Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

   

Αριθμός απόφασης            1324/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 25η Φεβρουαρίου 2020 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) … και 3) … που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στρατή Κουλουρούδη (ΑΜΔΣΑ 29969), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ:  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στην ….. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στην …… (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Ζουμή (ΑΜΔΣΠ 4350), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Οι καλούντες – ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 28.02.2018 με Γ.Α.Κ. 2319/2018 και με Ε.Α.Κ. 996/2018 ανακοπή τους, στρεφόμενη σε βάρος της καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η ανακοπή, που είχε κατατεθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου και προδιορίσθηκε για να συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών) στη δικάσιμο της 4ης.05.2018, κατά την οποία συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2581/2018 απόφαση, με την οποία το παραπάνω δικαστήριο κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκασή της, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παρέπεμπε την υπόθεση προς εκδίκαση στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου. Ήδη, με την από 16.01.2020 κλήση των καλούντων – ανακοπτόντων, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με Γ.Α.Κ. 465/2020 και με Ε.Α.Κ. 266/2020, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Β) ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …, με διακριτικό τίτλο … με Α… όπως μετονομάσθηκε η εταιρία με την …, που εδρεύει στην ………  (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και με υπόχρεης διαδίκου, ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος είναι η εταιρία με την επωνυμία … που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στην Αθήνα (…), δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, με βάση τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Ζουμή (ΑΜΔΣΠ 4350), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … με …, που εδρεύει στην….. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) … και 3) … που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στρατή Κουλουρούδη (ΑΜΔΣΑ 29969), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει η από 24.01.2020 με Γ.Α.Κ. 693/2020 και με Ε.Α.Κ. 379/2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α) Η από 28.02.2018 με Γ.Α.Κ. 2319/2018 και με Ε.Α.Κ. 996/2018 ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση με την από 16.01.2020 με Γ.Α.Κ. 465/2020 και με Ε.Α.Κ. 266/2020 κλήση των καλούντων – ανακοπτόντων, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 2581/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών), με την οποία το παραπάνω δικαστήριο κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο για την εκδίκασή της, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παρέπεμπε την υπόθεση στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου, και β) Η από 24.01.2020 με Γ.Α.Κ. 693/2020 και με Ε.Α.Κ. 379/2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι έχουν μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπόμενου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 παρ. 1, 246, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ συνάγεται ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και την κοινοποίησή του στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, «Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κύριου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και αυτή που ασκείται από εκείνον που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη αυτή ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (Βλ. ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ εδ. γ’ του Ν. 4354/2015, «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του ίδιου νομοθετήματος, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, κατά το άρθρο 274 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ, «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε: α)…, β) αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση». Ως μη κανονική συμμετοχή του διαδίκου νοείται στις ειδικές διαδικασίες η μη εκπροσώπηση του διαδίκου στη δίκη από ή με δικηγόρο και η μη κατάθεση προτάσεων (άρθρο 591 παρ. 1 περ. γ’ – 2 ΚΠολΔ). Τέλος, από το άρθρο 76 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαίας ομοδικίας ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους του, προκύπτει δηλαδή πλάσμα αντιπροσώπευσης, με την έννοια ότι θεωρείται ότι και αυτός συμμετέχει στη δίκη, με αποτέλεσμα να μην επέρχονται σε βάρος του οι συνέπειες της ερημοδικίας [Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Νίκα), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 76, αριθ. περιθ. 7, σελ. 178]. Στην προκειμένη περίπτωση η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία … και με διακριτικό τίτλο … άσκησε με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 24.01.2020 (με Γ.Α.Κ. 693/2020 και με Ε.Α.Κ. 379/2020) και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 81 παρ. 1 και 591 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, Β. Γ., καθώς και τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Φ. Σ.), πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η από 28.02.2018 ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της εδρεύουσας στο … εταιρίας με την επωνυμία … ειδικής διαδόχου της καθ’ ης η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ). Από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν διαδικαστικό στάδιο, προκύπτει ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, που συστήθηκε την 16.09.2019 κατά τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ την 25.10.2019 με Αριθμό Καταχώρησης …, έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί για τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της υπ’ αριθ. 326/2/17.09.2019 Απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β’/3533/20.09.2019) και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή ρυθμιστεί, οι οποίες (απαιτήσεις) έχουν μεταβιβασθεί από την καθ’ ης η ανακοπή στην … δυνάμει της από 12.09.2019 συμφωνίας, που καταχωρήθηκε στα βιβλία του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. …… στον Τόμο …. Μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν στην προαναφερόμενη ειδική διάδοχο είναι και η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, που απορρέει από την ημερομηνία 26.03.2008 σύμβαση δανείου, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία (απαίτηση) καταχωρήθηκε στον Τόμο … των βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με Αύξοντα Αριθμό καταχώρησης …. Αρχικά, με την από 12.09.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και της … και καταχωρήθηκε με Αριθμό 272 στον Τόμο 10 των παραπάνω βιβλίων, η διαχείριση του παραπάνω χαρτοφυλακίου είχε ανατεθεί στην ίδια την καθ’ ης η ανακοπή. Στη συνέχεια, όμως, η παραπάνω προέβη σε εισφορά σε είδος προς την παρεμβαίνουσα, με βάση το άρθρο 17 παρ. 1 Ν. 4548/2018, του κλάδου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στον οποίο περιλαμβάνεται και η προαναφερόμενη από 12.09.2019 σύμβαση διαχείρισης. Κατόπιν τούτου, την 18.09.2019 τροποποιήθηκε η από 12.09.2019 σύμβαση διαχείρισης και ορίσθηκε διαχειρίστρια απαιτήσεων η προσθέτως παρεμβαίνουσα, και η τροποποίηση αυτή καταχωρήθηκε με Αριθμό … στον Τόμο ……  των βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Με βάση τα παραπάνω, η ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, με αποτέλεσμα μεταξύ της απολειπόμενης διαδίκου – καθ’ ης η ανακοπή και της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ αυτής να υφίσταται δεσμός επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας. Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Γ. Π., την οποία προσάγουν με επίκληση οι καλούντες – ανακόπτοντες προκύπτει ότι αντίγραφο της από 16.01.2020 κλήσης, με πράξη κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 129 παρ. 1, 143, 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Επομένως, η καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως προκύπτει από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, λόγω του δεσμού της επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας που τη συνδέει με την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την τελευταία, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε.

ΙΙΙ. Με την ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώνονται να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 200.000 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, για απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση δανείου, με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς σκάφους αναψυχής. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η ανακοπή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 14 παρ. 2, 591, 614 επ., 632 παρ. 1 – 2 εδ. τελ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 3 Α – Β περ. ε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, με βάση το άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.

IV. Με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της εδρεύουσας στο … μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία … ειδικής διαδόχου της καθ’ ης η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτίθενται με το δικόγραφό της, αιτείται να απορριφθεί η ανακοπή. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή, που ασκήθηκε παραδεκτά, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 81 παρ. 1 και 591 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους ανακόπτοντες και την καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 80, 83 ΚΠολΔ, 1 περ. γ’ εδ. γ’, 2 παρ. 4 Ν. 4354/2015. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

  1. V. 1) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ συνάγεται ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων δύναται να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση, αφετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν, όμως, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Βλ. ΑΠ 1087/2019 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, «Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται και να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες δεν παραπέμπουν στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση, ως προς το αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της, και δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (Βλ. ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο και το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της ανακοπής, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου τους, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, διότι από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την έκδοσή της, δεν αποδεικνύεται εγγράφως η αιτία έκδοσής της (πρώτος λόγος), ούτε προκύπτει ότι οι ανακόπτοντες αποδέχθηκαν το ύψος της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή (πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου). Με αυτό το περιεχόμενο, ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς από την επισκόπηση του περιεχομένου της από 25.01.2018 (με Γ.Α.Κ. 879/2018 και με Ε.Α.Κ. 56/2018) αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι προσκομίσθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα που εξατομικεύουν την απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, ως προς το αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της, -μεταξύ των οποίων- και εκείνα που αποδεικνύουν την αιτία της απαίτησης, δηλαδή προσκομίσθηκαν η υπ’ αριθ. … σύμβαση δανείου και η από 30.12.2010 πρόσθετη πράξη της. Επίσης, από την επισκόπηση των παραπάνω εγγράφων προκύπτει ότι ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός, αποσπάσματα του οποίου προσκομίσθηκαν για το χρονικό διάστημα από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμό του, δηλαδή από 27.03.2008 έως 17.05.2017, τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση του παραπάνω δανείου, καθώς και ότι ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός, αποσπάσματα του οποίου, επίσης, προσκομίσθηκαν για το χρονικό διάστημα από 17.05.2017 έως 18.05.2017, ανοίχθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή ως λογαριασμός καθυστέρησης. Επομένως, από τα προσκομιζόμενα από την καθ’ ης η ανακοπή έγγραφα αποδεικνυόταν εγγράφως η αιτία έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (σύμβαση δανείου), απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του πρώτου λόγου της ανακοπής. Περαιτέρω, ο πέμπτος λόγος της ανακοπής, ως προς το πρώτο σκέλος του, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι με βάση την αρχή της έγγραφης απόδειξης, που ισχύει ως θετική προϋπόθεση για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, αρκεί να αποδεικνύεται η απαίτηση με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή από τον συνδυασμό τους, ως προς το αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της, χωρίς να απαιτείται να προκύπτει από έγγραφο η αποδοχή του ύψους της απαίτησης από τον καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες.

2) Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκηση, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και δημιουργήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (Βλ. ΑΠ 407/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η καθ’ ης η ανακοπή ασκεί το δικαίωμά της καταχρηστικά σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των ανακοπτόντων, οι οποίοι ανέλαβαν ως εγγυητές την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και της πρώτης από αυτούς και αποτέλεσε την αιτία για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού ιστορείται ότι η καθ’ ης η ανακοπή δημιούργησε στον δεύτερο και την τρίτη των ανακοπτόντων την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να στραφεί εναντίον τους, καθώς: α) έπαψε να αποστέλλει σε αυτούς αναλυτική κίνηση του λογαριασμού, β) παρέλειψε για αρκετό χρόνο από το κλείσιμο του λογαριασμού να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης σε βάρος της πρώτης από αυτούς – πρωτοφειλέτριας, και γ) καθυστέρησε το κλείσιμο του λογαριασμού και την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, εξαιτίας υπαίτιων πράξεων και παραλείψεων των υπαλλήλων της (οι οποίες δεν εξειδικεύονται), καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης σε βάρος τους υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι τα ιστορούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αποτελούν συνθήκες εξαιτίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή συγκροτούν την έννοια της κατάχρησης κατά το άρθρο 281 ΑΚ. Ειδικότερα, μόνο το ότι η καθ’ ης η ανακοπή καθυστέρησε το κλείσιμο του λογαριασμού και την κατάθεση της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να συνοδεύεται από άλλες περιστάσεις, τις οποίες εν προκειμένω οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν, δεν εξέρχεται των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ,  ενόψει μάλιστα του ότι η επιλογή του χρόνου κλεισίματος λογαριασμού και της κατάθεσης αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με την περιουσία του δανειστή, και εν προκειμένω της καθ’ ης η ανακοπή. Ούτε όμως η μη αποστολή στους εγγυητές, δεύτερο και τρίτη των ανακοπτόντων, αναλυτικής κίνησης του τηρηθέντος λογαριασμού αποτελεί από μόνη της περίσταση ικανή να δημιουργήσει σε αυτούς την πεποίθηση ότι η αντίδικός τους δεν θα ασκούσε σε βάρος τους το δικαίωμα.

3) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626, 630 και 631 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και όχι δικαστική απόφαση, και, επομένως, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη, αλλά αρκεί να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ, το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί, καθώς και την αιτία της πληρωμής, δηλαδή αρκεί να προσδιορίζεται συνοπτικά ο γενεσιουργός λόγος της απαίτησης, κατά τρόπο ώστε αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της (Βλ. ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 1094/2006, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητας, λόγω αοριστίας του επιτασσόμενου με το διατακτικό ποσού, διότι δεν προκύπτει το επιτόκιο, με βάση το οποίο θα υπολογισθούν οι τόκοι υπερημερίας. Με το παραπάνω περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, διότι στη διαταγή πληρωμής με την οποία επιτάσσεται ο καθ’ ου στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εντόκως με προσδιορισμό του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας δεν απαιτείται η αναφορά και του επιτοκίου υπερημερίας, αφού το επιτόκιο αυτό ορίζεται από το νόμο, και με βάση το ποσοστό αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) θα υπολογισθούν οι τόκοι υπερημερίας, με απλό μαθηματικό υπολογισμό.

4) Ο N. 2251/1994 περί «προστασίας των καταναλωτών» αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστεως, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας, «τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Για να υπάρξει κατά το Ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγής (ΓΟΣ), πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα «την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή». Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Επομένως, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994 (Βλ. ΟλΑΠ 4/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 851 ΑΚ, «Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή, και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη», κατά το άρθρο 855 ΑΚ, «Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης)», κατά το άρθρο 857 αριθ. 1 ΑΚ, «Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης: 1. Αν παραιτήθηκε απ’ αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης», κατά το άρθρο 862 ΑΚ, «Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη», ενώ κατά το άρθρο 863 ΑΚ, «Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής». Η ύπαρξη όρου περιεχομένου σε σύμβαση δανείου μεταξύ τράπεζας και εγγυητή, κατά τον οποίο ο συμβαλλόμενος εγγυητής δηλώνει ότι παραιτείται από την ένσταση της διζήσεως, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και για ολόκληρο το ποσό ως αυτοφειλέτης, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 857 ΑΚ, και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου (πρβλ. ΑΠ 1087/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο όρος της σύμβασης του δανείου περί παραίτησης του δεύτερου και της τρίτης των ανακοπτόντων από την ένσταση διζήσεως, καθώς και από τα δικαιώματα και ευεργήματα των άρθρων 862 και 863 ΑΚ, αλλά και από το άρθρο 332 ΑΚ είναι καταχρηστικός, διότι προσκρούει στις διατάξεις του Ν. 2251/1994. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής, κατά το σκέλος που προβάλλεται η καταχρηστικότητα της συμβατικής παραίτησης των ανακοπτόντων εγγυητών από την ένσταση διζήσεως, αλλά και από τα λοιπά δικαιώματα και ευεργετήματα των εγγυητών, με όρο που απηχεί κατά περιεχόμενο τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 857, 862 και 863 ΑΚ, χωρίς να γίνεται επίκληση ότι εισάγεται απόκλιση από τις διατάξεις αυτές ή συμπλήρωσή τους με επιπλέον ρυθμίσεις, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τέτοιος όρος αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, και, επομένως, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα. Επίσης, κατά το σκέλος που προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι καταχρηστική η συμβατική παραίτηση από τις διατάξεις του άρθρου 332 ΑΚ, ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς από τους ανακόπτοντες και είναι κατά τούτο απορριπτέος, διότι από την παραδεκτή επισκόπηση στο παρόν στάδιο των όρων της από 26.03.2008 σύμβασης δανείου και της από 30.12.2010 πρόσθετης πράξης της, που αποτέλεσαν την αιτία για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν προκύπτει η συμβατική παραίτησή τους από την παραπάνω διάταξη.

5) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ συνάγεται ότι λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ένστασης (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποία αυτή αφορά είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Στην περίπτωση αυτή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ένστασης) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής την οποία πέτυχε μία τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς έναν ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και, συγκεκριμένα, μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (Βλ. ΑΠ 105/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της ανακοπής, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου του, ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για τον λόγο ότι στη σύμβαση που αποτέλεσε την αιτία για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, υπάρχει ο άκυρος ως καταχρηστικός όρος ότι η μη αντίρρηση του δανειολήπτη δημιουργεί τεκμήριο αποδοχής των τραπεζικών χρεώσεων. Με αυτό το περιεχόμενο, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της ανακοπής είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρονται οι συνέπειες της συνομολόγησης του όρου αυτού (το περιεχόμενο του οποίου δεν εξειδικεύεται) στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης, και, ειδικότερα, δεν εκτίθεται εάν και με ποιο τρόπο η τυχόν ενεργοποίηση του όρου επέδρασε στη διαμόρφωση του ύψους της οφειλής.

6) Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση, με βάση δε την ισχύουσα και στη δίκη της ανακοπής αρχή της συζήτησης, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής. Με την ανακοπή ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής. Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνήσιων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοσή της δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (Βλ. ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της ανακοπής, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου του, ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι το επιτασσόμενο ποσό περιλαμβάνει παράνομες χρεώσεις, που έχουν τοκιστεί, χωρίς να προκύπτουν τα επιμέρους ποσά των τόκων. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες αναφέρονται γενικά σε παράνομες χρεώσεις, χωρίς οποιονδήποτε ειδικότερο προσδιορισμό.               7) Με την κατά το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής επιδιώκεται η ακύρω­ση διαταγής πληρωμής με βάση τους προβαλλόμενους με αυτήν λόγους που στρέφονται είτε κατά του κύρους της λόγω έλ­λειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της ανα­κοπής και οριοθετούν το αντικείμενο της δί­κης της ανακοπής (Βλ. ΟλΑΠ 10/1997). Όμως, επειδή αντικείμενο της δίκης της ανα­κοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ είναι η ορθότητα ή μη της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, λόγο ανακοπής δεν μπορούν να αποτελέσουν αιτιάσεις για πράξεις της αναγκαστι­κής εκτέλεσης, οι οποίες μπορούν να προβληθούν μόνο με ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, με την υποβολή αιτήματος για την ακύρωση πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης (πρβλ. ΑΠ 792/2015, ΑΠ 337/2006, ΕΑ 3921/2007, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, ενόψει του ότι η κατά τη διαδικασία των άρ­θρων 623 επ. ΚΠολΔ διαταγή πληρω­μής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 περ. ε’ του ίδιου Κώδικα, εκτελεστό τίτλο, όταν ενεργείται ανα­γκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να αμυνθεί, ασκώντας, αφενός την ανακο­πή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά της διαταγής πλη­ρωμής και αφετέρου την ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά των πράξεων της εκτέλεσης, επικαλούμε­νος ακόμη και τους ίδιους λόγους. Προϋπόθεση, όμως, για να θεωρηθεί ότι στο δικόγραφο της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής σωρεύεται και ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, είναι η ύπαρξη σχετικού αιτήματος για την ακύρω­ση πράξης της εκτέλεσης. Διαφορετικά, ο προβαλλόμενος κατά του κύρους της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγος, που αφορά αιτίαση κατά διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης προβάλλεται αλυσιτελώς. Στην προκειμένη περίπτωση με την ανακοπή προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι παρόλο που με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής οι ανακόπτοντες επιτάσσονται να καταβάλουν το ποσό των 200.000 ευρώ, η επιταγή προς πληρωμή εκδόθηκε για επιδικασθέν κεφάλαιο 611.554,82 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός των ανακοπτόντων προβάλλεται αλυσιτελώς και για τον λόγο αυτόν είναι απορριπτέος, καθώς από την επισκόπηση του εισαγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι δεν σωρεύεται ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δηλαδή δεν σωρεύεται αίτηση για την ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή.                Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και να επικυρωθεί η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (άρθρο 633 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ). Διάταξη για την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν θα διαληφθεί στο διατακτικό της απόφασης, διότι πρόκειται για διαμορφωτική διαδικαστική πράξη και όχι για επιτευκτική, η οποία περιέχει αυτοτελές αίτημα προς παροχή δικαστικής προστασίας (Βλ. ΠΠΑ 135/2015 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που η καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης (άρθρα 501, 502, 505 παρ. 2 περ. β’, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει οι ανακόπτοντες – καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να καταδικασθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, λόγω της ήττας τους, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος που υποβλήθηκε από την τελευταία (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 182 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την ανακοπή και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ.  … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους καλούντες – ανακόπτοντες – καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων  (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 15.04.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ