ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1844 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8-10-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ενάγουσας ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «….» με το διακριτικό τίτλο «…» και έδρα τη … (οδός …), με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιoς δικηγόρος της Βασίλειος Τσιότσικας με Α.Μ. 026788 του Δ.Σ. Αθηνών.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στις … (…), νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) Της αλλοδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … (οδός …) νομίμως εκπροσωπουμένης, για τις οποίες δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-12-2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 13554/6224/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, αυτός δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ.1 ΚΠολΔ, η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται. Οι πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το ν.1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση, που κυρώθηκε με το νόμο 1334/1983 και έχει την προβλεπόμενη από το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος ισχύ, δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε η πλασματική επίδοση με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ.1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, την οποία έχει επικυρώσει το … καθώς και οι …, σχετικής με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία, σύμφωνα με την 3/17-8-1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18-9-1983, η απόδειξη της επίδοσης των διαβιβαζόμενων, για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης, στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (ΑΠ 1305/2011, AΠ 839/2010 δημ. στη ΤΝΠ Νομος). Ενόψει δε του ότι δεν περιέχεται στην άνω σύμβαση διάταξη, βάσει της οποίας ο χρόνος συντέλεσης της επίδοσης δικαστικής απόφασης προς διαμένοντα σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή να μπορεί να θεωρηθεί μετατιθέμενος στην εκτέλεση της περί επίδοσης αιτήσεως μέσω της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής, την πιστοποιούμενη με την προβλεπόμενη από το άρθρο 6 βεβαίωση, εξακολουθεί, συνεπώς και μετά την άνω σύμβαση να ισχύει η διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία, όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση αυτή η επίδοση θεωρείται συντελεσμένη από της παραδόσεως της εν λόγω αποφάσεως στον αρμόδιο Εισαγγελέα ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται λήψεως της (ΑΠ 153/2019 ΕΠολΔ 2019/230).
Από τις υπ’ αριθ. … και …/24-1-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 134 ΚΠολΔ προκειμένου να διαβιβασθούν τα ως άνω δικόγραφα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελλάδας στην αρμόδια κεντρική αρχή του Πριγκιπάτου του … και των …. Για την απόδειξη της νομότυπης κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης, προσκομίσθηκαν πέραν των ως άνω εκθέσεων επίδοσης προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και το υπ’ αριθ. …/21-2-2019 πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο απεστάλη η αίτηση, που εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Συνεπώς, επειδή η δεύτερη εναγομένη έλαβε γνώση στις 21-2-2019 του προς επίδοση εγγράφου εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών που τάσσει το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Αντιθέτως, ως προς την πρώτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία η αγωγή δεν επιδόθηκε εντός της εξακονθήμερης προθεσμίας από την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Ωστόσο, κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας με σχέση εντολής, είναι, βάσει αυτής, αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας) κατ΄ άρθρο 211 ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και, συνεπώς, είναι δεκτικός για την επίδοση των απευθυνόμενων σ΄ αυτή (πλοιοκτήτρια) δικογράφων αναγομένων στον κύκλο των ανατεθεισών στον εν λόγω εντολοδόχο πράκτορα υποθέσεων (ΕφΠειρ 137/2018 αδημ., ΕφΠειρ 299/2006 ΕΝαυτΔ 2007.39 = ΕΕμπΔ 2007.676 = τ.ν.π. Νόμος όπου και εκτενείς παραπομπές στην νομολογία). Συνεπώς, παρά το γεγονός της έλλειψης νόμιμης κλήτευσης της πρώτης εναγομένης, εκτιμάται ότι η δεύτερη εναγομένη, κατά την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, παρέλαβε αφενός υπό την ιδιότητα της εναγομένης, αφετέρου δε υπό την ιδιότητα της δεκτικής επιδόσεως για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, λόγω της σχέσης ναυτικής πρακτορείας που τη συνδέει με την τελευταία και για το λόγο αυτό αμφότερες οι εναγόμενες πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).
Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Ανάμεσα στα πρόσωπα που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την εκμετάλλευση του πλοίου ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει ο ναυτικός πράκτορας. Ναυτικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου έναντι αμοιβής (πράκτορας πλοίου) και μπορεί να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του πλοίου δηλαδή να ενεργεί για τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο θαλάσσιο επιχειρηματία (πράκτορας του πλοίου – ship agent –) ή εκείνα του φορτίου, δηλαδή να ενεργεί για λογαριασμό του ναυλωτή / φορτωτική και του παραλήπτη (πράκτορας του φορτίου – cargo agent). Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής, είναι βάσει αυτής αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας), κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (ΑΠ 1207/2000 ΕΕμπΔ 52/100, ΕφΠειρ 594/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι μικτή και μάλιστα είναι η σχέση του καθολικού εντολοδόχου (άρθρο 713 επ. Α.Κ.) όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών όσον αφορά την αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 Α.Κ., που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον Α.Κ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά καθεμία από τις επιμέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (βλ. Αλίκης Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992, σελ. 236, Δελούκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1979, παρ. 163, Καποδίστρια, στην Ερμ.Α.Κ. Εισ. αρθρ. 648-680, αριθ. 86, 87 και 122, ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 28,1102, ΑΠ. 570/1964 ΝοΒ 13,182, ΕφΠειρ 579/1995 Νομολ.Ναυτ.Τμ.Εφ.Πειρ.1994-1995, σελ. 351). Επομένως ο ναυτικός πράκτορας υπέχει ευθύνη εντολοδόχου (άρθρο 713 του ΑΚ) έναντι του εντολέως εφοπλιστή ή πλοιοκτήτη ή πλοίαρχου για την πρώτη περίπτωση ή ναυλωτή ή φορτωτή ή παραλήπτη του φορτίου για την δεύτερη περίπτωση σε αποζημίωση για κάθε πταίσμα κατ’ άρθρο 714 του ΑΚ (βλ. Ναυτ. Δικ. Νικ. Δελούκα 1979 παρ. 161 έως και 165 σελ 243 έως και 251- ΑΠ 608/1964 ΝοΒ 13, 304- ΕφΠειρ 579/1995 Νομ Ναυτικού Τμήματος Εφετ Πειραιά και για συντομία ΝΝΤΕΠ 1994-1995 σελ 351- ΕφΠειρ 299/1996 ΝΝΤΕΠ 1996-97 σελ 593- ΕφΠειρ 1198/1996 ΝΝΤΕΠ 1996-1997 σελ 597- ΕφΠειρ 220/1997 ΝΝΤΕΠ 1996-1997 σελ 556). Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη (ΕφΠειρ 54/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον ο πράκτορας συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του και δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της (ΑΠ 134/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ) και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΑΠ 1988/2014, ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 5/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις για την αντιπροσωπεία του άρθρου 211 ΑΚ , δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις είτε έγινε στο όνομα του (ΑΠ 134/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι ο πλοιοκτήτης ως το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο ναυτικός πράκτορας με την ιδιότητά του αυτή ως άμεσος αντιπρόσωπος του (πλοιοκτήτη), ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές (ΕφΠειρ 1000/2006, ΕφΠειρ 940/2003, ΕφΠειρ 512/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως ο ναυτικός πράκτορας, όπως και ο διαχειριστής, έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δε δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν (ΑΠ 57/2002, ΑΠ 476/1991,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Kατ’ εφαρμογή δε των ανωτέρω και βάσει των γενικών αρχών του δικαίου, ο ναυτικός πράκτορας δεν φέρει συμβατική ευθύνη απέναντι στους τρίτους, κι εφόσον συμβάλλεται ως αντιπρόσωπος του εντολέα του, δεν αποκτά προσωπικώς δικαιώματα και υποχρεώσεις. Γι’ αυτό, άλλωστε, σε περίπτωση παραβάσεως της συμβάσεως για την οποία αντιπροσώπευσε τον εντολέα του ο ναυτικός πράκτορας δεν μπορεί να ενάγεται από τους τρίτους προσωπικώς, με εξαίρεση το άρθρο 1 παρ.1 νΝ. 762/1978 σχετικά με τις συμβάσεις που αφορούν πρόσληψη ναυτικών, υπό τις προϋποθέσεις φυσικά που θέτει το άρθρο αυτό. Από τις προαναφερθείσες αυτές διατάξεις συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, ο ναυτικός πράκτορας ως άμεσος αντιπρόσωπος πρέπει να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα δε με τα παραπάνω, ο εναγόμενος προτείνων- προς απόρριψη της κατ` αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα,- ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και ν` αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔ 2005.1661, ΕφΠειρ 119/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 516/2009 ΕΝΔ 2009.389).
Στην υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στο χώρο της λειτουργικής υποστήριξης σκαφών ιδιωτικής και επαγγελματικής χρήσης, αναλαμβάνοντας την προμήθεια τροφοεφοδίων και καυσίμων. Ότι η πρώτη εναγομένη είναι ιδιοκτήτρια του σκάφους αναψυχής με το όνομα «…», νηολογημένου στις Νήσους … με αριθμό ΙΜΟ 1008188, την πρακτόρευση του οποίου είχε αναλάβει στην περιοχή της Μεσογείου η δεύτερη εναγομένη εταιρεία. Ότι στο πλαίσιο της εμπορικής της δραστηριότητας η ενάγουσα ανέλαβε στις 9-7-2018, κατόπιν αιτήματος του πλοίαρχου του ως άνω σκάφους, να το προμηθεύσει με 15.000 λίτρα καυσίμων ντίζελ, παραδοτέα στη μαρίνα του Φλοίσβου όπου ελλιμενιζόταν το ως άνω σκάφος. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης στις 11-7-2018 η ενάγουσα παρέδωσε και ο πλοίαρχος του σκάφους παρέλαβε ανεπιφύλακτα τη συμφωνημένη ποσότητα καυσίμων αξίας 16.209,00 ευρώ. Ότι για την παραπάνω αιτία εξέδωσε στο όνομα της πλοιοκτήτριας εταιρείας το υπ’ αριθ. …/17-7-2018 τιμολόγιο ποσού 20.100.00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ 24% ύψους 3.891,00 ευρώ, ποσό το οποίο μέχρι σήμερα οι εναγόμενος εξακολουθούν να οφείλουν. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, σε ολόκληρο έκαστη, το ανεξόφλητο ποσό ύψους 20.100 ευρώ, λόγω σύμβασης, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την επομένη της έκδοσης του τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον λόγω της δωσιδικίας της δικαιοπραξίας, ως εκ του τόπου κατάρτισης (……….) της ένδικης συμβάσεως πώλησης (άρθρο 33 και 37 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Β΄ στ. ε΄ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθα, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά, το οποίο θα κριθεί με βάση τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως του δικαίου του δικαστηρίου που δικάζει (lex fori), δεδομένου ότι οι εναγόμενες εδρεύουν σε κράτη τα οποία δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ΑΚ επί διεθνών ιδιωτικών διαφορών, οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται προεχόντως από το δίκαιο της πολιτείας, στο οποίο τα συμβληθέντα μέρη υποβλήθηκαν και δευτερευόντως, δηλαδή αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, από εκείνο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας, που από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, προκύπτει ότι συνδέεται με την επίδικη σύμβαση πώλησης προδήλως στενότερα, δεδομένου ότι η ενάγουσα (πωλήτρια) έχει την έδρα της στην Ελλάδα όπου καταρτίσθηκε και παραδόθηκε η πωληθείσα ποσότητα καυσίμων. Ως προς το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της πρώτης εναγομένης εταιρείας κατά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης από τη ναυτική πράκτορα δεύτερη εναγομένη εταιρεία και, ειδικότερα, ως προς το εάν η ως άνω εταιρεία δεσμεύεται έναντι της ενάγουσας, εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η αντιπρόσωπος κατήρτισε τις δικαιοπραξίες (πρβλ. ΑΠ 777/2015 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το ορισμένο της αγωγής, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κρίνεται από τη lex fori, από το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει. Κατόπιν τούτων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εναγομένη, η οποία δεν νομιμοποιείται παθητικά τόσο με βάση τη σύμβαση όσο και με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο δικόγραφο η δεύτερη εναγομένη υπήρξε η ναυτική πράκτορας και αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας για λογαριασμό της οποίας ενεργούσε κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης. Επομένως, εκ μόνου του γεγονότος ότι η δεύτερη εναγομένη κατήρτισε ως αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης τη σύμβαση πώλησης δεν την καθιστά υπεύθυνη για την αθέτηση της, ούτε την κατέστησε αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης η αγωγή κρίνεται νόμιμη και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 211, 293, 340, 345, 346, 361 και 513 επ. ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι στην ιστορούμενη σύμβαση πώλησης δεν θα διερευνηθεί με βάση τους κανόνες Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999, δεδομένου ότι το Πριγκιπάτο του … καθώς και οι … δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της. Αντιθέτως, η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και ερευνάται κατά το ελληνικό δίκαιο, καθόσον ο αδικαιολόγητος πλουτισμός εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη -κατά τα ανωτέρω- από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης, κρίνεται απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης πώλησης, σε κάθε δε περίπτωση ως νόμω αβάσιμη, διότι λόγω της επιβοηθητικής φύσης της ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή κα νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ…. ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε συνδυασμό με την από 23-7-2019 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής).
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της πρώτης εναγομένης, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι [άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011), και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 16.209,00 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 24% ύψους 3.891,00 ευρώ, δεδομένου ότι έχει εκδώσει το σχετικό τιμολόγιο (υπ’ αριθ. …/17-7-2018), με το νόμιμο τόκο από 18-7-2018 και μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης της βάσιμης αξίωσής της (παλαιότητας οφειλής) για την καταβολή του τιμήματος από την επίδικη σύμβαση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ και περ.στ΄ και παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον, πρέπει η πρώτη εναγομένη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων) να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματός της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που οι ερημοδικαζόμενες εναγόμενες ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εναγομένων κατά της απόφασης αυτής, σε ποσό διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για έκαστη.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς τη πρώτη εναγομένη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων εκατό ευρώ (20.100) με το νόμιμο τόκο από την 18η-7-2018 μέχρι την εξόφληση του.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή την ως άνω καταψηφιστική διάταξη της απόφασης, ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις .
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ