Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

  

 

 

 

Αριθμός απόφασης            320/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18η Σεπτεμβρίου 2018 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Σιούφα (ΑΜΔΣΠ 3627), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, από τις οποίες η μεν πρώτη δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, ενώ η δεύτερη εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Μπαγιάτη (ΑΜΔΣΑ 23203), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Η καλούσα – ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 27-12-2011 με Α.Κ. 11684/2011 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 13ης-03-2012, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην της πρώτης καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2634/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού διατάχθηκε η συνεκδίκασή της με την παρακάτω αναφερόμενη υπό στοιχείο Β’ αγωγή, αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αναφερόμενης στο διατακτικό της αγωγής, που εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ακολούθως, με την από 22-06-2016 με Γ.Α.Κ. 3671/2016 και με Ε.Α.Κ. 2014/2016 κλήση της καλούσας – ενάγουσας η ως άνω αγωγή επανεισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση στη δικάσιμο της 26ης-09-2017 και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4746/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της. Ήδη, με την από 05-01-2018 με Γ.Α.Κ. 118/2018 και με Ε.Α.Κ. 57/2018 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Β) ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Σιούφα (ΑΜΔΣΠ 3627), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Μπαγιάτη (ΑΜΔΣΑ 23203), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Η καλούσα – ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20-11-2011 με Α.Κ. 11527/2011 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 13ης-03-2012, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2634/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού διατάχθηκε η συνεκδίκασή της με την παραπάνω αναφερόμενη υπό στοιχείο Α’ αγωγή, αναβλήθηκε η εκδίκασή της, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αναφερόμενης στο διατακτικό αγωγής, που εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη, με την από 08-10-2015 με Γ.Α.Κ. 10584/2015 και με Α.Κ. 5968/2015 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η υπόθεση επανεισάγεται προς περαιτέρω συζήτηση στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, κατόπιν αναβολών κατά τις δικασίμους της 29ης-03-2016 και της 23ης-01-2018, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επανεισάγονται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με τις από 05-01-2018 με Γ.Α.Κ. 118/2018 και με Ε.Α.Κ. 57/2018 και από 08-10-2015 με Γ.Α.Κ. 10584/2015 και με Α.Κ. 5968/2015 κλήσεις των καλουσών – εναγουσών, οι από 27-12-2011 με Α.Κ. 11684/2011 και από 20-11-2011 με Α.Κ. 11527/2011 αγωγές τους, αντίστοιχα (εφεξής υπό στοιχεία Α’ και Β’ αγωγές), μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 2634/2012 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Ειδικότερα, με την παραπάνω απόφαση διατάχθηκε η συνεκδίκαση των παραπάνω αγωγών, κρίθηκε ότι το Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, καθώς και ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό στοιχείο Α’ αγωγής, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, ότι οι αγωγές είναι νόμιμες κατά το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, απορριπτομένης ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού της υπό στοιχείο Α’ αγωγής, και αναβλήθηκε η συζήτηση των παραπάνω αγωγών, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 24-02-2012 και με Γ.Α.Κ. 1586/2012 αγωγής, που εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη, επί της παραπάνω αγωγής έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 32/2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (ναυτικό τμήμα), την οποία προσάγουν με επίκληση οι καλούσες – ενάγουσες. Πρέπει, επομένως, οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ αγωγές, οι οποίες επανεισάγονται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με τις παραπάνω αναφερόμενες κλήσεις, να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, για τους λόγους που αναφέρονται στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 2634/2012 μη οριστική απόφαση, στην αιτιολογία της οποίας το παρόν Δικαστήριο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων.

Κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, «Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο», ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, «Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 η παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης». Η πρώτη ως άνω διάταξη, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πρόσωπα με διαμονή ή έδρα σε χώρα η οποία δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, εκτός εάν πρόκειται για δίκες στο ειρηνοδικείο, οπότε η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, και αν πρόκειται για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, στον εισαγγελέα πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Ο αρμόδιος κατά τα παραπάνω εισαγγελέας οφείλει ν’ αποστείλει το έγγραφο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει στον αποδέκτη της επίδοσης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή σε πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν σε χώρα που δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή (επίδοση) θεωρείται ότι συντελείται με την επίδοση στον εισαγγελέα. Οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν ο αποδέκτης της επίδοσης έχει γνωστή διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση με το Ν. 1334/1983 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, η πρώτη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ αγωγής δεν παραστάθηκε κατά την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Για το νομότυπο της κλήτευσης της εδρεύουσας στον … παραπάνω διαδίκου, η καλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ αγωγής, που επισπεύδει τη συζήτηση της αγωγής με την από 05-01-2018 κλήση, προσάγει με επίκληση την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …. Από την παραπάνω έκθεση επίδοσης προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και παραγγελία για επίδοση με κλήση προς συζήτηση στην ίδια ως άνω δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της καλούσας – ενάγουσας της υπό στοιχείο Α’ αγωγής στην ως άνω απολιπόμενη διάδικο, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 122 παρ. 1, 123, και 228 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή εδρεύει σε κράτος εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (….), το οποίο δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης της 15ης-11-1965 «σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (Βλ. status table 14 – Convention of 15 November 1965 on the service abroad of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters – hcch.net), ούτε άλλωστε η Ελλάδα έχει συνάψει με το κράτος αυτό σχετική διμερή σύμβαση (Βλ. διμερείς συμβάσεις δικαστικής συνεργασίας σε αστικά και ποινικά θέματα – ministryofjustice.gr). Πρέπει, επομένως, η παραπάνω απολιπόμενη διάδικος, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο της 13ης-02-2012 (Βλ. τα υπ’ αριθ. 2634/2012 απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου), ούτε κατά την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011).

Με τις διατάξεις των εδαφίων α’ και β’ του άρθρου 479 ΑΚ, που ορίζουν ότι: «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει», εισάγεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, απ’ αυτούς δε τους δύο, ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (Βλ. ΑΠ 1948/2008, ΕΠ 545/2015 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ένστασης αυτού, και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Βλ. ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν απ’ αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε σε γνώση ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Βλ. ΑΠ 451/2012, ΑΠ 910/2010, 909/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕΠ 545/2015, ΕΠ 94/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάστηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει απ’ αυτήν την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Βλ. ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕΠ 726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ως «επιχείρηση» η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Βλ. ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕΠ 545/2015, ό.π., ΕΠ 372/2014, ΕΠ 207/2011, ΕΠ 726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Βλ. ΕΠ 726/2010, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ αγωγής με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, προβάλλει ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής επικαλούμενη ότι με το αγωγικό δικόγραφο δεν εκτίθενται, αφενός στοιχεία για τη γνώση της ότι το πλοίο που απέκτησε από τη συνεναγόμενή της εταιρία αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της τελευταίας, αφετέρου ο τρόπος και οι ειδικές συνθήκες με βάση τις οποίες αυτή ήταν σε θέση να γνωρίζει την περιουσιακή κατάσταση της συνεναγόμενής της εταιρίας. Από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της ευθύνης της παραπάνω διαδίκου, με βάση το άρθρο 479 ΑΚ. Ειδικότερα, εφόσον με το αγωγικό δικόγραφο ιστορείται αφενός ότι το μεταβιβασθέν στη δεύτερη εναγόμενη πλοίο ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγόμενης, αφετέρου ότι αμφότερες οι εναγόμενες ασκούσαν συναφή ναυτιλιακή δραστηριότητα, δεν απαιτούταν να γίνει περαιτέρω επίκληση των στοιχείων και των ειδικών συνθηκών της γνώσης της δεύτερης εναγόμενης – αγοράστριας του πλοίου, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετα υποστηριζόμενων από την ίδια.

Καθότι, αφενός η πρώτη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ αγωγής συνδέεται με τη δεύτερη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη με δεσμό απλής ομοδικίας (Βλ. ΕΠ 545/2015, ό.π., ΕΑ 1833/2014 ΔΕΕ 2014.830, ΕΠ 207/2011 ΤΝΠ NOMOS), με βάση τα άρθρα 74 αριθ. 1, 75 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφετέρου δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό στοιχείο Α’ αγωγής τεκμαίρονται ομολογημένα από την πρώτη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, λόγω της ερημοδικίας της, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 του ίδιου Κώδικα), πρέπει η υπό στοιχείο Α’ αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την παραπάνω διάδικο, και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην καλούσα – ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι δολλαρίων ΗΠΑ και ενενήντα δύο σεντς (44.020,92), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα από την 24-09-2010 μέχρι την εξόφληση.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε πλευρά), το περιεχόμενο των οποίων περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθ. 2634/2012 απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 13ης-03-2012 του παρόντος Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: H εδρεύουσα στο … εταιρία με την επωνυμία «…», ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ αγωγής, και η εδρεύουσα στην …….. εταιρία με την επωνυμία «….», ενάγουσα της υπό στοιχείο Β’ αγωγής, εντάσσονται στο διεθνή όμιλο εταιριών «…», ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας χρωμάτων για βιομηχανική, ναυτιλιακή και διακοσμητική χρήση. Την 27-05-2010 μεταξύ της εναγόμενης της υπό στοιχείο Α’ αγωγής – εδρεύουσας στον … εταιρίας με την επωνυμία «….» και της εναγόμενης των υπό στοιχεία Α’ και Β’ αγωγών ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…» καταρτίσθηκε σε έντυπο της … με την κωδική ονομασία «…» προσύμφωνο αγοραπωλησίας (memorandum of agreement) του υπό σημαία … και με ΔΔΣ … πλοίου «…», δυνάμει του οποίου η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στη δεύτερη το παραπάνω πλοίο, πλοιοκτησίας της, αντί τιμήματος 3.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Ακολούθως, μεταξύ των παραπάνω διαδίκων την 11-06-2010 καταρτίσθηκε συμφωνητικό πώλησης (bill of sale) του πλοίου και στη συνέχεια η αγοράστρια το νηολόγησε υπό ……..σημαία και με Αριθμό Νηολογίου 448 στο νηολόγιο …. Περαιτέρω, δυνάμει σύμβασης που καταρτίσθηκε το Μάϊο έτους 2010 μεταξύ της «…» και της «….», διά της διαχειρίστριας του πλοίου μη διαδίκου εταιρίας «….», η οποία κατά την κατάρτιση της σύμβασης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της «….», κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, η πρώτη πώλησε στη δεύτερη χρώματα και υλικά, συνολικής αξίας 109.020,92 δολλαρίων ΗΠΑ, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά κατά κωδικό, είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας στο εκδοθέν από την ως άνω πωλήτρια υπ’ αριθ. … τιμολόγιο πώλησης, το οποίο προσάγεται με επίκληση σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική. Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης πώλησης, κατά το χρονικό διάστημα από την 06-05-2010 έως την 24-06-2010 η πωλήτρια εταιρία «…» παρέδωσε τα πωληθέντα εμπορεύματα στο πλοίο «…», το οποίο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα ναυλοχούσε σε ναυπηγείο στη ……., διά της φορολογικής αντιπροσώπου της στην Ελλάδα «….» (άρθρο 317 ΑΚ), η οποία εξέδωσε τα υπ’ αριθ. … δελτία αποστολής. Έναντι του οφειλόμενου τιμήματος της πώλησης, το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε καταβλητέο την 23-09-2010, η αγοράστρια «….», διά της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου, προέβη σε μερικές καταβολές, συνολικού ποσού 65.000 δολλαρίων ΗΠΑ, και, επομένως, εξακολουθεί να οφείλεται στην πωλήτρια εταιρία το υπόλοιπο του τιμήματος, το οποίο ανέρχεται σε (109.020,92 – 65.000 =) 44.020,92 δολλάρια ΗΠΑ. Για την πληρωμή του παραπάνω ποσού υπέγγυα εις ολόκληρον με τη «….» είναι και η «…», με βάση τις διατάξεις των άρθρων 479 και 481 ΑΚ. Τούτο δε για το λόγο ότι κατά το χρόνο που το χρέος της πρώτης προς την ενάγουσα είχε γεννηθεί, η πρώτη μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα λόγω πώλησης και παρέδωσε το πλοίο της «…» στη δεύτερη. Το μεταβιβασθέν πλοίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της μεταβιβάσασας εταιρίας, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την αποκτήσασα εταιρία «…», συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Ενώ η γνώση της τελευταίας τόσο κατά το χρόνο σύναψης του προσυμφώνου αγοραπωλησίας (ΜΟΑ), όσο και κατά το χρόνο κατάρτισης του συμφωνητικού πώλησης (Bill of sale) ότι το παραπάνω πλοίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της μεταβιβάσασας – οφειλέτριας εταιρίας συνάγεται από το γεγονός ότι σ’ αυτή και τη μη διάδικο εταιρία «….», η οποία κατά τους παραπάνω χρόνους ήταν διαχειρίστρια του πλοίου, συμμετέχει και δραστηριοποιείται το ίδιο πρόσωπο, ο Γεώργιος Σακαλής, και με βάση το στοιχείο αυτό το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι ως άνω εταιρίες είναι παράλληλων οικονομικών συμφερόντων, χωρίς η κρίση αυτή να αντικρούεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η δεύτερη εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ αγωγής ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη για την ως άνω οφειλή της τελευταίας προς την ενάγουσα. Εξάλλου, με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας της υπό στοιχείο Β’ αγωγής «….» και της «…» κατά το χρονικό διάστημα από την 02-07-2010 έως την 27-01-2011 η πρώτη πώλησε στη δεύτερη τα χρώματα και υλικά που περιγράφονται αναλυτικά κατά κωδικό, είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας στα εκδοθέντα από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … τιμολόγια πώλησης, συνολικής αξίας, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 23% (428,81 + 10.650,52 + 3.149,95 + 243,32 + 187,65  + 2.274,93 + 10.749,19 =) 27.684,37 ευρώ, τα οποία προσάγονται με επίκληση από την ενάγουσα. Το τίμημα κάθε πώλησης πιστώθηκε και συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός ενενήντα ημερών από την παράδοση των πωληθέντων. Σε εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων η ενάγουσα παρέδωσε τα πωληθέντα εμπορεύματα στο πλοίο «…», εκδοθέντων των υπ’ αριθ. … δελτίων αποστολής. Γίνεται μνεία ότι με τις προτάσεις που κατέθεσε η ως άνω εναγόμενη – αγοράστρια εταιρία κατά την αρχική συζήτηση της ένδικης υπόθεσης είχε προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της σε βάρος της αντιδίκου της, ποσού 1.146.407,74 ευρώ, ως αποζημίωση για τη δαπάνη αποκατάστασης των ζημιών του πλοίου της, οι οποίες (ζημίες), κατά τα ιστορούμενα, επήλθαν εξαιτίας πλημμελούς παροχής υπηρεσιών από τον προστηθέντα της ενάγουσας τεχνικό σύμβουλο, άλλως εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων και ακαταλληλότητας των πωληθέντων χρωμάτων. Με το ίδιο ιστορικό και νομικό περιεχόμενο η εναγόμενη είχε εγείρει σε βάρος της ενάγουσας στην παρούσα δίκη την από 24-02-2012 και με Α.Κ. 1586/2012 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών). Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων την 22-01-2013, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1405/2013 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος της απόφασης αυτής η εναγόμενη στην παρούσα δίκη άσκησε την από 10-05-2013 και με Α.Κ. 477/2013 έφεσή της, που συζητήθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς την 18-09-2014, και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 32/2015 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, και κατόπιν εξαφάνισης της εκκαλούμενης απόφασης, η παραπάνω αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με τις προτάσεις της κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης η εναγόμενη δεν επαναφέρει την προβληθείσα κατά την αρχική συζήτηση ένσταση συμψηφισμού, ωστόσο, ως εκ περισσού σημειώνεται ότι η προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 32/2015 απόφαση παράγει δεδικασμένο για την αξίωση της εναγόμενης, που είχε προβληθεί με την ένσταση συμψηφισμού στο παρόν Δικαστήριο, με βάση το άρθρο 322 ΚΠολΔ, καθώς υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και διαφοράς, ταυτότητα ιστορικής αιτίας, και τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της ένστασης συμψηφισμού, στήριξαν την ως άνω αγωγή της εναγόμενης.

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η υπό στοιχείο Α’ αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ισόποσο σε ευρώ των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι δολλαρίων ΗΠΑ και ενενήντα δύο σεντς (44.020,92), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα από την 24-09-2010 μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, διότι πρόκειται για εμπορική διαφορά και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην καλούσα – ενάγουσα (άρθρα 907, 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει παράβολο για την περίπτωση που η πρώτη καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη ασκήσει ανακοπή κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει οι καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες, λόγω της ήττας τους, να καταδικασθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη να καταβάλει στην καλούσα – ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (27.684,37), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, διότι πρόκειται για εμπορική διαφορά και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην καλούσα – ενάγουσα (άρθρα 907, 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ), και η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη πρέπει, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, γίνεται μνεία ότι αφού δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της διαδίκου «…», η επωνυμία της, η οποία αναγράφηκε εσφαλμένα στα αγωγικά δικόγραφα ως «…», αναγράφεται στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας απόφασης όπως παραπάνω (πρβλ. ΑΠ 968/2015 ΤΝΠ NOMOS).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης της υπό στοιχείο Α’ αγωγής και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας υπό τα στοιχεία Α’ και Β’ αγωγές.

ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχείο Α’ αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες να καταβάλουν στην καλούσα – ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ισόποσο σε ευρώ των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι δολλαρίων ΗΠΑ και ενενήντα δύο σεντς (44.020,92), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα από την 24-09-2010 μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις καθ’ ων η κλήση – εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχείο Β’ αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη να καταβάλει στην καλούσα – ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (27.684,37), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν (1.100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την …-01-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ