Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης   1454/2020

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός κατάθεσης  1792/869/2019

—————————————

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Aφροδίτη Κούτσουλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγήτρια, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, Χρυσούλα Γκοτόβου Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 1 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία « …», που εδρεύει στην … ( …), όπως νομίμως εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), η πληρεξούσια δικηγόρος  της Μαρία Δαμίγου ( ΑΜ ΔΣΠ 3931) και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία « …», η οποία εδρεύει στο … ( επί της οδού … ), με ΑΦΜ …, Δ.Ο.Υ Πλοίων, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία « …», η οποία εδρεύει στο … ( επί της οδού …), με ΑΦΜ …, Δ.Ο.Υ Πλοίων Πειραιά, όπως νομίμως εκπροσωπείται, για τις οποίες προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), η πληρεξούσια δικηγόρος τους  Χριστίνα Σφαέλου ( ΑΜ ΔΣΠ 2361), η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-2-2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1792/869/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά δε τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 6-9-2019 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Ο εφοπλισμός δεν αποτελεί σύμβαση αλλά πραγματική κατάσταση, που δημιουργείται από το γεγονός της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον μη κύριο στο όνομά του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127). Το δικαίωμα δε του εφοπλιστή να χρησιμοποιεί το πλοίο μπορεί να στηρίζεται είτε σε πραγματική κατάσταση (λ.χ. χρήση αλλότριου πλοίου από κακόπιστο νομέα) είτε σε ορισμένη έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον κύριο του πλοίου με αυτόν είτε εμπράγματη (λ.χ. σύσταση επικαρπίας επί του πλοίου) είτε ενοχική, όπως συμβαίνει με τη σύμβαση ναυλώσεως «γυμνού» πλοίου. Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης (αρθ. 107 ΚΙΝΔ) είναι και η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretement, coque nue), κατά την οποία ο εκναυλωτής θέτει έναντι ανταλλάγματος στη διάθεση του ναυλωτή, προς χρήση για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό (βλ. Αλίκη Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2007, τόμος 2ος, παρ. 115, σελ. 20 ,  ΕφΠειρ 529/2015 Α’ δημοσίευση Νόμος,  ΕφΠειρ 662/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/413 , ΕΦ ΠΑΤΡ 114/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009/423) . Στην έννοια της χρήσης περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσης του πλοίου από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και στη ναυτιλιακή πρακτική, το είδος δε αυτό της ναύλωσης προσομοιάζει, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, με την απλή μίσθωση πράγματος  (ΕφΠειρ 452/2008  ΕΝΑΥΤΔ 2009/39, ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 2001. 122, ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998. 121, Αλίκη Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2007, τόμ. 2ος, παρ. 116, σελ.26). Η ναύλωση αυτή δεν ρυθμίζεται εξαντλητικά στον ΚΙΝΔ, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ για τη μίσθωση πράγματος και την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών από τη σύμβαση, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής (βλ. Εφ.Πειρ. 76/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008/123). Ακολούθως σύμφωνα με το άρθρο 574 ΑΚ, με τη σύμβαση της μισθώσεως πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341 και 342 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι κύρια υποχρέωση του μισθωτή για την ομαλή λειτουργία της μισθωτικής σχέσης είναι η καταβολή του μισθώματος κατά το χρόνο που έχει συμφωνηθεί, διαφορετικά ο μισθωτής γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ορισμένης ημέρας και χωρίς όχληση, η δε υπαιτιότητα του μισθωτή, που αποτελεί στοιχείο της υπερημερίας, τεκμαίρεται εκ μόνης της παρελεύσεως του χρόνου καταβολής ( ΑΠ 387/97 Δνη 38.1819). Από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος δεν απαλλάσσεται ο μισθωτής αν εμποδίζεται να χρησιμοποιεί το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο (αρθ. 569 εδ. α`ΑΚ), αυτό δε διότι το μίσθωμα καταβάλλεται όχι για την πράγματι ασκούμενη χρήση, αλλά για τη δυνατότητα άσκησης της χρήσης που του παρέχει ο εκμισθωτής. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 597 και 598 ΑΚ προκύπτει, ότι αν ο μισθωτής κατέστη υπερήμερος περί την καταβολή του μισθώματος, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 597 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, σε περίπτωση πρόωρης λύσης της εμπορικής μίσθωσης λόγω καταγγελίας αυτής για καθυστέρηση μισθώματος, ο εκμισθωτής έχει κατά του εκμισθωτή και αξίωση αποζημίωσης για το διαφυγόν κέρδος, ήτοι το μίσθωμα ολόκληρο του υπόλοιπου χρόνου της μίσθωσης που απώλεσε εξ αιτίας της πρόωρης λύσης της.  Αν όμως ο μισθωτής προτείνει και αποδείξει ότι δεν ήταν υπαίτιος για τη μη καταβολή του μισθώματος, όπως στην περίπτωση αδυναμίας χρήσης του μισθίου λόγω πραγματικού ελαττώματος, ένεκα του οποίου δεν ήταν υποχρεωμένος στην καταβολή μισθώματος (άρθρα 575, 577 ΑΚ) δεν γίνεται υπερήμερος και η καταγγελία που έγινε για το λόγο αυτό δεν επιφέρει τα αποτελέσματά της, ήτοι τη λύση της μίσθωσης. Με βάση επομένως τα ανωτέρω αλλά και από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 107, 149,150 του ΚΙΝΔ, 574, 597 και 598 του ΑΚ συνάγεται ότι κύρια υποχρέωση του ναυλωτή για την ομαλή λειτουργία της συμβάσεως είναι η καταβολή του ναύλου, κατά τον χρόνο που έχει συμφωνηθεί , διαφορετικά γίνεται υπερήμερος , με μόνην την παρέλευση της ορισμένης ημέρες και χωρίς όχληση, η δε υπαιτιότητα του ναυλωτή, που αποτελεί στοιχείο της υπερημερίας τεκμαίρεται εκ μόνης της παρελεύσεως του χρόνου καταβολής. Ακολούθως σε περίπτωση μη καταβολής του ναύλου κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο ο χρονοεκναυλωτής έχει δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως και μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας του άρθρου 597 του ΑΚ έχει αξίωση απόδοσης του πλοίου, χωρίς να αποκλείεται και αξίωση αποζημίωσης για την ζημία που υπέστη εξαιτίας της λύσης της συμβάσεως, ενώ ο ναυλωτής δύναται να επικαλεσθεί  κατ’ ένσταση και να αποδείξει γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη σχετικά με την καθυστέρηση του ναύλου. Τέλος σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, εάν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικώς ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία εννόμου σχέσεως ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο μιας άλλης δίκης, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, εωσότου περατωθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απρόσβλητη απόφαση. Από τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την ικανοποίηση της αρχής της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41.1389, ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 44.225, ΕφΠειρ 396/1989 ΝοΒ 28.522, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 5), σαφώς συνάγεται ότι: α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφόρων προσώπων, επί σκοπώ εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσεως σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή εξ άλλου λόγου, που αφορά στην ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 640/1991 ΝοΒ 40.289), β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635, ΕφΑθ 6771/1999 όπ. π., ΕφΑθ 10144/1995 όπ. π.), χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν υφίσταται εκκρεμές στα ως άνω δικαστήρια ή τη διοικητική αρχή προδικαστικό ζήτημα της δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο. Δηλαδή, εάν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η αυτοτελής, στη δεύτερη αυτή δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επιδίκου διαφοράς άνευ της κρίσεως της υποκειμένης και εξαρτώσας εννόμου σχέσεως (Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 2). Πάντως, για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, οπότε ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων αποτρέπεται με την αναστολή της δεύτερης αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ (ΠΠΠειρ 1481/1987 ΠειρΝομολ 1987.369, Λ. Πήψου Δικονομικά Ζητήματα Εμπράγματων Αγωγών, 2000, σελ. 66). Η με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ εκδοθείσα απόφαση είναι μη οριστική (ΕφΑθ 632/1994 ΕλλΔνη 37.393), δυναμένη να ανακληθεί οποτεδήποτε κατόπιν αιτήσεως κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1709/1995 ΕΕΝ 1997.360, ΑΠ 372/1986 Δ 18.937, ΕφΑθ 4284/1993 ΑρχΝ 1994.303).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αγωγή της ότι με την πρώτη εναγομένη συνήψε την από 22-12-2015 σύμβαση παραχώρησης και ανάληψης εκμετάλλευσης πλοίου – σύμβαση εφοπλισμού στην οποία συμβλήθηκε η δεύτερη εναγομένη ως εγγυήτρια , δυνάμει της οποίας εκναύλωσε  γυμνό και παραχώρησε  την εκμετάλλευση του πλοίου της « …», ΝΠ …, ΙΜΟ 7320291 μέχρι την 31-10-2021 στην πρώτη εναγομένη και η τελευταία ανέλαβε την οικονομική εκμετάλλευσή του και τη διοίκησή του κατά τους  όρους που ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή. ¨Ότι ο ετήσιος ναύλος συμφωνήθηκε στο ποσό των 265.00 ευρώ προσαυξημένος με τον αναλογούντα ΦΠΑ, καταβλητέος κάθε έτος σε δύο δόσεις εκ  των οποίων η πρώτη ήταν καταβλητέα την 1η Νοεμβρίου ύψους 132.500 ευρώ προσαυξημένη κατά τον αναλογούντα ΦΠΑ και η δεύτερη την 1η Μαΐου αντίστοιχου ύψους πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ και ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. γ’ της ως άνω συμβάσεως, αυτή θα λυόταν με καταγγελία της κυρίας του πλοίου σε περίπτωση μη καταβολής έστω και ενός ναύλου. ¨Ότι τον Μάρτιο του 2018 διαπιστώθηκαν κραδασμοί  στο ΔΕ  σύστημα πρόωσης του πλοίου και εισροή  ύδατος στο δίκτυο λίπανσης  του ΔΕ άξονα  του συστήματος αυτού και προς τούτο στις 9-3-2015 υποβλήθηκε το ως άνω πλοίο σε δεξαμενισμό, πλην όμως μέχρι σήμερα η πρώτη εναγομένη δεν έχει αποκαταστήσει ως όφειλε τη βλάβη  που προκλήθηκε από δική της υπαιτιότητα κατά τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής. ¨Ότι βάσει της μεταξύ τους σύμβασης η πρώτη εναγομένη είχε υποχρέωση μεταξύ άλλων να συντηρεί με δαπάνες της το πλοίο, να διατηρεί σε ισχύ όλα τα πιστοποιητικά του πλοίου, να ασφαλίζει με δικά της έξοδα το πλοίο  καθώς και να το παραδώσει  στην κατάσταση που αυτή το παρέλαβε με εξαίρεση της εκ της συνήθους χρήσεως φθορές. ¨Ότι η πρώτη εναγομένη  δεν κατέβαλε στις 1-5-2018 τη δόση του ναύλου για την επόμενη εξάμηνη περίοδο και προς τούτο με την από 7-5-2018 εξώδικη δήλωσή της προέβη η ενάγουσα για τον ως άνω λόγο σε καταγγελία της ως άνω σύμβασης.¨Ότι η πρώτη εναγομένη αρνείται την αναληφθείσα από αυτήν υποχρέωση βάσει των όρων 13 και 17 της ως  άνω συμβάσεως περί παράδοσης του πλοίου στην κατάσταση που το παρέλαβε ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων ότι υπεύθυνη για την ζημία τυγχάνει η ενάγουσα. ¨Ότι η πρώτη εναγομένη παρά την αρχική άρνηση αποδέχθηκε σιωπηρά την γενόμενη εκ μέρους της ( ενάγουσας) καταγγελία καλώντας τη να προσέλθει να παραλάβει το πλοίο στις 2.7.2018 από τον Νέο Μώλο Δραπετσώνας και κατόπιν σχετικής εξωδίκου από τη …. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα επικαλούμενη την καταγγελία της μίσθωσης συνεπεία της υπερημερίας της πρώτης εναγομένης ως προς την καταβολή του ναύλου και την από υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης  πρόωρη λύση της συμβάσεως  ζητεί  κατόπιν παραδεκτής με τις προτάσεις (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) εν όλω τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό να αναγνωρισθεί ότι  υποχρεούνται 1) η πρώτη εναγομένη να της καταβάλει i) το ποσό των 927.500,00 ευρώ που αντιστοιχεί σε ναύλους 42 μηνών, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.5.2018 μέχρι 31.10.2021,  ως αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως από υπαιτιότητα της, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 24% επί του ως άνω ποσού ύψους 222.600 ευρώ και ii)  το ποσό των 86.393,96 ευρώ ως υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό εκ της από 22.12.2015 ναυλώσεως 2) η δεύτερη εναγομένη λόγω της ιδιότητας της ως εγγυήτριας  ευθυνόμενη μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ, να της καταβάλει σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η είσπραξη του ως άνω ποσού  από την πρώτη εναγομένη,  μέρος εκ του ως άνω ποσού ανερχόμενου σε 500.000 ευρώ, όλα δε τα ως άνω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας.  Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη.                Με τέτοιο περιεχόμενο κι αίτημα, η υπό κρίση  αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν το από …/15.3.2019 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο της συμβολαιογράφου Ζακύνθου Κων/νας Σπυρίδωνος Καββαδία ( για την ενάγουσα) καθώς και τα από 5/6/2019 πληρεξούσια με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο (  για την πρώτη και δεύτερη αντίστοιχα των εναγομένων) προς τους παραστάντες δικηγόρους τους κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και τα υπ’αριθμ. …/2019, … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται τέλος δικαστικού ενσήμου μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό παραδεκτώς  εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρμοδίως καθ’ ύλην (άρθρα 1,7,8,9, 14 παρ.2, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και 18 παρ. 1 ΚΠολΔ)  και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2,  και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς κατ’εφαρμογή επιπλέον των άρθρων 42-44 ΚΠολΔ λόγω της ρήτρας παρέκτασης στην από 22-12-2015 σύμβαση εφοπλισμού (όρος 23)  και σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 221 παρ. 1 στοιχ. β΄, 45 ΚΠολΔ και 72 παρ. 2 του Ν. 3994/2011. Είναι δε  ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 105, 107 ΚΙΝΔ, 346, 361, 574, 595, 597,  847 επ. ΑΚ, 70, 176 του ΚΠολΔ. Πλην όμως  το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, μετά τη μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, πρέπει να απορριφθεί, αφού η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο (βλ. Νικολόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα ΕρμΚΠολΔ, τομ. ΙΙ, εκδ. 2000, υπό άρθρ. 904, αριθ. 6).Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Ο μισθωτής εναγόμενος από τον εκμισθωτή για την καταβολή μισθώματος, για να απαλλαγεί της υποχρεώσεως του αυτής, αρκεί κατ` ένσταση να ισχυρισθεί και αποδείξει ότι εξ αιτίας πραγματικού ελαττώματος του μισθίου πράγματος, εμποδίζεται η ελεύθερη και ανενόχλητη χρήση αυτού, σε τέτοιο βαθμό ώστε το από τη σύμβαση της μισθώσεως δικαίωμα του προς χρήση είναι πλέον χωρίς περιεχόμενο. Η ύπαρξη δε τέτοιου ελαττώματος αποτελεί έλλειψη υπαιτιότητας στην καθυστέρηση καταβολής μισθώματος, η οποία, προβαλλόμενη και αποδεικνυομένη από το μισθωτή, αίρει την υπερημερία του και αποκλείει το δικαίωμα του εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση για καθυστέρηση μισθώματος, η άσκηση του δικαιώματος αυτού του μισθωτή δεν προαπαιτεί καμία υπαιτιότητα ή γνώση του εκμισθωτή σχετικά με την ύπαρξη του ελαττώματος στο μίσθιο (βλ. ΑΠ 387/97 Δνη 38. 1819, ΑΠ 427/97 Δνη 38.1813, ΑΠ 1529/98 ΕΔΠ 1998. 349, ΑΠ 511/99 Δνη 40. 1738, ΑΠ 560/97 Δνη 39. 114, ΑΠ 1516/97 Δνη 39. 582, ΑΠ 284/91 ΕΕΝ 1992.160, ΑΠ 1541/90 Δνη 32.1501, ΑΠ 1606/99, ΑΠ 1188/95 Δνη 38. 834, ΑΠ 1425/86 Δνη 28. 1031, Καυκά ΕνοχΔσελ. 264 αρθ. 576, Ζέπου ΕιδΕνοχ σελ. 201, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ αρθ. 576 σελ. 293 – 294, Χ. Παπαδάκη, Αγωγές απόδοσης μισθίου έκδ. 1990 §904, Κατρά Πανδ. Μισθώσεων Β` έκδ. § 25, 50, Μαντζούφα ΕνοχΔ §44 σελ. 339).  Αντίστοιχα και στη περίπτωση αποζημίωσης για πρόωρη λύση απαιτείται υπαιτιότητα του μισθωτή   ως προς αυτή, η οποία μεταφράζεται σε υπαιτιότητα σχετικά με την καθυστέρηση του μισθώματος  ( Αποστολίδης 597 παρ.5 σελ. 381, Παπαδάκης Αγωγές απόδοσης μισθίου σελ.490 παρ.38/8 περ. 1457) που τυγχάνει ευθύνη νόθος αντικειμενική.

Εν προκειμένω η πρώτη εναγόμενη αρνείται την αγωγή και ισχυρίζεται ότι η μη καταβολή εκ μέρους της του ναύλου οφείλεται στην ύπαρξη του ελαττώματος του πλοίου που η ενάγουσα αποσιώπησε με δόλο , με συνέπεια να στερείται η αγωγή νομικής βάσης εκ του άρθρου 597 του ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτός  σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη τυγχάνει νόμιμος και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ουσία φέρουσα η πρώτη εναγόμενη το βάρος απόδειξης.

Η δεύτερη εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή ισχυριζόμενη ότι η σύμβαση εγγυήσεως μέχρι του χρηματικού ποσού των 500.000 ευρώ, που έχει καταρτίσει με την ενάγουσα υπέρ της πρώτης εναγόμενης καλύπτει μόνον τις αξιώσεις τρίτων, που γεννήθηκαν κατά την διάρκεια του εφοπλισμού και για τις οποίες είναι υπέγγυο το πλοίο και όχι τις αξιώσεις της ίδιας της εκναυλωτρίας – κυρίας του πλοίου για την καταβολή του ναύλου. Ακολούθως προτείνει τις ενστάσεις, που έχει ως εγγυήτρια και συγκεκριμένα: α) την  ένσταση απαλλαγής της κατ’ άρθρο 850 του ΑΚ λόγω ακυρότητας της κύριας οφειλής, διότι η εκ της συμβάσεως εφοπλισμού υποχρέωσή της είναι να παρέχει εγγύηση αποκλειστικά για χρέη υπέρ τρίτων και όχι υπέρ της συμβαλλόμενης ενάγουσας πλοιοκτήτριας. Η ως άνω ένσταση με το περιεχόμενο αυτό τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι τούτο δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας, αλλά αμφισβήτηση της ευθύνης της εκ της επίδικης απαίτησης, ενώ δεν επικαλείται κάποιο άλλο λόγο ακυρότητας της σύμβασης εφοπλισμού, β)  ένσταση περί εικονικότητας της δήλωσης βούλησης ( ΑΚ 138) της λόγω του ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη των ελαττωμάτων. Η ως άνω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη καθώς μεταξύ άλλων δεν αποτελεί στοιχείο της εικονικότητας η απόκρυψη πραγματικού ελαττώματος ή άγνοια αυτού. Επικουρικά προβάλλει την ένσταση ακυρωσίας της συμβάσεως εγγυήσεως λόγω ουσιώδους πλάνης της, ισχυριζόμενη ότι αν γνώριζε για το πραγματικό ελάττωμα του πλοίου, δεν θα δεχόταν να συμβληθεί ως εγγυήτρια. Κατά τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 141 ιδίου Κώδικα, η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 142 ΑΚ, η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος θεωρείται ουσιώδης, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 143 του ίδιου Κώδικα, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η πλάνη κατά τη δήλωση βουλήσεως, ήτοι η διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως, συνεπεία εσφαλμένης γνώσεως από τον δηλούντα της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως πραγματικής καταστάσεως, παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης». Ενόψει δε του ότι στην εγγύηση εφαρμόζονται οι κοινές για σύμβαση διατάξεις, όπως εκείνες που αφορούν τα ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως, η εγγύηση μπορεί να ακυρωθεί λόγω ουσιώδους πλάνης (άρθρα 140, 142 Α.Κ). Ως εκ τούτου η σχετική ένσταση περί πλάνης είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ουσία, γ) την  ένσταση διζήσεως. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 361, 481, 482, 483, 847 έως 857 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ` αυτόν εκ μέρους του πρωτοφειλέτη η οφειλή. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 855 ΑΚ «ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτου και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση διζήσεως)». Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση του επιβοηθητικού ή επικουρικού χαρακτήρα της εγγυήσεως και εκφράζει το πνεύμα της προστασίας του εγγυητή, συνδυαζόμενη προς τη διάταξη του άρθρου 856 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι παράγεται υπέρ του εγγυητή γνησία αναβλητική ένσταση, η οποία έχει ως συνέπεια την προσωρινή απόρριψη της αγωγής, εφ` όσον ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη, μετά το ατελεσφόρητο της οποίας δύναται να ασκήσει νέα αγωγή κατά του εγγυητή (και όχι να επαναφέρει προς συζήτηση την πρώτη που έχει απορριφθεί προσωρινά). Το παρεπόμενο της ευθύνης του εγγυητή εμποδίζει την εις ολόκληρο ευθύνη αυτού και του πρωτοφειλέτη έναντι του δανειστή. Η αρχή δε της οικονομίας της δίκης επιβάλλει στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προτείνεται η εν λόγω ένσταση, εφ` όσον διακριβώσει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ότι είναι ουσιαστικά βάσιμη, να μην ασχοληθεί προηγουμένως με την ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως κατά του εγγυητή, αλλά αυτή θα την ερευνήσει μετά την άρση του ανωτέρω κωλύματος, ήτοι μετά την πλήρωση της αρνητικής προϋποθέσεως της άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης και την εκ νέου άσκηση της αγωγής του δανειστή κατά του εγγυητή (ΑΠ 61/2003, ΕφΠατρ 1009/2004,ΕφΑΘ 1255/2002 ΤΝΠ-Νόμος, Γεωργιάδη/Σταθόπουλου: «ΑΚ ερμηνεία» σ 385, 386, Ζέπο: ΕρμΑΚ, υπό το άρθρο 855 αρ. 8, Καυκάς: «Ενοχικό Δίκαιο» υπό τα άρθρα 855-856 ΑΚ). Ως εκ τούτου η σχετική ένσταση τυγχάνει νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν. δ ) της ένσταση ελευθερώσεως της κατ΄ αρθρο 862 ΑΚ, ισχυριζόμενη ότι i) η αντίδικος  αρνείται να λύσει την σύμβαση εφοπλισμού και να παραλάβει το πλοίο αν και έχει καταγγείλει τη σύμβαση από τις 7-5-2018, ii) ουδέν έχει πράξει ώστε να διεκδικήσει ό,τι θεωρεί ότι αξιώνει , ενώ το πρώτον στράφηκε κατά της εφοπλίστριας με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων τον Δεκέμβριο του 2018, iii) ουδέν προσκομίζει που να βεβαιώνει ότι έχει προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά αυτής και δεν βρήκε κανένα περιουσιακό στοιχείο ώστε να στραφεί κατά συνέπεια σε βάρος της. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη, κατά δε το άρθρο 863 ΑΚ ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτηση του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής. Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι για την ελευθέρωση του εγγυητή απαιτείται πταίσμα του δανειστή, υπαίτια δηλαδή συμπεριφορά του από την οποία κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του εκ μέρους του οφειλέτη. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εναγόμενος εγγυητής. Τέτοια συμπεριφορά συνιστά κατά τις περιστάσεις και η επί μακρόν αμέλεια του δανειστή να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεως του και η εν τω μεταξύ επελθούσα αδυναμία του πρωτοφειλέτη να καταβάλει την οφειλή του. Ετσι ο εγγυητής οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η έγκαιρη ικανοποίηση του δανειστή θα ήταν δυνατή, διότι ο οφειλέτης διέθετε ικανή περιουσία, οπότε θα τελεσφορούσε η κατ’ αυτού εκτέλεση (βλ. ΑΠ 48/2001, ΕλλΔ/νη 2001/900, ΕφΑθ 3632/2013 NΟΜΟΣ). Με αυτό το περιεχόμενο η ως άνω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη , δεδομένου ότι κατά τα ανωτέρω  δεν επικαλείται αφενός επί μακρόν αμέλεια της ενάγουσας να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής της, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα σε αυτήν προέβη σε καταγγελία της σύμβασης και σε άσκηση ασφαλιστικών μέτρων, αφετέρου ικανή περιουσία της πρώτης εναγομένης.

Από την εκτίμηση των με αριθμ. …/5.6.2019 και …/5.6.2019 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων … και … αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, (βλ. τις με αριθμούς …/31.5.2019  και …’/31.5.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με τις από 30-5-2019 κλήσεις γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγομένων) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), όπως μερικά από αυτά αναφέρονται ιδιαιτέρως παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως : α) η από 11/1/2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του … ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, που συνετάχθη κατόπιν εντολής της ενάγουσας, β) η από 15-11-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …, ναυπηγού- μηχανολόγου μηχανικού που συνετάχθη κατόπιν εντολής της πρώτης εναγομένης, γ) η από 1-6-2018 μελέτη που συνετάχθη για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης από τον …, ναυπηγό – μηχανικό, πλην της  υπ’ αριθμ. …/27.2.2019 ένορκης βεβαίωσης του …,  προέδρου του Δ.Σ της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου …, που δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθότι αυτή ελήφθη επιμελεία της ενάγουσας κατά παράβαση των διατάξεων  των άρθρων 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410 και 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ  (ΟλΑΠ 745/2007, ΟλΑΠ 1328/1977, AΠ 715/2013, ΑΠ 988/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και  κατά συνέπεια η ένορκη κατάθεση αυτή είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 374/2011, 1335/2008, 615/2008, 329/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 22-12-2015 σύμβασης εφοπλισμού που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, στην οποία συμβλήθηκε η δεύτερη των εναγομένων ως εγγυήτρια, της οποίας η έκταση της εγγυητικής  ευθύνη και έναντι της ενάγουσας αμφισβητείται από την τελευταία, συμφωνήθηκε χρονοναύλωση γυμνού πλοίου για ορισμένο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα  η παραχώρηση της εκμετάλλευσης του πλοίου   με την ονομασία « …», ΝΠ …, ΙΜΟ 7320291, ιδιοκτησίας της ενάγουσας στην πρώτη εναγόμενη για χρονικό διάστημα από την υπογραφή της συμβάσεως έως 31-10-2021. Ο ετήσιος ναύλος ορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 265.000 ευρώ πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, καταβλητέος σε δύο ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις , εκ των οποίων η πρώτη πληρωτέα την 1η Νοεμβρίου εκάστου έτους και η δεύτερη την 1η Μαΐου κάθε έτους, ενώ βάσει του υπ’ αριθμ. 3 εδ. γ’ όρου της ως άνω συμβάσεως η ενάγουσα είχε το δικαίωμα καταγγελίας αυτής ( συμβάσεως) σε περίπτωση μη καταβολής έστω και ενός ναύλου. Σύμφωνα με την ως άνω σύμβαση η πρώτη εναγόμενη ανέλαβε την εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου, την τεχνική και οικονομική διαχείριση του οποίου  είχε ουσιαστικά  αναλάβει από τον Μάρτιο του 2014, με σύμβαση γυμνής χρονοναύλωσης που ανανεώθηκε με την προαναφερθείσα σύμβαση εφοπλισμού. Ωστόσο την 7-3-2018 κατά την εκτέλεση προγραμματισμένου δρομολογίου του ως άνω πλοίου παρουσιάστηκε βλάβη αυτού συνεπεία της οποίας απαγορεύτηκε ο απόπλους του και ακολούθησε δεξαμενισμός του, η αιτία της οποίας  ( βλάβης), η έκταση αυτής, η ύπαρξη ή μη υπαιτιότητας στην πρόκληση αυτής, η απόδοσή της σε ύπαρξη ή μη πραγματικού ελαττώματος αποτελεί αντικείμενο απόδειξης και αντιδικίας μεταξύ των διάδικων μερών και κατά συνέπεια ερευνητέο τυγχάνει η ύπαρξη  ή μη πραγματικού ελαττώματος , η αιτία πρόκλησής του, η γνώση ή μη αυτού , ο χρόνος εμφάνισης του όπως και η τυχόν υποχρέωση  γνωστοποίησης ή μη αυτού, καθόσον τα ανωτέρω αποτελούν  στην προκείμενη περίπτωση λόγο άρσης της υπερημερίας της πρώτης εναγόμενης ως προς την καθυστέρηση καταβολής του ναύλου και συνεπάγονται έλλειψη υπαιτιότητας αυτής ως προς την πρόωρη λύσης της επίδικης ναύλωσης, αποκλείοντας  την υποχρέωση της για καταβολή σχετικής αποζημίωσης ως αιτείται με την παρούσα αγωγή η ενάγουσα ή  ανάλογα δικαιολογούν την καταγγελία εκ μέρους της τελευταίας. Πλην όμως αντίστοιχα η σχετική κρίση ως προς τα ως άνω ζητήματα αποτελεί επίσης  αντικείμενο απόδειξης στην ήδη ανοιχθείσα δίκη μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης κατόπιν άσκησης εκ μέρους της τελευταίας της από 7-12-2018  με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 12773/5760/10-12-2018 αγωγής της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που έχει ήδη συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 7ης -5-2019, αιτούμενη την καταβολή αποζημίωσης λόγω της ύπαρξης κρυφού ελαττώματος εξαιτίας του οποίου το πλοίο υπέστη την επίδικη βλάβη. Από τα αμέσως λοιπόν  ανωτέρω διαλαμβανόμενα προκύπτει ότι στα πλαίσια της ανοιγείσας με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 12773/5760/10-12-2018 αγωγής της πρώτης εναγόμενης κατά της ενάγουσας δίκης, πρόκειται να διερευνηθούν και να κριθούν, με ισχύ δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) πραγματικά περιστατικά κρίσιμα για την έκβαση της παρούσας δίκης αναφορικά με την ύπαρξη ή μη πραγματικού ελαττώματος και την αιτία της βλάβης ( ΑΠ 580/2010 Α’ δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1225/2000 ΕλλΔνη 2002 142, ΑΠ 433/2011 Α’ δημοσίευση Νόμος), ώστε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής, κατ` αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου, της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Ακολούθως, το Δικαστήριο κρίνει, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για λόγους οικονομίας της δίκης, ώστε να μην διαταχθεί εκ νέου πραγματογνωμοσύνη, καθόσον για το ως άνω υπό αμφισβήτηση θέμα του ελαττώματος και της βλάβης  απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις, ότι πρέπει, κατ` αυτεπάγγελτη ενέργειά του, να αναβληθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 12773/5760/10-12-2018 αγωγής της πρώτης εναγόμενης κατά της ενάγουσας περί καταβολής αποζημίωσης λόγω ύπαρξης κρυφού ελαττώματος, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, δεν θα επιδικασθεί δικαστική δαπάνη, διότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική και ως εκ τούτου δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
  • ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση επί της από 15-2-2019 και με αριθμό κατάθεσης Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. :1792/869/26-2-2019 αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 7-12-2018  με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 12773/5760/10-12-2018 αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 10 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …. Απριλίου 2020, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΟΥΤΣΟΥΛΑ                         ΕΛΕΝΗ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΥ