Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

  

 

 

Αριθμός απόφασης            1321/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 10η Μαρτίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία … έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (…), σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, όπως ισχύει, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Νικολίτσα Τσαφούλια (ΑΜΔΣΑ 16400), δυνάμει του από 06.12.2019 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής της νόμιμης εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει κατά το καταστατικό της στον Π., και πραγματικά στον ……. Αττικής … όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) … ……. (… για τους οποίους κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Καρδαράς (ΑΜΔΣΠ 1218), δυνάμει του από 29.11.2019 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του δεύτερου από αυτούς, νόμιμου εκπρόσωπου της πρώτης από αυτούς, βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η καλούσα – ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.11.2018 με Γ.Α.Κ. 12328/2018 και με Ε.Α.Κ. 5547/2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 28.11.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, είχε προσδιοριστεί για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 11ης.06.2019, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε. Mε την από 02.08.2019 με Γ.Α.Κ. 7291/2019 και με Ε.Α.Κ. 3653/2019 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, ζητήθηκε ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι ίδιες ως άνω αναφερόμενες διατάξεις, με την από 13.02.2020 πράξη ορισμού συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, η υπόθεση προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 02.08.2019 με Γ.Α.Κ. 7291/2019 και με Ε.Α.Κ. 3653/2019 κλήση της καλούσας – ενάγουσας η από 23.11.2018 με Γ.Α.Κ. 12328/2018 και με Ε.Α.Κ. 5547/2018 αγωγή της, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 11ης.06.2019. Σημειώνεται ότι ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, με κατάθεση της παραπάνω κλήσης, έγινε εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών από την ματαίωση της συζήτησης της αγωγής, ενώ, περαιτέρω, η επίδοση της κλήσης προς τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους έλαβε χώρα εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς η κλήση για τον προσδιορισμό νέας συζήτησης κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 02.08.2019 (Βλ. τη συνημμένη στην κλήση έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στον δεύτερο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενο ατομικά και για λογαριασμό της πρώτης καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης την 06.08.2019 (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από την καλούσα – ενάγουσα υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ι. Χ.).                Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη, όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος, αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (Βλ. ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1051/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως, κατά την παραπάνω έννοια, αδικοπραξία, η οποία τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και σε εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της (Βλ. ΕΠ 39/2015, ΜονΕΠ 566/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, 29 και 56 του Ν. 5960/1933 συνάγεται ότι όταν η επιταγή φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία έκδοσης, είναι δυνατό να εμφανισθεί προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, σε οποιαδήποτε ημέρα του χρονικού διαστήματος, το οποίο αρχίζει από την επομένη ημέρα του πραγματικού χρόνου έκδοσης και λήγει την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που σημειώνεται στην επιταγή ως χρονολογία έκδοσης, χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο της πράξης, άρα και το παράνομο της συμπεριφοράς, από λόγους που ανάγονται στην αιτία, για την οποία εκδόθηκε η επιταγή. Ειδικότερα, στην περίπτωση της μεταχρονολογημένης επιταγής είναι ευρύτερα τα χρονικά όρια μέσα στα οποία μπορεί να υπάρξει ως ακάλυπτη, αφού, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι ακάλυπτη, όταν εμφανισθεί και δεν πληρωθεί, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του διαστήματος από την ημέρα της πραγματικής έκδοσης, από την οποία αρχίζει το χρονικό τούτο διάστημα (άρθρο 56 του Ν. 5960/1933), μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προς εμφάνιση, υπολογιζόμενη από την ημέρα που αναγράφεται στην επιταγή, ως χρονολογία έκδοσης (Βλ. ΟλΑΠ 462/1992). Το κύρος, συνεπώς, της επιταγής αυτής και, επομένως, η ευθύνη του εκδότη της, δεν επηρεάζεται από το γεγονός της μεταχρονολόγησής της, διότι η μεταχρονολογημένη επιταγή έχει τη μεταχείριση της ενόψει επιταγής, η δε δυνατότητα μεταχρονολόγησης της επιταγής συνάγεται, κατά τρόπο σαφή, από το άρθρο 28 Ν. 5960/1933 (Βλ. ΕΑ 1042/2019 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή επιταγής που δεν πληρώθηκε, αν και εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, απαιτείται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνονται σ’ αυτό: 1) ότι η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο έγινε εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής ή ενώ γνώριζε ότι ο λογαριασμός κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής ενδέχεται να μην έχει διαθέσιμα κεφάλαια και ότι αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη, και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (πρβλ. ΑΠ 362/2014, EA 1812/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), όχι όμως και η βεβαίωση της μη πληρωμής με έναν από τους υπαλλακτικά αναφερόμενους στο άρθρο 40 Ν. 5960/1933 τρόπους (Βλ. ΑΠ 513/2014 ΤΝΠ NOMOS). Η αιτία έκδοσης της επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αδικοπρακτικής αγωγής, ούτε η τυχόν ανυπαρξία του χρέους ή η ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή επηρεάζουν το αξιόποινο του εγκλήματος, ενόψει του χαρακτήρα της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών και πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, χωρίς έρευνα της εσωτερικής σχέσης μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής (Βλ. ΑΠ 1047/2005 ΕλλΔνη 46.1587, ΕΠ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σ’ αυτά και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, δηλαδή το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη με το νομικό πρόσωπο υποχρέωση ανεξάρτητη αυτής του νομικού προσώπου (Βλ. ΑΠ 1565/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Τέλος, για τη θεμελίωση του αιτήματος προσωπικής κράτησης για απαίτηση από αδικοπραξία, που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (Βλ. ΑΠ 76/2008 ΤΝΠ NOMOS), δεν απαιτείται η επίκληση στοιχείων, όπως η αφερεγγυότητα του εναγόμενου, η απόκρυψη της τυχόν περιουσίας του και οι ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις (πρβλ. ΕΘ 1866/2011 ΔΕΕ 2012.257). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο ο δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στον Π. και πραγματικά στην …….. εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας την υπ’ αριθ. … επιταγή, ποσού 74.760 δολλαρίων ΗΠΑ, η οποία ήταν πληρωτέα στον αναφερόμενο στο δικόγραφο λογαριασμό που τηρούσε η εναγόμενη στην τράπεζα Πειραιώς. Ότι η ενάγουσα, με την ιδιότητα της λήπτριας της επιταγής, την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή, παρόλο που γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων για την πληρωμή της, κατά τον χρόνο έκδοσης και κατά τον χρόνο πληρωμής της, και ότι με τη συμπεριφορά του αυτή προκάλεσε αιτιωδώς την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, που ισούται με το ποσό της επιταγής, καθώς και την ηθική της βλάβη, εξαιτίας της στέρησης κεφαλαίου για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της έναντι τρίτων, στο πλαίσιο των εμπορικών της συναλλαγών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δυσφήμησή της, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα αιτείται να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, με διάταξη που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή: α) το ποσό των 64.193,71 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ισόποσο των 74.760 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, δηλαδή κατά το χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής της επιταγής (13.11.2017), άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 74.760 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ή καταψήφισης, επικουρικά το ισόποσο σε ευρώ των 74.760 δολλαρίων ΗΠΑ με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφράγισης της επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και β) το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα αιτείται να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο [άρθρα 7, 9 εδ. α’ – γ’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α – B περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς για τη θεμελίωση της λειτουργικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου αρκεί ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η επιταγή εκδόθηκε για την εξόφληση οφειλόμενου τιμήματος από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, γεγονός που προσδίδει ναυτικό χαρακτήρα στην κρινόμενη υπόθεση (πρβλ. ΕΠ 251/2015 ΤΝΠ NOMOS)]. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης υπόθεσης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 10 ΑΚ, 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 8 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1 περ. β’, 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», λόγω της κατοικίας του δεύτερου εναγόμενου στην ημεδαπή και της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγόμενης στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού Σκουζέ αριθ. 14, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται ειδικά από τους εναγόμενους. Περαιτέρω, η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά που πηγάζει από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρίας στην αλλοδαπή, και, συγκεκριμένα στον Π., τυγχάνει ερευνητέα με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, καθώς η εκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του δεύτερου εναγόμενου έλαβε χώρα στον Πειραιά Αττικής. Με βάση λοιπόν το ελληνικό δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 12 παρ. 1, 28, 29, 79 Ν. 5960/1933, 71, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 340, 345, 346, 481, 914, 932 ΑΚ, 176, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’, 1047 ΚΠολΔ, με τις ακόλουθες επισημάνσεις: Α) Το επιμέρους αγωγικό αίτημα καταβολής του ποσού της επίδικης επιταγής είναι νόμιμο ως προς την κύρια βάση του, με την οποία η ενάγουσα αιτείται, ως θετική ζημία, το ισάξιο σε ευρώ του ποσού της επιταγής, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, δηλαδή κατά το χρόνο της εμφάνισης και μη πληρωμής της επιταγής (Βλ. ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 38.1036, 15-16/1996 ΕλλΔνη 38.25), και Β) Το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας ως προς το ίδιο ως άνω επιμέρους αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο ως προς την επικουρική βάση του, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής, με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, ενώ τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο ως προς την κύρια βάση του, δηλαδή από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής, διότι εν προκειμένω η αξίωση της ενάγουσας στηρίζεται σε αδικοπραξία και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν. 5960/1933 (Βλ. ΕΠ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78). Κατόπιν τούτων, πρέπει, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. 328297683950 0508 0084 e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 09.03.2020 απόδειξη πληρωμής της τράπεζας «Eurobank Ergasias»).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 300, 288 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι αυτός που δέχεται επιταγή σε γνώση του ότι δεν έχει αντίκρισμα, ναι μεν με τη συμπεριφορά του δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ποινική ευθύνη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, παρέχει, όμως, το δικαίωμα στον εκδότη, είτε ενάγεται με βάση το Νόμο περί επιταγών, είτε με βάση την αδικοπραξία, να αποκρούσει την αγωγή, επικαλούμενος ότι με βάση ιδιαίτερη συμφωνία ο κομιστής, σε γνώση της έλλειψης αντικρίσματος, έλαβε την επιταγή και ότι με την συμπεριφορά του αυτή, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και προς την αξιούμενη ζημία και προς τη ζημιογόνο πράξη, βρίσκεται σε κακή πίστη επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Δηλαδή, δεν αποκλείεται η απαλλαγή εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή από την αστική του ευθύνη έναντι του λήπτη και νόμιμου κομιστή της επιταγής, που χωρίς αποτέλεσμα την εμφάνισε προς πληρωμή, ή ο περιορισμός της έκτασης της ευθύνης αυτής με βάση τη μεταξύ τους υποκείμενη σχέση και κατόπιν συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 300 ΑΚ περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος στη ζημία ή την έκταση της ή του άρθρου 288 ΑΚ περί υποχρέωσης του δανειστή να απαιτήσει από τον οφειλέτη εκπλήρωση της παροχής, όπως απαιτεί η συναλλακτική καλή πίστη, ή του άρθρου 281 ΑΚ περί απαγόρευσης της καταχρηστικής εκ μέρους του δανειστή άσκησης της απαίτησής του (Βλ. ΜονΕΠ 119/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους ότι η ενάγουσα παρέλαβε και εμφάνισε προς πληρωμή την επίδικη επιταγή, παρόλο που γνώριζε ότι στερείται αντικρίσματος, λόγω της γνωστής σε αυτήν κακής οικονομικής κατάστασης της πρώτης από αυτούς, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτό τον κίνδυνο να μην πληρωθεί, με συνέπεια να έχει συντελέσει από δικό της πταίσμα στη ζημία της. Ότι, ειδικότερα, η κακή οικονομική κατάσταση της πρώτης από αυτούς ήταν γνωστή στην ενάγουσα, διότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε από τον δεύτερο από αυτούς την 25.08.2017 για την εξόφληση οφειλόμενου τιμήματος από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων που είχε καταρτισθεί το έτος 2010, σε αντικατάσταση άλλων επιταγών που είχαν εκδοθεί σε χρονικό διάστημα επτά ετών, οι οποίες δεν μπορούσαν να πληρωθούν κατά τη λήξη τους, λόγω έλλειψης κεφαλαίων. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις τους και είναι νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την υπ’ αριθ. 2.973/09.12.2019 ένορκη βεβαίωση του Ιωάννη Σταυρόπουλου του Γρηγορίου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, με βάση το άρθρο 422 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. 10428 γ/05.12.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ι. Χ.), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, καθώς και από τις ομολογίες τους, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία, που εδρεύει στον Π. και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του A.N. 89/1967, όπως αυτός ισχύει, έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων σε πλοία. Η πρώτη εναγόμενη έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας του Π., και εδρεύει πραγματικά στον Πειραιά Αττικής, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγόμενους, συναγόμενης έτσι ομολογίας τους (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Η πρώτη εναγόμενη έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας τη διαχείριση και εκμετάλλευση πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία και δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/4229/24606/03.09.2008 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής εγκατέστησε γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του  Α.Ν. 378/1968 και των Ν. 27/1975, 814/1978, 2234/1994 και 3752/2009. Η ίδια κατά το χρονικό διάστημα από 21.07.2009 έως 31.12.2011 υπήρξε διαχειρίστρια του Φ/Γ πλοίου …, πλοιοκτησίας της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «GOLD SKY SHIPPING S.A.». Κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους, ο δεύτερος εναγόμενος ήταν Διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας, γεγονός που συνομολογείται από τους εναγόμενους (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με την ιδιότητά του αυτή ο δεύτερος εναγόμενος την 30.10.2017 εξέδωσε στον Πειραιά, στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης και σε διαταγή της ενάγουσας την υπ’ αριθ. … επιταγή, ποσού 74.760 δολλαρίων ΗΠΑ, η οποία ήταν πληρωτέα στον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η πρώτη εναγόμενη στην τράπεζα Πειραιώς. Η επιταγή αυτή, η οποία φέρει ως χρονολογία έκδοσης την 16.12.2017, εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ενάγουσα στην πληρώτρια τράπεζα την 13.11.2017, αλλά δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαιώθηκε από την πληρώτρια τράπεζα στην πίσω όψη του σώματος της επιταγής. Ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε την παραπάνω επιταγή, παρόλο που γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατή η πληρωμή της τόσο κατά τον χρόνο της πραγματικής της έκδοσης, όσο και κατά τον χρόνο της εμφάνισής της προς πληρωμή, λόγω των προβλημάτων οικονομικής ρευστότητας που αντιμετώπιζε η πρώτη εναγόμενη, η οποία ήδη από το έτος 2013 στερούνταν αντικειμένου δραστηριότητας στη χώρα, κρίση που συνάγεται από το ότι με την υπ’ αριθ. … Κ.Υ.Α. των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων – Ναυτιλίας και Αιγαίου είχε ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης του γραφείου της στην Ελλάδα. Μάλιστα, η κακή οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγόμενης συνομολογείται και από τους εναγόμενους με τις προτάσεις τους (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξαιτίας της μη πληρωμής της παραπάνω επιταγής η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 74.760 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά την ημερομηνία εμφάνισης και μη πληρωμής της επιταγής, δηλαδή την 13η.11.2017 (1 ευρώ = 1,16460 δολλάρια ΗΠΑ) (Βλ. το προσαγόμενο από την ενάγουσα δελτίο τιμών συναλλάγματος της 13ης.11.2017), ανέρχεται στο ισόποσο των 64.193,71 ευρώ. Περαιτέρω, η επίδικη επιταγή εκδόθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο για την εξόφληση οφειλόμενου στην ενάγουσα τιμήματος από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, τα οποία είχαν παραδοθεί επί του πλοίου … στον λιμένα Σουέζ την 01.11.2010 και πράγματι από το έτος 2010 μέχρι την έκδοση της επίδικης επιταγής είχαν εκδοθεί από τον δεύτερο εναγόμενο για την ίδια αιτία άλλες επιταγές, οι οποίες πριν τη λήξη τους αντικαθίσταντο, με συμφωνία των διαδίκων. Όμως, μόνο το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε συμφωνήσει καλόπιστα στην αντικατάσταση επιταγών κατά τα προηγούμενα έτη δεν συνεπάγεται ότι όταν αυτή παρέλαβε την επίδικη επιταγή γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων για την πληρωμή της. Μάλιστα, μέχρι την εμφάνιση της επιταγής στην πληρώτρια τράπεζα και τη μη πληρωμή της η ενάγουσα δεν γνώριζε ούτε για την ανάκληση της άδειας εγκατάστασης του γραφείου της εναγόμενης εταιρίας στην Ελλάδα, και, επομένως, ότι αυτή στερούνταν αντικειμένου δραστηριότητας στη χώρα, κρίση που συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσε με σαφήνεια ο μάρτυράς της με την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση, τα οποία δεν αντικρούονται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. Με βάση τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συντέλεσε αιτιωδώς με δικό της πταίσμα στην πρόκληση της ζημίας της, αποδεχόμενη των κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από τη μη πληρωμή της επιταγής, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού των εναγόμενων περί συντρέχοντος πταίσματος. Όμως, δεν αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της παραπάνω περιγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου, για την οποία ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν η πρώτη εναγόμενη (άρθρο 71 εδ. α’ ΑΚ), η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη. Ειδικότερα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι λόγω στέρησης κεφαλαίου ίσου με το ποσό της επιταγής προκλήθηκαν οικονομικές δυσχέρειες στις εμπορικές συναλλαγές της με τρίτους και για τον λόγο αυτό κλονίστηκε η εμπορική της φήμη και απώλεσε πελάτες. Όμως ο αγωγικός αυτός ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε, καθώς αφενός ο μάρτυρας απόδειξης με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση δεν κατέθεσε ο,τιδήποτε σχετικό, αφετέρου η ενάγουσα δεν επικαλείται οποιοδήποτε άλλο σχετικό αποδεικτικό μέσο. Επομένως, το σωρευόμενο αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Περαιτέρω, σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της αξίωσης της ενάγουσας, διότι η επιβολή του μέτρου αυτού κρίνεται αναγκαία και τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, με βάση την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ.). Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, και, ιδίως, το είδος και τη βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, το ύψος της απαίτησης, το βαθμό του πταίσματος του εναγόμενου, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, κρίνεται ότι η διάρκεια της προσωρινής κράτησης του δεύτερου εναγόμενου πρέπει να καθοριστεί σε τέσσερις μήνες, η οποία είναι εύλογη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των εξήντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (64.193,71), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει η απόφαση να κηρυχθεί ως προς την παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος, διότι πρόκειται για αποζημίωση από άδικη πράξη και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρα 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ), ενώ επισημαίνεται ότι η διάταξη με την οποία απαγγέλλεται σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου προσωπική κράτηση θα εκτελεσθεί αφότου η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, μετά από την προηγούμενη επίδοσή της (άρθρο 1049 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενοι να καταδικαστούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, εις ολόκληρον ο καθένας, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους, κατά την παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των εξήντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (64.193,71), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου προσωπική κράτηση, διάρκειας τεσσάρων μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους, εις ολόκληρον τον καθένα, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 15.04.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ