ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1738/2020
(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 12918/2015)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: 7266/2015)
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 88386/2012)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6347/2012)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 6η Μαρτίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 88386/2012 και ΕΑΚ 6347/2012 αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας καταγγελίας σύμβασης πώλησης, αναγνώρισης εγκυρότητας καταγγελίας σύμβασης πώλησης, αναγνώρισης μη υπαιτιότητας για τη ματαίωση σύμβασης πώλησης, επιστροφής προκαταβλητέου τιμήματος πώλησης και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπ’ αριθ. ΓΑΚ 12918/2015 και ΕΑΚ 7266/2015 κλήση του ενάγοντος, μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ….), κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Γεωργίας Ν. Στρατηγού (Α.Μ. Δ.Σ.Α.), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Αλωπεκής, αριθ. 11, που κατέθεσε προτάσεις στη συζήτηση στο ακροατήριο.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου … (και πλέον κατοίκου …, με ΑΦΜ … της …, σύμφωνα με τις προτάσεις του), ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Χαρούλας Μαρ.Τόκα (Α.Μ.Δ.Σ.Α.35200), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ, αριθ.27, που κατέθεσε προτάσεις στη συζήτηση στο ακροατήριο.
Ο ενάγων με την από 16-5-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 88386/2012 και ΕΑΚ 6347/2012 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 16-5-2012, επιδόθηκε στις 20-6-2012 στον εναγόμενο και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 5-3-2015, στην οποία συζητήθηκε ερήμην του εναγομένου και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6401/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε αναρμόδιο το Δικαστήριο και η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών διαφορών) λόγω της ναυτικής φύσης της επίδικης διαφοράς και επαναφέρεται προς συζήτηση για την έκδοση οριστικής απόφασης με την από 4-12-2015 και υπ’ αριθ. ΓΑΚ 12918/2015 και ΕΑΚ 7266/2015 κλήση του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 10-5-2016 και μετ’αναβολή στη δικάσιμο της 6-3-2018, στην οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο της (παλαιάς) τακτικής διαδικασίας με αύξοντα αριθμό 5, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις του, ο δε εναγόμενος ζητεί την απόρριψή της για τους λόγους που αναφέρει στις προτάσεις που κατέθεσε στη δίκη
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου οι διάδικοι παραστάθηκαν με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και κατέθεσαν τις προτάσεις τους στη δίκη, όπως ανωτέρω σημειώνεται.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Νομίμως επαναφέρεται για την έκδοση οριστικής απόφασης με την από 4-12-2015 και υπ’ αριθ. ΓΑΚ 12918/2015 και ΕΑΚ 7266/2015 κλήση του ενάγοντος, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 10-5-2016 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 6-3-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο της (παλαιάς) τακτικής διαδικασίας με αύξοντα αριθμό 5, η από 16-5-2012 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 88386/2012 και ΕΑΚ 6347/2012 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 16-5-2012, επιδόθηκε στις 20-6-2012 στον εναγόμενο και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 5-3-2015, στην οποία συζητήθηκε ερήμην του εναγομένου και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6401/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε αναρμόδιο το Δικαστήριο και η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών διαφορών) λόγω της ναυτικής φύσης της επίδικης διαφοράς, και η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη για τον συγκεκριμένο νόμιμο λόγο-αιτία παραπομπής βάσει του άρθρου 51 του Ν.2172/1993, καθώς έχει εκδοθεί στις 29-10-2015 και έχει επιδοθεί από τον ενάγοντα στον εναγόμενο στις 3-2-2016 χωρίς να έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατ’ αυτής μεταξύ των διαδίκων (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά … και το υπ’αριθ. … πιστοποιητικό του Γραμματέως του Τμήματος Πολιτικών Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών, περί μη άσκησης ενδίκων μέσων κατά της παραπεμπτικής απόφασης, μέχρι την 6-6-2016).
Από τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, δίδεται αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας έννομης σχέσης και όχι απλού πραγματικού γεγονότος ή καθαρής νομικής κατάστασης. Έννομη σχέση είναι η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγμα, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα (ΑΠ 1598/1999 ΕλλΔνη 41.128). Η αναγνωριστική αγωγή διακρίνεται σε θετική και αρνητική, ανάλογα αν ζητείται η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας της έννομης σχέσης. Ειδικότερα,για τη θεμελίωση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής αρκούν: α) η αντιτασσόμενη από τον ενάγοντα κατά του προβαλλόμενου δικαιώματος του εναγομένου γενική άρνηση των πραγματικών περιστατικών που το στηρίζουν, χωρίς να είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει την αναλήθεια των πιο πάνω περιστατικών, τα οποία οφείλει να προτείνει και να αποδείξει ο εναγόμενος (ΑΠ 385/1999 ΕλλΔνη 40.1514, ΑΠ 1458/1997 Δ 1998.119, ΑΠ 121/1993 ΕλλΔνη 1995.1134) και β) η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος που δικαιολογεί τη ζητούμενη αναγνώριση, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος, ο οποίος απειλεί βλάβη στα συμφέροντα του ενάγοντος και προέρχεται από την αβεβαιότητα, την αμφιβολία ή την αμφισβήτηση στις έννομες σχέσεις του ή από την καύχηση για έννομη σχέση που δεν υπάρχει. (ΑΠ 563/1998 ΝοΒ 1999.1295, ΑΠ 941/1997 ΕλλΔνη 40.588, ΑΠ 391/1991 ΕλλΔνη 1992.1208, ΕφΘεσ 174/2001 ΕλλΔνη 42.746, ΕφΑθ 9/2000 ΕλλΔνη 41.1670). Περαιτέρω δε, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14-18 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που δεν επιδέχονται χρηματική αποτίμηση και συγχρόνως δεν περιλαμβάνονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων κατά το άρθρο 17 ΚΠολΔ. Διαφορές ανεπίδεκτες χρηματικής αποτίμησης είναι εκείνες, που το αντικείμενό τους από τη φύση του δεν έχει χρηματική αξία, έστω και αν η έκβαση της δίκης μπορεί να εμφανίσει οικονομικές παρενέργειες. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνεται και η αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας σύμβασης ή καταγγελίας και οι συνακόλουθες συνέπειες που βασίζονται στην ευθύνη και δέσμευση-υποχρέωση από σύμβαση, με βάση τα ανάλογα αγωγικά αιτήματα των διαδίκων. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 εδ.α΄ ΚΠολΔ «διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτή, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή». Επιπλέον, από τη διατύπωση της διατάξεως της παρ.1 του άρθρου 46 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αρμοδιότητα, καθ’ ύλην και κατά τόπο, κρίνεται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 46, σελ.105). Είναι δε προφανές ότι αν ακυρωθεί η δικαιοπραξία (σύμβαση), παύει υφισταμένη και η αιτία της παροχής που έδωσε ο συμβληθείς πάροχος (π.χ. ο πωλητής για το πωληθέν πράγμα, ο αγοραστής για το τίμημα κλπ.), ο οποίος για τον λόγο αυτό μπορεί να ασκήσει αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού επιδιώκουσα την επιστροφή της (άρθρο 904επ. ΑΚ σε συνδυασμό προς 69 παρ.1δ` ΚΠολΔ, βλ. ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος με παραπομπή σε ΕφΑθ 2640/1968 Αρμ 23.3/1). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 127επ. και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος επικαλείται νόμιμο λόγο για την αναγνώριση της ακυρότητας ή της ακυρωσίας της δικαιοπραξίας, έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας ή την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον πληρούνται και οι όροι της αδικοπραξίας είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1458/2001 ΕλλΔνη 2002.1623). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, ήτοι εφόσον επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικό διαφέρον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (ΑΠ 715/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 74/1983 Αρμ 1983.656, ΠολΠρΛαρ 35/2015 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στην κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι χρηματικώς αποτιμητές διαφορές που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, που είναι δεικτικές χρηματικής αποτίμησης και έχουν αντικείμενο αξίας άνω των 250.000 ευρώ (άρθρο 14 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012 από 2-4-2012), καθώς και οι μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές που δεν υπάγονται στην κατ’ άρθρο 17 αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και αν ακόμη η απόφαση μπορεί να έχει συνέπειες οικονομικής φύσης. Υπάγεται λοιπόν και η αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας της σύμβασης, όπως επίσης και η αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας όρου ΓΟΣ λόγω καταχρηστικότητας, διότι δεν έχουν περιουσιακό χαρακτήρα και δεν μπορούν από τη φύση τους να αποτιμηθούν σε χρήμα (ΜονΠρΑθ 757/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΡοδ 11/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΘεσ 29478/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Επίσης, κατά το άρθρο 154 ΑΚ, η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση κατά τα προεκτιθέμενα, ήτοι πρόκειται περί διαπλαστικού δικαιώματος, ασκούμενου διά εγέρσεως διαπλαστικής αγωγής (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 155, σελ.243), η οποία εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα, για την οποία αρμόδιο δικαστήριο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΚΠολΔ, το πολυμελές πρωτοδικείο (ΠολΠρΘηβ 106/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 22330/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ενώ πρβλ. ΠολΠρΞανθ 151/2007 ΤΝΠ Νόμος [μετά από παραπομπή], ΠολΠρΘηβ 203/1986 ΕΕΝ 1986 (56).481, ΜονΠρΜεσολ 85/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, και από τους θεωρητικούς βλ. αντί άλλων Ν.Νίκα, Πολιτική Δικονομία I [2003], §14.IV, αριθ.53-55, σελ.154-155, Κεραμεύς/Κονδύλης/[-Νίκας], ΕρμΚΠολΔ I [2000], άρθρο 18, αριθ.1, σελ.62), δεδομένου και του ότι η εν λόγω διαφορά δεν υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου κατ’ άρθρο 17 ΚΠολΔ. Εξάλλου, οι αγωγές αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα, που καθορίζεται βάσει της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και της φύσης αυτής (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος Α΄, Αθήνα, 2001, υπό το άρθρο 57, αριθ.43, 48, σελ.282-283). Στο άρθρο 9 ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (εδ.α΄), ότι δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα (εδ.β`) και ότι συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (εδ.γ`). Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς της θετικής αναγνωριστικής αγωγής προσδιορίζεται από το αίτημά της κατ’ άρθρο 9 ΚΠολΔ, άρα ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς ακολουθεί και την αρνητική αναγνωριστική αγωγή, που είναι η αντίστροφη όψη της θετικής, υπό την έννοια ότι έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι του ενάγοντος και εναγομένου και άρα καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής είναι εκείνο, το οποίο θα είχε αρμοδιότητα αν είχε ασκηθεί αγωγή από τον εναγόμενο ως θετική, ενώ κατ’ άλλη άποψη το αντικείμενο της αγωγής αυτής είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης και υπάγεται πάντοτε στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (ΕφΠειρ 237/2002 ΠειρΝομ 2002.177, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 70, αριθ.71, όπου και παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αιτημάτων στην αγωγή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία περισσότερα αιτήματα του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο ίδιο δικαστήριο, στο οποίο εισάγονται. Όταν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις, του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, η σώρευση των οποίων αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, η αρμοδιότητα, ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις απορρέουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία ή όχι, προσδιορίζεται από το σύνολο των απαιτήσεων, παρά την αυτοτέλεια κάθε σωρευόμενης απαίτησης έναντι των άλλων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα ερευνήσει την αρμοδιότητα για κάθε απαίτηση, ανάλογα με το ποσό αν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανάλογα με τη φύση της αν δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα. Αν για κάθε μία είναι αρμόδιο το δικαστήριο θα εκδικαστούν από αυτό, ειδάλλως το δικαστήριο θα κρατήσει εκείνη, για την οποία έχει αρμοδιότητα, και θα παραπέμψει την άλλη για την οποία δεν έχει αρμοδιότητα στο αρμόδιο δικαστήριο, εκτός αν έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, το δικαστήριο διατάσσει τον χωρισμό των αιτημάτων και αφού παραπέμψει όσα υπάγονται σε άλλο δικαστήριο, δικάζει τα αιτήματα για τα οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο δικόγραφο, που εισάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, σωρεύονται αιτήματα, από τα οποία το ένα είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης και υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και το άλλο υπάγεται λόγω ποσού στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, το δικαστήριο, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως και αυτοτελώς για κάθε σωρευόμενη αξίωση την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, διατάσσει τον χωρισμό κατ’ άρθρο 218 §2 ΚΠολΔ και κρατεί προς εκδίκαση την υπόθεση, που λόγω ποσού υπάγεται στη δική του αρμοδιότητα, τη δε ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά παραπέμπει στο πολυμελές πρωτοδικείο. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 218 ΚΠολΔ μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 ΚΠολΔ σχετικά με τη δωσιδικία της συνάφειας, που διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορούν να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ή ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί κοινή ιστορική βάση των περισσότερων αγωγών και συνακόλουθα η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Στην περίπτωση της συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παρ.2 και 3 του άρθρου 31 ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο (βλ. σχετ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α΄, Αθήνα, 1996, υπό το άρθρο 9, αριθ.12, 14, σελ.132, 133, ΕφΔωδ 188/2004, ΠολΠρΘεσ 25108/2009, ΜονΠρΘηβ 156/2015 ΤΝΠ Νόμος). Από την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 31 παρ.3 και 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση (κυρίων) δικών που είναι συναφείς μεταξύ τους είναι το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο, εφόσον βέβαια η δεύτερη κλπ., δίκη υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα ισόβαθμου ή κατωτέρου δικαστηρίου. Συναφείς, δε, είναι οι υποθέσεις όταν τα αντικείμενά τους εντάσσονται στην ίδια έννομη σχέση ή συνδέονται με τον δεσμό της προδικαστικότητας ή απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν (βλ. Νίκα σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμο I, άρθρο 31, αριθ.4-5, σελ.76, με σχετικές παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ή ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί κοινή ιστορική βάση των περισσότερων αγωγών και συνακόλουθα η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΕφΔωδ 188/2004, ΠολΠρΘεσ 25108/2009 ΤΝΠ Νόμος). Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση που περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο (αντικειμενική σώρευση αγωγών), αρμόδιο δε προς εκδίκαση εκάστης είναι διαφορετικό δικαστήριο και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 218 ΚΠολΔ και το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου του, ώστε να γίνει συνυπολογισμός των συμπλεκτικά σωρευομένων αξιώσεων, επειδή το αντικείμενο μιας εξ αυτών δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτιμήσεως (ΜονΠρΘεσ 195/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης,ΜονΠρΘεσ 22330/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 29478/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, βλ. Π.Γ.Φαλτσή, Η Έννομη Δικονομική Τάξη, εκδ.1981, σελ.1-12, Β. Μπρακατσούλα, Η Πολιτική Δίκη, εκδ.2001, τ.Α, σελ.212). Άλλωστε, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα ελέγχεται αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συμπεριφορά των διαδίκων (ΑΠ 51/2004 Δίκη 2004[35].965, ΕφΛαρ 92/2006 Δικογραφία 2006.304). Μάλιστα, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ερευνάται απαρεγκλίτως πριν από τη νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 1392/1987 ΕΕΝ 1988 [55].751, ΜονΠρΘεσ 5410/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΜεσολ 85/2010 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ν. Νίκα, ΠολΔ I, §20.1, αριθ.3, σελ.281). Τέλος, κατά τη διάταξη του εδ.α΄ του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση εισαγωγής ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου υπόθεσης, για την οποία τούτο δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, το εν λόγω δικαστήριο, αφού αποφανθεί περί της αναρμοδιότητας του αυτεπαγγέλτως, ενόψει του ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1392/1987 EΕN 1988.751. ΑΠ 365/1978 ΝοΒ 21.171, ΑΠ 784/1971 NοΒ 20. 485),παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο (ΜονΠρΑθ 21/2010 ΤΝΠ Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ότι με τον εναγόμενο κατήρτισαν το από … ιδιωτικό συμφωνητικό-προσύμφωνο μεταβίβασης κυριότητας σκάφους, με το οποίο προσυμφώνησαν ότι ο τελευταίος θα του πωλήσει ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος με την ονομασία “…”, υπό … σημαία, μήκους 14,91μ., αριθμού νηολογίου … του Νηολογίου ………, με τους ειδικότερους όρους και τις συμφωνίες που αναγράφονται σε αυτό, ο δε εναγόμενος του παρέδωσε τη χρήση και κάρπωση του εν λόγω σκάφους. Ότι το τίμημα της πώλησής του συμφωνήθηκε στο ποσό των 130.000 ευρώ, από το οποίο ο ενάγων κατέβαλε στις 7-4-2011 το ποσό των 33.000 ευρώ με κατάθεση στον προσωπικό λογαριασμό του εναγομένου στην Τράπεζα Πειραιώς και το ποσό των 9.400 ευρώ με κατάθεση στο συνδεδεμένο με το δάνειο για την αγορά του εν λόγω σκάφους, το οποίο είχε λάβει ο εναγόμενος από την ως άνω τράπεζα, ήτοι συνολικά ο ενάγων κατέβαλε το ποσό των 42.400 ευρώ. Ότι περαιτέρω συμφωνήθηκε το υπόλοιπο ποσό να καταβληθεί από τον ενάγοντα τμηματικά, όπως ειδικότερα αναφέρεται λεπτομερώς στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, με κατάθεση από αυτόν στην Τράπεζα Πειραιώς, ως δανειολήπτρια, από την οποία είχε λάβει ο εναγόμενος το δάνειο ποσού 90.513,36 ευρώ, για την αγορά του επίδικου σκάφους, σε εξόφληση του δανείου αυτού πλέον από τον ενάγοντα, ως αγοραστή του σκάφους, καθώς επίσης και ποσό 6.486,74 ευρώ το οποίο θα κατέθετε ο ενάγων σε προσωπικό λογαριασμό του εναγομένου μέχρι την 5-11-2011, και τέλος, να πραγματοποιηθεί η οριστική μεταβίβαση του σκάφους προς τον ενάγοντα εντός τριών (3) ημερών από την καταβολή της τελευταίας δόσης. Ότι επιπλέον συμφωνήθηκε: 1) καθόλη τη διάρκεια της χρονικής περιόδου αποπληρωμής του τιμήματος του σκάφους να ναυλώνεται το σκάφος σε τρίτους από τον εναγόμενο και δη μέσω της ατομικής επιχείρησης του εναγομένου με την επωνυμία “….”, ο οποίος θα εισέπραττε για λογαριασμό του ενάγοντος τα έσοδα από τη ναύλωση και θα τα απέδιδε στον τελευταίο ή θα συμψηφίζονταν με τυχόν ληξιπρόθεσμες δόσεις του ενάγοντος από την προαναφερθείσα ημερομηνία και 2) μέχρι την 20-4-2011, η οποία ορίστηκε ως ημερομηνία παράδοσης του σκάφους στον ενάγοντα, να αποκατασταθούν με επιμέλεια και δαπάνες του εναγομένου τα ελαττώματα που διαπιστώθηκαν κατά τις θαλάσσιες δοκιμές του και περιγράφονται λεπτομερώς στο παράρτημα με τίτλο «Κατάσταση Β» του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού και ότι ουδεμία υποχρέωση θα είχε ο ενάγων ως αγοραστής για δαπάνες ή οφειλές σχετικές με το σκάφος που θα προέκυπταν μετά την ημέρα αυτή αλλά θα οφείλονταν σε αιτίες που προϋπήρχαν της παράδοσής του, τα οποία θα επωμιζόταν ο εναγόμενος ως πωλητής του σκάφους, ενώ για τις εφεξής της ημέρας αυτής δαπάνες για βλάβες ή ζημίες, που θα προέκυπταν από αιτίες που δεν προϋπήρχαν όμως στο σκάφος, την υποχρέωση συντήρησης και επισκευής τους θα έφερε ο ενάγων πλέον ως αγοραστής, σύμφωνα πάντα με τις σχετικές δαπάνες που θα προέκυπταν από τα αντίστοιχα τιμολόγια συντήρησης, επισκευής του σκάφους κλπ.. ότι οι ανωτέρω ημερομηνίες παρατάθηκαν επειδή υπήρχε καθυστέρηση στην επισκευή του σκάφους, για την οποία ο εναγόμενος ενημέρωσε τον ενάγοντα. Ότι μεταξύ τους συμφωνήθηκε επίσης ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής από τον ενάγοντα των οφειλόμενων δόσεων του τιμήματος, θα παρακρατούσε τα έσοδα των ναυλώσεων του σκάφους αυτού, τα οποία εισέπραττε ο εναγόμενο μέσω της ανωτέρω ατομικής επιχείρησής του για λογαριασμό του ενάγοντος και όφειλε να του αποδίδει προκειμένου να συμψηφίζονται με αυτά τα οφειλόμενα από τον ενάγοντα προς εκείνον ως υπόλοιπο του οφειλόμενου τιμήματος αγοράς του σκάφους, προκειμένου έτσι να αποπληρώνει τις δόσεις του δανείου του προς την ως άνω τράπεζα. Ότι παρότι ο ενάγων τήρησε τα συμφωνηθέντα, ο εναγόμενος συνέχισε να ναυλώνει το σκάφος και αν το χρησιμοποιεί ανενόχλητα, ουδέποτε όμως τήρησε τις συμφωνίες αυτές, αφού ουδέποτε του απέδωσε τα έσοδα των ναυλώσεων του σκάφους που είχε εισπράξει για λογαριασμό του και τα παρακρατούσε παράνομα, ουδέποτε κατέβαλε αυτά στην τράπεζα προς εξόφληση του ποσού του ως άνω δανείου, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα και ουδέποτε, παρά τις οχλήσεις του ενάγοντος, του προσκόμισε τα σχετικά παραστατικά εσόδων-εξόδων του σκάφους. Ότι τα έσοδα από τις έξι (6) ναυλώσεις του σκάφους κατά το χρονικό διάστημα από την 30-4-2011 μέχρι την 9-7-2011 που έπρεπε να αποδοθούν στον ενάγοντα ανέρχονται σε ποσό 15.050 ευρώ, όπως ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή. Ότι για τις δαπάνες που έγιναν εκ μέρους του εναγομένου για επισκευές του σκάφους ουδέποτε ενημερώθηκε ο ενάγων από τον εναγόμενο ούτε προσκομίστηκαν τα απαιτούμενα έγγραφα, τιμολόγια, αποδείξεις κλπ. προς απόδειξη και δικαιολόγησή τους, παρότι όφειλε ο εναγόμενος να τον ενημερώνει εκ των προτέρων για τις εργασίες συντήρησης και επισκευής του σκάφους, προκειμένου να τον εξουσιοδοτεί για τη διενέργειά τους και να συναινεί για το κόστος τους, καθόσον το σχετικό δικαίωμα με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα είχε ήδη περιέλθει στον ενάγοντα ως αγοραστή του σκάφους, ώστε εν συνεχεία ο εναγόμενος να προβαίνει σε αφαίρεση των εγκριθέντων ποσών των δαπανών αυτών για το σκάφος από τα έσοδα τα οποία εισέπραττε από τις ναυλώσεις του και όφειλε να του αποδίδει, προκειμένου έτσι να εξοφλεί ο ενάγων προς αυτόν με συμψηφισμό τις καθορισμένες δόσεις του τιμήματος της αγοραπωλησίας του. Ότι αντιθέτως, τα έσοδα από τις ναυλώσεις του σκάφους, που του γνωστοποίησε ο εναγόμενος, ήταν εντελώς αόριστα. Ότι ο εναγόμενος αρνήθηκε να του αποδώσει τα χρήματα που είχε εισπράξει για λογαριασμό του ή να τα κρατήσει προκειμένου να αποπληρώσει τις δόσεις του δανείου στην τράπεζα κατά τα συμφωνηθέντα και ότι προσπάθησε να εμφανίσει ως υποχρέωση του ενάγοντος την εξόφληση των οφειλών για επισκευές ελαττωμάτων του σκάφους που έπρεπε να είχαν αποκατασταθεί από εκείνον, καθώς αφορούσαν αιτίες που προηγήθηκαν της παράδοσής του, ενώ εμφάνισε και μεγάλα ποσά οφειλών-υποχρεώσεων του ενάγοντος τα οποία δεν δικαιολόγησε προκειμένου να συμψηφιστούν έτσι τα έσοδα και τα έξοδα του σκάφους, σε βάρος του ενάγοντος και υπέρ του εναγομένου. Ότι ο ενάγων του κοινοποίησε το από 26-11-2011 εξώδικο στις 30-11-2011, καλώντας τον να προβεί στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, όπως ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, αιτούμενος να του προσκομίσει πλήρη έκθεση με τα παραστατικά έγγραφα τόσο για τα έσοδα όσο και για τις δαπάνες αναφορικά με το σκάφος και τις ναυλώσεις του (λογοδοσία σχετικά με τη διαχείριση του σκάφους), καθώς και να του αποδώσει τα έσοδα των ναυλώσεων που συνήφθησαν από την έναρξη της σύμβασης πώλησης, τα οποία είχε εισπράξει για λογαριασμό του και παρακρατούσε έκτοτε παράνομα μετά από αφαίρεση της συμφωνηθείσας αμοιβής του και του αναλογούντος ΦΠΑ, το οποίο δεν έπραξε ο εναγόμενος, ο οποίος ούτε τα έσοδα του απέδωσε από τις ναυλώσεις ούτε τα κατέθεσε στην τράπεζα προς εξόφληση των δόσεων του δανείου, ως όφειλε και επανειλημμένως του ζήτησε ο ενάγων. Ότι ο εναγόμενος ενήργησε εν τέλει αντί προστατευτικά των συμφερόντων του ενάγοντος αναφορικά με τη ναύλωση του σκάφους, τουναντίον προς βλάβη των συμφερόντων του, όπως εκτίθεται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι παρόλο που ο εναγόμενος ήταν ασυνεπής στις παραπάνω υποχρεώσεις του, εντούτοις στις 30-8-2011 κοινοποίησε στον ενάγοντα την από 26-8-2011 εξώδικη καταγγελία, δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία, με την οποία κατήγγειλε την από … σύμβαση-προσύμφωνο πώλησης λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής από τον ενάγοντα μιας από τις συμφωνηθείσες δόσεις για την αγορά του σκάφους, ποσού 13.447 ευρώ, και τον καλούσε να του καταβάλει εντός δέκα (10) ημερών το υπόλοιπο του πιστωθέντος τιμήματος, ήτοι το ποσό των 81.113,26 ευρώ, προκειμένου να μεταβιβαστεί οριστικά η κυριότητα του σκάφους σε αυτόν.Ότι ακολούθως ο ενάγων κοινοποίησε τη 13-1-2012 στον εναγόμενο την από 22-11-2011 εξώδικη απάντηση, με την οποία κατήγγειλε την από … σύμβαση-προσύμφωνο πώλησης του παραπάνω σκάφους για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν και ανάγονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου για τη ματαίωση του σκοπού της σύμβασης πώλησης του σκάφους για τους επιμέρους λόγους που εκτίθενται στην αγωγή και αφορούν την παράνομη, αντισυμβατική και αντίθετη στην καλή πίστη συμπεριφορά του εναγομένου σε βάρος του, τον οποίο κάλεσε να του επιστρέψει εντός δέκα (10) ημερών από της λήψης του ως άνω εξωδίκου του το καταβληθέν από αυτόν ποσό των 42.400 ευρώ, το οποίο είχε εισπράξει ήδη από αυτόν, λόγω λύσης της μεταξύ τους σύβασης κατόπιν τούτου, σύμφωνα και με τις σχετικές προβλέψεις (όρους) της εν λόγω σύμβασης. Ότι η από 26-8-2011 εξώδικη καταγγελία του εναγομένου είναι ανυπόστατη, άκυρη και άνευ εννόμων συνεπειών επί της επίδικης από … σύμβασης πώλησης, καθώς έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήτοι από τον …, ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του συμβαλλόμενου μέρους ούτε του πληρεξουσίου κάποιου των συμβαλλομένων μερών ούτε και του είχε χορηγηθεί από τον εναγόμενο ειδική εξουσία προκειμένου αυτός να καταγγείλει νόμιμα και έγκυρα την επίδικη σύμβαση πώλησης. Ότι η συγκεκριμένη καταγγελία είναι άκυρη, παράνομη και καταχρηστική, αφού ο εναγόμενος γνώριζε ότι δεν συντρέχει ο συγκεκριμένος λόγος που επικαλείται αναφορικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, ο οποίος να δικαιολογεί την άσκησή της, καθώς εκείνος όφειλε να καταθέσει στην τράπεζα το ποσό της οφειλόμενης δόσης από τα χρήματα που είχε εισπράξει μέσω της εταιρείας του για λογαριασμό του ενάγοντος, από τη ναύλωση του σκάφους, τα οποία όμως παρακρατούσε παράνομα και ουδέποτε απέδωσε στον ενάγοντα, ως όφειλε και παρόλο που ο τελευταίος τον είχε επανειλημμένως καλέσει να καταβάλει τα χρήματα στην τράπεζα για την εξόφληση της εν λόγω δόσης του δανείου, όπως είχαν συμφωνήσει, πλην όμως δεν το έπραξε. Ότι σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος ευθύνεται προς επιστροφή του ποσού αυτού των 42.400 ευρώ, που του κατέβαλε ο ενάγων με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθότι έτσι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, ελλείψει νομίμου αιτίας διατήρησης του πλουτισμού αυτού εκ μέρους του, ο οποίος και σώζεται ως χρηματικός μέχρι σήμερα. Ότι από την προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια, αντισυμβατική, συμπεριφορά του εναγομένου, επήλθε απώλεια κάθε σχέσης εμπιστοσύνης και συνεννόησης μεταξύ τους, ματαίωση του σκοπού της σύμβασης πώλησης του σκάφους και επιπλέον, επλήγη η φήμη και η αξιοπιστία του ενάγοντος προς του τρίτους στον κύκλο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, με αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να υποστεί πέραν της περιουσιακής ζημίας, επιπλέον και ηθική βλάβη σε βάρος της προσωπικής και επαγγελματικής του υπόστασης στον χώρο των ναυλώσεων, πλήττοντας τον και οικονομικά λόγω διαφυγόντων κερδών από ματαίωση προγραμματισμένων επαγγελματικών ευκαιριών του (ταξιδίων, παραγγελιών κλπ.), για την οποία δικαιούται να αξιώσει την καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης υπέρ του εκ μέρους του εναγομένου, ποσού 40.000 ευρώ. Με αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζητεί: 1) να αναγνωριστεί ότι είναι ανυπόστατη, άκυρη, παράνομη και καταχρηστική και άνευ εννόμων συνεπειών η από 26-8-2011 εξώδικη καταγγελία του εναγομένου επί της μεταξύ τους από … σύμβασης-προσυμφώνου πώλησης, 2) να αναγνωριστεί η εγκυρότητα της από 22-12-2011 εξώδικης καταγγελίας του ιδίου σε βάρος της ιδίας ως άνω σύμβασης-προσυμφώνου πώλησης, 3) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος είναι αποκλειστικά υπαίτιος για τη ματαίωση της πώλησης του επίδικου σκάφους προς αυτόν και 4) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει: α) ως αποζημίωση το ποσό των 42.400 ευρώ , νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής του, ήτοι από την 8-4-2011, άλλως από την κοινοποίηση σε αυτόν της από 22-12-2011 εξώδικης καταγγελίας του ενάγοντος, ήτοι από 13-1-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, β) καθώς επίσης και το ποσό των 40.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η κρινομένη αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στους ανωτέρω νομικούς σκέψεις, απαραδέκτως στο σύνολό της εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ελλείψει καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του, διότι το κύριο αντικείμενο της αγωγής που αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας του εναγομένου και της εγκυρότητας της καταγγελίας του ενάγοντος επί της επίδικης σύμβασης-προσυμφώνου πώλησης σκάφους, καθώς και την αναγνώριση της μη υπαιτιότητας του ενάγοντος και της αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου για την ανώμαλη εξέλιξη και ματαίωση της σύμβασης πώλησης του επίδικου σκάφους, τα οποία αποτελούν τα κύρια αιτήματα της κρινόμενης αγωγής, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, αφορούν δε εν γένει την αναγνώριση της ευθύνης του ενάγοντος και του εναγομένου για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης πώλησης του εν λόγω σκάφους, με βάση τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και εντεύθεν την εγκυρότητα και ακυρότητα των καταγγελιών τους για τη λύση της ανάλογα με τη νομιμότητα και βασιμότητα των επικαλούμενων λόγων καταγγελίας τους, είναι δε ανεπίδεκτα χρηματικής αποτίμησης, ένεκα του αναγνωριστικού χαρακτήρα τους ως προς την έννομη (συμβατική) σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων, αλλά και του διαπλαστικού χαρακτήρα και των εννόμων συνεπειών των εκ μέρους τους καταγγελιών τους, που στην πραγματικότητα συνιστούν υπαναχωρήσεις από την εκπλήρωση των όρων της σύμβασης πώλησης εκ μέρους τους, ανάλογα με τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχαν συμφωνήσει και αναλάβει (ΑΚ 361, 197-198, 513επ.), η δε ευθύνη εκάστου άπτεται σαφώς των υποχρεώσεών του έναντι του άλλου συμβαλλομένου για την εκπλήρωση του αντικειμένου της σύμβασης πώλησης σκάφους, αναφορικά αφενός μεν, με την πλήρη καταβολή (εξόφληση) του συμφωνηθέντος τιμήματος ποσού 130.000 ευρώ (αγοραστής-ενάγων), αφετέρου δε, την οριστική μεταβίβαση του επίδικου σκάφους (πωλητής-εναγόμενος). Συνακόλουθα, η κρινόμενη αγωγή έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα επί της νομιμότητας της καταγγελίας εκάστου των διαδίκων ως δικαιοπραξίας, διαπλαστικού δε χαρακτήρα, σε σχέση με την επίδικη σύμβαση πώλησης του σκάφους και η απόφαση που θα εκδοθεί επ’ αυτής θα έχει προεχόντως αναγνωριστικό χαρακτήρα εν προκειμένω, αφού κατ’ ουσίαν αποβλέπει στην αναγνώριση της έννομης σχέσης μεταξύ των διαδίκων όπως διαμορφώνεται κατόπιν της καταγγελίας εκατέρωθεν της σύμβασης πώλησης μεταξύ τους, αλλά και των εννόμων συνεπειών αυτής ένεκα της ματαίωσης (ανώμαλης εξέλιξης) του σκοπού και του συμβατικού αντικειμένου της (ΚΠολΔ 70), εξετάζοντας κατ’ αντιπαραβολή τις συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβαν τα συμβαλλόμενα μέρη-διάδικοι και καθορίζοντας την ευθύνη (υπαιτιότητα) εκάστου για την ανώμαλη εξέλιξη της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης πώλησης του σκάφους, και ειδικότερα για τη ματαίωση της πώλησής του από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα, σύμφωνα με το κύριο αίτημα της αγωγής. Επομένως, αρμόδιο για την εκδίκαση των εν λόγω αγωγικών αιτημάτων είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, λόγω του μη περιουσιακού χαρακτήρα αυτής της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι είναι αντικείμενο δίκης μη αποτιμητό χρηματικώς, κατ’ άρθρο 18 ΚΠολΔ, ένεκα του εμφανώς αναγνωριστικού χαρακτήρα του (ΚΠολΔ 70). Το ίδιο, δε, ισχύει κατ’ άρθρο 31 §§2 και 3 ΚΠολΔ και για τα αντικειμενικώς σωρευόμενα, αν και επιδεκτικά χρηματικής αποτίμησης, αγωγικά αιτήματα περί επιστροφής του καταβληθέντος τιμήματος ή καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ενόψει της προφανούς συνάφειάς όλων των αιτημάτων της αγωγής μεταξύ τους και προς αποτροπή του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων για την ίδια επίδικη διαφορά (ΕφΠειρ 25/2003, ΕφΘεσ 1666/1998, ΕφΘεσ 686/1985, ΜονΠρΛαμ 383/2018 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος I, εκδ.2000, άρθρο 31, αριθ.4), έστω κι αν το ποσό αυτών, με βάση τον χρόνο άσκησης της αγωγής, θα υπαγόταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου, και δη αυτή του μονομελούς πρωτοδικείου, κατ’ άρθρο 14 παρ.2 ΚΠολΔ, ως ισχύει με βάση το άρθρο 6 παρ.1 σε συνδ. με το άρθρο 113 του Ν.4055/2012, με έναρξη ισχύος από 2-4-2012. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση και του αιτήματος της επιστροφής καταβληθέντος τιμήματος ή επιδίκασης αποζημίωσης λόγω θετικής περιουσιακής ζημίας και του αιτήματος της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της ζημίας λόγω της προκληθείσας αδικοπραξίας σε βάρος του ενάγοντος από την παράνομη, υπαίτια, αντισυμβατική και κακόπιστη συμπεριφορά του εναγομένου, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, τυγχάνει το Πολυμελές Πρωτοδικείο, λόγω και της συνάφειας των χρηματικών αυτών απαιτήσεων με τις μη αποτιμητές σε χρήμα αγωγικές αξιώσεις για την αναγνώριση (ή κήρυξη ανάλογα με τον νόμιμο λόγο που επικαλούνται) ακυρότητας και εγκυρότητας των ως άνω δικαιοπραξιών (καταγγελιών και λύσης της σύμβασης αγοραπωλησίας του σκάφους εκ μέρους των διαδίκων), (ΕφΑΘ 922/2008 ΕΦΑΔ 2009.196, ΜονΠρΛαμ 383/2018, ΜονΠρΘεσ 5410/2016, ΜονΠρΘηβ 156/2015, ΜονΠρΑθ 706/2010, ΜονΠρΜεσολ 85/2010, ΜονΠρΑθ 908/2001 Επιδικία 2003.222,ΕιρΘεσ 1080/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΕιρΘεσ 3641/2015 Αρμ 2015.1711, ΕιρΡοδ 85/2014 ΤΝΠ Νόμος), δεδομένου ότι πρωτίστως αντικείμενο της δίκης, δεν είναι το ποσό που καταβλήθηκε συνεπεία της συμβάσεως αυτής ως τίμημα ή η τυχόν προκληθείσα ζημία (αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση) λόγω αδικοπραξίας σε βάρος του ενάγοντος (περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη), αλλά η έρευνα των δηλώσεων βουλήσεως και των ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων και της ευθύνης εκάστου των συμβληθέντων μερών-διαδίκων για την ανώμαλη εξέλιξη και εν τέλει ματαίωση της σύμβασης πώλησης του σκάφους (ΕφΠατρ 488/2006 ΤΝΠ Νόμος), χωρίς εν προκειμένω να ασκεί επιρροή η αντικειμενική σώρευση των αγωγικών αιτημάτων περί καταβολής στον ενάγοντα του προαναφερομένου ποσού αφενός ως αποζημίωσης, με βάση τη συμβατική ή την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου, και δη ατομικώς ή ως τυχόν οργάνου του νομικού προσώπου της εταιρείας που διαχειρίστηκε το σκάφος σε επικερδείς ναυλώσεις μέχρι τη ματαίωση της οριστικής μεταβίβασής του (ΑΚ 71), και αφετέρου ως χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος αδικοπραξίας, υπαγομένων αυτών στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παρόντος κατώτερου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι πρόκειται περί κυρίας αντικειμενικής σωρεύσεως (άρθρο 218 §1 ΚΠολΔ) αιτημάτων της ιδίας ένδικης διαφοράς, με απολύτως συναφές και εξαρτώμενο αντικείμενο δίκης με την αγωγή αναγνωρίσεως (ή κήρυξης) ακυρότητας και εγκυρότητας των καταγγελιών μεταξύ των διαδίκων, βάσει των συμβατικών υποχρεώσεων και της συμβατικής ευθύνης τους, που πηγάζουν από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση-προσύμφωνο πώλησης για τους προαναφερόμενους λόγους, αφού το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής περιέχει συναφείς αξιώσεις-αιτήματα του ενάγοντος κατά του εναγομένου που έχουν συνενωθεί και που απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν (τα οποία συνίσταται στην επικαλούμενη εκ μέρους του μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εναγομένου για οριστική μεταβίβαση του σκάφους προς αυτόν και δη της άκυρης καταγγελίας του επί της επίδικης σύμβασης πώλησης και της λύσης αυτής, αλλά και της συναφούς και αντίθετης δικής του καταγγελίας για τη λύση της ίδιας σύμβασης πώλησης σκάφους), καθόσον η παραδοχή της πρώτων και κύριων αιτημάτων (υπ’ αριθ. 1, 2, 3) είναι προαπαιτούμενο για την παραδοχή και των τελευταίων (υπ’ αριθ.4 α και β) ως παρακολουθηματικών (παρεπόμενων) αιτημάτων, ενώ, αν γίνει χωρισμός τους και οι σχετικές δίκες εξελιχθούν χωριστά, θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε ασυμβίβαστα ή αντιφατικά μεταξύ τους αποτελέσματα, σε σύγχυση και παρέλκυση της ένδικης διαδικασίας επίλυσης της κρινόμενης διαφοράς, σε απώλεια χρόνου και άσκοπη ανάλωση δικαστικής ενέργειας και επαύξηση της δικαστικής δαπάνης για τους διαδίκους, οπότε κρίνεται λυσιτελώς ότι καθ’ ύλην αρμόδιο και για την τελευταία αυτή ένδικη διαφορά που αφορά την καταβολή (επιστροφή) του ποσού των 42.400 ευρώ ως τιμήματος ή ως αποζημίωσης και την καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 40.000 ευρώ, κατ’ άρθρο 31 ΚΠολΔ, πρέπει να είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς -και όχι το Δικαστήριο τούτο, ανεξαρτήτως του αν επιλήφθηκε πρώτο- στο οποίο, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να παραπεμφθούν και τα υπόλοιπα αιτήματα, καθότι η έκβαση των κυρίων ως άνω αιτημάτων συμπαρασύρει και την τύχη των επομένων παρεπόμενων αιτημάτων λόγω σχέσης συνάφειας (ΕφΔωδ 188/2004, ΠολΠρΘεσ 25108/2009, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 908/2001 Επιδικία 2003.222), σε κάθε δε περίπτωση η συνεκδίκαση όλων των αιτημάτων είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρχει ενιαία κρίση στην ένδικη διαφορά (ΕφΑθ 7021/1989 ΕλλΔνη 31.1504, ΜονΠρΛαμ 383/2018, ΜονΠρΘεσ 5410/2016, ΜονΠρΘηβ 156/2015, ΜονΠρΘεσ 195/2013, ΜονΠρΘεσ 29478/2009, ΕιρΘεσ 1080/2019 ΤΝΠ Νόμος), τούτο δε ανεξαρτήτως της νομιμότητας, στην προκείμενη περίπτωση, των αγωγικών αιτημάτων περί επιστροφής του αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρικώς και περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, τα οποία θα κριθούν από το αρμόδιο ως άνω μετά παραπομπή Δικαστήριο. Επομένως, επειδή η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κρίνεται αυτεπαγγέλτως από κάθε δικαστήριο, ως κανόνας δημόσιας τάξεως (ius cogens), (ΑΠ 1392/1987 ΕΕΝ 1988.751, ΜονΠρΑθ 757/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης), το παρόν Δικαστήριο πρέπει αυτεπαγγέλτως να κηρύξει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής στο σύνολό της, η δε υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί συνολικά και ενιαία, για την ενότητα της δικανικής κρίσης και εν συνεχεία της εκτέλεσης της απόφασης, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, ήτοι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) (ΑΠ 1750/2014, ΕφΠειρ 459/2016, ΠολΠρΑθ 876/2016, ΠολΠρΑθ 1186/2016, ΠολΠρΑθ 61/2016, ΠολΠρΣυρ 38/2015, ΠολΠρΑθ 1969/2013, ΠολΠρΑθ 3546/2013, ΠολΠρΑθ 2193/2013, ΠολΠρΑθ 798/2013, ΠολΠρΑθ 1499/2012, ΠολΠρΒολ 8/2011, ΠολΠρΑθ 5976/2011, ΜονΠρΑθ 404/2016, ΜονΠρΘεσ 5410/2016, ΜονΠρΘεσ 19666/2014, ΜονΠρΑθ 5797/2014, ΜονΠρΡοδ 67/2014, ΜονΠρΑθ 1425/2013, ΜονΠρΑθ 21/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην παρούσα δίκη (ΚΠολΔ 179), ενόψει και του ότι η παρούσα απόφαση είναι οριστική (ΕφΑθ 2339/1982 ΕλλΔνη 23.397, ΕφΑθ 6781/1978 ΝοΒ 27.1116, ΜονΠρΘηβ 156/2015, ΜονΠρΑθ 5797/2014 ΤΝΠ Νόμος, βλ.Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Α΄, 1996, άρθρο 46, σελ.305, αριθ.14-15).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου Δικαστηρίου, ήτοι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά την τακτική διαδικασία.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσιών δικηγόρων τους, την -5-2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ