ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 784/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 12η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημήτριου Μπόλη (ΑΜΔΣΑ 19425), δυνάμει του από 24-01-2017 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου …, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο καλών – ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 03-10-2016 με Γ.Α.Κ. 64430/2016 και με Ε.Α.Κ. 5792/2016 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 19-10-2016, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ, με την από 28-02-2017 πράξη του αρμόδιου Δικαστή του ως άνω Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στη δικάσιμο της 12ης-10-2017, κατά την οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 7210/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη, με την από 18-07-2018 με Γ.Α.Κ. 8367/2018 και με Ε.Α.Κ. 3691/2018 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Πρωτοδικείου την 24-07-2018, η παραπάνω αγωγή εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ, με την από 28-01-2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή». Κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο θεωρεί προκριτέα, από την προαναφερόμενη διάταξη του εδαφίου β’ του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι η δέσμευση του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή από την τελεσίδικη απόφαση παραπομπής, δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής. Επομένως, το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή και εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση μπορεί ν’ αποφανθεί για τη δική του αρμοδιότητα και ακόμη, όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την αναπέμψει στο δικαστήριο που την παρέπεμψε, καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε άλλο δικαστήριο (Βλ. ΕΠ 59/2016, ΕΘ 168/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 513/1997 ΕλλΔνη 1997.1604). Στην προκειμένη περίπτωση νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο με την από 18-07-2018 με Γ.Α.Κ. 8367/2018 και με Ε.Α.Κ. 3691/2018 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, η από 03-10-2016 με Γ.Α.Κ. 64430/2016 και με Ε.Α.Κ. 5792/2016 αγωγή του, που είχε κατατεθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 7210/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, σε συνδυασμό με το άρθρο 46 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι παρόλο που από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου έχει καταστεί τελεσίδικη, το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά επιλαμβάνεται της εκδίκασης της υπόθεσης, χωρίς να δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε.
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, την οποία προσάγει με επίκληση ο καλών – ενάγων προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 18-07-2018 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, στην οποία καταχωρήθηκε σημείωση του Γραμματέα με την οποία γνωστοποιείται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για παράσταση στη δικάσιμο που θα οριστεί, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον καθ’ ου η κλήση – εναγόμενο (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 125, 128 παρ. 4, 228 ΚΠολΔ), η δε εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσής του (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος δεν έλαβε μέρος στη δίκη, καθώς δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 115 παρ. 3, 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος, πέραν από τις κύριες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει (άρθρα 681 επ. ΑΚ), αναλαμβάνει και παρεπόμενες υποχρεώσεις που απορρέουν είτε από το νόμο είτε από τη συμφωνία των μερών είτε από την αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ). Στην τελευταία αυτή κατηγορία παρεπομένων υποχρεώσεων του εργολάβου περιλαμβάνεται και η υποχρέωση αυτού προς διαφύλαξη από κινδύνους κλοπής των κινητών πραγμάτων του εργοδότη, τα οποία περιέχονται στην κατοχή του επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου. Η εκ μέρους του εργολάβου παράβαση της παραπάνω παρεπόμενης υποχρέωσής του, εφόσον έχει ως αποτέλεσμα την κλοπή του επισκευαζόμενου πράγματος του εργοδότη, συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής του και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση κατ’ άρθρο 382 ΑΚ, που περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον του εργοδότη για την προσγενομένη σ’ αυτόν ζημία. Στην παραπάνω περίπτωση, στην οποία η υποχρέωση διαφύλαξης δεν αποτελεί την κύρια υποχρέωση, που απορρέει για τον εργολάβο από σύμβαση παρακαταθήκης, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και του εργοδότη, αλλ’ απλώς την παρεπόμενη υποχρέωση, που απορρέει από τη σύμβαση μίσθωσης έργου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, ούτε κατ’ αναλογίαν, οι διατάξεις των άρθρων 822 επ. ΑΚ για την παρακαταθήκη (Βλ. ΕΠ 82/2014 ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 213/2008 ΕλλΔνη 2008.833, ΕΑ 6513/1985 ΝοΒ 1986.226, ΜονΕΠ 946/2013 ΔΕΕ 2014.164). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων ο εναγόμενος ανέλαβε την αντί αμοιβής επισκευή των δύο εξωλέμβιων κινητήρων του φουσκωτού σκάφους, ιδιοκτησίας του ενάγοντος, τα οποία (σκάφος και εξωλέμβιοι κινητήρες) περιγράφονται αναλυτικά με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι προς το σκοπό αυτό ο ενάγων παρέδωσε το σκάφος με τους κινητήρες στο υποκατάστημα της ατομικής επιχείρησης του εναγόμενου στο Κορωπί Αττικής. Ότι ο εναγόμενος εκπλήρωσε πλημμελώς την υποχρέωση διαφύλαξης του σκάφους και των κινητήρων, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του επ’ ευκαιρία της επισκευής, καθώς αυτά κλάπηκαν από τις εγκαταστάσεις του εναγόμενου την 13-01-2014. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, ο ενάγων αιτείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει το συνολικό ποσό των ενενήντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων (99.300) ευρώ, κατ’ ορθό μαθηματικό υπολογισμό, ως αποζημίωση, που ισούται με την εμπορική αξία του σκάφους και των κινητήρων του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, όπως το κύριο αγωγικό αίτημα περιορίσθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις του με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ). Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α, 3Β περ. β’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή είχε κατατεθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 19-10-2016, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε νόμιμα στον εναγόμενο την 31-10-2016 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …). Εξάλλου, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 340, 345, 346, 382, 681, 698 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον μετά την τροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 33 Ν. 4446/2016 ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016), πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική της βάση τεκμαίρονται ομολογημένα λόγω της ερημοδικίας του καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 του ίδιου Κώδικα). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ν’ αναγνωριστεί ότι ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον καλούντα – ενάγοντα το ποσό των ενενήντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων (99.300) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 01-11-2016, μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει παράβολο για την περίπτωση που ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος ασκήσει ανακοπή κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος, λόγω της ήττας του, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της καλούσας – ενάγουσας, κατά παραδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (ι) περ. α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον καλούντα – ενάγοντα το ποσό των ενενήντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων (99.300) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθ’ ου η κλήση – εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του καλούντος – ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 05-03-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ