ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 1645/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Χαρίκλεια Φωτεινάτου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 10η Mαρτίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη … (… αριθ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Ευαγγελία Μπάλλα (ΑΜΔΣΑ 22780), δυνάμει του από … ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η παραάνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που αντιπροσωπεύεται και πρακτορεύεται στην Ελλάδα από την εταιρία με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον …… (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 09.06.2019 με Γ.Α.Κ. 5676/2019 και με Ε.Α.Κ. 2820/2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 21.06.2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 12.02.2020 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη με την οποία ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για παράσταση στη δικάσιμο που θα οριστεί, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της ενάγουσας στην εναγόμενη (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 129 παρ. 1, 142, 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), η δε εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της εναγόμενης (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Η τελευταία δεν έλαβε κανονικά μέρος στη δίκη, καθώς δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 115 παρ. 3, 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Με την αγωγή εκτίθεται ότι κατά τους αναφερόμενους στο δικόγραφο χρόνους η μη διάδικος εταιρία με την επωνυμία «…» ανέλαβε τη συνδυασμένη μεταφορά των περιγραφόμενων φορτίων από τις εγκαταστάσεις της εδρεύουσας στην ………… πωλήτριας εταιρίας με την επωνυμία «…» στις εγκαταστάσεις της εδρεύουσας στον … αγοράστριας εταιρίας με την επωνυμία «…». Ότι η «…», ενεργώντας για λογαριασμό της αγοράστριας με την ιδιότητα της παραγγελιοδόχου μεταφοράς, ανέθεσε στην εναγόμενη τη θαλάσσια μεταφορά των πωληθέντων εμπορευμάτων από τον λιμένα … στον λιμένα ……… Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης η εναγόμενη απέστειλε στις εγκαταστάσεις της πωλήτριας κενά περιεχομένου εμπορευματοκιβώτια, ιδιοκτησίας της, τα οποία φορτώθηκαν με τα πωληθέντα εμπορεύματα και ακολούθως παραδόθηκαν στην εναγόμενη στον λιμένα φόρτωσης. Ότι μεταξύ των παραδοθέντων εμπορευματοκιβωτίων περιλαμβάνονταν: Α) Το υπ’ αριθ. … εμπορευματοκιβώτιο, στο οποίο φορτώθηκαν 18 ρόλοι χαρτιού, αξίας 20.665,26 ευρώ, το οποίο φορτώθηκε επί του πλοίου «…», εκδοθείσας από την εναγόμενη της υπ’ αριθ. … θαλάσσιας φορτωτικής, στην οποία αναγραφόταν ως φορτώτρια η πωλήτρια εταιρία και ως παραλήπτρια η ως άνω παραγγελιοδόχος μεταφοράς, και Β) Το υπ’ αριθ. … εμπορευματοκιβώτιο, στο οποίο φορτώθηκαν 17 ρόλοι χαρτιού, αξίας 19.426,55 ευρώ, το οποίο φορτώθηκε επί του πλοίου «…», εκδοθείσας από την εναγόμενη της υπ’ αριθ. … θαλάσσιας φορτωτικής, στην οποία αναγραφόταν ως φορτώτρια η πωλήτρια εταιρία και ως παραλήπτρια η παραγγελιοδόχος μεταφοράς. Ότι κατά τους αναφερόμενους στο δικόγραφο χρόνους τα παραπάνω εμπορευματοκιβώτια εκφορτώθηκαν στον λιμένα προορισμού και μεταφέρθηκαν από την «…» στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας, όπου διαπιστώθηκε έντονη δυσοσμία στο εσωτερικό των εμπορευματοκιβωτίων και τους περιεχόμενους σε αυτά ρόλους χαρτιού. Ότι κατά την επιθεώρηση που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε οσμή υδρογονάνθρακα στο εσωτερικό των εμπορευματοκιβωτίων, καθώς και ίχνη διαποτισμού από ξένη ύλη, ενώ από εργαστηριακό έλεγχο που ακολούθησε σε δείγματα των ρόλων διαπιστώθηκαν υπολείμματα ναφθαλενίου. Ότι η ζημία που υπέστησαν τα δύο φορτία, υπολογιζόμενη με βάση τη συνήθη αξία εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον τόπο και τους χρόνους που εκφορτώθηκαν, ελλείψει χρηματιστηριακής αξίας ή τρέχουσας τιμής της αγοράς, ανέρχεται αντίστοιχα σε 17.291,34 ευρώ και σε 16.155,19 ευρώ, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο. Ότι σε εκτέλεση των υποχρεώσεων από την περιγραφόμενη στο δικόγραφο σύμβαση ασφάλισης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας «…», η πρώτη, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, αποζημίωσε την αγοράστρια – παραλήπτρια των φορτίων κατά το συνολικό ποσό των (17.091,34 + 15.955,19 =) 33.046,53 ευρώ και υποκαταστάθηκε στις απαιτήσεις της έναντι της εναγόμενης. Ότι πέραν της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης – θαλάσσιας μεταφορέα, η οποία διέθεσε κενά περιεχομένου εμπορευματοκιβώτια, τα οποία ήταν ακατάλληλα προς χρήση, η ίδια ευθύνεται και κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα αιτείται να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 33.046,53 ευρώ (κατ’ ορθό μαθηματικό υπολογισμό αντί του εσφαλμένα αναγραφόμενου στο διατακτικό ποσού των 33.046,55 ευρώ), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της εναγόμενης στην …, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 3 παρ. 1, 7, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 33 εδ. α’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α, 3Β περ. ε’ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 21.06.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε την 01.07.2019 (Βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης). Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των Κανόνων Χάγης Βίσμπυ, ενώ, για όσα ζητήματα δεν ρυθμίζονται από την παραπάνω Διεθνή Σύμβαση, η αγωγή, με την σωρεύονται αντικειμενικά βάσεις ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης (άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ), τυγχάνει ερευνητέα με το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, και, ειδικότερα: Α) Το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο διέπει τη σχέση μεταξύ της ενάγουσας – ασφαλιστικής εταιρίας και της ασφαλισμένης της, ως προς τα ζητήματα της υποκατάστασης και της εκχώρησης απαιτήσεων, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 14, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» («Ρώμη Ι»). Β) Ως προς την ενδοσυμβατική βάση ευθύνης το ελληνικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο, με βάση τα άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 3, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» («Ρώμη Ι»), ως το δίκαιο της χώρας με την οποία οι συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς συνδέονται προδήλως στενότερα. Γ) Ως προς την αδικοπρακτική βάση ευθύνης το ελληνικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» («Ρώμη ΙΙ»), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία. Με βάση, λοιπόν, το ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο η αγωγή ως προς την ενδοσυμβατική βάση είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3 παρ. 1 περ. β’ και γ’ – 2, 4 παρ. 5 β’ Κανόνων Χάγης Βίσμπυ, 90, 91, 97, 98 ΕμπΝ, 330, 340, 345, 346, 411, 455, 462, 481, 487, 488 ΑΚ, 257, 264 ΚΙΝΔ, 1 παρ. 1 περ. α’, 7 παρ. 7, 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997, 176, 907, 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ. Μη νόμιμη και απορριπτέα είναι η αγωγή ως προς την αντικειμενικά σωρευόμενη αδικοπρακτική βάση, καθώς, με βάση τα ιστορούμενα περιστατικά, η επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, δηλαδή η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων επιμέλειας, δεν εμφανίζει αυτοτέλεια σε σχέση με τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, ενώ, επιπλέον η ζημία των φορτίων επήλθε, σύμφωνα με τα ιστορούμενα, ως αποτέλεσμα της παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της εναγόμενης (Βλ. ΕΠ 68/2014, ΕΠ 223/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. … – παράβολο, σε συνδυασμό με το από … αποδεικτικό πληρωμής), να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την ενδοσυμβατική βάση της.
Καθότι δεν υπάρχει ένσταση κατά της αγωγής που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και η ομολογία για τα γεγονότα που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο είναι επιτρεπτή, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί τεκμαίρονται ομολογημένοι από την εναγόμενη, λόγω της ερημοδικίας της (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (33.046,53), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας πρέπει να απορριφθεί, διότι κρίνεται αφενός ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι’ αυτό, αφετέρου ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που η εναγόμενη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει η εναγόμενη, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i (α), 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγόμενης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (33.046,53), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 30.04.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ