Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός απόφασης

           1326 / 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 13387/6104/2018)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 24η Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας :Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην …, οδός … αριθμ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Σκορίνης (ΑΜ ΔΣΠ 2809) δυνάμει του υπ’ αριθμ. … γενικού δικαστικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής Δημητρέλλου και η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του ιδίου ως άνω δικηγόρου.

Των εναγομένων:1) Της κατά το καταστατικό της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρείας με την επωνυμία «…», της οποίας η πραγματική έδρα είναι στην ………., επί της … αριθμ. ……, …, όπου βρίσκονται και τα γραφεία της νομίμως εγκατεστημένης (με τον Ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει) στην Ελλάδα ……… διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «…» και του μόνου διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου της …, όπου και βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση και κύρια εγκατάσταση και λαμβάνονται όλες οι βασικές για τη διοίκησή της αποφάσεις, νομίμως εκπροσωπουμένης, στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, 2) Της κατά το καταστατικό της εδρεύουσας στη … εταιρείας με την επωνυμία «…», της οποίας η πραγματική έδρα είναι στην ……., επί της … αριθμ. ……, …, όπου βρίσκονται και τα γραφεία της νομίμως εγκατεστημένης (με τον Ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει) στην Ελλάδα ….. διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «…» και του μόνου διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου της …, όπου και βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση και κύρια εγκατάσταση και λαμβάνονται όλες οι βασικές για τη διοίκησή της αποφάσεις, νομίμως εκπροσωπουμένης, στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ  και 3) της εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει την καταστατική της έδρα στη … και την πραγματική της έδρα στην ……, επί της … αριθμ. ….., …, όπου διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο διαχειρίσεως πλοίων σύμφωνα με τον Ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, νομίμως εκπροσωπουμένης, για τις οποίες δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-12-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 13387/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 6104/2018, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 09-09-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, και η ενάγουσα παραστάθηκε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ. 87, 343, 533 επ.,  Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος,  Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Σκορίνη, ενώ οι εναγόμενες δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 24-12-2018 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 18-04-2019, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δυνάμει του υπ’ αριθμ. … γενικού δικαστικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής Δημητρέλλου. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, οι εναγόμενες δεν έχουν καταθέσει προτάσεις. Από τις υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …, τις οποίες νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται, ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την κάτωθι αυτής ταυθήμερη απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Αμπελοκήπων, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την από … βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, την οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στις εναγόμενες νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 128 παρ. 4, 129, 130 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Σημειώνεται ότι η επίδοση της αγωγής νόμιμα διενεργήθηκε στο εγκατεστημένο στην …… γραφείο της τρίτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…» (βλ. σχετ. ΦΕΚ Β΄ 3105/23.11.2012), η οποία ήταν και κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως διαχειρίστρια και πράκτορας της πρώτης και δεύτερης εναγόμενης, όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο στάδιο αυτό, ήτοι διοικούσε τις υποθέσεις της εναγόμενης εταιρίας και εξέφραζε άμεσα (οργανικά) τη βούλησή της. Επομένως, οι εναγόμενες πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2532/1997, με τον οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG), που καταρτίσθηκε στη Βιέννη στις 11.4.1980 και ισχύει στην Ελλάδα από 1.2.1999, η Σύμβαση εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη: α) όταν τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα ή β) όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Ωστόσο, στη διάταξη του άρθρου 2 αυτής, καθορίζονται οι εξαιρέσεις εφαρμογής της και ειδικότερα στις περ. α΄ και ε΄ της εν λόγω διάταξης αναφέρεται ρητά ότι αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων, που αγοράζονται για προσωπική, οικογενειακή ή οικιακή χρήση, εκτός αν ο πωλητής, οποτεδήποτε, πριν ή κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης, δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι τα πράγματα αγοράσθηκαν για τέτοια χρήση (περ. α΄), ούτε σε συμβάσεις πώλησης πλοίων (ships), πλωτών ναυπηγημάτων (vessels), αεροστρώμνων (hovercrafts) ή αεροσκαφών (περ. ε΄). Η διεθνής αυτή Σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ. Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανάγοντας σε ενιαίο και μοναδικό λόγο ευθύνης του πωλητή την αθέτηση της σύμβασης, όρο που αποδίδει συνολικά κάθε μορφή μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα μέρη από τη σύμβαση πώλησης ή από τη Σύμβαση. Ειδικότερα η Σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες συγκρούσεως), αλλά άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. 1975). Η Σύμβαση (CISG) δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο, αλλά, αντίθετα, σ’ αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπει δηλαδή στα μέρη (άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία τους (ρήτρα «opting out», Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 109). Εννοείται, όμως, ότι όταν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία κατά τα ως άνω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης. Η εν λόγω σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθέτησής της. Οι υποχρεώσεις των μερών ρυθμίζονται στη Σύμβαση με τρόπο απλό. Έτσι, ο πωλητής, τόσο στην πώληση γένους, όσο και στην πώληση είδους, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ’ αυτών κυριότητα και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής, από την άλλη μεριά, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος, άρθρο 57 παρ. 1 περ. α΄), σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στον ΑΚ, να παραλάβει το πράγμα, γεγονός που συνιστά, επίσης, σημαντική καινοτομία της Σύμβασης (ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1108).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στην εμπορία λιπαντικών ελαίων για χρήση σε εμπορικά πλοία. Ότι η μεν πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου ονόματι «…», υπ’ αριθ. νηολογίου … και ΙΜΟ …, κοχ 16446, κκχ 9409 και ΔΔΣ 5ΒΑD4, το οποίο διαχειρίζεται η τρίτη εναγομένη εδρεύουσα στη … εταιρεία με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη, που διατηρεί νόμιμα στην Ελλάδα (…) εγκατεστημένο γραφείο, η δε δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία …… φορτηγού πλοίου ονόματι «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …, ΙΜΟ …, κοχ 24.533, κκχ 13770 και ΔΔΣ D5IV4, το οποίο ομοίως διαχειρίζεται η τρίτη εναγομένη ως άνω εταιρεία. Ότι, δυνάμει προφορικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν κατά τον μήνα Αύγουστο του έτους 2015, κατόπιν παραγγελιών της διαχειρίστριας εταιρείας «…», που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα πώλησε στην πρώτη των εναγομένων τα αναλυτικώς κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή αναγραφόμενα στα ενσωματωμένα στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγια πώλησης, λιπαντικά έλαια, συνολικής αξίας 25.686 δολαρίων ΗΠΑ, τα οποία παρέδωσε στο πλοίο της (πρώτης εναγομένης) … που βρισκόταν στον λιμένα … και στο … αντίστοιχα, παρελήφθησαν δε αυτά ανεπιφύλακτα. Ότι για τις ανωτέρω πωλήσεις εκδόθηκαν τα με αριθμούς … τιμολόγια πώλησης, μετά των συνοδευτικών δελτίων αποστολής, ποσού αντίστοιχα 22.426,50 και 3.259,50 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέα εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήξη του μήνα έκδοσής τους, ήτοι ως τις 30-10-2015. Ότι ακολούθως, δυνάμει προφορικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του έτους 2015, κατόπιν παραγγελιών της διαχειρίστριας εταιρείας «…», που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, η ενάγουσα πώλησε στην δεύτερη των εναγομένων τα αναλυτικώς κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή αναγραφόμενα στα ενσωματωμένα στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγια πώλησης, λιπαντικά έλαια, συνολικής αξίας 38.570 δολαρίων ΗΠΑ, τα οποία παρέδωσε στο πλοίο της (πρώτης εναγομένης) … που βρισκόταν στον λιμένα … της … και στο λιμένα της … αντίστοιχα, παρελήφθησαν δε αυτά ανεπιφύλακτα. Ότι για τις ανωτέρω πωλήσεις εκδόθηκαν τα με αριθμούς … τιμολόγια πώλησης, μετά των συνοδευτικών δελτίων αποστολής, ποσού αντίστοιχα 12.250 και 26.320 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέα εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοσή τους, ήτοι ως τις 30-07-2015 και 22-08-2015 αντίστοιχα. Ότι έναντι της ανωτέρω οφειλής της η δεύτερη εναγόμενη έχει καταβάλει σε αυτήν (ενάγουσα) μόνο το ποσό των 12.000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο καταλογίσθηκε κατ’ άρθρο 422 ΑΚ προς μερική εξόφληση του αρχαιότερου τιμολογίου ήτοι του υπ’ αριθμ. …, η οφειλή εκ του οποίου μειώθηκε κατά το ως άνω ποσό, με αποτέλεσμα το ανεξόφλητο υπόλοιπο εκ του εν λόγω τιμολογίου να ανέρχεται στο ποσό των 250 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της η πρώτη και δεύτερη των εναγομένων αρνούνταν να προβούν στην εξόφληση των ως άνω τιμολογίων και για τον λόγο αυτό η ίδια (ενάγουσα) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-12-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10932/5652/28-12-2016 αγωγή της κατά της πρώτης εναγομένης για το ανεξόφλητο ποσό των 25.686 δολαρίων ΗΠΑ και την από 27-12-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10917/5645/28-12-2016 αγωγή της κατά της δεύτερης εναγομένης για το ανεξόφλητο ποσό των 26.570 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι κατά τον Μάρτιο του 2017 και ενόψει της επικείμενης κατάθεσης προτάσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί των ανωτέρω αγωγών, η ενάγουσα όχλησε εκ νέου τις εναγόμενες και κατέληξαν τελικά από κοινού στις 31-01-2017 στη σύναψη του με ίδια ημερομηνία Ιδιωτικού Συμφωνητικού Αναγνώρισης Οφειλής και Διακανονισμού Εξοφλήσεως, δυνάμει του οποίου οι εναγόμενες ρητά αναγνώρισαν α) ότι η ανεξόφλητη οφειλή τους προς την ενάγουσα ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 52.256 δολαρίων ΗΠΑ, β) ότι ανέλαβαν (άπασες οι εναγόμενες) σωρευτικά να εξοφλήσουν την ως άνω οφειλή από κοινού και εις ολόκληρον, γ) ότι η εξόφληση θα γινόταν σε δόσεις με δέκα συγκεκριμένες καταβολές, η πρώτη εκ των οποίων θα ήταν καταβλητέα μέχρι την 07-04-2017 και η τελευταία μέχρι την 31-12-2017, δ) ότι εφόσον η εξόφληση της οφειλής ελάμβανε χώρα σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, η ενάγουσα θα παραιτείτο από το δικαίωμα διεκδίκησης τόκων και άλλων εξόδων, σε διαφορετική δε περίπτωση, ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό θα καθίστατο άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έναντι των εναγομένων και η ενάγουσα θα δικαιούται με μόνη την πάροδο απράκτου της σχετικής προθεσμίας που τάσσεται για την καταβολή οποιασδήποτε εκ των δόσεων να ασκήσει όλα τα δικαιώματά της έναντι των εναγομένων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος διεκδίκησης τόκων από τις συμφωνηθείσες κατά την έκδοση των τιμολογίων ημερομηνίες και ε) ότι το εν θέματι συμφωνητικό διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο και για οποιαδήποτε διαφορά ανακύψει μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αρμόδια θα είναι τα δικαστήρια του Πειραιώς. Ότι παραταύτα οι εναγόμενες δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα και κατέβαλαν μόνο το ποσό των 5.000 δολαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχούσε στην πρώτη εκ των συμφωνηθεισών δόσεων και καμία περαιτέρω, με αποτέλεσμα ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό της αναγνωρισθείσας οφειλής ύψους 47.256 (52.256 -5.000) δολαρίων ΗΠΑ να καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, αλλά και τοκοφόρο, σύμφωνα με ρητό όρο του μεταξύ των συμβληθέντων στο από 31-03-2017 Συμφωνητικό (και ήδη διαδίκων). Ότι το ποσό των 5.000 δολαρίων ΗΠΑ που κατέβαλαν οι εναγόμενες καταλογίζεται εν μέρει (κατ’ άρθρο 422ΑΚ) στο υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο, το οποίο έτσι εξοφλείται πλήρως και κατά τα λοιπά στο υπ’ αριθμ … τιμολόγιο, η οφειλή εκ του οποίου ανέρχεται πλέον στο ποσό των 21.570 (26.320 – 4.750) δολαρίων ΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά την τροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωστικό με τις προτάσεις της (άρθρο 223 και 295 του ΚΠοΔ), η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των αντιδίκων της να της καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο η καθεμία για την αναφερομένη στο ιστορικό της υπό κρίσιν αγωγής αιτία, το σε ευρώ ισόποσο κατά τον χρόνο πληρωμής των 47.256 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας α) για το ποσό των 21.570 δολαρίων ΗΠΑ από την 23-08-2015 και β) για το ποσό των 25.686 από την 31η-10-2015 μέχρι την επίδοση της παρούσας και από τότε με τόκους επιδικίας, άλλως μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, ενόψει του διασυνοριακού στοιχείου που συνδέει τα επίδικα πραγματικά περιστατικά, η οποία στηρίζεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 και 63 παρ. 1 β του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012), για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον η κεντρική διοίκηση των εναγομένων ασκείται στον Πειραιά, στη διεύθυνση όπου διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο η τρίτη εναγομένη διαχειρίστρια των επίδικων πλοίων ιδιοκτησίας της πρώτης και δεύτερης εναγομένης, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, τυγχάνει αυτό αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Α΄- Β΄ι του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς τις ιστορούμενες συμβάσεις και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των εναγόμενων εταιρειών, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, καθώς αυτό επέλεξαν τα διάδικα μέρη στο επίδικο Συμφωνητικό Αναγνώρισης Οφειλής και Δικανονισμού Εξοφλήσεως, σύμφωνα και με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, ελλείψει ειδικής συμφωνίας ως προς τον αποκλεισμό των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών (CISG) για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Ν.2532/1997) και δοθέντος ότι άπασα τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση κράτη (Ελλάδα, …, Μάλτα) είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση, καθώς και ότι οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο ενός συμβαλλόμενου κράτους, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4, 7 παρ. 2, 23, 24, 25, 30, 53, 54 επ., 61, 78 της συμβάσεως CISG, 211, 212, 216, 291, 292, 340, 341, 346, 422, 481, 513, 361 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, μη νόμιμο είναι, μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, για τον λόγο ότι προσωρινή εκτελεστότητα παράγουν μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Κατόπιν τούτων, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Ενόψει τούτων, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην κρινόμενη αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας (βλ. άρθρο 271 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 2 του ίδιου Νόμου). Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής, των σαράντα επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι (47.256) δολαρίων ΗΠΑ πλέον τόκων υπερημερίας α) για το ποσό των 21.570 δολαρίων ΗΠΑ από την 23η-08-2015 και β) για το ποσό των 25.686 δολαρίων ΗΠΑ από την 31η-10-2015 και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας [άρθρα 176, 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1  i περ. α, 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής των δολαρίων ΗΠΑ σαράντα επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι (47.256) πλέον τόκων υπερημερίας α) για το ποσό των 21.570 δολαρίων ΗΠΑ από την 23η-08-2015 και β) για το ποσό των 25.686 δολαρίων ΗΠΑ από την 31η-10-2015 και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις                -2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ