ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
1432/2020
(13250/6011/2018)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Μαρίνα Γρηγοριάδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Ανδρέα Τσάκου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της στην …….. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Στέφανου Λύρα.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 20.11.2018, αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης 13250/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 6011/2018, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 05.03.2019, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ο ενάγων εκθέτει ότι με συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στις 03.02.2018 και στις 14.02.2018, προσλήφθηκε από την εναγομένη και ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του Ναύτη, στο, υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά 12.393, Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, με το όνομα «Aqua Blue», κ.ο.χ. 7.505,11, του οποίου ήταν πλοιοκτήτρια, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησής του το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, προς διενέργεια εργασιών συντήρησης, πλην του χρονικού διαστήματος από 29.06.2018 έως 03.09.2018, κατά το οποίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια και κατά το οποίο ο ίδιος εργαζόταν υπερωριακά, επί τουλάχιστον 14 ώρες ημερησίως. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων, ισχυριζόμενος ότι λάμβανε χαμηλότερες των νομίμων αποδοχές, ζητεί, κύρια με βάση τη σύμβαση εργασίας του και τις νομικές διατάξεις που τη διέπουν και επικουρικά κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών το συνολικό ποσό των 17.735,01€, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και αργίες για το διάστημα που το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία το ποσό των 2.251,20€ και για το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια το ποσό των 1.547,70€, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές κατά το τελευταίο διάστημα το ποσό των 2.815,68€, για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018 το ποσό των 1.243,20€, για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 1.819,29€, για αποζημίωση απόλυσης, καθώς η τελευταία απόλυσή του έγινε μεν τυπικά «αμοιβαία συναινέσει», στην ουσία όμως λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, το ποσό των 1.714,76€ και, τέλος, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της εκ προθέσεως μη εμπρόθεσμης και νομίμου καταβολής των αποδοχών του από την εναγομένη το ποσό των 5.000,00€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα, από την τελευταία απόλυσή του, στις 03.09.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής του, έως την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2 Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015) και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648, 653, 655 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 55, 72επ., 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/1982) και των διατάξεων της, από 17.08.2017, Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων για το έτος 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 ΥΑ (ΦΕΚ Β΄ 4005/17.07.2017), εκτός από το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο πρέπει να απορριφθεί, ως μη νόμιμο, καθώς από τη διάταξη του άρθρου μόνου του ν.690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του Ν. 2336/1995, προκύπτει ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών ή αμοιβών για παρασχεθείσα εργασία ή για εργασία κατά τις Κυριακές και κατά τη νύκτα, στοιχειοθετεί μεν ποινικό αδίκημα, όχι όμως και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον με την παράλειψη αυτή ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αφού διατηρεί αντίστοιχη ενοχική αξίωση κατά του εργοδότη του και συνεπώς δεν υφίσταται ζημία, η οποία ως αιτία έχει την σε σχέση με το ν. 690/1945 παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη (ΑΠ 1346/2002, ΕλΔνη 44, 455, ΕΑ 767/2005, ΔΕΕ 2005, 1329) και συνακόλουθα, δεν υφίσταται παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου από την ως άνω παράλειψη του εργοδότη του και συνεπώς δεν γεννάται και αντίστοιχη υποχρέωση του τελευταίου για αποκατάσταση ηθικής βλάβης με καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 542/1999, ΑΠ 596/1999, ΕλΔνη 41, 92, 93). Επίσης απορριπτέα, ως μη νόμιμη, τυγχάνει και η επικουρική βάση της αγωγής, καθώς η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της κύριας αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Εν προκειμένω η επικουρική βάση της αγωγής στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία ερείδεται και η κύρια βάση της, από τη σύμβαση εργασίας και τις νομικές διατάξεις που τη διέπουν, με αποτέλεσμα να καθίσταται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, νομικά αβάσιμη, διότι εφόσον ο ενάγων δύναται να εγείρει τις επίδικες αξιώσεις του, με βάση την έγκυρη σύμβαση εργασίας του, δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π. 1409/2014, 2019/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 923/2007 ΧρΙΔ 2008. 121). Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της, κατά το μέρος που υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου [ήτοι 20.000,00 ευρώ, βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997 και όπως το δεύτερο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 40 του Ν. 4488/2017(ΦΕΚ Α’ 137/13-09-2017)], ο ενάγων προσκομίζει, με επίκληση, το, με αριθμό … παράβολο δικαστικού ενσήμου και την, από 19.09.2019, απόδειξη πληρωμής.
Από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, που προσκομίζουν νομίμως, με επίκληση, οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, από την προσκομιζόμενη, με επίκληση, από τον ενάγοντα, υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Διδυμοτείχου Μαρίας ΒΑΪΤΣΗ ΤΣΕΡΚΕΖΗ, που δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Κωνσταντίνου Καλύβα, σε συνδυασμό με την, από 10.09.2019, κλήση προς την εναγομένη) και από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, την οποία προσκομίζει, με επίκληση, η εναγομένη και η οποία δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος (βλ. την υπ΄ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Δ. Ρ., σε συνδυασμό με την, από 10.09.2019, κλήση προς τον ενάγοντα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: ο ενάγων, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε, στις 03.02.2018, μεταξύ αυτού και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του, υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά … προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του Ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Στο ως άνω πλοίο εργάστηκε έως τις 13.02.2018, οπότε απολύθηκε, «αμοιβαία συναινέσει», επαναπροσλήφθηκε δε σε αυτό από την εναγομένη, με την ίδια ειδικότητα και τους αυτούς εργασιακούς όρους, στις 14.02.2018 και εργάστηκε σε αυτό έως τις 03.09.2018 (στις 14.02.2018 απολύθηκε λόγω κλεισίματος κατάστασης ΝΑΤ και επαναυτολογήθηκε αυθημερόν), οπότε απολύθηκε, τυπικά μεν «αμοιβαία συναινέσει», στην πραγματικότητα όμως λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου. Η εναγομένη αρνείται τον ισχυρισμό του ενάγοντος, κατά τον οποίον το πλοίο διέκοψε τότε τους πλόες του υποστηρίζοντας ότι, και μετά την ως άνω απόλυση του ενάγοντος, εξακολούθησαν να είναι ναυτολογημένα στο πλοίο μέλη του πληρώματος. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από την εναγομένη ένορκη βεβαίωση του Ύπαρχου του πλοίου, μετά την απόλυση του ενάγοντος το πλοίο έκανε το δρομολόγιο από Θεσσαλονίκη προς Ν. Μώλο Δραπετσώνας, όπου παρέμεινε για εργασίες συντήρησης, ενώ παρέμειναν ναυτολογημένα για τον σκοπό αυτό ορισμένα μόνο μέλη του πληρώματος, ήτοι αξιωματικοί και λίγα μέλη του προσωπικού μηχανής και καταστρώματος (σκάφους), κανένα δε μέλος εκ του προσωπικού ενδιαιτημάτων του πλοίου (θαλαμηπόλοι, επίκουροι κλπ), όπως αποδεικνύεται από το ναυτολόγιο του πλοίου. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το πλοίο δεν είχε την απαιτούμενη οργανική σύνθεση προς εκτέλεση πλόων, αφού είχε διακόψει τα δρομολόγιά του, προέβη δε στην απόλυση του ενάγοντος, για την αιτία αυτή, στις 03.09.2018, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, καθώς ήταν το πλησιέστερο στον τόπο κατοικίας του και ενόψει του ότι δεν επρόκειτο να εκτελέσει άλλο δρομολόγιο. Επομένως, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος δεν λύθηκε αμοιβαία συναινέσει, όπως προσχηματικά αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο, αλλά στην πραγματικότητα λόγω καταγγελίας, για την οποία οφείλεται αποζημίωση, καθόσον ο λόγος αυτός απόλυσης δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρ.75§2 ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ` άρ. 72 ΚΙΝΔ αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού. Περαιτέρω, όπως αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος διεπόταν από τους όρους και τις ρυθμίσεις της ΣΣΕ για τα πληρώματα ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων του έτους 2017. Προσέτι δε, αποδείχθηκε ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος στο ένδικο πλοίο, αυτό βρισκόταν σε ακινησία, στον Νέο Μώλο Δραπετσώνας, προς διενέργεια επισκευών, με εξαίρεση το χρονικό διάστημα από 29.06.2018 έως 03.09.2018, κατά το οποίο εκτελούσε δρομολόγια, από τον λιμένα της Θεσσαλονίκης προς Σκιάθο και Σκόπελο και προς νησιά των Κυκλάδων (Άνδρο, Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Νάξο, Θήρα), αλλά και προς Ηράκλειο Κρήτης, εκτός από τις 2/7, 9/7, 20/8 και 27/8, κατά τις οποίες, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο απόσπασμα ημερολογίου γεφύρας, το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια. Κατά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το πλοίο παρέμενε σε ακινησία, ο ενάγων εργαζόταν με ωράριο 08.00 έως 16.00, εκτελώντας είτε φυλακή ασφαλείας, είτε εργασίες συντήρησης. Κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο εκτελούσε πλόες, ήταν ναυτολογημένοι σε αυτό, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση, ως προσωπικό καταστρώματος, ένας Ναύκληρος, ένας Υποναύκληρος, εννέα Ναύτες και δύο Ναυτόπαιδες, τα ως άνω δε μέλη του πληρώματος αυτού χωρίζονταν καθημερινά σε τετράωρες κυλιόμενες τετράωρες βάρδιες (04.00 – 08.00, 08.00 – 12.00, 12.00 – 16.00, 16.00 – 20.00, 20.00 – 24.00 και 24.00 – 04.00), στις οποίες υπηρετούσαν εκ περιτροπής, τρεις ναύτες και ένας ναυτόπαις, ή ένας ναύκληρος ή υποναύκληρος. Ο ένας από τους τρεις ναύτες εκτελούσε φυλακή στη γέφυρα του πλοίου και οι λοιποί απασχολούνταν με γενικές εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, περιπολίες για την ασφάλεια αυτού και «χτύπημα» των ρολογιών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η βάρδια των ναυτών επεκτεινόταν 2 ώρες πριν την έναρξή της ή μετά τη λήξη της, όταν αυτή συνέπιπτε με τον κατάπλου του πλοίου σε λιμάνι, οπότε οι ναύτες της αντίστοιχης βάρδιας έπρεπε να κατέβουν στο γκαράζ του πλοίου, προκειμένου να απασχοληθούν με τη φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο γκαράζ. Επίσης, μετά τον κατάπλου του πλοίου στον τελικό προορισμό του οι ναύτες προέβαιναν σε πλύσιμο του γκαράζ, εργασία που κρίνεται ότι διαρκούσε περί τη μία ώρα, λαμβανομένου υπόψην και του αριθμού των ναυτών που υπηρετούσαν στο πλοίο, ενώ ιδιαίτερος φόρτος εργασίας υπήρχε κατά τη φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων στον αφετήριο λιμένα της Θεσσαλονίκης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, εργαζόταν και πέραν του νομίμου ωραρίου του, ειδικότερα δε αποδεικνύεται ότι η διάρκεια εργασίας του κατά το διάστημα αυτό δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, ενόψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων δρομολογίων. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, τον αριθμό των λιμένων που προσέγγιζε και τον χρόνο παραμονής σε αυτούς, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και δ) τέλος από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους εργαζόταν, υπό την προαναφερόμενη ειδικότητα, κατ΄ εντολήν του Πλοιάρχου του πλοίου, κατά μέσον όρο, κατά το χρονικό διάστημα από 29.06.2018 έως 03.09.2018 επί 12 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, από τις οποίες οι 4 ώρες μετά το νόμιμο οκτάωρο της καθημερινής και της Κυριακής εργασίας του έπρεπε να πληρωθούν με απλή υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 25% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, για τα δε Σάββατα και τις αργίες έπρεπε να πληρωθούν όλες οι ώρες με υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 50% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης. Επίσης, για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το πλοίο παρέμενε σε ακινησία ο ενάγων δικαιούτο για την οκτάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 50% για όλες τις ώρες της εργασίας του. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, δεν εκτελέστηκαν σε αυτό εργασίες επισκευής στις 25/3/2018 (αργία), 6/4/2018 (αργία), 7/4/2018 και 2/6/2018 (Σάββατα), πλην όμως στις 25/3, 6/4 και 7/4 ο ενάγων ήταν φύλακας β΄ βάρδιας, από 18.00΄ εκάστης ημέρας έως 06.00΄ της επομένης και συνεπώς παρείχε υπερωριακή απασχόληση κατά τις έξι ώρες που εργάστηκε κατά τις ημέρες αυτές (από 18.00΄ έως 24.00΄), ενώ στις 2/6/2018 δεν αποδείχθηκε ότι βρισκόταν σε υπηρεσία και ούτως δεν εκτέλεσε υπερωριακή απασχόληση, καθώς οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσεως του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ΄ άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010. 405, ΕφΠειρ (Μον) 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013.220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ61.340, Ι.Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η μισθοδοσία του ενάγοντος γινόταν αποκλειστικά με κατάθεση στον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό του στην Τράπεζα …. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, πέραν των τραπεζικών εμβασμάτων στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό, έδινε σε αυτόν προκαταβολές του μισθού του, τοις μετρητοίς και δη κατέβαλε τα χρηματικά ποσά που καταγράφονται στις προσκομιζόμενες, υπογεγραμμένες από τον ενάγοντα, αναλυτικές εκκαθαριστικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, με την ένδειξη προκαταβολή, προσκομίζοντας μάλιστα για ορισμένους μήνες του επίδικου διαστήματος, επίσης υπογεγραμμένες από τον ενάγοντα, ξεχωριστές αποδείξεις εξόφλησης προκαταβολής μισθού. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, αυτός της εναγομένης, δεν κρίνεται βάσιμος και ως εκ τούτου η σχετική ένσταση εξόφλησης που υπέβαλε, η οποία είναι νόμιμη, ερειδόμενη στο άρθρο 416 του ΑΚ, τυγχάνει κατά το μέρος της αυτό, απορριπτέα κατ΄ουσίαν, καθώς, σε μία τέτοια περίπτωση, ήτοι στην καταβολή μέρους του μισθού σε μετρητά, κρίνεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι ο ενάγων θα υπέγραφε απόδειξη για είσπραξη του αντίστοιχου ποσού σε μετρητά, σε αντίθεση με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής που φέρουν την καταγραφή «τρόπος πληρωμής: μέσω τραπέζης». Εξάλλου, στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος υπάρχουν καταβολές «έναντι» του μισθού του (οι οποίες πάντως υπολείπονται των προκαταβολών που αναγράφονται στα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών), γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι όποτε υπήρχαν προκαταβολές, αυτές γίνονταν τραπεζικά, αφού δεν αποδείχθηκε κάποιος λόγος που να δικαιολογεί την προκαταβολή του μισθού άλλες φορές τραπεζικά και άλλες σε μετρητά. Επομένως, για την εξεύρεση των αιτούμενων με την αγωγή διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών θα υπολογιστούν κατωτέρω μόνο τα χρηματικά ποσά που έχουν κατατεθεί στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος. Σημειωτέον δε ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας του και των αποδείξεων πληρωμής προκαταβολής ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης. Επιπλέον, στο σημείο αυτό δέον όπως επισημανθεί ότι αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι, κατά νόμο, κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως είναι το Ι.Κ.Α., το Ν.Α.Τ. (άρθρα 26 παρ. 5 Α.Ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 Π.Δ. 913/1978), ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κ.λπ., τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Τα ποσά αυτά δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 1171/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 135/2003 ΕλλΔνη 44,1320, ΕφΠειρ 30/2008, ΕφΠατρ 731/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σε αυτό ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007, ΑΠ 2018/2007, ΕφΠατρ 353/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πρέπει να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι τα ποσά, τα οποία έχει παρακρατήσει ο πλοιοκτήτης από τον μισθό του ναυτικού, προκειμένου να αποδώσει προς το Ν.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 και 8 Π.Δ. 913/1978 Περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί N.A.T., το οποίο ορίζει: «1. Οι ναυτικοί, μέλη συγκεκροτημένων πληρωμάτων Ελληνικών πλοίων και αντιστοίχως οι πλοιοκτήται τούτων, καταβάλλουν τακτικάς μηνιαίας εισφοράς ως ακολούθως: α) Των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα μέχρι και 26 κόρους οι μεν ναυτικοί 6% επί του μηνιαίου μισθού τους, οι δε πλοιοκτήτες 9% επί του ως άνω μισθού. β) Των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα ανώτερη των 25 κόρων μέχρι 1.500 οι μεν ναυτικοί 9% επί του μηνιαίου μισθού τους, οι δε πλοιοκτήτες 13% επί του ως άνω μισθού. γ) Όλων των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα ανώτερη των 1.500 κόρων οι μεν ναυτικοί 9% επί του μηνιαίου μισθού τους οι δε πλοιοκτήτες 14% επί του ως άνω μισθού. … 8. Οι πλοιοκτήται, εφοπλισταί, διαχειρισταί και πλοίαρχοι υποχρεούνται να εισπράττουν παρά των πληρωμάτων των πλοίων την τακτικήν εισφοράν, δικαιούμενοι να παρακρατώσι ταύτην εκ του μισθού των, ούσης ακύρου πάσης περί του εναντίου συμφωνίας», αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αποσβεστική, κατά το οικείο ποσό, των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 1171/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2013 (Μον.) ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 185/2012 (Μον.) ΕΝΔ 2012.397, ΕφΠειρ 74/2010 αδημ. σε νομικό τύπο, ΕφΠατρ 353/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 335/2008 ΕΝΔ 2008.287, ΕφΠειρ 30/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) Κατόπιν τούτων, για τη διάγνωση των μισθολογικών διαφορών που ισχυρίζεται ότι δικαιούται ο ενάγων, πρέπει να γίνει αναγωγή των «καθαρών» αποδοχών που έλαβε αυτός, σε μεικτές. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται, για το χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του από 03.02.2018 έως 13.02.2018 και από 14.02.2018 έως 03.09.2018: για δεδουλευμένες αποδοχές, οι οποίες συνίστανται σε 1.157,99€ (βασικός μισθός), πλέον 254,76€ (επίδομα Κυριακών), πλέον 35,22€ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας), πλέον 56,50€ (επίδομα ιματισμού), πλέον 417,12€ (αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας) πλέον 576,30€ (αντίτιμο τροφής), ήτοι ανέρχονται στο ποσό των 2.497,89€, ο ενάγων δικαιούτο: για αναλογία μισθού Φεβρουαρίου 2018 το ποσό των 2.319,54€, έναντι του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των (680,00€ + 680,00€=) 1.360,00€, ήτοι το ποσό των 1.658,93€ μεικτά και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 660,61€ μεικτά, για μισθό Μαρτίου 2018 το ποσό των 2.497,89€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των (900,00€+ 840,00€=) 1.740.00€, ήτοι το ποσό των 2.108,36€ μεικτά και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 389,53€, για μισθό Απριλίου 2018 το ποσό των 2.497,89€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.450,00€ ήτοι το ποσό των 1.756,97€ μεικτά και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 740,92€, για μισθό Μαΐου 2018 το ποσό των 2.497,89€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 600,00€, ήτοι το ποσό των 727,02€ μεικτά και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 1.770,87€, για μισθό Ιουνίου 2018 το ποσό των 2.497,89€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.738,97€, ήτοι το ποσό των 2.123,46€ μεικτά και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 374,43€, για μισθό Ιουλίου 2018 το ποσό των 2.497,89€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των (2.459,21€ + 220,00€=) 2.679,21€, ήτοι το ποσό των 3.271,58€ μεικτά και συνεπώς ουδέν του οφείλεται για τον μήνα αυτό, ενώ το υπερβάλλον ποσό που καταβλήθηκε (773,69€) θα καταλογιστεί στις κατά τα άνω αρχαιότερες οφειλές δεδουλευμένων μισθών, για μισθό Αυγούστου 2018 το ποσό των 2.497,89€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.728,62€, ήτοι το ποσό των 3.473,04€ μεικτά και συνεπώς ουδέν του οφείλεται για τον μήνα αυτό, ενώ το υπερβάλλον ποσό που καταβλήθηκε (975,15€) θα καταλογιστεί στις κατά τα άνω αρχαιότερες οφειλές δεδουλευμένων μισθών και για αναλογία μισθού Σεπτεμβρίου 2018 το ποσό των 249,79€, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 173,75€, ήτοι το ποσό των 213,57€ μεικτά και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 36,22€. Συνεπώς, για υπόλοιπο μεικτών δεδουλευμένων αποδοχών ο ενάγων δικαιούται το ποσό των [(660,61 +389,53 + 740,92 + 1.770,87 +374,43 +36,22 =) 3.972,58€ – (773,69 + 975,15=) 1.748,84€=] 2.223,74€. Για υπερωριακή απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 03.02.2018 έως 13.02.2018 και από 14.02.2018 έως 28.06.2018, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, ο ενάγων εργάστηκε 20 Σάββατα (ήτοι εκτός από τις 2/6/2018, οπότε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν παρείχε εργασία) και 7 αργίες, επί 8 ώρες κάθε ημέρα, εκτός από τις 25/3, 6/4 και 7/4, κατά τις οποίες παρείχε εργασία, όπως προεκτέθηκε, επί έξι ώρες και δικαιούται για την αιτία αυτή, ως αμοιβή, το ποσό των [ (24 Σαβ/αργ. Χ 8 ώρες=) 192 ώρες + (3 Σαβ/αργ. Χ 6 ώρες=) 18 ώρες = 210 ώρες Χ 10,05€ =) 2.110,50€. Για υπερωριακή απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 29.06.2018 έως 03.09.2018, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, επί 10 Σάββατα και 1 αργία, ο ενάγων δικαιούτο το ποσό των (11 Σάββατα και αργίες Χ12 ώρες Χ 10,05€ =) 1.326,60€. Για υπερωριακή απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 29.06.2018 έως 03.09.2018, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, επί 52 καθημερινές και Κυριακές (αφού στις 2/7, 9/7, 20/8, 27/8, κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, ο ενάγων δεν εργάστηκε πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως) ο ενάγων δικαιούτο το ποσό των (52 ημέρες Χ 4 ώρες Χ 8,38€=) 1.743,04€. Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018 ο ενάγων δικαιούτο το ποσό των [(1.157,99€ + 254,76€ + 35,22€ + 417,12€ + 576,30€ =) 2.441,39€ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.220,70€ : 15 ημέρες = 81,38€ ανά οκταήμερο Χ 10,88 οκταήμερα=] 885,41€. Επισημαίνεται δε στο σημείο τούτο ότι το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1-3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Σύμβασης επίδομα ιματισμού, που δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και, συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και των επιδομάτων εορτών (Α.Π.774/2003 ΔΕΝ 59.1300, Α.Π.226/2003 ΔΕΝ 59.1138, Εφ.Πειρ.434/2013 (Μον.) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.53/2013, Εφ.Πειρ. 661/2012 (Μον.), Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ. 500/2011, Εφ.Πειρ.55/2011, Εφ.Πειρ.54/2011 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.377/2011 ΕΝΔ 2011.262, Εφ.Πειρ.723/2010 αδημ., Εφ.Πειρ.283/2009 ΕΝΔ 2009.102). Επίσης, η υπερωριακή αμοιβή που δικαιούτο ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, ενόψει της περιστασιακής πραγματοποίησης υπερωριών από αυτόν, δεν έχει τον χαρακτήρα σταθερών και τακτικών αποδοχών και επομένως δεν συνυπολογίζεται στα δώρα εορτών του διαστήματος αυτού. Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2018 ο ενάγων δικαιούτο το ποσό των [(1.157,99€ + 254,76€ + 35,22€ + 417,12€ + 576,30€ + 1.374,47€ (μέση υπερωριακή αμοιβή, ήτοι {1.743,04 + 1.326,60=} 3.069,64€ συνολική δικαιούμενη υπερωριακή αμοιβή κατά το χρονικό διάστημα από 29.06.2018 έως 03.09.2018, κατά το οποίο η αμοιβή αυτή συμπεριλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος: 67 ημέρες Χ 30=) 3.815,86€ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 305,27€ Χ 6,63 δεκαεννεαήμερα =] 2.023,94€. Τέλος, για αποζημίωση απόλυσης, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, την 03.09.2018, για τον λόγω που ανωτέρω εκτέθηκε, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των [(1.157,99€ + 254,76€ + 35,22€ + 417,12€ + 576,30€ + 1.374,47€=) 3.815,86€ : 2=] 1.907,93€. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή, εν μέρει, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, απορριπτομένης της ένστασης που προέβαλε η εναγομένη, για τον καταλογισμό του ποσού που ισχυρίζεται ότι κατέβαλλε μηνιαίως στον ενάγοντα, ως «δώρο πλοιοκτήτη» (361, 440, 441 ΑΚ) στις εκ της υπερωριακής του απασχόλησης αξιώσεις, καθώς σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν αποδείχθηκε η καταβολή των ποσών αυτών στον ενάγοντα και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.223,74€ για μεικτές δεδουλευμένες αποδοχές, το ποσό των (2.110,50 + 1.326,60=) 3.437,10€ για υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων/αργιών, το ποσό των 1.743,04€ για υπερωριακή αμοιβή Κυριακών/καθημερινών, το ποσό των 885,41€ για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των 2.023,94€ για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2018 και το ποσό των 1.907,93€ για αποζημίωση απόλυσης, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επομένη απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από 04.09.2018, εκτός από το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης, το οποίο πρέπει να επιδικαστεί με τους νόμιμους τόκους από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, καθώς η αποζημίωση απόλυσης δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, ο τόκος αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (ΕφΠειρ 53/2013, ΕφΠειρ 501/2012 αδημ., με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσής της είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενόψει και της φύσης των επίδικων απαιτήσεων, ως προερχόμενων από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ και 910 περ. 4. Κ.Πολ.Δ.), ενώ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, κατά τον λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων (178§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.223,74€ για μεικτές δεδουλευμένες αποδοχές, το ποσό των 3.437,10€ για υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων/αργιών, το ποσό των 1.743,04€ για υπερωριακή αμοιβή Κυριακών/καθημερινών, το ποσό των 885,41€ για αναλογία Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των 2.023,94€ για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2018 και το ποσό των 1.907,93€ για αποζημίωση απόλυσης, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινώς εκτελεστή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ