ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 1332/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 28η Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Επαμεινώνδας Ρέκκας (ΑΜΔΣΑ 10204), δυνάμει του από … ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα από τη διαχειρίστρια εταιρία της με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, νόμιμα εκπροσωπούμενη, που διατηρεί γραφείο στον …………. (…), η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.03.2019 με Γ.Α.Κ. 2898/2019 και με Ε.Α.Κ. 1393/2019, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 29.03.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 19.12.2019 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως κανονική συμμετοχή στη δίκη στην τακτική διαδικασία νοείται η κατάθεση προτάσεων εντός προθεσμίας εκατό ημερών από την κατάθεση της αγωγής, η οποία (προθεσμία) παρατείνεται κατά τριάντα ημέρες αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου: «1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας («acta iure imperii») 2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη. 3. Στον παρόντα κανονισμό ο όρος «κράτος μέλος» καλύπτει τα κράτη μέλη πλην της Δανίας». Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού ορίζει ότι: «1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής «υπηρεσίες διαβίβασης»), που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση δικαστικών ή εξώδικων πράξεων προς επίδοση ή κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος. 2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής «υπηρεσίες παραλαβής») που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξώδικων πράξεων άλλου κράτους μέλους», ενώ κατά το άρθρο 4, «1. Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2. 2. Η διαβίβαση πράξεων, αιτήσεων, επικυρώσεων, αποδεικτικών παραλαβής, βεβαιώσεων και λοιπών πράξεων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής γίνεται με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο της παραλαμβανομένης πράξης είναι αληθές και συμπίπτει απολύτως προς το περιεχόμενο της διαβιβαζομένης πράξης, και εφόσον όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες. 3. Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του τυποποιημένου εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο. 4. Δεν απαιτείται βεβαίωση της γνησιότητας ή ανάλογη διατύπωση για τις διαβιβαζόμενες πράξεις και έγγραφα.». Εξάλλου, το άρθρο 7 ορίζει ότι: «1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. 2. Η υπηρεσία παραλαβής φροντίζει ώστε η επίδοση ή κοινοποίηση να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό και, οπωσδήποτε, εντός μηνός από την παραλαβή. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση ή η κοινοποίηση εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής: α) ειδοποιεί αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι, η οποία συμπληρώνεται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 και β) συνεχίζει να προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την υπηρεσία διαβίβασης, σε περίπτωση που η επίδοση ή κοινοποίηση φαίνεται εφικτή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Περαιτέρω, το άρθρο 19 με τον τίτλο «Ερημοδικία εναγομένου» ορίζει ότι: «1. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του ή β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί. 2. Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παράγραφο 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάσθηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον παρόντα κανονισμό β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής». Εξάλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20, «1. Για θέματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965. 2. Ο παρών κανονισμός δεν εμιποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να επιταχύνεται ή να απλουστεύεται περαιτέρω η διαβίβαση των πράξεων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 26, το οποίο αφορά στην έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού, «ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (…). Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», μεταξύ των κρατών μελών είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, ενώ στο πεδίο εφαρμογής του εκτοπίζει τη διάταξη του άρθρου 134 ΚΠολΔ, καθόσον η επίδοση δεν συντελείται εν προκειμένω με την παράδοση του εγγράφου στον αρμόδιο Εισαγγελέα (πλασματική επίδοση), αλλά απαιτείται η τήρηση της παραπάνω προβλεπόμενης διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η εναγόμενη δεν έλαβε κανονικά μέρος στη δίκη, καθώς δεν κατέθεσε προτάσεις. Περαιτέρω, κατά τα ιστορούμενα από την ενάγουσα στο προεισαγωγικό τμήμα του αγωγικού δικογράφου, η εναγόμενη εδρεύει στη … και εκπροσωπείται από τη διαχειρίστρια εταιρία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και διατηρεί γραφείο στον ……. (…). Σχετικά με την κλήτευση της αντιδίκου της η ενάγουσα προσάγει με επίκληση τα ακόλουθα έγγραφα: 1) Την από … βεβαίωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, η οποία βεβαιώνει ότι δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της κρινόμενης αγωγής, διότι δεν βρέθηκαν γραφεία της διαχειρίστριας εταιρίας της εναγόμενης επί της …. 2) Την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για την διαχειρίστρια εταιρία «…». 3) Την υπ’ αριθ. … έντυπη βεβαίωση, με βάση τον Κανονισμό 1393/2007, η οποία εκδόθηκε από την αρμόδια υπηρεσία παραλαβής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κύπρου, με την οποία βεβαιώνεται η μη επίδοση της αγωγής για τον λόγο ότι: «Στην οδό …, …, είναι μεγάλη πολυκατοικία και η πάνω εταιρεία δεν βρίσκεται εκεί». 4) Τη συνημμένη στην παραπάνω βεβαίωση με ημερομηνία … ένορκη δήλωση μη επίδοσης του δικαστικού επιδότη στο Επαρχιακό Δικαστήριο ….., …, ο οποίος δηλώνει ενόρκως ότι το έγγραφο που στάλθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς με αριθ. πρωτ. … και με ημερομηνία … για επίδοση στην «…» δεν επιδόθηκε «γιατί στην οδό …, …, είναι μεγάλη πολυκατοικία και η πιο πάνω εταιρεία δεν βρίσκεται εκεί, ενώ στην …, …, το γραφείο είναι πάντοτε κλειστό κατά τις επισκέψεις μου και δεν ανευρέθηκε κανένας». 5) Το από … πιστοποιητικό μη επίδοσης δικογράφων εξωτερικού της Αρχιπρωτοκολλητή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κύπρου, …, με το οποίο πιστοποιείται ότι δεν διενεργήθηκε η επίδοση προς την «…». 6) Την υπ’ αριθ. αναφοράς …../… έντυπη αίτηση επίδοσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του Κανονισμού 1393/2007. Εφόσον από τα παραπάνω έγγραφα δεν αποδεικνύεται ότι η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εταιρία, πρέπει αυτή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αναστολής της έκδοσης απόφασης, με βάση το άρθρο 19 παρ. 1 του Κανονισμού 1393/2007, για τον λόγο ότι η αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους παραλαβής του δικογράφου έχει αποστείλει την προαναφερόμενη βεβαίωση περί μη επίδοσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 15.04.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ