Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ   

 

 

  Αριθμός αποφάσεως    1760/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1511/722/2019) 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, δικηγόρου, κατοίκου ….., οδός … αριθ. …, με ΑΦΜ …, ο οποίος κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις αυτοπροσώπως, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρος, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, επί της οδού … αριθ. ….., και διατηρεί γραφεία επί της οδού … αριθ. … στον ……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …… επί της οδού … αριθ. …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για τις οποίες δεν κατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.            Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18.2.2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 1511/722/18.2.2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 9.9.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, …, αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την παραπόδας αυτής υπ’ αριθ…… έκθεση κατάθεσης δικογράφου και σημείωση για την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα αντιστοίχως στην πρώτη και τη δεύτερη των εναγομένων (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 γ, 130 παρ. 1 και 129 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Ωστόσο, οι εναγόμενες δεν κατέθεσαν, και δη εντός της υπό του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας, προτάσεις· συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Το άρθρο 614 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ορίζει τις υπαγόμενες στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών διαφορές και ειδικότερα ορίζει ότι «Κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους». Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 1α’,2, 16 αριθ. 7 και 614 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 3,2 και άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 αντίστοιχα, συνάγεται ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω αξίας αντικειμένου της διαφοράς δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο) να δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 εδ. α΄, 622Α ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), κάθε διαφορά από αμοιβές, όπως προσδιορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 614 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η διάταξη της παρ. 5 του νέου άρθρου 614 ΚΠολΔ ορίζει ποιες είναι διαφορές από αμοιβές και συγκεκριμένα: «Διαφορές από αμοιβές είναι: α) οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων, άμισθων δικαστικών επιμελητών, γιατρών, οδοντογιατρών, κτηνιάτρων, διπλωματούχων μαιών, μηχανικών και χημικών διπλωματούχων ανωτάτων και ανωτέρων σχολών, νόμιμα διορισμένων μεσιτών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των πελατών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, όπως και αν χαρακτηρίζεται η μεταξύ τους σχέση και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή τον τρόπο της καταβολής της, β) οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα διαιτητών, διαμεσολαβητών, εκτελεστών διαθήκης, κηδεμόνων σχολάζουσας κληρονομίας, διαχειριστών σε ιδιοκτησίες κατ’ ορόφους ή διαχειριστών που διορίζονται από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών εταιρειών ή νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των προσώπων που έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν ή των καθολικών διαδόχων τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή τον τρόπο καταβολής της και γ) οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή διαιτητών, όπως και των πραγματογνωμόνων, διαιτητών πραγματογνωμόνων, εκτιμητών, διερμηνέων, μεσεγγυούχων και φυλάκων, όπως και αν διορίσθηκαν ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των προσώπων που έχουν την υποχρέωση καταβολής ή των καθολικών διαδόχων τους». Η θέσπιση της ειδικής κατηγορίας περιουσιακών διαφορών υπαγορεύθηκε από την ανάγκη ταχείας και ολιγοδάπανης δικαστικής προστασίας με κύριο σκοπό την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας [Κεραμεύς/Κονδύλης(-Νίκας), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 677 αριθ. 1]. Η κατά την ειδική αυτή διαδικασία εκδίκαση των υπαγομένων σε αυτή διαφορών είναι υποχρεωτική, με την έννοια ότι οι διάδικοι πρέπει να τηρήσουν τη σχετική διαδικασία, μη δυνάμενοι να προσφύγουν στην τακτική ή συναινετικά σε άλλη διαδικασία. Κατά τούτο πρόκειται για αποκλειστική διαδικασία και το δικαστήριο ερευνά την τήρησή της αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, στην ειδική αυτή διαδικασία υπάγονται καταρχάς οι αξιώσεις αμοιβών, εξόδων και αποζημιώσεων των ελεύθερων επαγγελματιών από την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών προς τους πελάτες τους, καθώς και οι αξιώσεις αμοιβών, εξόδων, αποζημιώσεων προσώπων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με ειδικές σχέσεις. Στην ίδια διαδικασία υπάγονται χάριν της αρχής της ισότητας και της αρχής ίσης μεταχείρισης και οι αξιώσεις των πελατών, εφόσον απορρέουν από τις αμοιβές, τα έξοδα και τις αποζημιώσεις ελεύθερων επαγγελματιών. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, με βάση το πραγματικό υλικό που του υποβλήθηκε και κρίνει για την αλήθεια των περιστατικών που στηρίζουν την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δικάζει και την αρμοδιότητα εκείνου που θα παραπεμφθεί η υπόθεση, κατ’ ελεύθερη απόδειξη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 8 ΚΠολΔ, βάσει των στοιχείων και του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται επί αγωγών και λοιπών ενδίκων βοηθημάτων που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016, εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν έχει εισαχθεί στην τακτική διαδικασία, ενώ έπρεπε να εισαχθεί σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Κατά το περιεχόμενο της διάταξης αυτής το δικαστήριο έχει μεν την ευχέρεια να διακρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει το ίδιο με την προσήκουσα διαδικασία και με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της προσήκουσας διαδικασίας και δη αναφορικά με την προδικασία των ειδικών διαδικασιών, παράστασης κατά τη συζήτηση, κατάθεσης προτάσεων και αποδεικτικών μέσων επί της έδρας, αμεσότητας της απόδειξης και προφορικότητας της διαδικασίας, τις οποίες το Δικαστήριο ερευνά ακόμη και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠολ 2002.182, ΜΠρΣυρ 136/2016 ΕλλΔνη 2016.1740, ΜΠρΤρικ 70/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κ. Οικονόμου, Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016.34 επ., ιδίως σελ. 40, Χρ. Σεβαστίδη, Οι ειδικές διαδικασίες στον νέο ΚΠολΔ (ν. 4335/2015), ΕλλΔνη 2016.73 επ., ο οποίος διαπιστώνει το περιορισμένο πλέον πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παρ. 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, με συνέπεια να απομένει περίπτωση εφαρμογής της μόνο μεταξύ δύο ειδικών διαδικασιών). Εφόσον το Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο αλλά δεν μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, υποχρεούται να εκδώσει μη οριστική απόφαση παραπέμποντας την υπόθεση κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ προς συζήτηση κατά την προσήκουσα διαδικασία, όπου και θα εισαχθεί στη συνέχεια με κλήση (βλ. Σ. Μούζουρα, Οι γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών – Οι διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση – Περιουσιακές διαφορές, ΕλλΔνη 2016.78 επ., ιδίως σελ. 83). Στη νέα συζήτηση οι προτάσεις θα κατατεθούν επί της έδρας σύμφωνα με το άρθρο 591 ΚΠολΔ και θα εφαρμοσθούν οι αντίστοιχες διαδικαστικές ρυθμίσεις, ήτοι είναι δυνατόν να διεξαχθεί και αποδεικτική διαδικασία, να εξεταστούν μάρτυρες, να προβληθούν ισχυρισμοί και ενστάσεις, να προσκομιστούν αποδεικτικά έγγραφα, να ακολουθήσει προσθήκη-αντίκρουση κ.λπ. (βλ. Εισήγηση Π. Γιαννόπουλου, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το Ν. 4335/2015 σε Επιμορφωτικό Σεμινάριο Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών με θέμα «Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015»).

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την τακτική διαδικασία, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015. Όμως, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας, η υπό κρίση αγωγή η οποία αφορά αμοιβή δικηγόρου, εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. και ειδικότερα κατά τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 614 σε συνδυασμό με αυτήν της διάταξης του άρθρου 622Α ΚΠολΔ, που αφορά τις διαφορές από αμοιβές, στην οποία διαδικασία, οι προτάσεις με τους ισχυρισμούς των διαδίκων κατατίθενται το αργότερο στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οπότε και λαμβάνει χώρα ουσιαστική συζήτηση, με προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων των διαδίκων και ανάπτυξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους προφορικά στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά (άρθρο 591 παρ. 1 γ΄-ε΄ ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να γίνεται εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο. Μολονότι δε με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς αντίστοιχη περίπτωση (άσκηση αγωγής κατά την τακτική διαδικασία, ενώ αυτή εκδικάζεται κατά την ειδική) δεν θα αποτελούσε κώλυμα για το Δικαστήριο στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία, υπό το ισχύον δίκαιο, ενόψει των προβλέψεων που εισάγει ο Ν. 4335/2015 αναφορικά με τη διαδικασία συζήτησης των υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας, με την καθιέρωση της έγγραφης καταρχήν διεξαγωγής της δίκης, βάσει των προτάσεων και των περιεχόμενων σ’ αυτές ισχυρισμών των διαδίκων, με τυπική συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και χωρίς την εξέταση μαρτύρων (άρθρο 237 παρ. 1, 2, 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι δεν υφίσταται δυνατότητα αυτού του Δικαστηρίου να εφαρμόσει την προσήκουσα ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ. Έτσι, κατ’ εφαρμογή της πρέπουσας ειδικής διαδικασίας, η οποία είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, με πρωτοβουλία των διαδίκων, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να παραπέμψει την παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως, σε συνδυασμό με 51 ν. 2172/1993, για να εκδικαστεί με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. από το καθ’ ύλην, λόγω της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, που υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, και κατά τόπον (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – τμήμα ναυτικών διαφορών. Διάταξη για δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική, αφού με αυτή το Δικαστήριο δεν απεκδύεται από την εξουσία του για την κρίση της διαφοράς, αλλά επιφυλάσσεται να την ερευνήσει με άλλη διαδικασία [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ποδηματά), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 591 αριθ. 11]. Τέλος, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, καθόσον σε ανακοπή ερημοδικίας υπόκεινται και οι μη οριστικές αποφάσεις, αν υπάρχει έννομο συμφέρον [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000) 501 αριθ. 3], η δε ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για να δικαστεί από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – τμήμα ναυτικών διαφορών κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών – άρθρο 614 παρ. 5 διαφορές από αμοιβές).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ