Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    1758/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών)

………………………………………

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, … αριθ. ….., με ΑΦΜ …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Γεωργακοπούλου του Χαραλάμπους (ΑΜ/ΔΣΑ 24823 – βλ. το υπ’ αριθ. … γραμμάριο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο ……. (…), που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» («…»), που εδρεύει στην ……., οδός … αριθ. ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Παλευρατζή – Ασόβερ του Θεόφιλου (ΑΜ/ΔΣΠ 2559 – βλ. το υπ’ αριθ. … γραμμάριο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο Πειραιά (Β΄ Μεραρχίας 26), που κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 17.7.2019 αγωγή του, που κατατέθηκε με αριθμό 6712/3363/19.7.2019, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι την αρνητική αναγνωριστική αγωγή νομιμοποιείται να εγείρει εκείνος που έχει άμεσο έννομο συμφέρον για να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία κάποιας έννομης σχέσης και ότι για την πληρότητα του δικογράφου της αρκεί μόνη η με αυτήν (αγωγή) αντιτασσόμενη, από τον ενάγοντα, κατά του προβαλλομένου από τον εναγόμενο δικαιώματος, γενική άρνηση των πραγματικών περιστατικών που το στηρίζουν. Και έννομη μεν σχέση είναι η βιοτική σχέση προσώπου που αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο, έννομο δε συμφέρον υπάρχει όταν η ζητούμενη διάγνωση είναι το κατάλληλο μέσο άρσης της υφιστάμενης, και από την καύχηση ακόμα για την ύπαρξη δικαιώματος που δεν υπάρχει, αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπή του προκαλούμενου στα συμφέροντα του ενάγοντος κινδύνου από αυτήν. Άμεσο, τέλος, είναι το έννομο συμφέρον, όταν η ανάγκη παροχής της έννομης προστασίας είναι ενεστώσα, υφίσταται δηλαδή κατά την έναρξη της δίκης και θεωρείται ότι γεννιέται τούτο ευθύς ως προσβληθεί ή αμφισβητηθεί το δικαίωμα ή η έννομη σχέση κ.λπ., γιατί από τότε η αναγκαιότητα της προστασίας ανακύπτει και είναι άμεση. Εξάλλου, επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, ο εναγόμενος είναι εκείνος που βαρύνεται, όχι μόνο με την επίκληση αλλά και την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, που κατά το νόμο θεμελιώνουν το προβαλλόμενο από αυτόν δικαίωμα. Αν ο ενάγων επικαλείται διακωλυτικά ή αποσβεστικά του δικαιώματός του αυτού γεγονότα, τότε αυτός φέρει και το βάρος της απόδειξής τους. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 237 παρ. 1-2 και 591 παρ. 1 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ, προκύπτει εκτός από τα άλλα και ότι, αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις του προβάλλει ορισμένους καταλυτικούς της αγωγής ισχυρισμούς, ο ενάγων μπορεί με την προσθήκη των προτάσεών του, που έχουν κατατεθεί νόμιμα, να προβάλει νέους αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε απόκρουση εκείνων, των ισχυρισμών δηλαδή του εναγομένου (ΑΠ 345/1992 ΕλλΔνη 1993.1332 = ΝοΒ 1993.871). ΙΙ. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (βλ. ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011.220, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426, ΔΕΚ 428/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ. Εξάλλου, στην εν λόγω σύμβαση εφαρμόζεται ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003), εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003), έχων, επομένως, ισχύ νόμου, οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδ. β, 16 αρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614, 615 επ. του ΚΠολΔ (πρβλ. ΕφΠειρ 126/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Tο άρθρο 8 του εν λόγω Γενικού Κανονισμού ορίζει στην παρ. 8.1 αυτού ότι «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα», στην παρ. 8.4 αυτού ότι «Ο πλοιοκτήτης, κυβερνήτης ή εκπρόσωπος του σκάφους οφείλει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης για κάθε αλλαγή που αφορά στην πλοιοκτησία – εκπροσώπηση (δ/νση, τηλέφωνο κ.λπ.) και στο σκάφος (σημαία, νηολόγιο κ.λπ.)», στην παρ. 8.5 αυτού ότι «Σε κάθε περίπτωση αλλαγής πλοιοκτησίας – ιδιοκτησίας ελλιμενισμένου σκάφους σε τουριστικό λιμένα, ο πωλητής πρέπει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης περί της γενόμενης αλλαγής, αναφέροντας το όνομα, τη δ/νση μόνιμης κατοικίας του αγοραστή, τα στοιχεία του εκπροσώπου καθώς και την ημερομηνία της μεταβίβασης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο αγοραστής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο υπεύθυνος με τον πωλητή για την εξόφληση τυχόν προηγούμενων υποχρεώσεων του περιελθόντος σ’ αυτόν σκάφους», στην παρ. 8.9 αυτού ότι «Εάν το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα, ο ιδιοκτήτης, κυβερνήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, υποχρεούται να το δηλώσει εγγράφως και εγκαίρως στο φορέα διαχείρισης άλλως ο φορέας διαχείρισης δεν φέρει ευθύνη για τη χρέωση του σκάφους μέχρι να ενημερωθεί εγγράφως για την οριστική αναχώρηση αυτού», το δε άρθρο 9 του ίδιου πιο πάνω Γενικού Κανονισμού ορίζει στην παρ. 1 ότι «Τα ελλιμενιζόμενα σκάφη οφείλουν να εξοφλούν τα δικαιώματα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες – εξυπηρετήσεις εμπρόθεσμα και σύμφωνα με όσα προβλέπονται στους Ειδικούς Κανονισμούς Λειτουργίας και στις Υπουργικές Αποφάσεις έγκρισης των τιμολογίων, άλλως επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται». Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 του ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (βλ. ΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατ’ άρθρο 250 αριθ. 16 ΑΚ σε πέντε (5) χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των μισθωμάτων κάθε είδους, κατά δε το άρθρο 251 του ίδιου Κώδικα η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Άλλωστε, κατ’ άρθρο 253 ΑΚ, η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις του εκμισθωτή για μισθώματα, η βραχυπρόθεσμη δε αυτή παραγραφή αρχίζει από την αρχή κάθε επομένου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρήχθησαν και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει τη σχετική αγωγή (ΑΠ 265/1979 ΝοΒ 1979.1280) και ισχύει για κινητά, ακίνητα ή αγροτικά μίσθια, ανεξάρτητα από το είδος της μίσθωσης (ΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 847/2014 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στο … εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία στις αρχές Μαΐου 2013 αγόρασε από την εταιρεία με την επωνυμία “…” το υπό αγγλική σημαία σκάφος με το όνομα “…”, που ελλιμενιζόταν …. Ότι στις 14.5.2013 απομάκρυνε το σκάφος από τη …, το οποίο ελλιμενιζόταν έκτοτε στη …, ενώ στις 22.1.2016 πώλησε το σκάφος στον …. Ότι στις 3.7.2019 του κοινοποιήθηκαν τα ενσωματωμένα στην αγωγή έγγραφα, ήτοι: α) η υπ’ αριθ. … απόφαση της εναγόμενης περί καταλογισμού σε βάρος του και βεβαίωσης προς είσπραξη από το Δημόσιο Ταμείο συνολικού ποσού 79.344,66 ευρώ για τέλη ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους έως 28.2.2017, όπως το ποσό αυτό ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, και β) οι υπ’ αριθ. … και … βεβαιώσεις οφειλών σε βάρος του από την εναγόμενη προς τη ΔΟΥ ……., με συνημμένους τους αντίστοιχους χρηματικούς καταλόγους, για το ίδιο ως άνω συνολικό ποσό. Ότι οι εν λόγω αξιώσεις της εναγόμενης, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1.4.2006 έως 8.2.2017, για το χρονικό διάστημα μέχρι και την 31.12.2013 έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, ενώ μέχρι τις 10.5.2013 είναι και αβάσιμες, διότι μέχρι τότε το σκάφος ανήκε στην πλοιοκτησία της “…”, από τις 14.5.2013 μέχρι τις 22.1.2016 είναι αβάσιμες, διότι κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το σκάφος ελλιμενιζόταν στη … και για το χρονικό διάστημα μέχρι τις 8.2.2017 είναι αβάσιμες, διότι το σκάφος δεν ανήκε πλέον στην πλοιοκτησία της “…”. Επομένως, (ο ενάγων) αρνείται την καταβολή του χρηματικού ποσού των 38.590,79 ευρώ που αφορά στα τέλη ελλιμενισμού του σκάφους “…” μέχρι και τον Δεκέμβριο 2013 και προβάλλει την ένσταση παραγραφής τους, ισχυρίζεται ότι δε νομιμοποιείται παθητικά στην καταβολή των ποσών 30.086,27 ευρώ, που αφορά σε τέλη ελλιμενισμού μέχρι τις 10.5.2013, και 13.769,29 ευρώ, που αφορά σε τέλη ελλιμενισμού μετά τις 22.1.2016, αρνείται δε την καταβολή ποσού 35.489,11 ευρώ, που αφορά στο χρονικό διάστημα από 14.5.2013 έως και 22.1.2016, διότι το σκάφος δεν ελλιμενιζόταν …. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η παρά την ύπαρξη οφειλών μονομερής ανανέωση της από 4.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους “…” είναι άκυρη ως αντίθετη στον όρο 5.4. αυτής, σε κάθε δε περίπτωση η ενέργεια της ………….. να προβαίνει σε αλλεπάλληλες μονομερείς ανανεώσεις είναι καταχρηστική. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί να αναγνωριστεί: α) ότι οι βεβαιωθείσες σε βάρος του ως άνω χρηματικές αξιώσεις που αναφέρονται στους υπ’ αριθ. … και … χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους ως προς το ποσό των 38.590,79 ευρώ είναι παραγεγραμμένες ήδη σε χρόνο πριν τη βεβαίωσή τους, β) ότι δεν οφείλει τα βεβαιωθέντα σε βάρος του ως άνω ποσά i) των 30.086,27 ευρώ, που αφορά σε τέλη ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους για το χρονικό διάστημα μέχρι τις 10.5.2013, και ii) των 13.769,29 ευρώ, που αφορά στο χρονικό διάστημα από τις 22.1.2016 μέχρι τις 8.2.2017, γ) ότι δεν οφείλει το χρηματικό ποσό των 35.489,11 ευρώ, που αφορά στο χρονικό διάστημα από τις 14.5.2013 μέχρι την 22.1.2016 και δ) ότι οι βεβαιωθείσες σε βάρος του αξιώσεις της αντιδίκου συνολικού ποσού 79.344,66 ευρώ είναι άκυρες. Περαιτέρω, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να ανακαλέσει άλλως διορθώσει την υπ’ αριθ. … απόφαση της ΕΤΑΔ, τους υπ’ αριθ. … και … χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους και τις υπ’ αριθ. … και … βεβαιώσεις οφειλών, με σκοπό να διαγραφεί από τα αρχεία της οποιοδήποτε χρέος σε βάρος του από τον ελλιμενισμό του σκάφους “…” …, καθώς και να υποχρεωθεί να προβεί σε όλες τις κατά νόμο ενέργειες προκειμένου να διαγραφούν από το Δημόσιο Ταμείο οι ως άνω βεβαιωθείσες επ’ ονόματί του οφειλές, και, τέλος, να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη του. Η ένδικη αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1 εδ. β, 16 αριθ. 1, 29 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614, 615 επ., 591 ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη, πλην του αιτήματός της με το οποίο διώκεται να υποχρεωθεί η εναγόμενη «να προβεί σε όλες τις κατά το νόμο ενέργειες προκειμένου να διαγραφούν από το Δημόσιο Ταμείο οι ως άνω βεβαιωθείσες επ’ ονόματί του [ενάγοντος] οφειλές», κατά το οποίο η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, γιατί δεν προσδιορίζονται οι ενέργειες αυτές, ώστε να μπορεί το εναγόμενο να αμυνθεί και το δικαστήριο αφενός μεν να υπαγάγει το αίτημα αυτό στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, αφετέρου δε να τάξει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, τις δέουσες αποδείξεις, όπως απαιτείται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111, 117, 118, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, και πρέπει ν’ απορριφθεί, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 574 επ., 361, 272, 250 αριθ. 16, 253, 281 ΑΚ, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς και στις προαναφερθείσες διατάξεις της υπ’ αριθ. Τ/9803/5.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας, πλην του αιτήματός της με το οποίο διώκεται να υποχρεωθεί η εναγόμενη ν’ ανακαλέσει, άλλως διορθώσει την υπ’ αριθ. … απόφαση της ΕΤΑΔ, τους υπ’ αριθ. … και … χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους και τις υπ’ αριθ. … και … βεβαιώσεις οφειλών, το οποίο είναι νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον, το εν λόγω αίτημα καταδίκης της εναγόμενης σε δήλωση βούλησης, όπως ορθά εκτιμάται αυτό, αφού αναφέρεται σε νομική πράξη κατά τη γενική έννοια, που είτε αυτοτελώς είτε συνδυαζόμενη με άλλα γεγονότα επιφέρει έννομες συνέπειες, δεν στηρίζεται στο νόμο ή σε σύμβαση, δηλαδή η προς δήλωση βούλησης υποχρέωση δεν απορρέει εν προκειμένω ούτε από το νόμο ούτε από σύμβαση την οποία ο νόμος να εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, όπως απαιτείται για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 949 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμος δεύτερος, υπό το άρθρο 949, §238 ΙΙ σελ. 652-653 και 238α σελ. 655). Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθόσον για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «…», όπως μετονομάστηκε η εταιρεία με την επωνυμία «…», και του ενάγοντος, κατόπιν της από 1.4.2006 αίτησης-δήλωσης του τελευταίου για έγκριση ελλιμενισμού … του μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής με το όνομα «…», σημαίας …, νηολογίου …., με αριθμό …, ολικής και καθαρής χωρητικότητας 33,35 κόρων, έτους ναυπήγησης ……, ολικού μήκους 16,88 μέτρων, πλάτους 4,66 μέτρων, βυθίσματος 2,65 μέτρων, ιδιοκτησίας της εδρεύουσας στο ……… εταιρείας με την επωνυμία “…”, της οποίας ο ενάγων ήταν εκπρόσωπος, εξουσιοδοτηθείς σχετικά από τον νόμιμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας εταιρείας …, καταρτίσθηκε, μετά την έγκριση της αίτησης αυτής από το …, σύμβαση μίσθωσης (ελλιμενισμού) του ως άνω σκάφους. Σημειώνεται ότι εν τέλει η αντισυμβαλλόμενη του ενάγοντος εταιρεία, που μετονομάσθηκε εκ νέου σε «…», έχει μετονομασθεί σε «…» (…), ασκεί δε, δυνάμει των διατάξεων των νόμων 2836/1998, 2837/2000 και 3270/2004, τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του «…» (…..), ως επιχειρηματικές δε μονάδες του …… νοούνται, μεταξύ άλλων, οι μονάδες των τουριστικών λιμένων, οι οποίες ανήκουν κατά κυριότητα στον …… ή τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση αυτού ή έχουν μισθωθεί από αυτόν ή βρίσκονται στην εκμετάλλευσή του με οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή. Μεταξύ των λιμένων αυτών συμπεριλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας ………. Ειδικότερα το υποκατάστημα με την επωνυμία «…» έχει ως καταστατικό σκοπό την εκμετάλλευση τόσο της θαλάσσιας ζώνης του τουριστικού λιμένα του ……., όσο και της χερσαίας ζώνης του λιμένα. Περαιτέρω, με την ως άνω σύμβαση συμφωνήθηκε η εναγόμενη να παραχωρήσει το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους του ενάγοντος καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχόμενων διευκολύνσεων στο χώρο της μαρίνας, έναντι του συμφωνημένου ανταλλάγματος (άρθρο 2.1 σύμβασης), ο δε ενάγων να καταβάλλει για το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους, το καθορισθέν και συμφωνηθέν ποσό σε ευρώ ανά μέτρο ολικού μήκους, όπως αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2160/1993 (άρθρο 2.3 σύμβασης). Εξάλλου, ο υπογράφων το συμφωνητικό τεκμαίρεται ως νόμιμος εκπρόσωπος του πελάτη και καθίσταται υπεύθυνος και υπόλογος έναντι της εναγόμενης για κάθε ζήτημα αναφορικά με την παραμονή του σκάφους στη μαρίνα είτε αυτό είναι τεχνικό είτε οικονομικό και καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο συνυπεύθυνος (άρθρο 2.4 σύμβασης). Με τον 4.1 όρο ορίστηκε ότι η σύμβαση λύεται αυτομάτως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 συνεχόμενους μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της, ενώ με τον 5.4 όρο ορίστηκε ότι κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού, και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα προβλεπόμενα στον 5.1 όρο εγγράφως την εταιρεία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, «διά του παρόντος [συμφωνητικού], ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του, και η εταιρεία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασής του, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχόμενων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επόμενη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης». Ακόμη, με τον 6.2 όρο ορίσθηκε ότι ο πελάτης δηλώνει ότι, αφού έλαβε πλήρη γνώση, αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως και ανεπιφυλάκτως τα τιμολόγια ελλιμενισμού καθώς και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κ.λπ.) της μαρίνας, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αναγραφόμενες σ’ αυτά τιμές και υποχρεούται να καταβάλλει τα αναλογούντα δικαιώματα και τέλη για τις χρεώσεις αυτές, εμπροθέσμως και προσηκόντως, όπως αυτά υπολογίζονται και προσδιορίζονται στις αποφάσεις των τιμολογίων και στον ειδικό κανονισμό λειτουργίας της μαρίνας. Τέλος, με τον 8.4 όρο συμφωνήθηκε ότι «ο πελάτης, σε περίπτωση που το σκάφος αποχωρεί οριστικά από τις εγκαταστάσεις της μαρίνας, είτε προ ή με το τέλος του συμβατικού χρόνου λήξης, υποχρεούται να δηλώσει τούτο στη μαρίνα εγγράφως και εγκαίρως, άλλως η εταιρεία χρεώνει σε βάρος του κανονικά μέχρι τη συμβατική λήξη ή μέχρι την ημερομηνία της, κατά τα ως άνω, έγγραφης δήλωσης προς την εταιρεία για την οριστική αποχώρηση του σκάφους». Η ανωτέρω σύμβαση που είχε αρχικά διάρκεια από 1.4.2006 έως 31.12.2006 ανανεώθηκε έκτοτε σιωπηρά, αφού κανένα από τα μέρη δεν κατήγγειλε τη σύμβαση, μέχρι που, με το από 13.3.2017 ενημερωτικό σημείωμα της εναγόμενης, που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 16.3.2017, του γνωστοποιήθηκε η καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης λόγω μη καταβολής των αναλογούντων τελών ελλιμενισμού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, με ισχύ από τις 28.2.2017. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η εναγόμενη παρέσχε στον ενάγοντα μόνιμη θέση ελλιμενισμού για το σκάφος του … και τη χρήση των εγκαταστάσεών της. Ο ενάγων προέβη σε μισθωτική χρήση μέχρι τις 10.7.2014, οπότε απομάκρυνε το σκάφος του από τη …, χωρίς, ωστόσο, να ειδοποιήσει την εναγόμενη για τη διακοπή του ελλιμενισμού, έκτοτε δε το ελλιμένιζε στη … (βλ. την υπ’ αριθ. Πρωτ. … βεβαίωση της “….”). Σημειώνεται ότι δεν αποδεικνύεται από το από … υπ’ αριθ. … δελτίο κίνησης πλοίου αναψυχής, που εκδόθηκε από τη λιμενική αρχή …, ο ελλιμενισμός του σκάφους ήδη από τον χρόνο εκείνο στη …, δεδομένου ότι αυτό σύμφωνα με το νόμο χορηγείτο από οποιαδήποτε λιμενική αρχή, ανεξαρτήτως του τόπου ελλιμενισμού του σκάφους, ενώ δεν προσκομίζονται παραστατικά πληρωμής τελών ελλιμενισμού στην εν λόγω μαρίνα. Άλλωστε, δυνάμει του από 8.5.2013 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία “…” μεταβίβασε την κυριότητα του εν λόγω σκάφους, λόγω πωλήσεως, και παρέδωσε αυτό … στις 10.5.2013 (βλ. το υπό την ίδια ημερομηνία πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής) στην επίσης εδρεύουσα στο …… εταιρεία με την επωνυμία “…”, συμφερόντων του ενάγοντος, ο οποίος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, εκδόθηκε δε το από 14.5.2013 έγγραφο βρετανικής εθνικότητας. Περαιτέρω, δυνάμει του από 22.1.2016 αγοραπωλητήριου συμβολαίου, η “…” μεταβίβασε την κυριότητα του εν λόγω σκάφους, λόγω πωλήσεως, έναντι τιμήματος 110.000 ευρώ, στον …, και το παρέδωσε στις … στο ναυπηγείο «… (βλ. το από … πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής). Επίσης αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη εξέδωσε την υπ’ αριθ. Πρωτ. … Απόφαση με θέμα «Βεβαίωση προς είσπραξη από το Δημόσιο Ταμείο οφειλών από ελλιμενισμό … του σκάφους …», σύμφωνα με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του ενάγοντος και εγκρίθηκε η βεβαίωση προς είσπραξη από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο συνολικού ποσού 79.344,66 ευρώ, το οποίο αφορούσε σε: α) υπόλοιπο οφειλών από τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού έως 31.12.2012 ποσού 25.189,81 ευρώ και β) τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού από 2013 έως 28.2.2017 ποσού 54.154,85 ευρώ. Εξάλλου, για τη βεβαίωση της ως άνω οφειλής, σύμφωνα με το β΄ εδαφ. άρθρου 206 του Ν. 4389/2016, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 68 του Ν. 4484/2017, συντάχθηκαν από την εναγόμενη και απεστάλησαν στη ΔΟΥ ……..οι υπ’ αριθ. Πρωτ. … και … χρηματικοί και βεβαιωτικοί κατάλογοι, ποσών αντίστοιχα 25.189,81 ευρώ για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2012 και 54.154,85 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 2013 έως 28.2.2017. Σύμφωνα με τη λογιστική καρτέλα για το επίδικο σκάφος, που τηρούσε η εναγόμενη, και που αφορά στο χρονικό διάστημα από 1.4.2006 έως 8.2.2017, προκύπτουν τα ακόλουθα: Για την περίοδο από 1.4.2006 έως 13.11.2009 όλα τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού του σκάφους είχαν εξοφληθεί ολοσχερώς, γι’ αυτό και στη στήλη «ΧΡΕΩΣΕΙΣ» αναγράφεται υπόλοιπο «0,00». Από τις 13.11.2009 έως και τις 18.3.2011 εμφαίνονται χρεώσεις συνολικού ποσού 16.080,73 ευρώ, ενώ στις 18.3.2011 καταβλήθηκαν ποσά 7.000,00 και 7.234,00 ευρώ, με τα οποία εξοφλήθηκαν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ, τα υπόλοιπα μισθώματα έτους 2009, συνολικού ποσού 1.863,47 ευρώ, για τα οποία είχαν εκδοθεί οι υπ’ αριθ. … και … ΑΠΥ ποσών αντιστοίχως 941,91 και 921,56 ευρώ, τα μισθώματα έτους 2010, συνολικού ποσού 12.140,29 ευρώ, για τα οποία είχαν εκδοθεί οι ΑΠΥ υπ’ αριθ. … ποσού 915,13 ευρώ, … ποσού 915,13 ευρώ, … ποσού 64,36 ευρώ, … ποσού 988,82 ευρώ, … ποσού 963,23 ευρώ, … ποσού 1.018,22 ευρώ, … ποσού 963,23 ευρώ, … ποσού 1.131,55 ευρώ, … ποσού 979,15 ευρώ, … ποσού 1.087,45 ευρώ, … ποσού 979,15 ευρώ, … ποσού 1.078,60 ευρώ και … ποσού 1.056,27 ευρώ, και εν μέρει το μίσθωμα μηνός Ιανουαρίου 2011 ποσού 979,15 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθ. … ΑΠΥ), ως προς το ποσό των 230,24 ευρώ. Επομένως, έμεινε ανεξόφλητο μέρος αυτού ποσού 748,91 ευρώ, καθώς και όλα τα υπόλοιπα μισθώματα έτους 2011, συνολικού ποσού 11.933,78 ευρώ. Οι αξιώσεις, όμως, αυτές, για τις οποίες η εναγόμενη έχει εκδώσει τις ΑΠΥ υπ’ αριθ. … υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού 748,91 ευρώ, … ποσού 979,15 ευρώ, … ποσού 118,67 ευρώ, … ποσού 1.167,64 ευρώ, … ποσού 1.038,49 ευρώ, … ποσού 1.098,64 ευρώ, … ποσού 1.038,49 ευρώ, … ποσού 1.093,84 ευρώ, … ποσού 1.038,49 ευρώ, … ποσού 1.084,62 ευρώ, … ποσού 1.038,49 ευρώ, … ποσού 1.149,19 ευρώ και … ποσού 1.088,31 ευρώ, όπως το τελικό οφειλόμενο ποσό προκύπτει κατόπιν συνυπολογισμού του υπ’ αριθ. … πιστωτικού τιμολογίου ποσού 749,15 ευρώ, έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή ήδη από τις 31.12.2016, δυνάμει των άρθρων 250 αριθ. 16 και 253 ΑΚ. Περαιτέρω, και οι αξιώσεις της εναγόμενης για τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του έτους 2012 συνολικού ποσού 13.256,03 ευρώ, για τις οποίες έχει εκδώσει τις ΑΠΥ υπ’ αριθ. … ποσού 1.038,49 ευρώ, … ποσού 1.038,49 ευρώ, … ποσού 1.176,87 ευρώ, … ποσού 1.038,49 ευρώ, … ποσού 1.151,93 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ, … ποσού 1.059,52 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ, … ποσού 1.281,81 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ, … ποσού 1.257,43 ευρώ και … ποσού 1.053,25 ευρώ, έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή ήδη από τις 31.12.2017. Τέλος, οι αξιώσεις της εναγόμενης για τα μισθώματα του έτους 2013, συνολικού ποσού 13.490,97 ευρώ -τα οποία, ωστόσο, ο ενάγων εσφαλμένα υπολογίζει με την αγωγή του στο συνολικό ποσό των 13.400,98 ευρώ-, για τα οποία έχει εκδώσει τις ΑΠΥ υπ’ αριθ. … ποσού 1.108,60 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ… ποσού 1.123,09 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ, … ποσού 1.116,53 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ, … ποσού 1.341,44 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ… ποσού 1.286,13 ευρώ, … ποσού 1.053,25 ευρώ, … ποσού 1.195,68 ευρώ και … ποσού 1.053,25 ευρώ έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή ήδη από τις 31.12.2018. Σημειώνεται ότι η επίδικη σύμβαση, αν και περιέχει περισσότερες παροχές, είναι σύμβαση μίσθωσης, διότι η κύρια παροχή αυτής έχει περιεχόμενο μισθωτικής σύμβασης, δηλαδή παραχώρηση χρήσης με αντάλλαγμα (ΕφΠειρ 585/2015 ό.π.). Επομένως, οι αξιώσεις της εναγόμενης αποτελούν μισθώματα και έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 250 αριθ. 16 και 253 ΑΚ περί πενταετούς παραγραφής, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της. Κατ’ ακολουθίαν βασίμως ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι αξιώσεις της εναγόμενης για τέλη ελλιμενισμού του επίδικου σκάφους μέχρι και τον Δεκέμβριο έτους 2013, συνολικού ποσού (11.933,78 + 13.256,03 + 13.400,98 =) 38.590,79 ευρώ, όπως καταλογίστηκαν σε βάρος του με την προαναφερθείσα απόφασή της, ήταν ήδη παραγεγραμμένες κατά το χρόνο έκδοσης αυτής και των προαναφερθεισών βεβαιώσεων οφειλών (25.6.2019). Επί του επικουρικά προβαλλόμενου, παραδεκτά με τις προτάσεις της εναγόμενης, ισχυρισμού της περί οφειλής του ανωτέρω ποσού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σημειώνονται τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ που ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη» προκύπτει ότι προϋπόθεση αναγκαία για την έγερση αγωγής προς αναζήτηση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγόμενου είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες στην ανωτέρω διάταξη μορφές ελλείψεως της νομιμότητας αυτής, που πρέπει να προσδιορίζεται (βλ. και ΑΠ 273/1993 ΝοΒ 1994.819, ΕφΑθ 8350/1993 ΝοΒ 1994.86). Τέτοιος, όμως, πλουτισμός δεν είναι ο επερχόμενος στον οφειλέτη συνεπεία παραγραφής της εναντίον του αξιώσεως, αφού η παραγραφή της αξιώσεως αποτελεί νόμιμη αιτία του πλουτισμού (ΑΚ 272 παρ 1· βλ. ΑΠ 93/1996 ΕλλΔνη 1997.553, ΕφΠειρ 181/1995 ΕλλΔνη 1996.433, ΕφΑθ 8966/1991 ΕλλΔνη 1993.170). Αντίθετο επιχείρημα δεν παρέχεται από το ισχύον επί αδικοπραξίας άρθρο 938 του ΑΚ, αφού με αυτό παρέχεται εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον άνω κανόνα (βλ. ΑΠ 93/1996 ό.π.). Τέλος, η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητικής φύσεως και δεν δίδεται μαζί και παράλληλα με την αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, όταν οι αγωγές αυτές στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 1997.1045, ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 1996.81, ΑΠ 439/1989 ΕΕΝ 1990.129, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 1984.1354, ΕφΘεσ 2111/1996 Αρμ 1996.1323, ΕφΘεσ 296/1994 Αρμ 1994.786, ΕφΑθ 8350/1993 ό.π.). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, όπου οι αξιώσεις της εναγόμενης απορρέουν εκ της συμβάσεως μισθώσεως και όχι εξ αδικοπραξίας, με συνέπεια η παραγραφή τους να συνιστά νόμιμη αιτία του πλουτισμού του ενάγοντος, ο επικουρικά προβαλλόμενος με τις προτάσεις της εναγόμενης (βλ. επίμετρο αυτών) ισχυρισμός περί οφειλής του ανωτέρω ποσού εξ ευρώ 38.590,79 σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού τυγχάνει νόμω αβάσιμος και απορριπτέος. Πρέπει, εξάλλου, να απορριφθεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δε νομιμοποιείται παθητικά ως προς τις καταλογισθείσες σε βάρος του αξιώσεις της εναγόμενης για το χρονικό διάστημα μέχρι τον Μάιο 2013, ανεξαρτήτως του παραγεγραμμένου αυτών, καθόσον ο ίδιος ευθυνόταν για την καταβολή τους σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους 1.1 και 2.3, αφού εμφανίστηκε και ενήργησε κατά την υπογραφή της σύμβασης ως νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας και κυβερνήτης του σκάφους, αποδέχθηκε, συνεπώς, την εις ολόκληρον οφειλή με τα λοιπά αναφερόμενα στον 1.1 όρο πρόσωπα για την καταβολή των δικαιωμάτων ελλιμενισμού και των λοιπών χρεώσεων για τις επιμέρους παρεχόμενες υπηρεσίες στο σκάφος. Άλλωστε, μετά τη μεταβίβαση στην “…”, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, της κυριότητας του σκάφους τον Μάιο 2013, κατέστη, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (αριθ. Τ/9803), σε κάθε περίπτωση, «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος με την πωλήτρια για την εξόφληση τυχόν προηγούμενων υποχρεώσεων του περιελθόντος σ’ αυτόν σκάφους». Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν οφείλει να καταβάλει τέλη ελλιμενισμού για το χρονικό διάστημα μετά τις 14.5.2013, λόγω απομάκρυνσης του σκάφους του από τη …. Ανεξαρτήτως του ότι, όπως αποδείχθηκε, το σκάφος «…» ελλιμενίστηκε στη … από τις 11.7.2014, ο ενάγων ουδέποτε προέβη σε έγγραφη δήλωση προς την εναγόμενη περί οριστικής αναχώρησης του σκάφους του από τη …, όπως όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 9 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΥΑ Τ/9803/2003 των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας) αλλά και τον όρο 8.4 της σύμβασης. Αντίθετα, η εναγόμενη ήταν αυτή που προέβη σε καταγγελία της σύμβασης, όπως προεκτέθηκε. Επομένως, βασίμως η εναγόμενη αξιώνει τέλη ελλιμενισμού για το ως άνω χρονικό διάστημα που το σκάφος δεν ελλιμενιζόταν πλέον …, όπως το ποσό αυτό προκύπτει από τις εγγραφές στην καρτέλα κίνησης του σκάφους, όπου εμφαίνονται οι αριθμοί των παραστατικών, οι χρεώσεις-πιστώσεις για κάθε μήνα και το γενικό υπόλοιπο. Εξάλλου, παρά τη μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους στον … την 22.1.2016, όπως προαναφέρθηκε, η ευθύνη του ενάγοντος για την καταβολή των οφειλόμενων τελών ελλιμενισμού δεν έπαυσε, καθόσον ουδέποτε γνωστοποίησε στην εναγόμενη την αλλαγή της πλοιοκτησίας, της οποίας η τελευταία έλαβε γνώση το πρώτον με την υπό κρίση αγωγή [βλ. άρθρο 8 παρ. 4, 5 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΥΑ Τ/9803/2003 των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας)]. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο ενάγων, ο οποίος υπέγραψε τη σύμβαση ελλιμενισμού ως νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας κατά τον χρόνο εκείνο εταιρείας “…” και συμφώνησε να ευθύνεται ατομικά μαζί με αυτήν, δεσμευόμενος από τους όρους της, παρέσχε, σύμφωνα με τον 5.4 συμβατικό όρο, την ανέκκλητη εντολή προς την εναγόμενη να ανανεώνει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του. Επομένως, η παράταση της διάρκειας της αρχικής από 4.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού δεν πάσχει ακυρότητας. Σημειώνεται ότι, με το τελευταίο εδάφιο του ανωτέρω συμβατικού όρου, από την προηγούμενη ολική εξόφληση των απορρεουσών από τα δικαιώματα ελλιμενισμού οφειλών συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση της εναγόμενης να ανανεώσει τη σύμβαση, με συνέπεια στην περίπτωση ύπαρξης οφειλών να μη δεσμεύεται να την ανανεώσει. Τούτο, ωστόσο, δεν απέκλειε τη δυνατότητά της να την ανανεώσει, εφόσον το επιθυμούσε, παρά την ύπαρξη οφειλών, καθώς το σχετικό εδάφιο τέθηκε προς όφελός της, όπως σαφώς προκύπτει από την ερμηνεία του με βάση τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης ήταν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου ότι αυτή είχε το συμβατικό δικαίωμα να προβαίνει σε μονομερείς ανανεώσεις της σύμβασης ελλιμενισμού χωρίς χρονικό περιορισμό, ο ενάγων δε, που είχε αυτοπροσώπως συμβληθεί μαζί της και είχε λάβει γνώση και αποδεχθεί όλους τους συμβατικούς όρους, έφερε το βάρος να την ενημερώσει για τις αλλαγές στην πλοιοκτησία του σκάφους, την παραμονή ή την οριστική απομάκρυνσή του από τον χώρο της μαρίνας … και, εν τέλει, να καταγγείλει τη σύμβαση. Αντίθετα αυτός δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια, διατηρώντας, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να κάνει χρήση της θέσης ελλιμενισμού που του είχε διατεθεί καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που η σύμβαση ελλιμενισμού ήταν ενεργή. Η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση για το χρόνο μετά τις 28.2.2017, του γνωστοποίησε την καταγγελία και την οφειλή μισθωμάτων στις 16.3.2017, και πάλι, όμως, ο ενάγων δεν αντέδρασε, παρά μόνο τον Δεκέμβριο 2018, μετά τον καταλογισμό των οφειλών και τη συνακόλουθη βεβαίωση οφειλών στην αρμόδια ΔΟΥ σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της αρχικής πλοιοκτήτριας εταιρείας …. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός περί καταχρηστικότητας της συμπεριφοράς της εναγόμενης τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, η παραδεκτά προβαλλόμενη με την προσθήκη στις προτάσεις του ενάγοντος, προς αντίκρουση των προταθέντων με τις προτάσεις της εναγόμενης ισχυρισμών της, ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της τελευταίας στην επαύξηση της ζημίας της, που τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον δεν αποδείχθηκε, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές του Δικαστηρίου, ότι η εναγόμενη υπήρξε συνυπαίτια στην επέλευση και την έκταση της ζημίας της.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμω βάσιμη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και ν’ αναγνωριστεί ότι οι αξιώσεις της εναγόμενης που αναφέρονται στους υπ’ αριθ. … και … χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν σε βάρος του ενάγοντος με τις υπ’ αριθ. Πρωτ. … και … βεβαιώσεις της … για το χρονικό διάστημα μέχρι την 31.12.2013, συνολικού ποσού τριάντα οχτώ χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (38.590,79 €), είχαν ήδη παραγραφεί πριν τη βεβαίωσή τους, ενόψει και του ότι αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει προφανές έννομο συμφέρον για την αναγνώριση αυτή (άρθρο 70 ΚΠολΔ). Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, λόγω της ήττας της και κατά το μέρος αυτής (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι αξιώσεις της εναγόμενης που αναφέρονται στους υπ’ αριθ. … και … χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν σε βάρος του ενάγοντος με τις υπ’ αριθ. Πρωτ. … και … βεβαιώσεις της … για το χρονικό διάστημα μέχρι την 31.12.2013, συνολικού ποσού τριάντα οχτώ χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (38.590,79 €), είχαν ήδη παραγραφεί πριν τη βεβαίωσή τους.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ