Ότι κατά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Ραφήνας και πριν την αποβίβασή της η ενάγουσα υπέστη κάταγμα αριστερής κνήμης – περόνης, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι εξαιτίας του τραυματισμού της, ο οποίος οφείλεται στην περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, η ενάγουσα νοσηλεύτηκε κατά το χρονικό διάστημα από 24.08.2009 έως 03.09.2009 και υποβλήθηκε σε ιατρικές δαπάνες, συνολικού ποσού (18 + 42,50 + 4,86 + 71,79 =) 137,15 ευρώ, όπως κάθε επιμέρους ποσό αναλύεται με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι από την ημέρα του τραυματισμού της και μέχρι την 17.01.2010 η ενάγουσα αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ανάγκη πρόσθετων υπηρεσιών και φροντίδων, τις οποίες παρείχε ο σύζυγός της, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο. Ότι κατόπιν σύστασης των θεραπόντων ιατρών της η ενάγουσα έλαβε βελτιωμένη τροφή για χρονικό διάστημα τριών μηνών και δαπάνησε για την αιτία αυτή το ποσό των (10 ευρώ ανά ημέρα Χ 90 ημέρες =) 900 ευρώ. Ότι εξαιτίας του τραυματισμού της η ενάγουσα απώλεσε τα εισοδήματα που θα εισέπραττε από την εργασία της κατά το χρονικό διάστημα από 24.08.2009 έως 17.01.2010, τα οποία, αφαιρουμένων των ποσών που εισέπραξε από τον ασφαλιστικό της φορέα, ανέρχονται σε 2.774,62 ευρώ. Ότι εξαιτίας της σε βάρος της αδικοπραξίας η ενάγουσα υπέστη και ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, κατόπιν παραδεκτής τροπής του συνολικού αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), η καλούσα – ενάγουσα αιτείται να αναγνωριστεί ότι οι αντίδικοί της οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, για ιατρικές δαπάνες, για πλασματική αμοιβή υποκατάστατης δύναμης, για λήψη βελτιωμένης τροφής, για απώλεια εισοδημάτων, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο αναλύεται με το αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 46.111,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η καλούσα – ενάγουσα αιτείται να απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να κηρυχθεί η απόφαση, πλην του αιτήματος της προσωπικής κράτησης, προσωρινά εκτελεστή. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 7, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α – Β περ. δ’ του Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4, 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθώς με το αγωγικό δικόγραφο αναφέρονται με επάρκεια τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, μέλους του πληρώματος της συνεναγόμενης εταιρίας, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ιστορούμενης συμπεριφοράς και της ζημίας που προκλήθηκε στην καλούσα – ενάγουσα, τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη ζημία της και την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και ο νόμιμος λόγος ευθύνης της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης εταιρίας (Βλ. ΑΠ 803/2019, ό.π.), απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους, με την επισήμανση ότι η συγκεκριμενοποίηση της αμέλειας είναι επιτρεπτή με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα ιστορούμενα στην αγωγή (Βλ. ΑΠ 1513/2014, ΑΠ 77/2014, ΑΠ 1653/2010, ΕΠ 570/2015, ΜονΕΠ 180/2015, ΜονΕΠ 617/2014, ό.π.). Εξάλλου, η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 914, 922, 926, 929, 930 εδ. γ’, 932 ΑΚ, 84 εδ. β’ ΚΙΝΔ, 70 ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας και την αίτηση περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, τα οποία μετά την τροπή του κύριου καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό καθίστανται μη νόμιμα και απορριπτέα. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, μετά την τροπή του κύριου αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Aπό τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και, επομένως, και σε αυτή από αδικοπραξία των άρθρων 914 επ. ΑΚ συνάγεται ότι όταν στη γένεση ή την επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής (Βλ. ΑΠ 270/2018, ΑΠ 204/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 261, 262, 335, 338 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι στη ζημία συντέλεσε και ο ενάγων, αποτελεί ένσταση, την οποία οφείλει αυτός να αποδείξει (Βλ. ΜονΕΠ 115/2016 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή ως προς τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τις συνθήκες του ατυχήματος και την ιστορούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου από αυτούς. Περαιτέρω, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, και αναπτύσσεται με τις προτάσεις, οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι προβάλλουν επικουρικά τον ισχυρισμό ότι η αντίδικός τους είναι συνυπαίτια στην επέλευση του ένδικου ατυχήματος σε ποσοστό 99%. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους οι παραπάνω ιστορούν ότι το συντρέχον πταίσμα της αντιδίκου τους συνίσταται στο ότι αυτή δεν επέδειξε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει ως μέσος συνετός επιβάτης, διότι δεν βάδιζε με προσοχή. Ο παραπάνω ισχυρισμός των εναγόμενων προβλήθηκε παραδεκτά και είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 300 ΑΚ και 262 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι -μεταξύ των οποίων-: α) τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 13ης.12.2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου, που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Βλ. MονΕΠ 617/2014 ΤΝΠ NOMOS), β) τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε για το ένδικο ατύχημα, καθώς και η υπ’ αριθ. 76105/2016 έκθεση πρακτικών και απόφαση του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Βλ. AΠ 359/2011, ΕΠ 331/2016, ΕΠ 87/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS – πρβλ. ΑΠ 640/2019 ΤΝΠ NOMOS), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 24.08.2009 και περί ώρα 13.30 η ενάγουσα, ηλικίας τότε περίπου 51 ετών, επιβιβάσθηκε μαζί με τον σύζυγό της, …, στον λιμένα της Άνδρου επί του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας, προκειμένου να μεταβούν στη Ραφήνα. Κατά τον παραπάνω χρόνο στο πλοίο ήταν ναυτολογημένος, με την ειδικότητα του Αρχιθαλαμηπόλου Προϊστάμενου, ο εναγόμενος …. Περί ώρα 16.20, ενώ το πλοίο είχε καταπλεύσει στη Ραφήνα, η ενάγουσα, καθώς εξερχόταν από τις τουαλέτες που βρίσκονταν στο χώρο του σαλονιού VIP, γλίστρησε εξαιτίας ολισθηρότητας του δαπέδου, λόγω συσσώρευσης υδάτων μπροστά από τη θύρα εισόδου/εξόδου, με αποτέλεσμα να πέσει στο δάπεδο και να τραυματισθεί στο αριστερό της πόδι, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αρνητικού ισχυρισμού ότι η πτώση της ενάγουσας και ο τραυματισμός της οφείλονται σε απώλεια της ισορροπίας της λόγω πρόσκρουσης στο υπερυψωμένο διαχωριστικό της θύρας εισόδου/εξόδου. Η κρίση του Δικαστηρίου περί ολισθηρότητας του δαπέδου λόγω συσσώρευσης υδάτων δεν αντικρούεται από όσα διαπιστώθηκαν κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε από κλιμάκιο του Τμήματος Επιθεώρησης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Λαυρίου στο πλαίσιο της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε για το ένδικο συμβάν. Ειδικότερα, από την επισκόπηση του με ημερομηνία 18.12.2010 υπηρεσιακού σημειώματος του ΤΚΕΠ Λαυρίου, προκύπτει ότι κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε την 18.11.2010 στο σαλόνι VIP και το WC του χώρου του «…» διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: «1. Δάπεδο σαλονιού επιστρωμένο με ειδικό ξύλο, το οποίο έχει αντιολισθητικές ιδιότητες, κατόπιν δοκιμής με ρίψη ύδατος. 2. Ρείθρο εισόδου WC ειδικά σημασμένο με τη φράση «WATCH YOUR STEP – ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΠΟΥ ΠΑΤΑΤΕ», καθώς και διαγραμμίσεις κίτρινες – μαύρες, εξωτερικού ύψους 19 εκατ. και εσωτερικού 17 εκατ. λόγω της επίστρωσης του δαπέδου. 3. Δάπεδο WC με τοποθετημένο κεραμικό πλακίδιο με ραβδώσεις αντιολίσθησης». Όμως, αφενός η παραπάνω αυτοψία διενεργήθηκε τέσσερις περίπου μήνες μετά το ένδικο συμβάν, αφετέρου το γεγονός ότι διαπιστώθηκε ότι το πλοίο συμμορφώνεται με τις διατάξεις του τότε ισχύοντος π.δ. 101/1995 (Κανονισμός ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων) και ότι το δάπεδο έχει αντιολισθητικές ιδιότητες δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου ότι αποκλείεται να γλιστρήσει κάποιος λόγω σωρευθέντων υδάτων ή άλλων υγρών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το ένδικο ατύχημα, κατά το οποίο προκλήθηκε ο τραυματισμός της ενάγουσας, οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια του εναγόμενου Προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου, ο οποίος δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ειδικότερα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 112 και 113 του β.δ. 683 της 04-08/4.10.1960 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.ο.χ. και άνω», όπως το πρώτο άρθρο ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 π.δ. 22/2017 (ΦΕΚ Α’ 40/30.03.2017), ο παραπάνω εναγόμενος, ως υπαξιωματικός υπόλογος επί της υπηρεσίας διαμερισμάτων των διαφόρων θέσεων και του κατώτερου προσωπικού αυτών, και ως Προϊστάμενος όλων των υπηρετούντων Αρχιθαλαμηπόλων, Θαλαμηπόλων και Επίκουρων Θαλαμηπόλων, όφειλε να καθορίζει τις φυλακές αυτών, να κατανέμει την εργασία καθενός και να επιβλέπει την καλή εκτέλεσή της, καθώς επίσης να εκτελεί επιθεωρήσεις όλων των χώρων που προορίζονται για τη χρήση των επιβατών. Όμως αυτός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του παρέλειψε να ασκήσει την επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις επίβλεψη των χώρων που προορίζονται για τη χρήση των επιβατών, και δεν έλαβε όλα τα κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια των επιβατών, επιβλέποντας την καλή εκτέλεση των εργασιών που είχε κατανείμει στους υφισταμένους του, ώστε οι κοινόχρηστοι χώροι να παραμένουν καθαροί από ύδατα και άλλα υγρά, ενόψει μάλιστα και της αυξημένης επιβατικής κίνησης από και προς τα νησιά της χώρας κατά τους θερινούς μήνες, συνθήκες οι οποίες συνέτρεχαν κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος και επέβαλαν ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Συγκεκριμένα, ο παραπάνω δεν επέβλεψε τους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου, συμπεριλαμβανομένου του χώρου του σαλονιού VIP, ούτε όμως επέβλεψε την καλή εκτέλεση των εργασιών που είχε αναθέσει σε μέλη του πληρώματος, προκειμένου να διατηρούνται οι χώροι καθαροί από υγρά και εάν αυτός είχε προβεί στις παραπάνω ενέργειες δεν θα είχαν σωρευθεί υγρά στο χώρο μπροστά από τη θύρα εισόδου/εξόδου WC, και θα είχε αποφευχθεί ο τραυματισμός της ενάγουσας. Η κρίση του Δικαστηρίου περί συγκλίνουσας αμέλειας του παραπάνω διαδίκου στην πρόκληση του τραυματισμού της ενάγουσας ενισχύεται από την επισκόπηση της υπ’ αριθ. 76105/2016 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με την οποία ο παραπάνω κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, και μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών. Σημειώνεται ότι ο καταδικασθείς άσκησε σε βάρος της παραπάνω απόφασης την υπ’ αριθ. 6240/2016 έφεση, όμως με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα η απόφαση τέθηκε στο αρχείο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 Ν. 4411/2016. Περαιτέρω, η κρίση του Δικαστηρίου περί συγκλίνουσας αμέλειας του παραπάνω εναγόμενου, λόγω της μη επίβλεψης της καλής εκτέλεσης των εργασιών που είχε αναθέσει σε άλλα μέλη του πληρώματος, δεν αντικρούεται από την ένορκη κατάθεση του επίκουρου Θαλαμηπόλου, …, ο οποίος στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας κατέθεσε ότι: «Στο σημείο που έπεσε η κυρία αλλά και γενικότερα σε όλους τους εσωτερικούς χώρους του πλοίου δεν αφήνουμε να υπάρχουν στο δάπεδο νερά ή άλλα υγρά. Μάλιστα την συγκεκριμένη ημέρα επειδή το πλοίο είχε πάρα πολύ κόσμο έλεγχα και καθάριζα τις τουαλέτες και το σαλόνι πολύ συχνά, δηλαδή σε χρονικά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των 15 με 20 λεπτών», διότι από όσα σχετικά κατέθεσε δεν προκύπτει ότι ο εναγόμενος επέβλεπε την καλή εκτέλεση των εργασιών. Όμως, στην πρόκληση του ατυχήματος συντέλεσε και η αμελής συμπεριφορά της ενάγουσας, η οποία δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, όπως όφειλε και μπορούσε κατ’ αντικειμενική κρίση να καταβάλει, ως μέσος συνετός επιβάτης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας ενώπιον του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 7ης.07.2016, που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. 76105/2015 έκθεση πρακτικών και απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, κατά την είσοδό της στο WC η ενάγουσα είχε αντιληφθεί την ύπαρξη υδάτων στο δάπεδο, όφειλε, επομένως, κατά την έξοδό της να βαδίζει με περισσότερη προσοχή και να στηριχθεί σε κάποιο σταθερό σημείο προκειμένου να εξέλθει, ενώ μπορούσε να προβλέψει ότι με τη συμπεριφορά της αυτή υπήρχε περίπτωση να επέλθει ο τραυματισμός της. Κατόπιν τούτων, μετά από εκτίμηση της αμελούς συμπεριφοράς των παραπάνω και της βαρύτητας της αμέλειας καθενός, κρίνεται ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας που βαρύνει τον εναγόμενο Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο ανέρχεται σε 70% και το αντίστοιχο ποσοστό που βαρύνει την ενάγουσα ανέρχεται σε 30%, γενομένου εν μέρει δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού περί συνυπαιτιότητας που προβλήθηκε από τους εναγόμενους. Κατά συνέπεια, υφίσταται νόμιμος λόγος ευθύνης και της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του «…», με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914, 922 ΑΚ και 84 εδ. β’ ΚΙΝΔ, καθώς η προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του συνεναγομένου της έλαβε χώρα κατά το χρόνο που ο τελευταίος παρείχε την υπηρεσία του στο πλοίο με την παραπάνω ειδικότητα. Περαιτέρω, μετά την αποβίβασή της από το πλοίο, με τη συνδρομή μελών του πληρώματος, η ενάγουσα διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κ.Α.Τ.», όπου διαγνώσθηκε ότι υπέστη κάταγμα αριστερής κνήμης περόνης, και την ίδια ημέρα υποβλήθηκε σε χειρουργική αποκατάσταση με εξωτερική οστεοσύνθεση. Η ενάγουσα παρέμεινε νοσηλευόμενη μέχρι την 03.09.2009, οπότε και έλαβε εξιτήριο με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής και για επανέλεγχο σε δύο εβδομάδες στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου. Ακολούθως, η ενάγουσα, κατά τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών της, επανεξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου την 14.09.2009, την 28.09.2009, την 02.12.2009, την 11.12.2009, την 03.02.2010 και την 17.02.2010, και δαπάνησε για κάθε επίσκεψη το ποσό των 3 ευρώ, δηλαδή δαπάνησε συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των (3 ευρώ ανά επίσκεψη Χ 6 επισκέψεις =) 18 ευρώ (Βλ. τις υπ’ αριθ. 40597/14.09.2009, 43200/28.09.2009, 55809/02.12.2009, 57707/11.12.2009, 6094/03.02.2010 και 8330/17.02.2010 αποδείξεις είσπραξης επίσκεψης εξωτερικού ασθενή). Επίσης, η ενάγουσα κατέβαλε για την αγορά ενός κνημοποδικού νάρθηκα έσω υποδήματος το ποσό των 170 ευρώ (Βλ. το υπ’ αριθ. 1774/2009 τιμολόγιο πώλησης, σε συνδυασμό με την από 03.09.2009 απόδειξη είσπραξης), και κατόπιν απόδοσης από τον ασφαλιστικό της φορέα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ του ποσού των 127,50 ευρώ (Βλ. την υπ’ αριθ. 063/2009/24010 απόφαση του Διευθυντή του υποκαταστήματος ΙΚΑ Ζωγράφου), επιβαρύνθηκε για την αιτία αυτή με το υπόλοιπο ποσό των (170 – 127,50 =) 42,50 ευρώ. Η ίδια δαπάνησε και το ποσό των 4,86 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη συμμετοχή της για την τοποθέτηση κνημοποδικού γύψου και για τη διενέργεια ακτινογραφιών (Βλ. την υπ’ αριθ. 063/2009/22305 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ζωγράφου), ενώ το υπόλοιπο ποσό καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό της φορέα. Επίσης, για τις ιατρικές της εξετάσεις, που διενεργήθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία του Κ.Α.Τ. την 16.10.2009, την 04.11.2009, την 18.11.2009, την 02.12.2009 και την 17.02.2010 δαπάνησε το συνολικό ποσό των (8,10 + 8,10 + 8,10 + 38,62 + 8,10 =) 71,02 ευρώ (Βλ. τις υπ’ αριθ. …/16.10.2009, …/04.11.2009, …/18.11.2009, …/02.12.2009 και …/17.02.2010 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών). Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο Κ.Α.Τ., δηλαδή από 24.08.2009 έως 03.09.2009, η ενάγουσα είχε ανάγκη υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας, καθώς λόγω του τραυματισμού της και της εξωτερικής οστεοσύνθεσης στην οποία υποβλήθηκε, αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Τις πρόσθετες αυτές υπηρεσίες και φροντίδες παρείχε σε αυτήν ο σύζυγός της, με εντατικοποίηση των προσπαθειών του, για 16 ώρες ημερησίως, χωρίς να προσληφθεί υποκατάστατη δύναμη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αγωγικού ισχυρισμού ότι οι σχετικές υπηρεσίες και φροντίδες κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της παρέχονταν όλο το εικοσιτετράωρο, καθώς τα όσα σχετικά κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 13ης.12.2018 ελέγχονται ως μη πειστικά, ενώ με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) από ώρα 07.00 μέχρι ώρα 15.00 υπήρχε επαρκές νοσηλευτικό προσωπικό στο παραπάνω νοσοκομείο για την παροχή φροντίδας προς την ενάγουσα. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται την καταβολή ποσού ίσου με αυτό που θα κατέβαλε ως αποδοχές, εάν προσλάμβανε για τη φροντίδα της τρίτο πρόσωπο ως αποκλειστική νοσοκόμα, υπολογιζόμενου του ποσού αυτού προς 50 ευρώ για κάθε βάρδια οκτώ ωρών, και συγκεκριμένα δικαιούται για την παραπάνω αιτία το ποσό των [(50 ευρώ ανά βάρδια Χ 2 βάρδιες ανά ημέρα =) 100 ευρώ ανά ημέρα Χ 10 ημέρες =] 1.000 ευρώ, το οποίο συνιστά αποκαταστατέα ζημία της (άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ), απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του επιπλέον αιτούμενου ποσού των 500 ευρώ. Εξάλλου, και μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο την 03.09.2009 και για ενενήντα ημέρες μετά, χρονικό διάστημα που κρίνεται εύλογο λόγω της φύσης του τραυματισμού της, η ενάγουσα εξακολουθούσε να έχει αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης και είχε ανάγκη παροχής πρόσθετων υπηρεσιών και φροντίδων, οι οποίες της παρασχέθηκαν από τον σύζυγό της, με εντατικοποίηση των προσπαθειών του, επί οκτώ ώρες ημερησίως, χωρίς την πρόσληψη υποκατάστατης δύναμης, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αγωγικού ισχυρισμού ότι οι πρόσθετες υπηρεσίες και φροντίδες παρασχέθηκαν από τον σύζυγό της σε 24ωρη βάση και για χρονικό διάστημα πέραν των ενενήντα ημερών, καθώς τα όσα σχετικά κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης, τα οποία περιλαμβάνονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 13ης.12.2018 ελέγχονται ως μη πειστικά, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη το είδος και την έκταση του τραυματισμού της ενάγουσας. Εάν η ενάγουσα προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο για τη φροντίδα της, θα δαπανούσε για την αιτία αυτή το ποσό των (5 ευρώ ανά ώρα Χ 8 ώρες =) 40 ευρώ ημερησίως και συνολικά το ποσό των (40 ευρώ ανά ημέρα Χ 90 ημέρες =) 3.600 ευρώ, το οποίο συνιστά αποκαταστατέα ζημία της (άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ), απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του επιπλέον αιτούμενου ποσού για την αιτία αυτή. Περαιτέρω, παρόλο που είναι κοινώς γνωστό ότι η σύγχρονη συνήθης διατροφή του μέσου πολίτη της χώρας περιέχει τις αναγκαίες θρεπτικές ουσίες, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ήταν αναγκαίο, ως μέρος της θεραπείας και της ανάρρωσης της ενάγουσας, αυτή να λαμβάνει τροφή βελτιωμένη έναντι της συνήθους (δηλαδή τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά, ασβέστιο, σίδηρο, βιταμίνες, πρωτεΐνες, ιχνοστοιχεία κ.λπ.), λόγω της φύσης του τραυματισμού της και της λήψης φαρμακευτικής αγωγής (πρβλ. ΕΠ 746/2015 ΤΝΠ NOMOS). Έτσι, κρίνεται ότι για χρονικό διάστημα ενενήντα ημερών από την έξοδό της από το νοσοκομείο, πλέον των όσων δαπανούσε για τη διατροφή της υπό κανονικές συνθήκες, η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των δέκα ευρώ ημερησίως, δηλαδή δαπάνησε συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των (90 ημέρες Χ 10 ευρώ ανά ημέρα =) 900 ευρώ. Εξάλλου, κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος η ενάγουσα απασχολούνταν ως γαζώτρια στην ατομική επιχείρηση του …, με αντικείμενο την πώληση στρατιωτικών ειδών, λαμβάνοντας μικτές μηνιαίες αποδοχές 1.200 ευρώ, όπως συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 13ης.12.2018 και δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγόμενους, συναγόμενης έτσι ομολογίας τους (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι η ενάγουσα επικαλείται με τις προτάσεις της εκκαθαριστικά μισθοδοσίας, ωστόσο δεν προσκόμισε τα σχετικά έγγραφα. Κατά το χρονικό διάστημα από 24.08.2009 έως 17.01.2010 η ενάγουσα κρίθηκε ανίκανη για εργασία από την αρμόδια Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ και απώλεσε τις αποδοχές της. Για το παραπάνω χρονικό διάστημα η ενάγουσα έλαβε ως επιδότηση από τον ασφαλιστικό φορέα της το συνολικό ποσό των (268,06 + 330,45 + 462,63 + 374,51 + 330,45 + 176,24 + 330,45 + 682,93 + 269,66 =) 3.225,38 ευρώ (Βλ. αντίγραφο του βιβλιαρίου ασθενείας, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθ. …/09.10.2009, …/26.10.2009, …/25.11.2009 Αποφάσεις του Διευθυντή του υποκαταστήματος ΙΚΑ Ζωγράφου). Αν δεν είχε συμβεί το ένδικο ατύχημα, η ενάγουσα θα λάμβανε από τον εργοδότη της, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, τις μηνιαίες αποδοχές της, ποσού 1.200 ευρώ, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα που κρίθηκε ανίκανη για εργασία. Επομένως, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από 24.08.2009 έως 17.01.2010, δηλαδή για τους τέσσερις μήνες και είκοσι ημέρες που δεν εργάσθηκε θα λάμβανε το συνολικό ποσό των [(1.200 ευρώ ανά μήνα Χ 4 μήνες =) 4.800 ευρώ + (1.200 ευρώ ανά μήνα Χ 25 ημέρες : 30 ημέρες =) 1.000 ευρώ =] 5.800 ευρώ. Πρέπει, επομένως, η ενάγουσα να αποζημιωθεί κατά τη διαφορά μεταξύ του ποσού που θα λάμβανε και του ποσού που έλαβε ως επίδομα από τον ασφαλιστικό της φορέα, δηλαδή κατά το ποσό των (5.800 – 3.225,38 =) 2.574,62 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, το ποσό που δικαιούται ως αποζημίωση η ενάγουσα για τη συνολική ζημία που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού της, μειωμένο κατά 30%, ήτοι ως προς το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της, ανέρχεται σε [(18 + 42,50 + 4,86 + 71,02 + 1.000 + 3.600 + 900 + 2.574,62 =) 8.211 ευρώ Χ 70% (ποσοστό συνυπαιτιότητας του εναγόμενου = ] 5.747,70 ευρώ. Περαιτέρω, λόγω του τραυματισμού της και της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας αυτού, η ενάγουσα υπέστη και ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, και, ιδίως, το είδος και την έκταση του τραυματισμού της, τις συνθήκες επέλευσης του ατυχήματος και του τραυματισμού της, το βαθμό του πταίσματος και την ευθύνη του εναγόμενου – προστηθέντος της εναγόμενης εταιρίας, το συντρέχον πταίσμα της ενάγουσας, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, δικαιούται το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ. 1, 25 Σ.).
Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των (5.747,70 + 5.000 =) δέκα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτών (10.747,70), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι να καταδικασθούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, ανάλογο της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτών (10.747,70), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους, εις ολόκληρον ο καθένας, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την ….04.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ