Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης   1595/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ : 2755-1314/2019

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Βαλλιανάτου Σπυριδούλα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-01-2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: Η εταιρεία με την επωνυμία «…» (…), εδρεύουσα στο …, νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αγγελική Ζαροκώστα, εξουσιοδοτηθείσα δυνάμει του από 16-7-2019 εγγράφου πληρεξουσίου με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας, … από τη Συμβολαιογράφο Μονακό Natheau Aureglia Caruso και θεώρηση της υπογραφής της τελευταίας (Apostille), προσκομιζόμενη σε ακριβή μετάφραση.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ : 1) Η εταιρεία με την επωνυμία «…» (…) εδρεύουσα στην αλλοδαπή, νόμιμα εγκατεστημένη δυνάμει του ν. 378/1968 στην Ελλάδα, και δη, στο …, επί της …, νόμιμα εκπροσωπούμενη, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Πάτκος εξουσιοδοτηθείς δυνάμει του από 20-7-2019 εγγράφου πληρεξουσίου με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, και

2) Η εταιρεία με την επωνυμία “… …» (…), εδρεύουσα στην αλλοδαπή, πράγματι όμως στο …, επί της …, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο, η οποία δεν προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ και δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο.

H ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-3-2019 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2755-1314/26-3-2019, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 19-12-2019 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά, το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και  για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπος του (ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373 ·ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ’ άρθρο 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ΝαυτΔ, παρ. 28, σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ’ επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114 ·ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291 ·ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012. 168 ·ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝαυτΔ 2011.39 ∙ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Τέλος, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (αρ. 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρίες δηλαδή εταιρίες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ` αυτήν (αρ. 1 ν. 791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιριών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το αρ. 28 του ν. 814/ 1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 497/2013, ΕΝαυτΔ 2013.110 · ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009.13 ·ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211 ·Αντάπασης, «Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών», εισήγηση στο Ιο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, 1994, σελ. 437 επ. και ιδίως σελ. 443-449, 483). Περαιτέρω, δυνάμει του ν. 2842/2000 (άρθρο 1) ορίστηκε ότι «από την 1-1-2001 το ευρώ αντικαθιστά τη δραχμή ως νόμισμα της Χώρας σύμφωνα με τους όρους των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, (ΕΕ L 162/97), 974198 (ΕΕ L 139/98), 2866 (ΕΕ L 359/98) του Συμβουλίου, όπως ισχύουν κατά τις διατάξεις του παρόντος». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 5422/1932, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τα άρθρα 3 του από 14.7.1932 ν.δ/τος το οποίο κυρώθηκε με το ν. 5665/1932, 2 του ν. 39/1936, 3 του ν. 300/1937, 4 του α.ν. 362/1945, ν. 994/1946 και ν. 2415/1953, απαγορεύεται η συνομολόγηση στην ημεδαπή υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα. Η απαγόρευση, όμως, αυτή δεν επεκτείνεται στις διεθνείς γενικά συναλλαγές και στις κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 740/1977, συμβάσεις που αναφέρονται οπωσδήποτε στην εκμετάλλευση πλοίων (ΕφΠειρ 546/2010, Νομος). Ακόμη από τις πιο διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 ΑΚ συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010, Νομος, ΑΠ 698/2006, Νομος, ΑΠ 1349/1997, Νομος, ΕφΠειρ 287/2011, Νομος, ΕφΠειρ 35/2014, Νομος).

Η ενάγουσα κατέθεσε την από 26-3-2019 αγωγή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2755-1314/26-3-2019, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 19-12-2019 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. Όπως αποδεικνύεται από την νόμιμα προσκομισθείσα μετ’ επίκλησης από την ενάγουσα υπ’ αρίθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, …, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε στην δεύτερη εναγόμενη, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 110, 122, 123, 124, 125, 126§1 στοιχείο γ΄, 128§4, 215§2 του ΚΠολΔ. Επιπρόσθετα, από την επισκόπηση των έγγραφων της δικογραφίας προκύπτει το εμπρόθεσμο [κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 237 του ΚΠολΔ] της κατάθεσης των προτάσεων της ενάγουσας δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου, με την οποία χορηγείται η πληρεξουσιότητα προς την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αγγελική Ζαροκώστα, για τις διενεργηθείσες από αυτήν πράξεις της προδικασίας (άρθρα 96§1, 104, 237§1 του ΚΠολΔ) και την παράστασή της στο ακροατήριο. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι, παρότι η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εναγομένη, η τελευταία δεν έλαβε μέρος στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων. Κατ’ ακολουθίαν, η δεύτερη εναγόμενη (και απλή ομόδικος της πρώτης – συνεναγόμενης ως εις ολόκληρον οφειλέτης – άρθρο 74 αριθμ. 1, βλ. Μητσόπουλο Δ 1979.160) πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 §§1,2 του ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στο πλαίσιο της εμπορικής της δραστηριότητας ως προμηθευτή και διανομέα πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας, συμφώνησε με την πρώτη εναγόμενη – διαχειρίστρια του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου «…» νηολογίου  … …, πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης, την πώληση και παράδοση 50.640 τόνους καυσίμων ναυτιλίας τύπου DMA στις 21.11.2017 με τίμημα 1.1.31 δολάρια ΗΠΑ/μετρικό τόνο, ήτοι 57.273,84 δολαρίων ΗΠΑ, στο ανωτέρω πλοίο που ελλιμενίζετο την ημερομηνία αυτή στον λιμένα του … εκδοθέντος μετά την παράδοση και παραλαβή τους του αναφερόμενου στην αγωγή τιμολογίου της ενάγουσας το οποίο και απέστειλε σε αμφότερες τις εναγόμενες, για το προαναφερθέν ποσό (57.273,84 δολαρίων ΗΠΑ) αντίστοιχα, καταβλητέων στις 21.12.2017 με συμφωνηθέντα τόκο υπερημερίας 2%, σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού αυτού έως την ανωτέρω ημερομηνία.  Ότι, έναντι του ποσού αυτού η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε το ποσό των 30.000 δολαρίων ΗΠΑ στις 1.2.2018 κι ότι απόμεινε ανεξόφλητο το ποσό των 27.273,84 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο όμως ουδέποτε εξοφλήθηκε, όπως είχε συμφωνηθεί, έχει δε ήδη επιβαρυνθεί με τους παρατιθέμενους συμφωνημένους τόκους 2% μηνιαίως επί του κεφαλαίου κάθε τιμολογίου, κι ότι η ενάγουσα έχει εκδώσει το από 18.5.2018 τιμολόγιο της για οφειλόμενους τόκους ποσού 2.441,90 δολαρίων ΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό αιτείται με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να υποχρεωθούν οι αντίδικοι της, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ είκοσι εννέα χιλιάδων επτακοσίων δέκα πέντε και σεντς εβδομήντα τεσσάρων ($ 29.715,74), άλλως το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – Ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής (βλ. σελ. 5 αγωγής) κατά τις διατάξεις περί πώλησης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, μετά των νόμιμων τόκων υπερημερίας από της επομένης της εκδόσεως και αποστολής προς τις εναγόμενες εκάστου τιμολογίου, άλλως, από της επιδόσεως της παρούσης και μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη.

Με τέτοιο περιεχόμενα και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω της επικαλουμένης πραγματικής έδρας των εναγομένων στο … Αττικής (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον υφίσταται τοπική του αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 4§1 και  63§1 περ. β΄ και γ΄ του Κανονισμού 1215/2012, καθόσον οι δύο εναγόμενες εδρεύουν πραγματικώς σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕφΠειρ 369/2010, ΕΝαυτΔ 2011.33 ·Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθ. 63, αριθμ. 6-9). Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των εναγόμενων εταιριών – αγοραστών, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγει η παριστάμενη πρώτη εναγόμενη (ούτε η δεύτερη εναγόμενη λόγω της ερημοδικίας της), υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (ΑΠ 1115/2015, Νομος, ΕφΠειρ 541/2016, ΔΕΕ 2017, σ. 401, Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ.΄ έκδ., σ. 310 επ.). Ως προς την ευθύνη των εναγομένων από τις ιστορούμενες συμβάσεις πώλησης καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Η ως άνω Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (βλ. ΕφΑθ 5745/2010, ΕλλΔνη 2011.857). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων (αρθρ. 53 της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιο άλλο ορισμένο μέρος, οφείλει να το πληρώσει στην εγκατάστασή του (αρθρ. 57§1 περ. α΄ της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση (αρθρ. 58§1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την παρούσα Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (αρθρ. 59 της Σύμβασης). Ο πωλητής μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, να παραλάβει τα κινητά πράγματα και να εκπληρώσει τις άλλες υποχρεώσεις του, εκτός αν ο πωλητής έχει ασκήσει έννομο βοήθημα που δεν συμβιβάζεται με αυτήν την απαίτηση (αρθρ. 62 της Σύμβασης). Επίσης, κατά το άρθρο 78 της Σύμβασης, αν ένα μέρος αρνείται να πληρώσει το τίμημα ή οποιαδήποτε άλλο ληξιπρόθεσμο ποσό, το άλλο μέρος έχει αξίωση για τόκο επί των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010, ο.π.), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων, καθώς και η συρροή νομίμων βάσεων και δη από αδικαιολόγητο πλουτισμό σε σχέση με την ευθύνη από τη σύμβαση πώλησης, θέματα τα οποία ρυθμίζονται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ενόψει όλων των προαναφερόμενων κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων καθώς και του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η ένδικη αγωγή κρίνεται μη νόμιμη ως προς το κονδύλιο ποσού 2.441,90 δολαρίων ΗΠΑ (από 18.5.2018 τιμολόγιο της για οφειλόμενους τόκους) και επιδίκαση τόκων επί αυτού, αφού σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο εν προκειμένω (ελλείψει ειδικής ρύθμισης στη Σύμβαση της Βιέννης) άρθρο 296§1 ΑΚ, για την άσκηση, του δικαιώματος προς ανατοκισμό, δηλαδή προς υπολογισμό και λήψη νόμιμου τόκου επί τόκων, νόμιμων ή δικαιοπρακτικών, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Να καθυστερούνται απαιτητοί τόκοι ενός τουλάχιστον έτους ή, αν πρόκειται για το Δημόσιο, μιας χρήσεως. β) Να επιδοθεί εκ μέρους του δανειστή στον οφειλέτη αγωγή, που να περιέχει το περί ανατοκισμού αίτημα. Και γ) η επίδοση της ως άνω αγωγής να γίνει μετά τη συμπλήρωση του έτους ή της χρήσεως, ανάλογα, δηλαδή αφού έχει συμπληρωθεί κατά την άσκηση της αγωγής ετήσια ή και μακρότερη χρήση του κεφαλαίου και συνεπώς εφόσον υπάρχουν δεδουλευμένοι, ήτοι απαιτητοί και ληξιπρόθεσμοι, τόκοι ενός τουλάχιστον έτους ή μιας χρήσεως, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω (ΑΠ 1694/2006, ΧρΙΔ 2007.211). Ομοίως, ως προς την επιδίκαση νόμιμων τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από της επομένης της εκδόσεως και αποστολής προς τις εναγόμενες του τιμολογίου είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη για το χρονικό διάστημα προ της 21.12.2017 που αναφέρεται στην αγωγή ως δήλη ημέρα εξόφλησης του τιμήματος (ΑΚ 341§1 ΑΚ). Επίσης, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως αυτούσιου αλλοδαπού νομίσματος, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6§1 ν. 5422/1932 συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα, όπως εν προκειμένω, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Ακόμη, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά το εφαρμοζόμενο στο συγκεκριμένο ζήτημα ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά το οποίο η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις από σύμβαση ή αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή πρόσθετα εκείνων στα οποία ερείδεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και εφόσον ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής περίπτωση που εν προκειμένω δεν συντρέχει (ΑΠ 836/2017, Νομος · ΑΠ 170/2016, Νομος). Ως προς τα υπόλοιπα αιτήματα της περί καταψήφισης του ποσού των 27.273,84 δολαρίων ΗΠΑ κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – Ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής και επιδικάσεως τόκων υπερημερίας από την πάροδο της ανωτέρω δήλης ημέρας, άλλως, από της επιδόσεως της αγωγής, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί καταδίκης των εναγομένων στη δικαστική της δαπάνη, κατά την κύρια βάση της από πώληση, η αγωγή κρίνεται νόμιμη ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1 περ. β΄, 7§2, 53, 57§1 περ. α΄, 58§1 εδ. α΄, 59, 62, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292§1, 293, 341, 345, 346 ΑΚ, 111§1 ΕισΝΑΚ, 6§1 του ν. 5422/1932, 907, 908 περ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ. Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμ. 29413522695911040011 ηλεκτρονικό παράβολο και αποδεικτικό πληρωμής του δικαστικού ενσήμου), να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς την δεύτερη εναγόμενη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα τεσσάρων σεντς (27.273,84$) κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – Ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας (21.12.2017) μέχρι την εξόφληση διότι, εφόσον η δεύτερη εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται αυτοί ως ομολογημένοι εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η απόφαση θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή στο σύνολο της λόγω της εμπορικότητας της διαφοράς και της παλαιότητας του χρέους. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της δεύτερης εναγομένης λόγω της ερημοδικίας και της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 61, 63§1i, 68 §1 ΚωδΔικ) κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της δεύτερης εναγομένης, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την τελευταία (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω, ως προς την πρώτη εναγόμενη συνδεόμενη με σχέση απλή ομοδικίας με την δεύτερη εναγόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, την οποία δεν δεσμεύει, ούτε επηρεάζει η ομολογία της απλής ομοδίκου της, σύμφωνα με το άρθρο 75 ΚΠολΔ (ΑΠ 1416/2018, Νομος ·ΑΠ 71/2005, ΕλλΔνη 2005.1704) η αγωγή πρέπει, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Η πρώτη εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι ανέλαβε τη τεχνική και εμπορική διαχείριση του επίδικου πλοίου και για το λόγο αυτό αφενός δεν ενέχεται έναντι της ενάγουσας δεδομένου ότι παραμένει η διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής, ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα καθώς και των ηλεκτρονικών επιστολών, διότι ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον χρήστη συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου, όπως προκύπτει και από την επικράτηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ως μέσου επικοινωνίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με μεγάλο αντικείμενο (ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014.1204 ∙Μανιώτης, Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998, σελ. 32 επ. ∙ Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 138 επ.)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στο …, ασχολούμενη με την πώληση και διανομή πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας με υποκαταστήματα ανά τον κόσμο και στην Ελλάδα (…). Η πρώτη εναγόμενη είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία με έδρα τα νησιά …, έχουσα εγκαταστήσει υποκατάστημα επί της …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 86/67, 378/68 και του άρθρου 25 του Ν.27/75, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 (ΦΕΚ τεύχος Δεύτερο Φύλλο 1682/16-5-2017 δημοσίευσης της με αριθμό Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας 2212.2-1/5067/33386/2017), στην οποία η δεύτερη εναγόμενη είχε αναθέσει από 18/4/2017 την διαχείριση, μεταξύ άλλων και, του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου  … … ……. και ΙΜΟ … (βλ. και υπεύθυνη δήλωση …, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης σχετικά με τον εν λόγω διορισμό κατατεθειμένη στο Υπουργείο ναυτιλίας, από 15-3-2017 σύμβαση διαχείρισης BIMCO SHIPPING 2009 και από 12/4/2017 δήλωση ανάθεσης της διαχείρισης του πλοίου εκ μέρους της πλοιοκτήτριας). Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, η ενάγουσα συμφώνησε με την πρώτη εναγόμενη – διαχειρίστρια του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου «…», πλοιοκτησίας ως προελέχθη της δεύτερης εναγόμενης, την πώληση και παράδοση 50.640 τόνους καυσίμων ναυτιλίας τύπου DMA στις 21.11.2017 με τίμημα 1.1.31 δολλάρια ΗΠΑ/μετρικό τόνο, ήτοι 57.273,84 δολαρίων ΗΠΑ, στο ανωτέρω πλοίο που ελλιμενίζετο την ημερομηνία αυτή στον λιμένα του … εκδοθέντος μετά την παράδοση και παραλαβή τους του αναφερόμενου στην αγωγή τιμολογίου της ενάγουσας το οποίο και απέστειλε σε αμφότερες τις εναγόμενες, για το ποσό των 57.273,84 δολαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα, καταβλητέων στις 21.12.2017 με συμφωνηθέντα τόκο υπερημερίας 2%. Έναντι του ποσού της συνολικής οφειλής, η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε για λογαριασμό της αγοράστριας των καυσίμων – δεύτερης εναγόμενης το ποσό των 30.000 δολαρίων ΗΠΑ στις 1.2.2018, απόμεινε δε ανεξόφλητο το ποσό των 27.273,84 δολαρίων ΗΠΑ. Από την προσκομιζόμενη δε επιβεβαίωση της παραγγελίας καυσίμων και τα αναγραφόμενα στο τιμολόγιο, όπου αναφέρεται παρατακτικώς το όνομα της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου (στην ονομασία της οποίας είναι καταφανής η διαχειριστική της ιδιότητα – “Shipmanagement”) προκύπτει ότι η εναγόμενη γνώριζε καλώς ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας στο πλαίσιο της διαχειριστικής εντολής και εκπροσώπησης του πλοίου, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε, ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχείρησε η πρώτη εναγόμενη τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό της, ή ότι υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας της, οπότε θα ευθυνόταν και η ίδια κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η ένσταση που πρότεινε η πρώτη εναγόμενη κατ’ άρθρο 211 ΑΚ και να απορριφθεί η αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγόμενης (άρθρα 176, 191§2, 61, 63§1i, 68 §1 ΚωδΔικ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.-

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την δεύτερη εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).-

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.-

Υποχρεώνει την δεύτερη εναγόμενη, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα τεσσάρων σεντς (27.273,84$) κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – Ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 22.12.2017 μέχρι την εξόφληση.-

Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.-

Καταδικάζει την δεύτερη εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό ευρώ (1.100 €).-

Απορρίπτει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.-

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα ευρώ (550 €).-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29.4.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ