Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

 

            1955/2020

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

(Γ.Α.Κ./ Ε.Α.Κ. 1505/719/2019)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 08η Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: Της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … κι εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ηλίας Στέφας (ΑΜ ΔΣΠ 3812) δυνάμει του από 28-05-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εξουσιοδοτούντων και η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Των εναγομένων:1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στις … πραγματικά όμως και ουσιαστικά στον …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στον … και η οποία έχει νόμιμα εγκατασταθεί στον …, με τον Ν. 89/1967, νομίμως εκπροσωπουμένης και 3) …, κατοίκου …, για τους οποίους δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18-02-2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 1505/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 719/2019, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 08-10-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ. 87, 343, 533 επ.,  Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος,  Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 18-02-2019 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 29-05-2019, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δυνάμει του από 28-05-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εξουσιοδοτούντων. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αντίθετα, οι εναγόμενες δεν έχουν καταθέσει προτάσεις. Από τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …, τις οποίες νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται, ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στις εναγόμενες νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 128 παρ. 4, 129, 130 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015). Επομένως, οι εναγόμενοι πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των ων άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με την εξαίρεση βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013,183, ΧρΙδΔ 2013,688, ΜονΕφΠειρ 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013,114, ΕφΠειρ 5/2012, ΠειρΝομ 2012,168, ΕΝαυτΔ 2013,12, Αρμ 2013,1053, ΕφΠειρ 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012,39, ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009,13, άπασες δημ. στη ΤΝΠ-Νόμος). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσόμενων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενος του (ΜονΕφΠειρ 63/2013, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ο.π.). Έτσι με βάση τα ανωτέρω, η για λογαριασμό άλλου συναπτόμενη δικαιοπραξία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως για τον αντιπροσωπευόμενο και στην περίπτωση που από τη διατύπωση της δικαιοπραξίας ή από την όλη στάση αυτού δεν αφήνεται αμφιβολία για την ενέργεια αυτή της δηλώσεως βουλήσεως, καθώς και σ’ εκείνη κατά την οποία η άμεση αντιπροσώπευση δεν συνάγεται μεν αμέσως από τη στάση του αντιπροσώπου, υπάρχουν όμως περιστατικά, γνωστά στον τρίτο κατά το χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, τα οποία καθιστούν προφανή την κατάρτιση αυτής στο όνομα άλλου, όπως είναι και το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με διαρκή σχέση (λ.χ. διαχείριση ξένης περιουσίας), δυνάμει της οποίας οφείλει να συνάπτει τη δικαιοπραξία όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Μόνον αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί είτε από τη δήλωση που έγινε είτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έγινε, ότι κάποιος ενεργούσε στο όνομα άλλου, τότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, που ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της ρυθμίσεως της διατάξεως του άρθρου 211§1 ΑΚ, θεωρείται ότι αυτός ενήργησε στο δικό του όνομα και, επομένως, έναντι του άλλου μέρους τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αφορούν αυτόν προσωπικώς, ενδεχομένως δε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου κατά τις αρχές της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 211 και 212 ΑΚ συνάγεται ότι τον ισχυρισμό του εναγομένου με αγωγή περί επιδικάσεως παροχής οφειλόμενης από σύμβαση, ο οποίος συνίσταται στο ότι τη σύμβαση με τον ενάγοντα συνήψε αυτός ως άμεσος αντιπρόσωπος τρίτου, δηλαδή τη συνήψε επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τρίτου, δεδομένου ότι κατά τη σύναψη της συμβάσεως είτε το δήλωσε στον ενάγοντα, είτε η εν λόγω αντιπροσώπευση συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, φέρει το βάρος να τον αποδείξει αυτός ο διάδικος και έτσι ο εν λόγω ισχυρισμός, συνοδευόμενος από το αίτημα απορρίψεως της αγωγής, λειτουργεί ως καταλυτική της αγωγής ένσταση (ΑΠ 57/2002, ΧρΙδΔ 2002,114, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013,190, ΕΕμπΔ 2014,173, ΕφΠειρ 5/2012, ο.π., ΕφΠειρ 468/2011, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ο.π

Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το …   δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, το διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του, όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση, που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη, είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπος του, κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ και συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη δράση και τις δικαιοπραξίες, που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο και δη αντισυμβαλλόμενος κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ` επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της (ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013/824, ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005/373, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004/931). Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου (καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 2005/1661, ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002/114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992/291, ΕφΠειρ 762/2013 ό.π., ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013/824, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012/168, ΕφΠειρ 468/2011 ό.π., ΕφΠειρ 832/2008 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνο, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 689/2013 ό.π.). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι επειδή ο διαχειριστής συναλλάσσεται μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπος του, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, εντός των όρων της εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Όμως, ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη, μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν (κατ’ άρθρο 212 ΑΚ), όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του  πλοίο, που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013/824, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/269, με εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

Επίσης κατά το άρθρο 70 ΑΚ, δικαιοπραξίες, που επιχείρησε μέσα στο όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο και κατά τους ορισμούς του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία αντιπροσωπεύουν αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, που ευθύνεται και αυτός σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Η αρχή, δηλαδή, της μη ευθύνης του νομίμου εκπροσώπου δεν ισχύει, όταν υπάρχει ευθύνη αυτού από αδικοπραξία, κατά τις γενικές αρχές, οπότε θεμελιώνεται και ιδιαίτερη ευθύνη αυτού (ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1720/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 418/2007 ΝοΒ 55, 1168).Ειδικότερα δε ο διαχειριστής Ε.Π.Ε. δεν έχει προσωπική ευθύνη, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 1, και 26 του Ν. 3190/1955  και 70  ΑΚ παρά μόνο αν είτε παραβίασε τον Νόμο περί Ε.Π.Ε., το καταστατικό της ή ευθύνεται για πταίσμα κατά την διαχείριση, είτε πρόκειται περί άκυρης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ισχύουσας αυτής ως έγκυρης –εν τοις πράγμασι Ο.Ε. , οπότε θα ευθύνεται προσωπικά και εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, ως ομόρρυθμος εταίρος αυτής κατά τις διατάξεις των άρθρων 22 ΕμπΝ και 258 παρ.3 Ν 4072/2012. Κατά το άρθρο  δε 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (AΠ 1083/2008,ΑΠ 1051/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή της, η εκθέτει ενάγουσα ότι ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την παροχή ρυμουλκικών και σωστικών υπηρεσιών σε κινδυνεύοντα πλοία, έμφορτα ή μη, τη ρυμούλκηση, συγκράτηση, ώθηση ή ανώθηση αυτών, την κατάσβεση πυρκαγιών επ’ αυτών, την ανέλκυση πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων, την παροχή ρεύματος, αέρα, πυρασφάλειας, απάντλησης υδάτων και γενικά την προσφορά οποιασδήποτε υπηρεσίας σε πλοία και πλωτά ναυπηγήματα, τα οποία έχουν ανάγκη συνδρομής. Ότι η πρώτη εναγομένη είναι πλοικτήτρια του πλοίου «…», σημαίας …, με ΙΜΟ …, ΔΔΣ  …, κ.ο.χ. 8539, η δεύτερη εναγομένη είναι διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου και ο τρίτος εναγόμενος είναι πρόεδρος του  Δ.Σ. και μέτοχος της πρώτης εναγομένης και πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος, νόμιμος εκπρόσωπος και μέτοχος της δεύτερης εναγομένης. Ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ρυμουλκήσεως του ανωτέρω πλοίου που κατήρτισε στον …… με τον τρίτο των εναγομένων, ο οποίος ενεργούσε ατομικά για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας και της δεύτερης εναγομένης διαχειρίστριας εταιρείας και ενεχόμενος εις ολόκληρον με αυτές, παρείχε στο ως άνω πλοίο κατά τις εκτιθέμενες ημερομηνίες έναντι συμφωνημένης νόμιμης και ειθισμένης αμοιβής τις λεπτομερώς αναγραφόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ρυμουλκικές υπηρεσίες. Ότι μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε έκπτωση 70% επί του ποσού του κάθε τιμολογίου, η οποία (έκπτωση) τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι οι εναγόμενοι θα της κατέβαλαν το ποσό εκάστου τιμολογίου εντός 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσής του. Ότι οι παρασχεθείσες ρυμουλκικές υπηρεσίες ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 129.574,50 ευρώ και η ενάγουσα εξεδωσε α) το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 46.358,25 ευρώ, β) το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 33.080,75 ευρώ και γ) το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 50.135,50 ευρώ. Ότι οι εναγόμενοι, παρότι παρέλαβαν ανεπιφύλακτοι τα ανωτέρω τιμολόγια κι αναγνώρισαν την οφειλή τους έναντί της υποσχόμενοι την εξόφλησή της, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, κατέβαλαν μόνο το ποσό των 5.000 ευρώ τον Οκτώβριο του 2018 κι εξακολουθούν να οφείλουν ποσό 124.574,50 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, σε ολόκληρο έκαστος, το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό, ήτοι 124.674,50 ευρώ, νομιμοτόκως από την 01η-01-2017, άλλως επικουρικά από την 01-03-2017, άλλως και όλως επικουρικότερα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με τις προτάσεις της η ενάγουσα περιόρισε κατ’ άρθρο 294 και 295 ΚΠολΔ το αίτημά της στο ποσό των 56.058,52 ευρώ, νομιμοτόκως από την 01η-01-2017, ήτοι σε ποσοστό 45% του ποσού του κάθε τιμολογίου για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, προσκομίζεται το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Πειραιώς, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο τόσο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) όσο και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 33 και 37 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Β΄ στ. ε΄ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθα, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 8 παρ. 1, 63 παρ. γ΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δεδομένου ότι η έδρα της ενάγουσας είναι στην Ελλάδα, όπου καταρτίστηκε η σύμβαση. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των εναγομένων εταιρειών (αντισυμβαλλομένης), εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. β΄ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε περίπτωση δε, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς αυτή στενότερα, το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι η ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε στον Πειραιά, όπου και βρίσκεται η έδρα της ενάγουσας. Εξάλλου, το ίδιο (Ελληνικό) δίκαιο είναι εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγουν οι εναγόμενοι, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 1792/1988, βλ. σχετ. Ευρυγένη, Αρμ. 24, 1057 επ, ιδ. σελ. 1066, Παπασιώπη – Πασιά, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, έκδ. 1991, σ. 18 επ, ΕφΠειρ 612/1992, ΕΝΔ 20.481, ΕφΠειρ 508/1988, ΕΝΔ 17.497, πρβλ και άρθρο 25 εδ. α΄ Α.Κ.). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει ως προς την πρώτη εναγομένη παραδεκτή πλην του αιτήματος να επιδικασθούν τόκοι από την 01-07-2017, άλλως από την 01-03-2017, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, για τον λόγο ότι η ενάγουσα δεν αναφέρει ότι οι ανωτέρω ημερομηνίες συμφωνήθηκαν ως δήλη ημέρα καταβολής του ποσού των τιμολογίων, ούτε ότι όχλησε την εναγομένη προκειμένου να υπάρξει έναρξη της τοκοφορίας και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 211, 345, 346, 481 επ., 681 επ. ΑΚ, και 176, 907, 908 περ. στ΄ ΚΠολΔ. Αντιθέτως, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης των εναγομένων, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο δικόγραφο η δεύτερη εναγομένη υπήρξε η διαχειρίστρια της πλοιοκτήτριας εταιρείας (πρώτης εναγομένης). Επομένως, ακόμη και εάν η δεύτερη εναγομένη κατήρτισε τις επίδικες συμβάσεις δεν καθίσταται, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, υπεύθυνη για την αθέτηση των συμβάσεων. Ομοίως καθ’ ο μέρος αφορά τον τρίτο εναγόμενο, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα πρωτίστως ως αόριστη, λόγω της διττής σωρευτικής αναφοράς περί της ιδιότητάς του και ως προέδρου του Δ.Σ. και μετόχου της πρώτης εναγομένης – πλοιοκτήτριας και ως προέδρου του Δ.Σ., διευθύνοντα συμβούλου, νομίμου εκπροσώπου και μετόχου της δεύτερης των εναγομένων, αλλά και ατομικά του ιδίου, και, σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμη λόγω της ιδιότητας που του αποδίδεται και της έλλειψης νομίμου λόγου ευθύνης αυτού, ακόμη κι αληθών υποτιθέμενων των ισχυρισμών της ενάγουσας. Ειδικότερα, ο τρίτος εναγόμενος, μη νομίμως ενάγεται, αφού χωρίς κατά τα ιστορούμενα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, δεν υπέχει ευθύνη προσωπικά για τα χρέη της (πρώτης εναγομένης) έναντι τρίτων. Επίσης δε γίνεται επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο ότι η εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία λειτούργησε ως προσωπική ομόρρυθμη εταιρεία, ώστε να ευθύνεται ο ίδιος, είτε ως άμεσος αντιπρόσωπος (διαχειριστής), είτε ως ομόρρυθμος εταίρος αυτής και προσωπικώς για την καταβολή της ένδικης οφειλής – εταιρικού χρέους της πρώτης εναγόμενης, ούτε όμως αυτός υπέχει προσωπική ευθύνη, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 70, 748 ΑΚ, ενώ επιπλέον δεν ενάγεται κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Επομένως η υπό κρίσιν αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τους δεύτερη και τρίτο των εναγομένων κατά τα ανωτέρω και να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα αναφορικά με την πρώτη εναγομένη, καθώς για το αντικείμενο αυτής καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθμ. … e-παράβολα και την από … απόδειξη πληρωμής της τράπεζας Alpha Bank).

Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 56.058,52 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, διότι αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της πρώτης εναγομένης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ (ως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 30 του Ν. 3994/2011). Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στην ενάγουσα. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης εναγομένης λόγω της ήττας της, ενώ αντίστοιχα δε θα επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης και τρίτου των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, καθώς λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό ενώ, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσης ανακοπής ερημοδικίας από αυτούς (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη και τρίτο των εναγομένων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων πενήντα οχτώ ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (56.058,52) πλέον τόκων υπερημερίας από την από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οχτακοσίων (1.800) ευρώ.

 

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις                  -2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ