Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

           1338 /2020

(αριθμ. έκθ. κατάθ. 1033/519/2019)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: … του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών Αικατερίνη Καπούδα (ΑΜ ΔΣΑ 15003) δυνάμει του από 13-05-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής και ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Των εναγομένων: 1) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) … του …, κατοίκου …, 3) … του …, κατοίκου …, 4) … του …, κατοίκου … και 5) …, κατοίκου …, οδός …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Πειραιώς Δημήτριος Παυλής (ΑΜ ΔΣΠ 3661) δυνάμει των από 07-05-2019, 08-05-2019 και 13-05-2019 δικαστικών πληρεξουσίων με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εξουσιοδοτούντων και οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του ιδίου ως άνω δικηγόρου.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 01-02-2019 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 1033/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 519/2019 και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ε ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ και οι διάδικοι παραστάθηκαν κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 5, 7, 2 παρ. 2 και 47 του Ν. 959/1979 «περί Ναυτικής Εταιρείας» προκύπτει ότι και η από τον παραπάνω νόμο ρυθμιζόμενη Ναυτική Εταιρεία, που στην πραγματικότητα αποτελεί και αυτή Ανώνυμη Εταιρεία με ειδικό εμπορικό σκοπό (την κυριότητα και εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών εμπορικών πλοίων) αποτελεί κεφαλαιουχική ένωση στηριζόμενη όχι στην προσωπική, αλλά στην περιουσιακή συμβολή των εταίρων, τα πρόσωπα των οποίων έτσι είναι αδιάφορα, ο δε εταιρικός δεσμός εκφράζεται δια των μετοχών, στις οποίες διαιρείται το κεφάλαιο. Η κτήση των μετοχών προσδίδει στον κομιστή την ιδιότητα του μετόχου, που μπορεί να είναι όχι μόνο φυσικό αλλά και νομικό πρόσωπο, από την οποία απορρέουν τα έναντι της εταιρείας δικαιώματα, όπως αυτά καθορίζονται από τον παραπάνω Νόμο και ανάγονται στην ανάλογη συμμετοχή στα τυχόν εμφανιζόμενα στον ισολογισμό προς διανομή κέρδη, στην ανάληψη ανάλογου μέρους του τυχόν ενεργητικού κατά την εκκαθάριση της εταιρείας και εις την συμμετοχή στη διοίκηση αυτής είτε ως δικαιούχος ψήφου στη Γενική Συνέλευση είτε και ως ποσοστό μειοψηφίας με τα περιοριστικώς στο Νόμο αναφερόμενα ουσιαστικά και δικονομικά δικαιώματα, αναλόγως του ποσοστού που αντιπροσωπεύει (ΕφΠειρ 1273/1991, ΕΕμπΔ 1991/1992). Πλέον ειδικά, όπως και στις λοιπές κεφαλαιουχικές εταιρείες, το μετοχικό κεφάλαιο είναι ουσιώδες για την ύπαρξη της ναυτικής εταιρείας και συνίσταται στο ποσό που αναφέρεται στην εταιρική σύμβαση, κατά τη σύσταση δε της εταιρείας αντιστοιχεί στο άθροισμα της αξίας των εισφορών των μετόχων. Είναι σταθερό μέγεθος και μπορεί να αυξηθεί με τροποποίηση του καταστατικού ή, εάν τούτο ορίζει η εταιρική σύμβαση, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου. Το μετοχικό κεφάλαιο της Ναυτικής Εταιρείας είναι δυνατό να έχει καταβληθεί κατά τη σύστασή της ή να έχει αναληφθεί υποχρέωση από δύο τουλάχιστον ιδρυτικά μέλη να καλυφθεί μετά από αυτήν. Στην τελευταία περίπτωση η καταβολή πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσα σε δύο ημέρες από την καταχώρηση της εταιρείας στο μητρώο, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 της διάταξης του άρθ. 5 του Ν. 959/1979 περί Ναυτικής Εταιρείας. Ακολούθως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 37 του ίδιου Νόμου, «τα καθαρά κέρδη διατίθενται μετ’ απόφασιν της Γενικής Συνέλευσης ελευθέρως, άνευ υπόχρεώσεως προς διανομήν μερίσματος ή σχηματισμών αποθεματικού, εκτός εάν άλλως η εταιρική σύμβασις ορίζη». Ετσι, η διάθεση των κερδών της Ναυτικής Εταιρείας είναι απαλλαγμένη διατυπώσεων και περιορισμών, χωρίς να είναι υποχρεωτική η διανομή μερίσματος ή η ενέργεια κρατήσεων για να σχηματισθεί αποθεματικό. Είτε υπάρχει στην εταιρική σύμβαση πρόβλεψη για διανομή κερδών είτε όχι, η απόφαση για τη διάθεσή τους ανήκει στη Γενική Συνέλευση, κατά μεν την πρώτη περίπτωση σύμφωνα με τους όρους της εταιρικής σύμβασης, κατά δε τη δεύτερη ελευθέρως (βλ. Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο», εκδ. 2004, τόμος πρώτος, σελ. 154, 155, 169, 170, 208). Επιπλέον, όπως και στη συναφή διάταξη του νόμου 2190/1920 (άρθρο 21), έτσι και με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 959/1979 ορίζεται ότι η Ναυτική Εταιρεία διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο είναι το συλλογικό όργανο της ναυτικής εταιρείας και έχει εξουσίες διαχείρισης ή διοίκησης και εκπροσώπησής της. Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ίδιου Νόμου, «παν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνεται έναντι της Εταιρείας δια παν πταίσμα». Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται ευθύνη του μέλους της Ναυτικής Εταιρείας απέναντι στην εταιρεία. Η διάταξη είναι όμοια κατά τη διατύπωσή της με αυτήν του άρθρου 714 ΑΚ. Ετσι, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά κατά την ερμηνεία των άρθρων 714 και 330 ΑΚ και έχουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση, το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο, αμέλεια, μέχρι και τη διαβάθμιση της ελαφριάς αφηρημένης αμέλειας (βλ. Ι. Κοροτζή, ο π., σελ. 171, 177). Αλλωστε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 του Ν. 959/1979, επί Ναυτικών Εταιριών δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76, 742 έως 784 του Αστικού Κώδικα, των άρθρων 18 έως 64 του Εμπορικού Νόμου, ως και του Κωδικοποιημένου Νόμου 2190/1920. Ωστόσο, η φύση της Ναυτικής Εταιρείας ως κεφαλαιουχικής εταιρείας δεν αποκλείει την προσφυγή στην ερμηνεία σχετικών διατάξεων της Α.Ε., οι οποίες αποτέλεσαν υπόδειγμα για το Νομοθέτη του Ν. 959/1979 και ιδιαίτερα στις κοινές βασικές έννοιες όλων των κεφαλαιουχικών εταιριών [Βλ. Ι. Κοροτζή, ο.π. σελ. 240, πρβλ. Α. Κιαντού – Παμπούκη, «Η Ναυτική Εταιρεία και η σχέση της με την Ανώνυμη Εταιρεία», σε έκδοση με τα πρακτικά της διημερίδας «Ναυτική Εταιρεία – Σύγχρονα ζητήματα» (επιμέλεια Κ. Παμπούκης) και, αναφορικά με την αναλογική ισχύ της ερμηνείας των διατάξεων περί μετοχικού κεφαλαίου, Α. Καλαντζή, «Ναυτική Εταιρεία», σελ. 38 και α]. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τις αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις που ισχύουν για την Α.Ε., όταν οι μέτοχοι αυτής υποστούν άμεση ζημία από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα υπαίτια μέλη (ενδεχομένως και η εταιρεία) ευθύνονται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Στην περίπτωση αυτή, οι ζημιωθέντες μέτοχοι ασκούν ατομική αγωγή κατά των υπαιτίων. Αμεση είναι π.χ. η ζημία, όταν το Διοικητικό Συμβούλιο προσβάλλει παράνομα μετοχικά δικαιώματα ή όταν ματαιώνει επωφελή δημόσια πρόταση εξαγοράς μετοχών. Αντίθετα, η έμμεση ζημία, την οποίαν υπέστησαν οι μέτοχοι από την κακή διαχείριση της εταιρικής περιουσίας, μπορεί να αποκατασταθεί μόνο με την έγερση της εταιρικής αγωγής (πρβλ. άρθρο 22Β Ν. 2190/1920, όσον αφορά στις Α.Ε.), οπότε με την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας αποκαθίσταται και η (έμμεση) ζημία των μετόχων. Οταν όμως δεν ασκηθούν οι απαιτήσεις της εταιρείας, η ζημία παραμένει (Βλ. Ν. Ρόκα, «Εμπορικές Εταιρίες», 7η έκδοση, σελ. 342). Σύμφωνα, άλλωστε, με τις αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περί Ανωνύμων Εταιρειών (άρθρα 18, 22α και 22Β Ν. 2190/1920, 31 και 32 του Εμπορικού Νόμου, 68, 714, 297 και 298 ΑΚ) προκύπτει, ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας ευθύνονται, έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας, για τη ζημία που από πταίσμα τους προκλήθηκε στην τελευταία, κατά την παραβίαση των υποχρεώσεών τους που επιβάλλονται από τη μεταξύ αυτών και της εταιρείας σύμβαση, τη νομοθεσία και το καταστατικό της εταιρείας, αλλά και την αυτοτελή υποχρέωσή τους για πίστη. Η ευθύνη τους υπάρχει και κατά τα άρθρα 914 και 919 του ίδιου Κώδικα, όταν η ζημιογόνος πράξη ή η παράλειψή τους αποτελεί και αδικοπραξία με την έννοια των άρθρων αυτών, έχει δε ως συνέπεια την άμεση και αυτοτελή υποχρέωσή τους προς αποζημίωση. Σ` αυτές τις περιπτώσεις ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης, που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό πρόσωπο, το οποίο και νομιμοποιείται, αποκλειστικά, να ασκήσει σχετική αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, σύμφωνα με τους ορισμούς της σχετικής διάταξης (πρβλ. άρθ. 22β του Ν. 2190/1920, που ισχύει για τις Α.Ε.). Αντίθετα, οι κατ` ιδίαν μέτοχοι της Εταιρείας, αν έχουν υποστεί ζημία, η οποία μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας αυτών ή στη διανομή μικρότερου μερίσματος, δεν μπορούν και αυτοί παράλληλα με την εταιρεία, να προβάλλουν αξίωση αποζημίωσης, για τη ζημία που έχουν υποστεί, έμμεσα, γιατί, ως τρίτοι, δεν διατελούν σε δεσμό με τα μέλη της διοίκησης της εταιρείας. Επιπλέον, διότι η ζημία τους είναι έμμεση και δεν μπορεί να αποκατασταθεί κατά την έννοια των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ, ενώ σε περίπτωση αδικοπραξίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, όπως προκύπτει από αυτά, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, δικαιούχος της αποζημίωσης, είναι εκείνος που ζημιώθηκε, άμεσα, από την αδικοπραξία, ο οποίος (και μόνο) νομιμοποιείται να στραφεί κατά του υπαιτίου της ζημίας, όχι δε (εκτός των εξαιρέσεων που διαγράφονται στα άρθρα 928 και 929 παρ. 2 ΑΚ) και εκείνοι που ζημιώθηκαν έμμεσα από αυτή. Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών ανάγεται, ότι δε δημιουργείται ευθύνη των μελών της διοίκησης, έναντι των κατ` ιδίαν μετόχων και, συνακόλουθα, δεν παρέχεται στους τελευταίους δικαίωμα άσκησης ατομικής αγωγής, για την αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας τους, η οποία αποκαθίσταται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, μόνο, μέσω του νομικού προσώπου της εταιρείας, με την έγερση της εταιρικής αγωγής, που ασκείται, σε κάθε περίπτωση, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται η έμμεση ζημία που υπέστησαν οι μέτοχοι από την κακή διαχείριση της εταιρικής περιουσίας εκ μέρους των μελών της διοίκησης, αφού με την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας αποκαθίσταται και η ζημία των μετόχων (πρβλ. αναφορικά με Α.Ε., ΑΠ 1483/2010, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1888/2005, ΔΕΕ 2006/392, ΑΠ 1405/1998, ΔΕΕ 1998/972, ΕφΑθ 51-2/2012, ΕΕμπΔ 2012/329, ΕφΑθ 5…/2011, ΔΕΕ 2012/468, με εκεί εκτενείς ανα­φορές σε Θεωρία και Νομολογία). Αντιθέτως, περίπτωση άμεσης προσωπικής ζημίας του μετόχου συνιστά η ζημία που θα είχε υποστεί ο μέτοχος και μόνον αυτός, εάν π.χ. το διοικητικό συμβούλιο του παρακράτήσε το μέρισμα, ή την εισφορά του σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ή εάν το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε δημοσιεύσεις που βλάπτουν κάποιο μέτοχο ατομικά ή εφόσον υφίσταται αντίθετη στα χρηστά ήθη κατάχρηση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας για ίδρυση νέας εταιρείας με μόνους μετόχους ορισμένους από εκείνους της αρχικής εταιρείας με ταυτόχρονη μεταβίβαση στη νέα των μετοχών παλαιάς, προκειμένου να περιέλθει αποκλειστικά στην περιουσία των νέων μετόχων ή in concrete βέβαια υπεραξία των μετοχών της αρχικής εταιρείας. Ο μέτοχος όμως, δεν είναι δυνατό να εγείρει αγωγή σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου επικαλούμενος κακή διαχείριση (έστω και δόλια προσβολή της περιουσίας της εταιρείας), διότι οι σχετικές ζημίες δεν έχουν προσωπικό χαρακτήρα αλλά αντικατοπτρίζουν ζημία της εταιρείας (ΠΠΠειρ. 613/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΠλημΛαρ 548/2012, Αρμ. 2013/1303, με εκεί αναφορές σε Θεωρία και Νομολογία).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ “όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφ’ όσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για τον σκοπό αυτόν ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξιλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει απο την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφ` όσον συνηθίζονται. Η διάταξη αυτή με το πρώτο εδάφιό της καθιερώνει τη γενική υποχρέωση για λογοδοσία εκείνου, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου – όπως θα αναλυθούν κατωτέρω – ενώ με το δεύτερο εδάφιο ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας. Εκτός απο την πιο πάνω διάταξη, τόσο στον ΑΚ όσον και σε άλλους νόμους υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν την υποχρέωση λογοδοσίας, συνδέοντάς τη με ορισμένη ιδιότητα του υποχρέου προσώπου και ορισμένο έργο που αυτό άσκησε, όπως π.χ. στο άρθρο 685 ΑΚ του εργολάβου απέναντι στον εργοδότη, 718 ΑΚ του εντολοδόχου απέναντι στον εντολέα, 1032 ΚΠολΔ του διαχειριστή, που διορίστηκε με απόφαση που διέταξε κατά το 1022 ΚΠολΔ την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, του 23 ΚΙΝΔ του διαχειριστή συμπλοιοκτησίας απέναντι στον καθένα απο τους συμπλόιοκτήτες, κλπ. Με βάση δε την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που θεσπίζεται απο τον νόμο (άρθρ. 361 ΑΚ), μπορεί να συμφωνηθεί απο τα ενδιαφερόμενα μέρη υποχρέωση για λογοδοσία και πέρα από τις περιπτώσεις που προβλέπονται απο το νόμο (βλ. Φουρκιώτη, παρ. 32 σελ. 484). Όμως η διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ είναι ανεφάρμοστη στις περιπτώσεις που η υποχρέωση για λογοδοσία ρυθμίζεται ειδικά και αποκλειστικά από άλλες διατάξεις, όπως πχ του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 310/1955 περι ΕΠΕ (ΕΦΠειρ 168/1990 ΕΑΔ 33, 405. ΕΦΘεσ 6115/1975 ΑρχΝ 27, 70) και ν. 2190/1920 περί ΑΕ, καθόσον αφορά το Δ.Σ. της Α.Ε. απέναντι στους μετόχους της, όπου δέν υπάρχει υποχρέωση για λογοδοσία (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ υπ άρθρ. 303 σελ. 115 επ. ΠΠΡΑΘ 1263/1972 ΝΟΒ 21, 669 ΕΕμπΔ 24, 360). Περαιτέρω, για τη θεμελίωση αξιώσεως παροχής λογοδοσίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) να πρόκειται για διαχείριση ξένης υποθέσεως: Η διαχείριση δυνατόν να στηρίζεται, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, στο νόμο, σε σύμβαση, σε οιονεί συμβαση (διοίκηση αλλοτρίων, ΑΚ 730 επ.), σε διάταξη τελευταιάς βουλήσεως (ΠΠρΗρ 4/1971 ΝΟΒ 19, 504). Προϋποτίθεται δηλονότι μια αναγνωριζομένη απο το νόμο σχέση, η οποία μπορεί να “γεννήσει” εγκυρη υποχρέωση λογοδοσίας, πρέπει δε να τονισθεί, στο σημείο αυτό, ότι ο νόμος (ΑΚ 303) δέν καθιερώνει μια γενική αξίωση για λογοδοσία χωρίς οποιαδήποτε προϋπόθεση και με βάση ένα γενικό γι αυτήν συμφέρον του ενδιαφερομένου προσώπου (βλ. Κρητικό σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου υπ` άρθρ. 303, αριθ. 4, 6 και 12. Φουρκιώτη, παρ 32 σελ. 484 σημ. 8). Τέλος, άλλες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξιώσεως λογοδοσίας είναι β) η υπόθεση να είναι ξένη είτε στο σύνολό της είτε κατά μέρος (ΑΠ 1184/80 ΝΟΒ 29, 543. ΕΦΑΘ 2995/83 ΝΟΒ 21, 1015. ΕΦΑΘ 5539/80 ΝΟΒ 28, 1577. ΕΦΑΘ 2310/1975 Αρμ 29, 678) και γ) δέν πρέπει εκείνος που αξιώνει λογοδοσία να ελάμβανε γνώση, κατά τη διάρκεια της διαχειρίσεως, των λογαριασμών και διαχειριστικών της πράξεων (ΑΠ 453/1994 ΝΔικ 5, 86). Εάν δε δέν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις δέν γεννάται υποχρέωση παροχής λογοδοσίας, ενδεχομένως απλώς να θεμελιώνεται υποχρέωση για επίδειξη πράγματος ή εγγράφου (ΑΚ 901 επ. 450 ΚΠολΔ επ.) ή για παροχή πληροφοριών κατά την ΑΚ 304 (Λιτζερόπουλος, ΕρμΑΚ 303 αρ. 3). Έτι περαιτέρω, με βάση τις διατάξεις του ν. 959/1979 διαμορφώθηκε ένας νέος τύπος εταιρείας, η ναυτική εταιρεία, που εξασφαλίζει την επάνοδο των πλοίων στην ελληνική σημαία και με σκοπό, όπως αναφέρεται στην οικεία εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, “να προσφέρει εις τους έλληνες πλοιοκτήτες μιαν ελληνικήν εταιρικήν μορφήν τόσον ελκυστική όσον και η παναμαϊκή ή λιβεριανή” (βλ. σε ΕΝΔ 7 σελ. 599 – 600 και ΕΝΔ 8 σελ. 288). Για την εξυπηρέτηση δε του πιο πάνω νομοθετικού σκοπού, ο νόμος περί ναυτικής εταιρείας, σε αντίθεση προς τον ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, κυριαρχείται απο φιλελεύθερες αντιλήψεις, χαρακτηριστικώτερη των οποίων είναι η αύξηση των δικαιωμάτων και ευχερειών της πλειοψηφίας, όπως θα αναπτυχθούν ειδικότερα κατωτέρω (βλ. και Λ. Γεωργακόπουλο σε ΝΟΒ 1976 σελ. 374. Σ. Κιντή σε ΕΕμπΔ 1979 σελ. 512). Κατα το άρθρο 2 παρ. 1, 2 ν. 959/1979 η ναυτική εταιρεία συνιστάται με εταιρική σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως και καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιρειών, οπότε και αποκτά (με την καταχώριση) νομική, προσωπικότητα. Ως νομικό πρόσωπο η ναυτική εταιρεία διοικείται και εκπροσωπείται απο το διοικητικό της συμβούλιο, που απαρτίζεται απο τρία τουλάχιστον μέλη (άρθρ. 12 ν. 959/79) το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο και υπεύθυνο να αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικώς στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού, περιλαμβανομένης της παροχής εγγυήσεων και κάθε εμπράγματης ασφάλειας υπέρ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων (άρθρ. 19 παρ. 1 ν. 959). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί οτι ως προς τη σχέση των μελών του ΔΣ με τη ναυτική εταιρεία κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 59 ν. 959/79, τα άρθρ. 31 και 32 ΕμπΝ δέν εφαρμόζονται στη ναυτική εταιρεία και συνεπώς αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων περι εντολής του ΑΚ (βλ. Αλεξ. Καλαντζή, Ναυτική εταιρεία, υπ άρθρ. 12 σελ. 56 πρβλ. τη ρύθμιση για την ανώνυμο εταιρεία Λ. Γεωργακόπουλο, Το δίκαιον των εταιρειών, τομ. ΙΙΙ, έκδ. 1974 σελ. 10 επ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρείες, έκδ. 1989 σελ. 142 επ.). Περαιτέρω, τις εξουσίες και αρμοδιότητές του το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέσει με απόφαση του ολικώς ή μερικώς σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή ακόμα και σε τρίτους, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση των εξουσιών τους (άρθρ. 20 παρ 1 ν. 959). Τα πρόσωπα δε αυτά, είτε είναι μέλη του Δ.Σ. είτε όχι, έχουν τις (οργανικές) εξουσίες του Δ.Σ. και υπέχουν έναντι της ναυτικής εταιρείας την ευθύνη των μελών του Δ.Σ. Θεωρούνται δε ως υποκατάστατοι, κατα την έννοια της διατάξεως του άρθρου 67 εδ. β ΑΚ, και όχι ως πληρεξούσιοι (βλ. Αλ. Καλαντζή, ό.π. σελ. 67, πρβλ. Ν. Ροκα, ό.π. σελ. 157). Η παραπάνω δε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να καταχωρίζεται στο μητρώο ναυτικών εταιρειών οπότε και αποτελεί πλήρη απόδειξη περί των εις προσώπων της εταιρείας (άρθρ. 20 παρ. 2, 5 ν. 959). Κατά δε το άρθρο 28 ν. 959 το ανώτατο όργανο της εταιρείας είναι η γενική συνέλευση των μετόχων της, με αρμοδιότητα να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση. Στο τέλος δε κάθε εταιρικής χρήσεως το Δ.Σ. συντάσσει ισολογισμό ή λογιστική κατάσταση, εκτός εάν η εταιρική σύμβαση ορίζει διαφορετικά (άρθρ. 35 ν. 959). Το καταστατικό της ναυτικής εταιρείας έτσι μπορεί να προβλέψει ότι δέν υφίσταται καθόλου υποχρέωση συντάξεως ισολογισμού ή λογιστικής καταστάσεως ή ότι αυτά μπορούν να συντάσσονται στο τέλος δύο ή περισσοτέρων εταιρικών χρήσεων. Ο ισολογισμός ή η λογιστική κατάσταση της ναυτικής εταιρείας, εγκρίνονται απο τη Γ.Σ., κατ’ άρθρ. 29 περ. δ ν. 959, χωρίς έλεγχο και δέν δημοσιεύονται, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το καταστατικό (εταιρική συμβαση). Τέλος, τα άρθρα 38, 39 και 40 ν. 959 καθορίζουν και περιγράφουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας συνιστάμενα κυρίως στη δυνατότητα καταστατικής προβλέψεως τακτικού ελέγχου (άρθρ. 38) ο οποίος και ελλείπει ως όργανο απο τις ρυθμίσεις του νόμου, αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στις ανώνυμες εταιρείες, δυνατότητας συγκλήσεως εκτάκτου Γενικής Συνελεύσεως (άρθρ. 39 ν. 959), καθώς και έκτακτο έλεγχο διαχειρίσεως της εταιρείας (άρθρ. 40) εάν πιθανολογούνται αταξίες περί τη διαχείριση των υποθέσεων αυτής. Ο έκτακτος αυτός ελεγχος αποτελεί αντίβαρο στην ανυπαρξία ή στην περιορισμένη ύπαρξη τακτικού ελέγχου και αφορά όχι μόνο στον ισολογισμό ή τη λογιστική κατάσταση όπως ο τακτικός, αλλά είναι γενικός και αφορά κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση της εταιρείας (βλ. εισηγ. έκθ. ν. 959/79 ΕΝΔ 7, 608). Επίσης δικαίωμα σχετικό με τον ελεγχο του Δ.Σ. απο τη μειοψηφία προβλέπεται και από το άρθρ. 30 ν. 959, κατά το οποίο παρέχεται η δυνατότητα να ζητηθούν πληροφορίες απο το Δ.Σ. περί των υποθέσεων της εταιρείας (ας σημειωθεί ότι και άλλα επί μέρους δικαιώματα της μειοψηφίας προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 3, 13 παρ. 4, 27 παρ. 3, 31 παρ. 2 ν. 959/79. Από το πλέγμα των ρυθμίσεων του ν. 959/79 προκύπτει σαφώς ότι υπάρχει μια αισθητή συμπίεση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας (βλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό δίιςαιο, έκδ. Γ σελ. 125), πολλώ μάλλον αν επιχειρηθεί σύγκριση τούτων με αντίστοιχα δικαιώματα της μειοψηφίας των μετόχων της ανωνύμου εταιρείας του ν. 2190/1920. Ο λόγος, όπως ήδη αναφέρθηκε, έγκειται στο ότι η ναυτική εταιρεία δέν αποβλέπει να προσελκύσει το ευρύ κοινό των μικροεπενδυτών, αλλά να προσφέρει έναν εύκαμπτο και συνεπώς ελαστικό εταιρικό τύπο, ενώ εξάλλου ήταν γνωστό στο νομοθέτη του ν. 959/79 ότι η ελληνική ναυτιλιακή επιχείρηση, στηρίζεται σε οικογενειακές σχέσεις ή σε σχέσεις εμπιστοσύνης και, παρά τον κεφαλαιουχικό της χαρακτήρα, έχει έντονο το προσωπικό στοιχείο (βλ. Στ. Κιντή, ΕΕμπΔ 1979 σελ. 515 – 516. Αλεξ. ΚαλανΣζή, ό.π. σελ. 61 και 93). Στη ναυτική εταιρειά η μειοψηφία των μετόχων μπορεί να μεριμνήσει με καταστατικές διατάξεις να προστατεύσει τα συμφέροντά της (πχ υποχρεωτική σύνταξη και δημοσίευση ισολογισμού, ελεγχος αυτού από ανεξάρτητους ελεγκτές κλπ) στην πορεία δε της λειτουργίας της εταιρείας, να κάνει χρήση των λοιπών δικαιωμάτων της. Ανεξαρτήτως πάντως από το εύρος των δικαιωμάτων της μειοψηφίας των μετόχων της ναυτικής εταιρείας, προβλέπονται και ρυθμίζονται – όπως αναλυτικώς προπεριγράφησαν, ειδικώς και αποκλειστικώς από τον ν. 959/79 οι περιπτώσεις που γεννάται υποχρέωση για λογοδοσία και αυτές είναι αφ’ ενός στο πλαίσιο της έννομης σχέσης που συνδέει το διοικητικό συμβούλιο με τη γενική συνέλευση των μετόχων και αφ’ ετέρου στο πλαίσιο της έννομης σχέσης που ενδέχεται να συνδέει το διοικητικό συμβούλιο με εκείνο το μέλος του ή το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 ν. 959. Με τα δεδομένα αυτά και αφού, όπως ήδη ελέχθη, οι προβλεπόμενες από το ν. 959/79 περιπτώσεις που γεννάται υποχρέωση για λογοδοσία, ρυθμίζονται ειδικά και αποκλειστικά απο τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 959/79 (και συγκροτούν εν πολλοίς τον κορμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας των μετόχων) δέν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής η γενική διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ. Επιχείρημα προς τούτο αντλείται και από το ότι είναι επίσης ανεφάρμοστη η ρύθμιση του άρθρου 303 ΑΚ και σε άλλες περιπτώσεις όπου η υποχρέωση  για λογοδοσία ρυθμίζεται ειδικά και αποκλειστικά από άλλες διατάξεις όπως πχ του άρθρ. 22 παρ 1 ν. 3190/1955 περί ΕΠΕ (ΕφΑθ 6115/1975 ΑρχΝ 27, 70) και του ν. 2190/1920 περί ΑΕ, καθόσον αφορά το Δ.Σ της Α.Ε. απέναντι στους μετόχους της, οπου δέν υπάρχει υποχρέωση για λογοδοσιά (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, υπ άρθρ. 303 σελ. 116 αριθ. 6. ΠΠΡΑΘ 1263/1972 ΝΟΒ 21, 669). Πέραν τούτων δε, και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα πλαίσια του ν. 959/79, και δη στην πρώτη τούτων, το διοικητικό συμβούλιο, ως συλλογικό όργανο, έχει υποχρέωση λογοδοσίας προς τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας με τη σύνταξη ισολογισμού ή λογιστικής καταστάσεως (άρθρ. 35 παρ 1 ν. 959), με την παροχή πληροφοριών για τις εταιρικές υποθέσεις (άρθρ. 30 ν. 959) κλπ. Υποκείμενο συνεπώς της υποχρεώσεως λογοδοσίας είναι το Δ.Σ. ως συλλογικό όργανο και αντίστοιχος δικαιούχος είναι η γενική συνέλευση επίσης ως συλλογικό όργανο της ναυτικής εταιρείας. Ακόμα και όταν μέτοχοι, που εκπροσωπούν το εκάστοτε απαιτούμενο ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου, θέτουν σε κίνηση τη διαδικασία της λογοδοσίας του Δ.Σ., δικαιούχος αυτής της λογοδοσίας δέν είναι οι μέτοχοι, που έθεσαν σε κίνηση τη σχετική διαδικασία, αλλά και πάλι η 0γενική συνέλευση των μετόχων ως συλλογικό όργανο. Επίσης και στη δεύτερη των περιπτώσεων που προβλέπεται απο το ν. 959/79 υποχρέωση λογοδοσίας όταν δηλαδή το Δ.Σ. έχει αποφασίσει να αναθέσει την άσκηση ορισμένων ή όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του σε ένα ή περισσότερα μέλη του (άρθρ. 20 παρ. 1 ν. 959) τα τελευταία αυτά θεωρούνται, ως ήδη ελέχθη, υποκατάσταση του Δ.Σ., κατά την έννοια του άρθρ. 67 εδ. β ΑΚ και όχι ως πληρεξούσιοί του, και πάντως λογοδοτούν αποκλειστικώς στο Δ.Σ. ως συλλογικό όργανο που αποφάσισε το διορισμό τους και την ανάθεση των εξουσιών τους. Αλλά τέλος, και πέραν όλων των παραπάνω, και αν ήθελε προταθεί, ως επιχείρημα, το ότι ενόψει του περιορισμένου χαρακτήρα των δικαιωμάτων της μειοψηφίας των μετόχων της ναυτικής εταιρείας, γεννάται υπέρ αυτών ή υπέρ ενός εκάστου μετόχου δικαίωμα να ζητήσει λογοδοσία από τα μέλη του Δ.Σ. κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 754 παρ 1, 718, 762 ΑΚ και 18 ΕμπΝ, όπως επί ομορρύθμου εμπορικής εταιρείας (βλ. ΕφΑθ  6029/1981 ΕΕμπΔ Λ.Γ 46) ή επί ιδιοτύπου μεταφορικής εταιρείας του ν. 383/1976 (βλ. ΕφΘεσ 956/1982 Αρμ 1983, 587), τούτο είναι αβάσιμο και καταρριπτέο, αφού, πέραν του γεγονότος ότι στις εταιρείες αυτές προβλέπεται ως όργανο διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεώς των ο διαχειριστής – πράγμα που δέν συμβαίνει στη ναυτική εταιρεία – κυρίως, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 59 του 959/79 δέν εφαρμόζονται επί ναυτικών εταιρειών οι διατάξεις των άρθρων 76, 742 έως 784 του Αστικού Κώδικος, των άρθρων 18 έως 64 του Εμπορικού Νόμου, καθώς και του ν. 2190/1920 όπως τροποποιημένος ισχύει (βλ. εισηγ. έκθ. ν. 959/79 ΕΝΔ 7, 614, Βερνάρδο σε Πειρ. Νομ. 1…, 345, Κιντή, σε ΕΕμπΔ 1979, 505. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό δίκαιο, σελ. 119 επ.). Ο αποκλεισμός δε της εφαρμογής των πιο πάνω διατάξεων επί της ναυτικής εταιρείας, αποκλείει και την αναλογική εφαρμογή αυτών (Π. Σαρλής, Πειρ. Νομ. 1979, 52 1, ΕφΑθ 7335/1986 ΕΑΔ 28, 158) καθώς και σε πολλές περιπτώσεις την ερμηνεία του ν. 959/79 βάσει λύσεων, που δίδονται στο δίκαιο της ανωνύμου εταιρείας (βλ.  Antapassis La Societe Maritime: Une Originalite du Droit Helenique, Droit Maritime Francaiw 1981,  σελ. 2). Συνεπώς, και με τα δεδομένα αυτά, καταδεικνύεται σαφώς, ότι στα πλαίσια του ν. 959/79 δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του αρθρου 303 ΑΚ, αφού ελλείπει σχετική, αναγνωριζομένη απο το νόμο, σχέση που να συνιστά θεμέλιο γενέσεως υποχρεώσεως προς λογοδοσία, με βάση τη διάταξη αυτή, αλλά αντίθετα, όπου προβλέπεται στο νόμο 959/79 υποχρέωση λογοδοσίας αυτή, ρυθμίζεται ειδικώς και αποκλειστικώς από αντίστοιχες διατάξεις του νόμου αυτού, όπως λεπτομερώς αναπτύχθηκαν.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 902 ΑΚ όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου, που βρίσκεται στην κατοχή άλλου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητά ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Οι προϋποθέσεις της δημιουργίας αξιώσεως για την επίδειξη εγγράφου ή για τη χορήγηση αντιγράφου του κατά το προαναφερόμενο άρθρο είναι αφενός μεν η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτούντος την επίδειξη, αφετέρου δε η κατοχή του εγγράφου από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αξίωση. Τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υπάρχει όταν από τον ενάγοντα δεν προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί, αλλά η αίτηση επίδειξης εγγράφου αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά με την επίδειξη κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (ΕφΑθ 673/2009 ΕλλΔικ 2009.1474). Οι περιπτώσεις, που προβλέπονται διαζευκτικά στο προαναφερόμενο έγγραφο, εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον και αναφέρονται περιοριστικά, είναι δε οι ακόλουθες: α) Αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος. Για να κριθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή ερευνάται η πρόθεση που επικράτησε κατά το χρόνο συντάξεως του εγγράφου. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει όταν το έγγραφο συντάχθηκε προς σύσταση, απόδειξη ή διατήρηση γενικά των δικαιωμάτων του αιτούντος την επίδειξη. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αρκεί να έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του. Πάντως έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγομένου κατόχου του. β) Αν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κυρίως τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά μίας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτισθεί με τον κάτοχο του εγγράφου ή με κάποιο τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση, που αφορά και τον αιτούντα. Πρέπει πάντως, κατά την κρατούσα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, να έχει λάβει ο αιτών μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο. Και γ) αν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα που δεν πιστοποιούν μεν μία έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές με αυτήν διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα αν αυτές κατέληξαν ή όχι σε κατάρτιση συμβάσεως (ΕφΑθ 2456/2002 ΕλλΔικ 46.208). Εκτός από τα άρθρα 901 έως 903 ΑΚ υπάρχουν και οι διατάξεις των άρθρων 450 έως 452 ΚΠολΔ, οι οποίες αφορούν επίσης την επίδειξη εγγράφων. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις δεν κατάργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι ειδικότερες και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται σε αυτές ως προς τη δημιουργία της αξίωσης για επίδειξη, εφαρμόζονται μόνο όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατό να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξιώσεως (ΕφΑθ 2456/2002 ό.π., ΕφΘεσ 1150/2001 ΕλλΔικ 44.524). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξή τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του και να εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔικ 48.162), ελλειπουσών δε των προϋποθέσεων αυτών, η αίτηση ή η αγωγή της επίδειξης του εγγράφου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 776/2005 ΕλλΔικ 49.157, ΑΠ 953/2002 ΕλλΔικ 44.1310, ΕφΑθ 442/2006 ΕλλΔικ 48.1127, ΕφΑθ 673/2009 ό.π.).

Με την υπό κρίση αγωγή του εκθέτει ο ενάγων ότι ο ίδιος και οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων αποτελούν τους μοναδικούς μετόχους με ποσοστό συμμετοχής 25% έκαστος, της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας του Ν. 959/79, η οποία έχει στην πλήρη κυριότητα και κατοχή της μία φορτηγίδα εξυπηρετήσεως σκαφών που ναυλοχούν στον λιμένα του Πειραιώς τύπου «λάντζας» με το όνομα «…». Ότι ο ίδιος διατέλεσε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης και εκπρόσωπός της από το 1997 μέχρι την 18η-09-2013, εν συνεχεία δε εξελέγη πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ο τρίτος εναγόμενος. Ότι ο ίδιος τυπικά και μόνο υπήρξε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και εκπρόσωπός της πρώτης εναγομένης, αφού ουδέποτε άσκησε ουσιαστικά τα καθήκοντά του, παρά μόνο έθετε τις υπογραφές που του υπεδείκνυαν τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι δε αποφάσεις για την πορεία της εταιρείας, την εκμετάλλευση των περιουσιακών της στοιχείων, τη διάθεση των κερδών και τη διαχείριση των οικονομικών της, λαμβάνονταν από τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, στους οποίους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, καθώς μάλιστα είναι και στενοί συγγενείς του, ο ίδιος δε συμμετείχε οικονομικά με την παροχή εξειδικευμένης προσωπικής εργασίας άνευ ανταλλάγματος, καθώς είναι εξειδικευμένος μεταλλοτεχνίτης στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του …. Ότι πέραν της φορτηγίδας με το όνομα «…», στην πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία ανήκουν στην πραγματικότητα άλλα δύο σκάφη ιδίου τύπου, τα οποία φέρουν το όνομα «…» και «… » αντίστοιχα, εκ των οποίων το δεύτερο ακόμη ναυπηγείται, ενώ το πρώτο ανήκει κατά κυριότητα στην πέμπτη εναγομένη. Ότι επειδή ο ίδιος (ενάγων) διέθετε υψηλά εισοδήματα, οι λοιποί εναγόμενοι του ζήτησαν να ανεχτεί να μην του καταβληθούν τα κέρδη που του αναλογούσαν από τη λειτουργία της πρώτης εναγομένης, η οποία πραγματοποίησε, σύμφωνα με τα επίσημα οικονομικά στοιχεία της καθαρά κέρδη ανερχόμενα στο ποσό των 109.323,68 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2008, στο ποσό των 31.907,20 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2009, στο ποσό των 34.115,43 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2010, στο ποσό των 61.100,33 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2011 και στο ποσό των 17.698,61 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2012, ήτοι συνολικά για όλες τις ανωτέρω χρήσεις στο ποσό των 254.145,25 ευρώ, θα έπρεπε επομένως να του καταβληθεί από την πρώτη εναγομένη, αφού δεν πραγματοποιήθηκε καμία επένδυση, ούτε είχε σχηματισθεί αποθεματικό, το ανάλογο μερίδιό του στα κέρδη εκ ποσοστού 25%, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 63.536,31 ευρώ. Ότι μάλιστα ο ίδιος, παρά τη συνεχή άρνηση των δεύτερου έως τέταρτου των εναγομένων, κατάφερε τελικά να προκαλέσει τη σύγκληση της από 05-02-2014 έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να αποφασισθεί η διανομή των κερδών για τις ανωτέρω χρήσεις. Ότι περαιτέρω οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων ανταγωνίζονται συστηματικά την πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρεία, λειτουργώντας τη λάντζα με το όνομα «…» και όχι τη δική της λάντζα, την οποία έχουν παροπλίσει, με αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών της (πρώτης εναγομένης) στη χρήση του έτους 2012 κατά το ποσό των 43.401,72 ευρώ (όπως το ποσό αυτό προκύπτει κατόπιν σύγκρισης με τα κέρδη της προηγούμενης χρήσης) και την παντελή έλλειψη κερδών αυτής στη χρήση του έτους 2013. Ότι λόγω της ανωτέρω παράνομης, αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εν λόγω εναγομένων, ήτοι της μη χρησιμοποίησης του μοναδικού σκάφους που διαθέτει η πρώτη εναγομένη και της αναλήψεως των εισοδηματοφόρων εργασιών της από λάντζα, την οποία εκμεταλλεύονται οι ίδιοι προς ζημία και αθέμιτο ανταγωνισμό αυτής (πρώτης εναγομένης), έχει ζημιωθεί αυτή, καθώς απώλεσε το προσδοκώμενο σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κέρδος που θα πραγματοποιούσε αν αναλάμβανε η ίδια όλες τις εργασίες που πάντοτε αναλάμβανε και δεν τις πραγματοποιούσε η λάντζα που εκμεταλλεύονται οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εναγόμενος και η ζημία αυτή ανέρχεται στο ποσό των 43.401,72 για το έτος 2012 και στο ποσό των 61.100,33 ευρώ για το έτος 2013 και συνολικά στο ποσό των 104.502,33 ευρώ. Ότι συνεπώς και ο ίδιος ζημιώνεται κατά το ποσοστό που του αναλογεί επί του κέρδους αυτού, δηλαδή με 25%, ήτοι ζημιώθηκε κατά το ποσό των 26.125,51 ευρώ. Ότι περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, από συστάσεως της πρώτης εναγομένης μέχρι σήμερα, de facto διαχείρισή της ασκούν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, οι οποίοι ουδέποτε λογοδότησαν σε αυτόν (ενάγοντα), ούτε προέβησαν σε στοιχειώδη ενημέρωση των μετόχων περί των οικονομικών της, αντιθέτως, στα διαρκή αιτήματά του να του ανακοινώσουν λογαριασμό περιέχοντα αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και να του αποδώσουν το κατάλοιπο του λογαριασμού, αυτοί αρνούνται αδικαιολόγητα και παράνομα, για τον λόγο δε αυτό πρέπει να του προσκομίσουν εντός μηνός από την κοινοποίηση της κρινόμενης αγωγής όλες τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών της εταιρείας από το έτος 2008 μέχρι σήμερα. Ότι ομοίως και η πέμπτη εναγομένη, υπό την ιδιότητά της ως κυρίας της λάντζας με το όνομα «…» οφείλει να του προσκομίσει εντός μηνός από την κοινοποίηση της κρινόμενης αγωγής όλες τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών που αφορούν στη ανωτέρω λάντζα από το έτος 2012 μέχρι σήμερα, ώστε από τη σύγκριση αυτών να αποδειχθεί ο κρίσιμος αγωγικός ισχυρισμός του, ότι δηλαδή οι πελάτες που εξυπηρετούνταν μέχρι το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012 από τη λάντζα με το όνομα «…», από το δεύτερο εξάμηνο του έτους και μετά άρχισαν να εξυπηρετούνται από τη λάντζα με το όνομα «…», κατά συμπαιγνία απάντων των εναγομένων. Εν όψει των ανωτέρω ζητεί, μετά την τροπή του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε αναγνωστικό με τις προτάσεις του (άρθρο 223 και 295 του ΚΠοΔ), να αναγνωρισθεί ότι α) η πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 63.536,31 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στο μερίδιό του για τα κέρδη που πραγματοποίησε η εταιρεία κατά τις χρήσεις 2008 έως 2012), β) οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων οφείλουν να του καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 26.125,51 ευρώ (για τη ζημία που υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους), αμφότερα δε τα ως άνω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της από 04-12-2013 και με αριθμό κατάθεσης 8730/2013 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, γ) να υποχρεωθούν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων σε λογοδοσία και δη να του ανακοινώσουν λογαριασμό περιέχοντα αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων και το από την αντιπαράθεση προκύπτον κατάλοιπο, συγχρόνως δε να επισυνάψουν τα δικαιολογητικά έγγραφα, σε περίπτωση δε απείθειας να απειληθεί σε έκαστο χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση 12 μηνών, δ) να υποχρεωθούν σε καταβολή, εις ολόκληρον έκαστος, του καταλοίπου του λογαριασμού και δη του ποσού για το οποίο μετά την απόδοση και εκκαθάριση του λογαριασμού θα κριθούν οφειλέτες, νομιμοτόκως μέχρι την εξόφληση, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και στην περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού μετά των δικαιολογητικών σε καταβολή του ελλείματος νομιμοτόκως μέχρι την εξόφληση με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, ε) να υποχρεωθούν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, όπως εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της αγωγής, προσκομίσουν όλες τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών της πρώτης εναγομένης από το έτος 2008 έως σήμερα και να υποχρεωθεί η πέμπτη εναγομένη υπό την ιδιότητά της ως κυρίας της λάντζας με το όνομα «…», όπως προσκομίσει εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της αγωγής τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών που αφορούν τη λάντζα «…» από το έτος 2012 μέχρι σήμερα. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 18 ΚΠολΔ), κατά τόπον (αρ. 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) και λειτουργικά (άρθρο 51 του Ν. 2172/1993), λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Ωσόσο, απαράδεκτο τυγχάνει το υπό στοιχ. β) αίτημα του ενάγοντος, δυνάμει του οποίου ζητείται να αναγνωρισθεί ότι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 26.125,51 ευρώ, για τη ζημία που (εμμέσως) υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους και δη για τις ανταγωνιστικές πράξεις στις οποίες προέβησαν, συνεπεία των οποίων μειώθηκε ο κύκλος εργασιών της λάντζας με το όνομα «…», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης και αντίστοιχα αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της λάντζας με το όνομα «…», ιδιοκτησίας της πέμπτης εναγομένης, το οποίο (αίτημα) πέραν της προφανούς αοριστίας του, που συνίσταται στη μη αναφορά των επιμέρους πράξεων στις οποίες προέβησαν οι εν θέματι εναγόμενοι προκειμένου να ανταγωνιστούν την πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία, πρέπει να απορριφθεί και ως απαράδεκτο ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω στο πρόσωπο των δεύτερου, τρίτου και τετάρτου των εναγομένων. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα διαληφθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Ναυτικής Εταιρείας ευθύνονται (κατ’ αναλογία μάλιστα με τα εφαρμοζόμενα στην ανώνυμη εταιρεία), έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας, για τη ζημία που από πταίσμα τους προκλήθηκε στην τελευταία, κατά την παραβίαση των υποχρεώσεών τους που επιβάλλονται από τη μεταξύ αυτών και της εταιρείας σύμβαση, τη νομοθεσία και το καταστατικό της εταιρείας, αλλά και την αυτοτελή υποχρέωσή τους για πίστη, η δε ευθύνη τους υπάρχει και κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, όταν η ζημιογόνος πράξη ή η παράλειψή τους αποτελεί και αδικοπραξία με την έννοια των άρθρων αυτών, έχει δε ως συνέπεια την άμεση και αυτοτελή υποχρέωσή τους προς αποζημίωση. Σ` αυτές τις περιπτώσεις ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης, που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας και απορρέει από την κακή διαχείριση της εταιρικής περιουσίας εκ μέρους των μελών της διοίκησης, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό πρόσωπο, το οποίο και νομιμοποιείται, αποκλειστικά, να ασκήσει σχετική αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, ενώ αντίθετα, οι κατ’ ιδίαν μέτοχοι της εταιρείας, αν έχουν υποστεί ζημία, δεν μπορούν και αυτοί παράλληλα με την εταιρεία, να προβάλλουν αξίωση αποζημίωσης, για τη ζημία που έχουν υποστεί, έμμεσα, γιατί, ως τρίτοι, δεν διατελούν σε δεσμό με τα μέλη της διοίκησης της εταιρείας, αλλά και διότι η ζημία τους είναι έμμεση, ακόμη κι αν επικαλούνται δόλια προσβολή της περιουσίας της εταιρείας (όπως εν προκειμένω) και δεν μπορεί να αποκατασταθεί κατά την έννοια των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ. Μόνο σε περίπτωση άμεσης προσωπικής ζημίας του ο μέτοχος δικαιούται να στραφεί κατά του υπαιτίου της ζημίας, περίπτωση που συντρέχει όταν τα όργανα της εταιρείας επιδεικνούν έναντι του μετόχου προσωπικά συμπεριφορά, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη, γεγνονότα που ωστόσο δεν επικαλείται ο ενάγων στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής του, ο οποίος εκθέτει μόνο ότι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εναγόμενος προβαίνουν σε πράξεις ανταγωνισμού κατά της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας, προκαλώντας έτσι μείωση των κερδών της, γεγονός που αναγκαστικά οδηγεί στη μείωση και των δικών του κερδών. Επομένως το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτο ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης. Περαιτέρω η αγωγή, ως προς το υπό στοιχ. α) αίτημά της, δυνάμει του οποίου ο ενάγων αιτείται να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 63.536,31 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο μερίδιό του για τα κέρδη που πραγματοποίησε η εταιρεία κατά τις χρήσεις 2008 έως 2012, είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις του άρθρου 37 του Ν. 959/1979, δοθέντος ότι ο ενάγων επικαλείται τη σύγκλιση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της πρώτης εναγομένης, με αντικείμενο τη διανομή των κερδών στους μετόχους της, καθόσον μάλιστα δεν επικαλείται σχετική πρόβλεψη ή περιορισμό στο καταστατικό της πρώτης εναγομένης. Μη νόμιμα είναι αντιθέτως τα υπόλοιπα αγωγικά αιτήματα υπό στοιχ. γ), δ) και ε). Ειδικότερα και αναφορικά με τα υπό στοιχ. γ) και δ) αιτήματα, δυνάμει των οποίων ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων σε λογοδοσία αναφορικά με τη διαχείριση των οικονομικών της πρώτης εναγομένης για τα έτη 2008 έως σήμερα και να υποχρεωθούν να του αποδώσουν το τυχόν κατάλοιπο που θα προκύψει μετά την εκκαθάριση του λογαριασμού, πέραν της προφανούς αοριστίας τους (συνισταμένης στη γενική αναφορά του ενάγοντα, ότι ο ίδιος, καίτοι για το χρονικό διάστημα από τη σύσταση της πρώτης εναγομένης το έτος 1997 μέχρι το 2012 ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής και νόμιμος εκπρόσωπός της, παραταύτα μόνο τυπικά διοικούσε και εκπροσωπούσε την εταιρεία και έθετε τις απαραίτητες για τη λειτουργία της υπογραφές, ενώ εν τοις πράγμασι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων διοικούσαν την εταιρεία, χωρίς να εξηγείται επαρκώς για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό και με ποιες πράξεις ήταν επιφορτισμένος ο καθένας εκ των ως άνω διαδίκων), δεν βρίσκουν έρεισμα στον νόμο, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, στο πλαίσιο των ναυτικών εταιρειών του ν. 959/79, όπως είναι η πρώτη εναγομένη εταιρεία για την οποία ο ενάγων ζητεί λογοδοσία, δέν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, αφού οι περιπτώσεις, που τα αναφερόμενα στο νόμο πρόσωπα ή συλλογικά όργανα υποχρεούνται σε λογοδοσία, ρυθμίζονται ειδικώς και αποκλειστικώς από τον ν. 959/79. Τούτων δοθέντων, στο πλαίσιο του ν. 959/79 δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 303 ΑΚ, αφού ελλείπει σχετική, αναγνωριζομένη απο το νόμο, σχέση που να συνιστά θεμέλιο γενέσεως υποχρεώσεως προς λογοδοσία, με βάση τη διάταξη αυτή, αλλά αντίθετα, όπου στη ναυτική εταιρεία προβλέπεται υποχρέωση λογοδοσίας, αυτή ρυθμίζεται ειδικώς και αποκλειστικώς από αντίστοιχες διατάξεις του νόμου αυτού. Ακόμη δε και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του ν. 959/79, και δη στην πρώτη εναγομένη, ότι το διοικητικό συμβούλιο, ως συλλογικό όργανο, έχει υποχρέωση λογοδοσίας προς τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας με τη σύνταξη ισολογισμού ή λογιστικής καταστάσεως κατ’ άρθρο 35 παρ 1 ν. 959 ή με την παροχή πληροφοριών για τις εταιρικές υποθέσεις κατ’ άρθρο 30 ν. 959 κλπ., υποκείμενο της υποχρεώσεως λογοδοσίας είναι το Διοικητικό Συμβούλιο ως συλλογικό όργανο και αντίστοιχος δικαιούχος είναι η Γενική Συνέλευση επίσης ως συλλογικό όργανο της ναυτική εταιρείας. Το ίδιο ισχύει και όταν μέτοχοι, που εκπροσωπούν το εκάστοτε απαιτούμενο ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου, θέτουν σε κίνηση τη διαδικασία της λογοδοσίας του Διοικητικού Συμβουλίου, δικαιούχος αυτής της λογοδοσίας δέν είναι οι μέτοχοι, που έθεσαν σε κίνηση τη σχετική διαδικασία, αλλά και πάλι η Γενική Συνέλευση των μετόχων ως συλλογικό όργανο, επομένως, ακόμη και αν πληρούνταν όλες οι ανωτέρω τιθέμενες προϋποθέσεις, το το εν λόγω αίτημα θα στερείτο ενεργητικής νομιμοποίησης. Τέλος μη νόμιμο είναι το υπό στοιχ. ε) αίτημα, δυνάμει του οποίου ζητείται από τους δεύτερο έως πέμπτη των εναγομένων η επίδειξη των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών της πρώτης εναγομένης από το έτος 2008 έως σήμερα (για τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εναγόμενο) και της λάντζας με το όνομα «…» για το έτος 2012 έως σήμερα (για την πέμπτη εναγομένη αντίστοιχα), εντός μηνός από την κοινοποίηση της αγωγής. Και τούτο διότι ο ενάγων, αιτείται την επίδειξη των προαναφερομένων εγγράφων κατά το άρθρο 902 ΑΚ (κυρίως μάλιστα ως προς την πέμπτη εναγομένη, κατά της οποίας ο ενάγων δεν προβάλλει καμία άλλη αξίωση πέραν της εν θέματι), καθώς το αίτημα επίδειξης εγγράφων δεν υποβάλλεται στα πλαίσια μιας εκκρεμούς δίκης, κατά τα άρθρα 450 – 451 ΚΠολΔ, ή σε κάποια στάση αυτής προς απόδειξη γεγονότος που σχετίζεται με το αντικείμενο αυτής. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, τα εκτιθέμενα από τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν το πραγματικό της ως άνω διάταξης του άρθρου 902 ΑΚ, δοθέντος ότι ο ενάγων, για τη θεμελίωση του κρινόμενου αιτήματος επιδείξεως εγγράφων, δεν μπορεί να επικαλεσθεί οιοδήποτε έννομο συμφέρον, αλλά μόνον το έννομο συμφέρον, όπως αυτό εξειδικεύεται στις περιοριστικώς προβλεπόμενες από το εν λόγω άρθρο περιπτώσεις, οι προβαλλόμενοι δε από τον ενάγοντα για την αιτούμενη επίδειξη λόγοι δεν εμπίπτουν σε καμία από τις αναφερόμενες στον νόμο περιπτώσεις (άρθρο 902 ΑΚ), κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι τα έγγραφα δεν φέρονται να έχουν συνταχθεί προς το συμφέρον του ενάγοντος, ούτε πιστοποιούν κάποια έννομη σχέση που αφορά και αυτόν, δηλαδή διμερείς δικαιοπραξίες, στις οποίες έχει λάβει μέρος και ο ενάγων, ούτε σχετίζονται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, ούτε απευθείας από τον ίδιο ούτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου προσώπου, εξειδικεύει δε ο ενάγων το έννομο συμφέρον του για τη χορήγηση των αιτουμένων εγγράφων στο ότι πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία με βάση τα οποία θα μπορέσει να καταδείξει τη συντελεσθείσα εκ μέρους των ανωτέρω εναγομένων αδικοπρακτική συμπεριφορά κατά της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας, η οποία έλαβε χώρα με τη διενέργεια ανταγωνιστικών σε βάρος της πράξεων και υπέρ της λάντζας με το όνομα «…», ιδιοκτησίας της πέμπτης εναγομένης. Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο δεν δύναται να ενταχθεί σε κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρου 902 ΑΚ περιπτώσεις. Επιπλέον και ειδικά ως προς την πέμπτη εναγομένη, το εν λόγω αίτημα αντίκειται και στη διαφύλαξη του φορολογικού απορρήτου της (ΑΠ 567/1995, ΕΕΝ 1996.497) κατά το βάσιμο προς τούτο ισχυρισμό της. Εξάλλου η εκτελεστότητα που παράγουν οι δικαστικές αποφάσεις δε δύναται να αποδοθεί και στις αγωγές κατά την άσκησή τους, καθιστώντας ως εκ τούτων το αίτημα περί επίδειξης των αιτουμένων εγγράφων εντός μηνός από την κοινοποίηση της αγωγής ομοίως μη νόμιμο. αποφάσεις. Κατόπιν τούτων, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε και γ) την ιστορική αιτία, που έγινε δεκτή, και τα πραγματικά περιστατικά ,που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Η ιστορική αιτία, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, από μόνα τους, γυμνά, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο. Με άλλες λέξεις, το δεδικασμένο δεν καλύπτει τα πραγματικά περιστατικά αυτοτελώς λαμβανόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από το δικανικό συλλογισμό της πρώτης αποφάσεως.

Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζονται, ότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθμ. 3169/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκρινε επί της από 04-12-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8730/2013 αγωγής του ενάγοντος και ότι ως εκ τούτου η κρινόμενη αγωγή ασκείται απαραδέκτως. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ερειδόμενη στις αναφερόμενες στην ανωτέρω μείζονα σκέψη διατάξεις, πρέπει επομένως να ερευνηθεί κατά την ουσιαστική βασιμότητά του.

Από τις υπ’ αριθμ. … και …/15-05-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και …, το γένος … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Γιαννούλας Χονδροκούκη, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν κλήτευσης των αντιδίκων του (βλ. τις υπ’ αριθμ. … και …/10-05-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …), την υπ’ αριθμ. …/15-05-2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία ελήφθη με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν κλήτευσης του αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθμ. …΄/10-05-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς …), καθώς και από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται στις προτάσεις τους και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, πλην του δικογράφου της προσθήκης – αντίκρουσης του ενάγοντος, το οποίο κατατέθηκε εκπρόθεσμα, δοθέντος ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου στις 04-02-2019, επομένως ο χρόνος κατάθεσης των προτάσεων του ενάγοντος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ εκτεινόταν μέχρι την 15-05-2019 και ο χρόνος της προσθήκης – αντίκρουσης των διαδίκων μέχρι την 30-05-2019, ενώ το ως άνω δικόγραφο του ενάγοντος κατατέθηκε την 06η-06-2019, δε δύναται επομένως να ληφθεί υπόψη, απορριπτομένου ακολούθως και του προβαλλόμενου από τον ενάγοντα αιτήματος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως μη νόμιμου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 24-01-1997 καταστατικού, το οποίο καταχωρήθηκε την 15η-09-1997 με αύξοντα αριθμό 2710 στο Μητρώο Ναυτικών Εταιρειών του ΥΕΝ, συνεστήθη η πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…», με έδρα το …, επί της …, διάρκεια μέχρι την 31-12-2095 και σκοπό την κυριότητα και εκμετάλλευση ελληνικών εμπορικών πλοίων, για την πραγμάτωση του οποίου αποφασίσθηκε δυνάμει των από 16-10-1997 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου η ναυπήγηση ενός πλοίου (λάντζας), η οποία θα έφερε το όνομα «…». Με το άρθρο 9.6 του ανωτέρω καταστατικού, εκπρόσωπος της εταιρείας ορίσθηκε ο ενάγων …, ο οποίος μάλιστα ορίσθηκε και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου με το από 24-01-1997 πρακτικό αυτού, ενώ μετά από σχετική μεταβίβαση μετοχών στις 03-08-2008 από τον …, ενός εκ των αρχικών μετόχων της, το σύνολο των μετοχών της εταιρείας κατέχουν ο ενάγων και οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, εκ ποσοστού 25% ο καθένας εξ αυτών. Ο ενάγων παρέμεινε πρόεδρος του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης και εκπρόσωπος αυτής μέχρι την 18η-09-2013, ότε και με σχετική απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, πρόεδρος αυτού ορίσθηκε ο … (τρίτος εναγόμενος), ο δε ενάγων παρέμεινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου μέχρι το έτος 2015. Ο ενάγων ζητεί με την ένδικη αγωγή του τη διανομή των κερδών της πρώτης εναγομένης για το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 μέχρι το έτος 2012, τα οποία ανέχονται, σύμφωνα με τους ετήσιους ισολογισμούς χρήσης και τα φορολογικά στοιχεία της, στο ποσό των 109.323,68 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2008, στο ποσό των 31.907,20 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2009, στο ποσό των 34.115,43 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2010, στο ποσό των 61.100,33 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2011 και στο ποσό των 17.698,61 ευρώ κατά τη χρήση του έτους 2012, ήτοι συνολικά για όλες τις ανωτέρω χρήσεις στο ποσό των 254.145,25 ευρώ, επομένως, κατά τους ισχυρισμούς του, αναλογεί στον ίδιο, ως μέτοχο κατέχων ποσοστό 25% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, το ποσό των 63.536,31 ευρώ, εφόσον δεν πραγματοποιήθηκε καμία επένδυση, ούτε είχε σχηματισθεί αποθεματικό. Ο ίδιος μάλιστα διατείνεται, ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, παρότι ο ίδιος εμφαινόταν ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, εντούτοις ποτέ δεν άσκησε ουσιαστικά τα ανωτέρω καθήκοντά του, παρά μόνο τυπικά έφερε τις ως άνω ιδιότητες, αντιθέτως δε, οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων ασκούσαν εν τοις πράγμασι τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, ενώ ο ίδιος έθετε μόνο τις απαραίτητες για τη λειτουργία της υπογραφές, όπου του υποδείκνυαν οι τελευταίοι. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, ότι πέραν της αοριστίας του εν λόγω αγωγικού ισχυρισμού, το αίτημα αυτό είχε απορριφθεί ως μη νόμιμο από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3169/2015 απόφασής του, που έχει καταστεί ήδη τελεσίδικη και η οποία εκδόθηκε κατόπιν της από 04-12-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8730/2013 αγωγής του ενάγοντος και ότι πλέον το δεδικασμένο που παράγει η ανωτέρω απόφαση καθιστά την επίδικη αγωγή απαράδεκτη. Πράγματι η ιστορική βάση της ένδικης αγωγής ταυτίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος με αυτή της από από 04-12-2013 αγωγής του ενάγοντος, ωστόσο ο ενάγων ισχυρίστηκε για πρώτη φορά στην ένδικη αγωγή του, ότι παρά τη συνεχή άρνηση των δεύτερου έως τέταρτου των εναγομένων, πραγματοποιήθηκε τελικά η από 05-02-2014 έκτακτη Γενική Συνέλευση της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να αποφασισθεί η διανομή των κερδών για τις ανωτέρω χρήσεις. Επομένως, εφόσον ο ενάγων εισφέρει με την παρούσα αγωγή του νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία μάλιστα έλαβαν χώρα μετά την άσκηση της παλαιότερης από 04-12-2013 αγωγής του, δεν υφίσταται ταυτότητα ιστορικής και νομικής βάσης, πρέπει ως εκ τούτου η ένσταση των εναγομένων περί ύπαρξης δεδικασμένου να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ωστόσο, παρότι πράγματι, μετά από ανταλλαγή εξωδίκων δηλώσεων μεταξύ των διαδίκων, συγκλήθηκε η από 05-02-2014 έκτακτη Γενική Συνέλευση της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας με μοναδικά θέματα ημερησίας διάταξης, αφενός την άμεση θέση σε λειτουργία του μοναδικού σκάφους της εταιρείας το οποίο παρέμενε ανενεργό, ώστε να δύναται να πραγματοποιηθεί ο εταιρικός σκοπός και αφετέρου την καταβολή μερίσματος στους εταίρους επί των κερδών της εταιρείας από το έτος 2008 μέχρι τούδε, εντούτοις, μετά από διαφωνία των μετόχων (και ήδη διαδίκων), η έκτακτη Γενική Συνέλευση λύθηκε, χωρίς να ληφθεί καμία απόφαση επί των θεμάτων της ημερησίας διάταξης και χωρίς να συγκληθεί ποτέ νέα έκτακτη Γεινική Συνέλευση, προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις επί των ανωτέρω θεμἀτων. Τούτο σημαίνει ότι πράγματι το μοναδικό σκάφος της εταιρείας, ήτοι η λάντζα με το όνομα «…» βρίσκεται σε αδράνεια και οι μέτοχοι αυτής δεν έχουν λάβει επίσημα καμία απόφαση περί διανομής των κερφών της για το χρονικό διάστημα από το 2008 μέχρι το 2013. Προκειμένου όμως να διενεργηθεί διανομή των κερδών της ναυτικής εταιρείας, πρέπει πρώτα να υπάρξει σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, μη ληφθείσας επομένως τέτοιας απόφασης, το αίτημα του ενάγοντος καθίσταται ουσιαστικά αβάσιμο. Πέραν δε τούτων, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, ότι, παρότι δεν ελήφθη απόφαση από τη Γενική Συνέλευση για τη διανομή των κερδών της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων, ο οποίος, ασχέτως των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του, είχε πράγματι τη διαχείριση των οικονομικών της, έλαβε άτυπα τα κέρδη που του αναλογούσαν. Προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσκομίζουν κι επικαλούνται τις δηλώσεις φορολογίας του ενάγοντος των οικονομικών ετών 2009-2013 (χρήσεις 2008-2012), από τις οποίες εμφαίνεται ότι (ο ενάγων) δήλωσε στο πεδίο του εντύπου (Ε1) «εισοδήματα, τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο, φορολογούνται με ειδικό τρόπο, καθώς και από μερίσματα ημεδαπών Α.Ε., Ε.Π.Ε. κλπ», τα οποία ανέρχονταν για τη χρήση 2008 στο ποσό των 27.330,92 ευρώ, για τη χρήση 2009 στο ποσό των 7.976,80 ευρώ, για τη χρήση 2010 στο ποσό των 8.538,86 ευρώ, για τη χρήση 2011 στο ποσό των 15.617,88 ευρώ και για τη χρήση 2012 στο ποσό των 4.424,65 ευρώ, ήτοι συνολικά για όλες αυτές τις ανωτέρω χρήσεις το ποσό των 63.889,11 ευρώ, ποσό που εν διαφέρει ουσιαστικά από το αιτούμενο. Παρότι από τα προσκομιζόμενα οικονομικά στοιχεία δε δύναται να αποδειχθεί με βεβαιότητα ο ισχυρισμός των εναγομένων, για το λόγο ότι στις φορολογικές δηλώσεις δεν αναγράφεται εάν τα ανωτέρω εισοδήματα προήλθαν πράγματι από την πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία ή από άλλη δραστηριότητα, εντούτοις δεν αποκρούεται από τον ενάγοντα, ούτε εξειδικεύεται η προέλευση των εν λόγω εισοδημάτων. Ο ενάγων ανέφερε μόνο στην αγωγή του ότι, όντας εξειδικευμένος μεταλλοτεχνίτης στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του …, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα παρείχε στην πρώτη εναγομένη προσωπική εργασία άνευ ανταλλάγματος και εργαζόταν ως μισθωτός σε άλλη επιχείρηση της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης …, δραστηριότητα που ωστόσο αποτυπώνεται στις ανωτέρω φορολογικές δηλώσεις του, στις οποίες έχουν δηλωθεί στο οικείο πεδίο τα ανάλογα εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες. Σε κάθε περίπτωση, η αξίωση του ενάγοντος για τη διανομή των κερδών της πρώτης εναγομένης δεν πληροί, από ουσιαστικής απόψεως, τις προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες θα οδηγούσαν το δικαστήριο στην αποδοχή του σχετικού αιτήματός του.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων πρέπει να επιδικαστούν σε βάρος του ενάγοντος εξαιτίας της ήττας του αλλά και κατόπιν σχετικού αιτήματος των πρώτων (176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

 

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις                  -2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις                              -2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ