Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης 1647/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

               Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 1η Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Γαρυφαλιά Δάρρα (ΑΜΔΣΠ 3407), δυνάμει του από 03.04.2019 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η παραπάνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στο … και πραγματικά στον …, και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, και 3) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, για τους οποίους κατέθεσε κοινές προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Άρτεμις Γιανναρά (ΑΜΔΣΑ 14232), δυνάμει των από 23.04.2019 ειδικών πληρεξουσίων που χορηγήθηκαν με ιδιωτικά έγγραφα, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του δεύτερου (ατομικά και με την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης απ’ αυτούς) και της τρίτης από αυτούς βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η παραπάνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.12.2018 με Γ.Α.Κ. 13457/2018 και με Ε.Α.Κ. 6159/2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 27.12.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 09.09.2019 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. στ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17.12.2009 (άρθρο 28) και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού αποκλείονται τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιριών -μεταξύ των οποίων- και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων και των οργάνων τους για τις υποχρεώσεις της εταιρίας. ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι -μεταξύ άλλων- η σύσταση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία, η ευθύνη των οργάνων του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή, σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στη νομολογία άποψη, όχι η καταστατική αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ήτοι ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του, ασκείται πραγματικά η διοίκησή του και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (Βλ. ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999). Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, εταιρίες των οποίων τα όργανα διοίκησης λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη «εθνικότητα» ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδος. Αν, συνεπώς, διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιριών αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον με την εταιρία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (Βλ. ΑΠ 1183/2019 ΤΝΠ NOMOS). Ο ισχύων στο ελληνικό δίκαιο κανόνας της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου κάμπτεται μόνο όταν με διάταξη νόμου η έννοια της έδρας ως συνδετικό στοιχείο για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου που θα διέπει το ζήτημα της αναγνώρισης και της κατάστασης του αλλοδαπού νομικού προσώπου καθορίζεται διαφορετικά σε σχέση με το άρθρο 10 ΑΚ. Τέτοια διάταξη (κανόνα σύγκρουσης) αποτελεί το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, το οποίο, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 61 παρ. 3 Ν. 4646/2019 (ΦΕΚ Α’ 201/12.12.2019), ορίζει ότι: «Ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τους νόμους αλλοδαπών κρατών, εφόσον είναι ή ήταν κατά το παρελθόν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων ή ναυλομεσιτικές ή ναυλώτριες γυμνών πλοίων (bareboat charterers) ή μισθώτριες πλοίων υπό χρηματοδοτική μίσθωση (ship lessees), υπό ελληνική ή ξένη σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο του κράτους της καταστατικής τους έδρας, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν, συνολικώς ή μερικώς οι υποθέσεις τους. Οι ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου (holding companies) των παραπάνω εταιρειών». Οι διατάξεις του παραπάνω νομοθετήματος εισάγουν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε παραπάνω, αφού με αυτές συνδέεται ρητά η αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας και η ικανότητα δικαίου στην Ελλάδα των συγκεκριμένων ναυτιλιακών εταιριών με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους, έστω και αν εκεί ουδέποτε λειτούργησε πραγματικά η διοίκησή τους, η οποία στην πραγματικότητα συνήθως ασκείται από την ημεδαπή επικράτεια (Βλ. ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999). Ο Ν. 791/1978 επακολούθησε αμέσως μετά την έκδοση της ΟλΑΠ 461/1978, με την οποία παγιώθηκε στη νομολογία η θεωρία της πραγματικής έδρας, ψηφίσθηκε για να διαφυλάξει το κύρος των εταιριών που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της εμπορικής ναυτιλίας, οι οποίες είχαν συσταθεί κατά αλλοδαπό δίκαιο χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του ελληνικού δικαίου περί συστάσεως κεφαλαιουχικών εταιριών, και αποσκοπούσε στην προστασία της ναυτιλιακής δραστηριότητας στην Ελλάδα και την περαιτέρω ανάπτυξή της δια της παροχής κινήτρων στις εταιρίες αυτές, με την διατήρηση του ευνοϊκού νομικού καθεστώτος που τους εξασφάλιζαν τα αλλοδαπά δίκαια, κατά τους όρους των οποίων είχαν κατά το παρελθόν ιδρυθεί ή επρόκειτο στο εξής να συσταθούν. Κατ’ ουσίαν μετά το Ν. 791/1978 οι εν λόγω ναυτιλιακές εταιρίες δεν διατρέχουν πλέον κίνδυνο να θεωρηθούν ως ανωμάλως ιδρυθείσες, δηλαδή ως de facto προσωπικές εταιρίες και έτσι αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της υπεγγυότητας της προσωπικής περιουσίας των μετόχων τους για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εταιρικών δανειστών (Βλ. ΕΠ 355/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 στην αρχική του διατύπωση όριζε ότι: «1. Ναυτιλιακαί εταιρείαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφ’ όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι πλοίων υπό ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημέναι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς την σύστασιν και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της χώρας της εν τω καταστατικώ έδρας των, αδιαφόρως του τόπου όθεν διευθύνονται εν όλω ή εν μέρει αι υποθέσεις των. 2. Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν έχουν εφαρμογήν προκειμένου περί εταιρειών αι οποίαι είναι πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι αποκλειστικώς και μόνον σκαφών αναψυχής». Στη συνέχεια, με τo άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 (ΦΕΚ Α’ 142), αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 του Ν. 27/1975 και η εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους τα διαχειρίζονται ή τα διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975. Η ανάγκη υπαγωγής και των εταιριών αυτών σε καθεστώς προστασίας καταδεικνύει ότι διέτρεχαν τον ίδιο κίνδυνο (ακυρότητας λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας του ελληνικού δικαίου), επειδή ακριβώς η πραγματική τους έδρα, που διέφερε από την καταστατική, εντοπιζόταν εντός της ελληνικής επικράτειας. Η διοίκηση των εταιριών αυτών κυρίως από τον Πειραιά υποδήλωνε ότι τα υπό διαχείριση πλοία ανήκαν σε έλληνες πλοιοκτήτες και ότι οι εταιρίες τους, μολονότι δεν είχαν υψώσει την ελληνική σημαία, είχαν μονιμότερο οικονομικό δεσμό με την ελληνική έννομη τάξη, επειδή είχαν αναθέσει τη διαχείρισή τους σε διαχειρίστριες εταιρίες που είχαν εγκαταστήσει γραφεία ή υποκαταστήματα στην Ελλάδα λειτουργούντα υπό το ίδιο προστατευτικό καθεστώς.  Η δεύτερη επέκταση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής του Ν. 791/1978 έγινε με το άρθρο 11Δ του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α’ 6/26.1.2010), με το οποίο προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 δεύτερο εδάφιο και ορίστηκε ότι «Τα αυτά ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιριών». Ως εταιρίες χαρτοφυλακίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 791/1978 νοούνται οι κεφαλαιουχικές εταιρίες που κατέχουν τίτλους συμμετοχής στις εταιρίες του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978 (holding companies), δηλαδή συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο είτε των πλοιοκτητριών εταιριών πλοίων υπό ελληνική και ξένη σημαία, εφόσον αυτά τα τελευταία τελούν υπό τη διαχείριση εγκατεστημένων στην Ελλάδα διαχειριστριών είτε των εταιριών που διαχειρίζονται πλοία, οι οποίες αν τα πλοία φέρουν την ελληνική σημαία δεν χρειάζεται να έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ενώ, αν φέρουν ξένη σημαία, πρέπει να έχουν εδώ γραφείο ή υποκατάστημα είτε των λοιπών ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 27/1975, όπως ισχύει, που έχουν νόμιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή. Σε όλες τις εταιρίες αυτές ο Ν. 3816/2010 επεκτείνει την έννομη συνέπεια του Ν. 791/1978, τις υπάγει, δηλαδή, στο δίκαιο της καταστατικής τους έδρας προκειμένου να κριθεί αν αναγνωρίζονται και από τη ελληνική έννομη τάξη ως νομικά πρόσωπα του εταιρικού είδους που επέλεξαν κατά τη σύστασή τους, αν δηλαδή θα αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα ως κεφαλαιουχικές ή ως προσωπικές εταιρίες (Βλ. ΕΠ 355/2019, ό.π.). Ήδη, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 61 παρ. 3 Ν. 4646/2019 (ΦΕΚ Α’ 201/12.12.2019), το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 ορίζει ότι: «1. Ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τους νόμους αλλοδαπών κρατών, εφόσον είναι ή ήταν κατά το παρελθόν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων ή ναυλομεσιτικές ή ναυλώτριες γυμνών πλοίων (bareboat charterers) ή μισθώτριες πλοίων υπό χρηματοδοτική μίσθωση (ship lessees), υπό ελληνική ή ξένη σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο του κράτους της καταστατικής τους έδρας, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν, συνολικώς ή μερικώς οι υποθέσεις τους. Οι ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου (holding companies) των παραπάνω εταιρειών. 2. Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν έχουν εφαρμογήν προκειμένου περί εταιρειών αι οποίαι είναι πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι αποκλειστικώς και μόνον σκαφών αναψυχής». Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του δικογράφου της, ότι η εδρεύουσα στο … ενάγουσα εταιρία έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας τη διενέργεια εσωτερικών και διεθνών μεταφορών, τη διακίνηση εμπορευμάτων και την εκτέλεση των συναφών τελωνειακών εργασιών. Ότι η εναγόμενη εταιρία, που εδρεύει τυπικά στο … και πραγματικά στον ……., όπου λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για τη λειτουργία της, είναι μητρική εταιρία των αναφερόμενων στο δικόγραφο αλλοδαπών πλοιοκτητριών εταιριών και της μη διαδίκου διαχειρίστριας εταιρίας «… …», που έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα. Ότι δυνάμει των διαδοχικών συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης και περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο, η πρώτη ανέλαβε και εκτέλεσε την αντί αμοιβής παραλαβή και αποστολή/μεταφορά ανταλλακτικών και άλλων πραγμάτων, τα οποία, καθ’ υπόδειξη της εναγόμενης εταιρίας παρέδωσε στα αναφερόμενα πλοία, εκδοθέντων των αναφερόμενων στο δικόγραφο τιμολογίων, συνολικής αξίας 29.050,01 ευρώ. Ότι για την πληρωμή του παραπάνω ποσού, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα, ευθύνονται εις ολόκληρον με την εναγόμενη εταιρία ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων, με την ιδιότητά τους ως ομόρρυθμοι εταίροι της εναγόμενης εταιρίας, η οποία λογίζεται ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα αιτείται, κυρίως λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης εταιρίας, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 29.050,01 ευρώ, νομιμότοκα από την ημερομηνία πληρωμής κάθε τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της προγενέστερης από 15.12.2016 αγωγής της, που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής. Επίσης, η ενάγουσα ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αγωγή, με την οποία φέρεται προς εκδίκαση διαφορά από ιδιωτική έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της εναγόμενης εταιρίας στην αλλοδαπή, παραδεκτά εισάγεται κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 10 ΑΚ, 3 παρ. 1, 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α, 3Β περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), και έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους με τις προτάσεις τους. Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 27.12.2018, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στους εναγόμενους την 28.12.2018 (Βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Εξάλλου, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη διαφορά λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Α) Ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης εταιρίας από τις ένδικες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, καταρτίσθηκαν μεταξύ της ίδιας και της ενάγουσας, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 3, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), προεχόντως λόγω σιωπηρής επιλογής του εν λόγω δικαίου από τους διαδίκους, διότι το ελληνικό δίκαιο επικαλείται η ενάγουσα, ενώ οι εναγόμενοι δεν αντιλέγουν στην εφαρμογή του και προβάλλουν ισχυρισμούς με βάση το δίκαιο αυτό (πρβλ. ΕΠ 572/2015, ΕΠ 548/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 128/1994 ΕΕμπΔ 1994.448, ΠΠΠ 2447/2014 ΤΝΠ NOMOS), και Β) Ως προς την ευθύνη της εναγόμενης εταιρίας από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 14, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), λόγω σιωπηρής επιλογής του εν λόγω δικαίου από τους διαδίκους. Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, προκύπτουν κατ’ αρχήν με το αγωγικό δικόγραφο τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης της εναγόμενης εταιρίας για τη συγκεκριμένη δίκη, ο δε αντίθετος ισχυρισμός που προβάλλεται από τους εναγόμενους λειτουργεί δικονομικά ως άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (Βλ. ΑΠ 367/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ), ώστε η μη απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς την κύρια βάση της, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 361, 417 ΑΚ, 176, 907, 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας από την ημερομηνία πληρωμής κάθε τιμολογίου, το οποίο είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθώς η ενάγουσα δεν προσδιορίζει τη δήλη μέρα πληρωμής κάθε επιμέρους ποσού. Μη νόμιμη και απορριπτέα είναι η αγωγή ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς αυτή δεν θεμελιώνεται σε πρόσθετα ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από αυτά στα οποία στηρίζεται η αγωγή κατά την κύρια βάση της από τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (Βλ. ΑΠ 449/2014 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, η αγωγή, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων και επιχειρείται η θεμελίωση νόμιμου λόγου ευθύνης τους, με την ιδιότητά τους ως ομόρρυθμων εταίρων της συνεναγόμενης εταιρίας, με την επίκληση ότι αυτή αποτελεί εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, διότι εδρεύει πραγματικά στην ……… χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις σύστασής της και χωρίς να έχει εγκαταστήσει γραφείο η υποκατάστημα, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, η εναγόμενη εταιρία είναι εταιρία χαρτοφυλακίου (holding company), η οποία συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο των αναφερόμενων στο δικόγραφο πλοιοκτητριών εταιριών πλοίων υπό ξένη σημαία, τα οποία τελούν υπό τη διαχείριση της «… …», που έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα και στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας, επίσης, συμμετέχει η εναγόμενη εταιρία. Επομένως, η εναγόμενη εταιρία υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 791/1978, κατά ρητή πρόβλεψη του εν λόγω νομοθετήματος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ως ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρία, ώστε να θεμελιώνεται νόμιμος λόγος ευθύνης του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων, με την ιδιότητά τους ως ομόρρυθμων εταίρων, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, εφόσον για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. … e – παράβολο, σε συνδυασμό με το από … αποδεικτικό πληρωμής).

Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, «Με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση». Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι προϋπόθεση του συμβιβασμού είναι -εκτός άλλων- και η συμφωνία των ενδιαφερόμενων για τον τερματισμό της μεταξύ τους φιλονικίας ή αβεβαιότητας ως προς κάποια έννομη σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον έναν από τους συμβαλλόμενους, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου, αλλά τυχόν άλλη σχέση (άφεση χρέους, αναγνώριση αξίωσης), ενώ είναι αδιάφορο το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν την μεταξύ τους σύμβαση ως συμβιβασμό. Κατά την κατάρτιση του συμβιβασμού η συνδρομή των αμοιβαίων υποχωρήσεων δεν λαμβάνεται υπό στενή τεχνική έννοια, αλλά υπό την ευρεία έννοια των συναλλαγών, και αυτές μπορεί να είναι νομικής ή πραγματικής φύσης. Ο συμβιβασμός ενδέχεται να έχει αναγνωριστικό απλώς χαρακτήρα της υφιστάμενης ήδη παλαιάς ενοχής, οπότε αυτή διατηρεί τη φύση και τις ασφάλειές της, ενδέχεται όμως να έχει δημιουργικό ή ανανεωτικό χαρακτήρα, εφόσον πάντως από το περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης συνάγεται σαφώς σκοπός ανανέωσης, δηλαδή κατάργηση της υφισταμένης ενοχής και αντικατάστασή της με τη συνιστωμένη με τον συμβιβασμό νέα. Μετά τον συμβιβασμό τερματίζεται οριστικά η διαφορά και δεν μπορεί να λυθεί με διαφορετικό τρόπο η έννομη σχέση που ρυθμίσθηκε με αυτόν. Επομένως, δεν μπορεί κάποιο από τα μέρη να προβάλει ξανά αξιώσεις από τις οποίες παραιτήθηκε στο πλαίσιο του συμβιβασμού και εάν τις προβάλει, αποκρούεται από το άλλο μέρος με τη προβολή της γνήσιας ανατρεπτικής ένστασης του συμβιβασμού (πρβλ. ΑΠ 299/2019, ΑΠ 1738/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, για την κατάρτιση του συμβιβασμού αρκεί να συνάγεται η βούληση των μερών για την επιδίωξή του από το περιεχόμενο της σύμβασης, χωρίς να είναι αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση του σχετικού όρου, ενώ εάν η σύμβαση του συμβιβασμού γίνει εκτός δίκης (εξώδικος συμβιβασμός), κρίνεται ως προς το κύρος της κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (Βλ. ΑΠ 1416/2008 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη εταιρία ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι μεταξύ της ίδιας και της ενάγουσας έχουν καταρτισθεί οι από … και … συμβάσεις συμβιβασμού, με τις οποίες επιλύθηκε οριστικά η διαφορά σε σχέση με τις αμοιβές της ενάγουσας, για τις οποίες εξέδωσε τα αναφερόμενα στις προτάσεις τους τιμολόγια, ώστε η προβολή αγωγικών αξιώσεων για τα ποσά που αντιστοιχούν στα τιμολόγια αυτά να αντιβαίνει στο συμβιβασμό. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης εταιρίας, ο οποίος τυγχάνει ερευνητέος με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 12 παρ. 1 περ. δ’ Κανονισμού Ρώμη Ι), προβλήθηκε παραδεκτά και είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, 871 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Ο συμβιβασμός μπορεί να συμφωνηθεί υπό αίρεση αναβλητική ή διαλυτική. Ειδικότερα, μπορεί να ορισθεί ότι η με τον συμβιβασμό γενόμενη παραίτηση από αξίωση ή αναγνώριση αυτής γίνεται υπό την αναβλητική αίρεση της εκ μέρους του έτερου των συμβαλλομένων εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του ή ότι ισχύει υπό την όμοια διαλυτική αίρεση. Οι συνέπειες της πλήρωσης ή ατονίας της αίρεσης κρίνονται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 201 επ. ΑΚ). Σε περίπτωση παραίτησης από αξίωση, η απόσβεση δεν επέρχεται ή η αποσβεσθείσα απαίτηση αναβιώνει αναλόγως, εφόσον δεν πληρώνεται ή άμα πληρωθεί η αίρεση (Βλ. ΕΑ 3791/2003 ΕλλΔνη 2004.262). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσθήκη στις προτάσεις της η ενάγουσα αρνείται κατ’ αρχήν ότι μεταξύ της ίδιας και της αντιδίκου της καταρτίσθηκαν συμβάσεις συμβιβασμού και, επικουρικά, προβάλλει τον ισχυρισμό – αντένσταση ότι τα αποτελέσματα των εν λόγω συμβάσεων έχουν ανατραπεί, λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης που συμπεριλήφθηκε σε αυτές. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, 202 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα και λήφθηκε με επιμέλειά της, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (Βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων: α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζονται σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, β) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζονται χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (πρβλ. ΜονΕΠ 256/2014 ΤΝΠ NOMOS), γ) η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, καθώς και η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσάγει με επίκληση η εναγόμενη, οι οποίες λήφθηκαν εξ αφορμής άλλης δίκης και συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Βλ. ΑΠ 621/2014, ΕΠ 59/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη, ούτε ως δικαστικό τεκμήριο η προσαγόμενη από την εναγόμενη με ημερομηνία … ένορκη βεβαίωση (affidavit) του …, διότι αποτελεί μαρτυρία τρίτου κατά τρόπο μη προβλεπόμενο στο νόμο και κατά καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ (πρβλ. ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στο … ενάγουσα εταιρία δραστηριοποιείται στον τομέα των εσωτερικών και διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων. Η εναγόμενη εταιρία συστήθηκε την 12.01.2005 σύμφωνα με το κεφάλαιο 14 του νόμου περί εταιριών 1981 της … υπό την επωνυμία «…» και, ακολούθως, την 21.12.2009 καταχωρήθηκε στο μητρώο εταιριών της … υπό τη νέα της επωνυμία «…», σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 του προαναφερόμενου νομοθετήματος. Η παραπάνω εταιρία δεν διατηρεί οργανωμένο γραφείο, ούτε έχει αναπτύξει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην καταστατική της έδρα στο …. Στην πραγματικότητα, η διεύθυνση όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με την λειτουργία και τη δραστηριότητά της διενεργείται στην ………, και συγκεκριμένα στον ………., σε γραφείο επί της …, όπου συστεγάζεται με τις θυγατρικές της εταιρίες «… …» και «… …». Η κρίση του Δικαστηρίου για το ότι η πραγματική έδρα της εναγόμενης εταιρίας βρίσκεται στην …………ενισχύεται από την επισκόπηση της προσαγόμενης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της με την ενάγουσα, καθώς και από την επισκόπηση του από … ιδιωτικού συμφωνητικού (Βλ. Σχετικό 52 – προσαγόμενο από την ενάγουσα), όπου ως διεύθυνση της εταιρίας δηλώνεται αυτή που αναφέρεται παραπάνω. Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η διοίκησή της ασκείται στις … δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, μόνο από το γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας και η Επιτροπή Ελέγχου συνεδρίασαν στο … την 25.02.2014 και την 13.05.2016, αντίστοιχα (Βλ. τα προσαγόμενα από τους εναγόμενους πρακτικά συνεδρίασης), δεν συνάγεται ότι εκεί ασκείται και η διοίκηση των υποθέσεων της εταιρίας. Ούτε όμως το γεγονός ότι η εναγόμενη εταιρία με το από 01.07.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό υπομίσθωσης φαίνεται να έχει υπομισθώσει γραφείο στο …, με διάρκεια της σύμβασης από 01.07.2016 έως 30.06.2018, δύναται να οδηγήσει στην κρίση ότι εκεί ασκείται η διοίκηση της εταιρίας, καθώς δεν προκύπτει ότι πρόκειται για οργανωμένο γραφείο ή ότι η διεύθυνση των υποθέσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία της διενεργήθηκε από εκεί. Περαιτέρω, για την εναγόμενη εταιρία δεν έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τους ελληνικούς νόμους διατυπώσεις σύστασης και δημοσιότητας και αυτή δεν έχει εγκατασταθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην ……., με βάση το ειδικό νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες (Βλ. το προσαγόμενο από την ενάγουσα υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφο του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – Σχετικό 53). Όμως, παρόλο που γι’ αυτήν δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις σύστασης και δημοσιότητας που προβλέπει το δίκαιο της πραγματικής της έδρας, δηλαδή αυτές που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τις ανώνυμες εταιρίες, με τις οποίες αυτή προσομοιάζει ως εταιρία τύπου «limited», αυτή, ως εταιρία χαρτοφυλακίου, εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 791/1978, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 11Δ του Ν. 3816/2010, δηλαδή δεν λογίζεται ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία,  διότι κατέχει τίτλους συμμετοχής στις προαναφερόμενες εταιρίες «… …» και «… …», οι οποίες είναι διαχειρίστριες πλοίων με ξένη σημαία και έχουν εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και 4150/2013. Η κρίση για το ότι η εναγόμενη εταιρία ως εταιρία χαρτοφυλακίου είναι μέτοχος των παραπάνω εταιριών συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσαν οι μάρτυρες … και … με την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και δεν αντικρούεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, αντίθετα, η ενάγουσα συνομολογεί ότι οι παραπάνω εταιρίες είναι θυγατρικές της αντιδίκου της. Περαιτέρω, σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης κατά τα έτη 2015 και 2016, η πρώτη παρείχε αντί αμοιβής υπηρεσίες εισαγωγής, εξαγωγής, μεταφοράς και, καθ’ υπόδειξη της δεύτερης, παρέδωσε ανταλλακτικά και άλλα πράγματα στα πλοία «…», «… …», «…», και «…». Για τις υπηρεσίες αυτές η ενάγουσα εξέδωσε τιμολόγια, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α.) 29.947,91 ευρώ, κατ’ ορθό μαθηματικό υπολογισμό (αντί του εκ παραδρομής αναγραφόμενου στην αγωγή ποσού των 29.050,01 ευρώ) και, συγκεκριμένα η ενάγουσα εξέδωσε τα ακόλουθα τιμολόγια: 1) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 298,53 ευρώ, 2) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 318,96 ευρώ, 3) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 320,83 ευρώ, 4) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.511,62 ευρώ, 5) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 867,49 ευρώ, 6) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.058,77 ευρώ, 7) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 553,48 ευρώ, 8) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 462,80 ευρώ, 9) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 455,51 ευρώ, 10) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 212,49 ευρώ, 11) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 629,05 ευρώ, 12) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 282,90 ευρώ, 13) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 450 ευρώ, 14) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 337,28 ευρώ, 15) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 733,38 ευρώ, 16) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.107,93 ευρώ, 17) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 935,17 ευρώ, 18) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 272,56 ευρώ, 19) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.378,33 ευρώ, 20) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.256,57 ευρώ, 21) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 936,65 ευρώ, 22) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.453,17 ευρώ, 23) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 256,06 ευρώ, 24) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.350,43 ευρώ, 25) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 247,83 ευρώ, 26) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 233,70 ευρώ, 27) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.076,25 ευρώ, 28) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 408,61 ευρώ, 29) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 377,27 ευρώ, 30) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 678,71 ευρώ, 31) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 307,50 ευρώ, 32) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 519,56 ευρώ, 33) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 364,70 ευρώ, 34) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 673,43 ευρώ, 35) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.732,71 ευρώ, 36) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 221,40 ευρώ, 37) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 689,21 ευρώ, 38) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 897,90 ευρώ, 39) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 333,95 ευρώ, 40) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 307,50 ευρώ, 41) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 259,53 ευρώ, 42) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 308,73 ευρώ, 43) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 366,89 ευρώ, 44) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 483,16 ευρώ, 45) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 330,16 ευρώ, 46) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 247,23 ευρώ, 47) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 407,13 ευρώ, 48) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 378,91 ευρώ, και 49) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 655,98 ευρώ. Η προσήκουσα εκτέλεση εκ μέρους της ενάγουσας των υπηρεσιών μεταφοράς και παράδοσης ανταλλακτικών και άλλων πραγμάτων στα πλοία «…», «… …», «…», και «…» ή στους ναυτικούς πράκτορες τους, όπως οι υπηρεσίες αυτές περιγράφονται στα συνημμένα στα παραπάνω τιμολόγια συνοδευτικά έγγραφα, καθώς και το ύψος της αμοιβής της ενάγουσας για κάθε επιμέρους σύμβαση, δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη, συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Η εναγόμενη εταιρία, διά των υπαλλήλων της, κατήρτισε με την ενάγουσα τις εν λόγω συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από την ίδια. Τούτο προκύπτει από την ανταλλαγείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία, όπου εμφανίζεται η εναγόμενη εταιρία, διά των υπαλλήλων της, να προβαίνει στις προτάσεις για κατάρτιση των συμβάσεων, καθώς και να παρέχει σχετικές οδηγίες και υποδείξεις προς την ενάγουσα για την εκτέλεση των υπηρεσιών μεταφοράς που της ανέθετε κάθε φορά, χωρίς να δηλώνει στην αντισυμβαλλομένη της ότι ενεργούσε για λογαριασμό τρίτου. Η κρίση αυτή δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω τιμολόγια έχουν εκδοθεί σε χρέωση της διαχειρίστριας εταιρίας «… …», διότι η εν λόγω τιμολόγηση έγινε καθ’ υπόδειξη της εναγόμενης εταιρίας, προφανώς για λόγους λογιστικής οργάνωσης, καθώς η τελευταία στερείται Α.Φ.Μ.. Εξάλλου, την … μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρίας, διά των νόμιμων εκπροσώπων τους, καταρτίσθηκε ιδιωτικό συμφωνητικό, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «1. Εισαγωγή – Εκτιμώντας ότι σύμφωνα με τα τιμολόγια της παρακάτω αναφερόμενης εταιρίας, που προσαρτώνται στην παρούσα ως συνημμένο Α, ορισμένα ποσά οφείλονται και είναι πληρωτέα, τα οποία έχουν προκύψει από ή σε σχέση με την εκπλήρωση των επιχειρηματικών σκοπών/δραστηριοτήτων των εταιριών: το ποσό των 36.814,06 δολλαρίων ΗΠΑ («η απαίτηση») οφείλεται στην … (εφεξής «…») από τη …, με έδρα τη … (η «…»). 2. Συμβιβασμός της απαίτησης – 2.1. Η … για τον σκοπό συμβιβασμού της απαίτησης και των όποιων σχετικών νομικών αμοιβών και εξόδων συμφώνησε να εκδώσει υπέρ της … κοινές μετοχές της …, συνολικής αξίας σε ποσοστό 130% της απαίτησης, ήτοι ποσού που ανέρχεται σε 47.858,28 δολλάρια ΗΠΑ (εφεξής καλούμενο το ποσό του συμβιβασμού) κατά τον χρόνο της έκδοσης (οι μετοχές). Κατά συνέπεια η … συμφώνησε να αποδεχθεί από τη … την πληρωμή σε είδος (δηλαδή κοινές μετοχές της …) αντί για μετρητά σε πλήρη και οριστική ικανοποίηση της απαίτησης του ποσού του συμβιβασμού. Η τιμή της μετοχής που θα χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν θα είναι ο μέσος όρος των τιμών κλεισίματος για τις τελευταίες 10 ημέρες διαπραγμάτευσης πριν από την ημερομηνία έκδοσης των μετοχών. Ο αριθμός των μετοχών που θα εκδοθούν θα είναι τέτοιος που πολλαπλασιαζόμενος με την τιμή της μετοχής, όπως υπολογίζεται στο παρόν, θα ισούται με το ποσό του συμβιβασμού. Οι μετοχές θα εκδοθούν σε πλήρη και οριστική εξόφληση του ποσού συμβιβασμού και η … με το παρόν συμφωνεί να αποδεχθεί τις μετοχές σε πλήρη και οριστική πληρωμή του ποσού του συμβιβασμού υπό την προϋπόθεση ότι εάν η πώληση των μετοχών δεν αποβεί σε αποτέλεσμα ίσο ή μεγαλύτερο του ποσού του συμβιβασμού τότε το τμήμα του ποσού που απομένει από την αφαίρεση του ποσού συμβιβασμού μείον του ποσού που ελήφθη από την πώληση των μετοχών, θα παραμένει ως υποχρέωση της …. 2.2 Οι μετοχές θα εκδοθούν στην … σύμφωνα με τη συμφωνία εγγραφής (η «Συμφωνία εγγραφής») που θα συναφθεί μεταξύ της … και της … την ή περίπου την ημερομηνία της παρούσας Συμφωνίας. 2.3 Η …, με δικά της έξοδα, θα εκδώσει και θα παραδώσει στην … τις μετοχές που δικαιούται σε σχέση με τα παραπάνω, αμέσως μόλις είναι πρακτικά εφαρμόσιμη μετά την ημερομηνία υπογραφής του παρόντος. 3. Ειδοποίηση – Η … ειδοποιεί με το παρόν την … για την έκδοση μετοχών υπέρ της … σε πλήρη και ολοσχερή πληρωμή του ποσού συμβιβασμού, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμφωνίας και η … υπογράφοντας την παρούσα συμφωνία αναγνωρίζει αυτή την έγγραφη ειδοποίηση. 4. Περαιτέρω διαβεβαιώσεις – Η … αναλαμβάνει επίσης από καιρού εις καιρόν να διαπραγματεύεται και εφόσον συμφωνηθεί, να εκτελεί, υπογράφει, τελειοποιεί, πράττει και εάν απαιτείται να καταχωρεί κάθε περαιτέρω διαβεβαίωση, έγγραφο, πράξη ή πράγμα που κατά τη γνώμη της … μπορεί να είναι απαραίτητο ή επιθυμητό για την έκδοση και την παράδοση των Μετοχών σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμφωνίας. Η παρούσα συμφωνία και η συμφωνία εγγραφής περιέχουν ολόκληρη τη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών σε σχέση με το αντικείμενο της παρούσας και δεν υπάρχουν δηλώσεις, συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν και σε αυτήν. Η … με το παρόν δηλώνει και εγγυάται και αναλαμβάνει προς την … ότι οι μετοχές θα πωληθούν ελεύθερες και απαλλαγμένες από κάθε απαίτηση, υποθήκη, βάρος, ενέχυρο, δέσμευση, χρέος ή άλλες εξασφαλίσεις οποιασδήποτε φύσεως εκτός από κάθε απαίτηση, υποθήκη, βάρος, ενέχυρο, επιβάρυνση, δέσμευση, χρέος ή άλλες εξασφαλίσεις που δημιουργήθηκαν ή απορρέουν από την απόκτηση μετοχών εκ μέρους της ……». Από την επισκόπηση του προσαρτημένου στο παραπάνω συμφωνητικό πίνακα προκύπτει ότι η εν λόγω συμφωνία των διαδίκων αφορά -μεταξύ άλλων-  και σε οφειλόμενες αμοιβές της ενάγουσας, για τις οποίες εκδόθηκαν τα τιμολόγια που αναφέρονται παραπάνω υπό τους αριθμούς 2, 31, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47 και 48. Περαιτέρω, την … μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρίας, διά των νόμιμων εκπροσώπων τους, καταρτίσθηκε ιδιωτικό συμφωνητικό, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «1. Εισαγωγή – Εκτιμώντας ότι σύμφωνα με τα τιμολόγια της παρακάτω αναφερόμενης εταιρίας, που προσαρτώνται στην παρούσα ως συνημμένο Α, ορισμένα ποσά οφείλονται και είναι πληρωτέα, τα οποία έχουν προκύψει από ή σε σχέση με την εκπλήρωση των επιχειρηματικών σκοπών/δραστηριοτήτων των εταιριών: το ποσό των 55.137,26 δολλαρίων ΗΠΑ («η απαίτηση») οφείλεται στην … (εφεξής «…») από τη …, με έδρα τη … (η «…»). 2. Συμβιβασμός της απαίτησης – 2.1. Η … για τον σκοπό συμβιβασμού της απαίτησης και των όποιων σχετικών νομικών αμοιβών και εξόδων συμφώνησε να εκδώσει υπέρ της … κοινές μετοχές της …, συνολικής αξίας σε ποσοστό 130% της απαίτησης, ήτοι ποσού που ανέρχεται σε 71.678,44 δολλάρια ΗΠΑ. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας το ποσό σε ευρώ υπολογίσθηκε σε δολλάρια ΗΠΑ με τιμή 0,9068 (τιμή κλεισίματος της προηγούμενης εργάσιμης ημέρας της ημερομηνίας της παρούσας), άρα το ποσό που συμφωνείται να εκδοθεί σε κοινές μετοχές της … (οι Μετοχές) θα ανέρχεται κατά τον χρόνο της έκδοσης σε δολλάρια ΗΠΑ 79.045,48 (εφεξής καλούμενο το ποσό του Συμβιβασμού). Κατά συνέπεια η … συμφώνησε να αποδεχθεί από τη … την πληρωμή σε είδος (δηλαδή κοινές μετοχές της …) αντί για μετρητά σε πλήρη και οριστική ικανοποίηση της απαίτησης του ποσού του συμβιβασμού. Η τιμή της μετοχής που θα χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν θα είναι ο μέσος όρος των τιμών κλεισίματος για τις τελευταίες 10 ημέρες διαπραγμάτευσης πριν από την ημερομηνία έκδοσης των μετοχών. Ο αριθμός των μετοχών που θα εκδοθούν θα είναι τέτοιος που πολλαπλασιαζόμενος με την τιμή της μετοχής, όπως υπολογίζεται στο παρόν, θα ισούται με το ποσό του συμβιβασμού. Οι μετοχές θα εκδοθούν σε πλήρη και οριστική εξόφληση του ποσού συμβιβασμού και η … με το παρόν συμφωνεί να αποδεχθεί τις μετοχές σε πλήρη και οριστική πληρωμή του ποσού του συμβιβασμού υπό την προϋπόθεση ότι εάν η πώληση των μετοχών δεν αποβεί σε αποτέλεσμα ίσο ή μεγαλύτερο του ποσού του συμβιβασμού τότε το τμήμα του ποσού που απομένει από την αφαίρεση του ποσού συμβιβασμού μείον του ποσού που ελήφθη από την πώληση των μετοχών, θα παραμένει ως υποχρέωση της …. 2.2 Οι μετοχές θα εκδοθούν στην … σύμφωνα με τη συμφωνία εγγραφής (η «Συμφωνία εγγραφής») που θα συναφθεί μεταξύ της … και της … την ή περίπου την ημερομηνία της παρούσας Συμφωνίας. 2.3 Η …, με δικά της έξοδα, θα εκδώσει και θα παραδώσει στην … τις μετοχές που δικαιούται σε σχέση με τα παραπάνω, αμέσως μόλις είναι πρακτικά εφαρμόσιμη μετά την ημερομηνία υπογραφής του παρόντος. Ειδοποίηση – Η … ειδοποιεί με το παρόν την … για την έκδοση μετοχών υπέρ της … σε πλήρη και ολοσχερή πληρωμή του ποσού συμβιβασμού, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμφωνίας και η … υπογράφοντας την παρούσα συμφωνία αναγνωρίζει αυτή την έγγραφη ειδοποίηση. Περαιτέρω διαβεβαιώσεις – Η … αναλαμβάνει επίσης από καιρού εις καιρόν να διαπραγματεύεται και εφόσον συμφωνηθεί, να εκτελεί, υπογράφει, τελειοποιεί, πράττει και εάν απαιτείται να καταχωρεί κάθε περαιτέρω διαβεβαίωση, έγγραφο, πράξη ή πράγμα που κατά τη γνώμη της … μπορεί να είναι απαραίτητο ή επιθυμητό για την έκδοση και την παράδοση των Μετοχών σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμφωνίας. Η παρούσα συμφωνία και η συμφωνία εγγραφής περιέχουν ολόκληρη τη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών σε σχέση με το αντικείμενο της παρούσας και δεν υπάρχουν δηλώσεις, συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν και σε αυτήν. Η … με το παρόν δηλώνει και εγγυάται και αναλαμβάνει προς την … ότι οι μετοχές θα πωληθούν ελεύθερες και απαλλαγμένες από κάθε απαίτηση, υποθήκη, βάρος, ενέχυρο, δέσμευση, χρέος ή άλλες εξασφαλίσεις οποιασδήποτε φύσεως εκτός από κάθε απαίτηση, υποθήκη, βάρος, ενέχυρο, επιβάρυνση, δέσμευση, χρέος ή άλλες εξασφαλίσεις που δημιουργήθηκαν ή απορρέουν από την απόκτηση μετοχών εκ μέρους της ……». Από την επισκόπηση του προσαρτημένου στο παραπάνω συμφωνητικό πίνακα προκύπτει ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά -μεταξύ άλλων- και σε οφειλόμενες αμοιβές της ενάγουσας, για τις οποίες εκδόθηκαν τα τιμολόγια που αναφέρονται παραπάνω υπό τους αριθμούς 1, 3, 6, 7, 8, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 33, 34, 35, 36, 37, 38 και 39. Από το σαφές περιεχόμενο των παραπάνω όρων των από … και των … συμφωνητικών συνάγεται, χωρίς να προκύπτει ανάγκη προσφυγής στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ότι μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρίας καταρτίσθηκαν έγκυρες υποσχετικές συμβάσεις εξώδικου συμβιβασμού, κατά την έννοια του άρθρου 871 ΑΚ, με τις οποίες οι συμβαλλόμενοι επέλυσαν με αμοιβαίες υποχωρήσεις αβέβαιη διαφορά σε σχέση με τις αξιώσεις της ενάγουσας από τις ένδικες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες είχε εκδώσει τα παραπάνω αναφερόμενα τιμολόγια, τα οποία συμπεριλήφθηκαν στους προσαρτημένους στα συμφωνητικά πίνακες. Η αβεβαιότητα της σχέσης συνίσταται εν προκειμένω στο γεγονός ότι οι απαιτήσεις της ενάγουσας ήταν επισφαλείς, με την έννοια ότι ήταν αβέβαιη η ικανοποίησή τους από την εναγόμενη εταιρία, λόγω αφερεγυότητας της τελευταίας. Ενώ οι αμοιβαίες υποχωρήσεις συνίστανται για την μεν ενάγουσα στο γεγονός ότι δέχθηκε να λάβει προς εξόφληση του οφειλόμενου ποσού αντί για μετρητά μετοχές της εναγόμενης εταιρίας, και για την εναγόμενη συνίσταται στο γεγονός ότι η αξία των μετοχών που ανέλαβε να εκδώσει υπερέβαινε το ποσό της απαίτησης κατά 30%. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των όρων των δύο συμφωνητικών δεν προκύπτει ότι τέθηκε από τους συμβαλλόμενους οποιαδήποτε αίρεση από την οποία εξαρτήθηκαν τα έννομα αποτελέσματα των συμβάσεων συμβιβασμού.  Στο πλαίσιο αυτό, ο επικουρικά προβαλλόμενος από την ενάγουσα ισχυρισμός με την προσθήκη στις προτάσεις της ότι λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης που περιλήφθηκε στα συμφωνητικά ανατράπηκε η ενέργεια των εν λόγω συμβάσεων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι από το κείμενο που συμπεριλήφθηκε στα συμφωνητικά με το ακόλουθο περιεχόμενο: «…Οι μετοχές θα εκδοθούν σε πλήρη και οριστική εξόφληση του ποσού συμβιβασμού και η … με το παρόν συμφωνεί να αποδεχθεί τις μετοχές σε πλήρη και οριστική πληρωμή του ποσού του συμβιβασμού υπό την προϋπόθεση ότι εάν η πώληση των μετοχών δεν αποβεί σε αποτέλεσμα ίσο ή μεγαλύτερο του ποσού του συμβιβασμού τότε το τμήμα του ποσού που απομένει από την αφαίρεση του ποσού συμβιβασμού μείον του ποσού που ελήφθη από την πώληση των μετοχών, θα παραμένει ως υποχρέωση της …», προκύπτει ότι οι συμβάσεις τελούσαν υπό τη διαλυτική αίρεση της μη έκδοσης εκ μέρους της αντισυμβαλλομένης της και της μη πώλησης των μετοχών. Όμως, από τη διατύπωση του παραπάνω όρου προκύπτει ότι πρόκειται για ειδικότερη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων σε σχέση με το εισπραχθέν τίμημα από την πώληση των μετοχών και όχι ότι τέθηκε διαλυτική αίρεση, της οποίας η πλήρωση θα είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή των αποτελεσμάτων των συμβάσεων συμβιβασμού. Σημειώνεται ότι όσα υποστηρίζει η ενάγουσα σχετικά με την μη έκδοση μετοχών εκ μέρους της αντιδίκου της αλυσιτελώς προβάλλονται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, που έχει ως βάση την ευθύνη της εναγόμενης από καταρτισθείσες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η ένσταση συμβιβασμού που προβλήθηκε από την εναγόμενη και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή ως προς τις αγωγικές αξιώσεις για αμοιβές από παροχή υπηρεσιών, για τις οποίες η ενάγουσα εξέδωσε τα προαναφερόμενα υπό τους αριθμούς 1, 2, 3, 6, 7, 8, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 31, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47 και 48 τιμολόγια. Όμως, η ενάγουσα διατηρεί απαιτήσεις από αμοιβές για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς ανταλλακτικών και άλλων πραγμάτων, συνολικού ποσού 9.429,80 ευρώ, οι οποίες (απαιτήσεις) δεν συμπεριλήφθηκαν στις παραπάνω συμβάσεις συμβιβασμού, και εξακολουθούν να της οφείλονται από την εναγόμενη εταιρία. Για τις απαιτήσεις της αυτές η ενάγουσα εξέδωσε τα τιμολόγια που αναφέρθηκαν παραπάνω, και, συγκεκριμένα, εξέδωσε τα ακόλουθα τιμολόγια, συνολικής αξίας (1.511,62 + 867,49 + 455,51 + 212,49 + 629,05 + 282,90 + 450 + 337,28 + 733,38 + 233,70 + 1.076,25 + 408,61 + 377,27 + 678,71 + 519,56 + 655,98 =) 9.429,80 ευρώ: 1) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.511,62 ευρώ, 2) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 867,49 ευρώ, 3) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 455,51 ευρώ, 4) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 212,49 ευρώ, 5) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 629,05 ευρώ, 6) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 282,90 ευρώ, 7) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 450 ευρώ, 8) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 337,28 ευρώ, 9) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 733,38 ευρώ, 10) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 233,70 ευρώ, 11) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 1.076,25 ευρώ, 12) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 408,61 ευρώ, 13) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 377,27 ευρώ, 14) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 678,71 ευρώ, 15) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 519,56 ευρώ, και 16) Το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 655,98 ευρώ. Επομένως, η εναγόμενη εταιρία οφείλει για την παραπάνω αιτία να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 9.429,80 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης από 15.12.2016 με Γ.Α.Κ. 10992/2016 και με Ε.Α.Κ. 5695/2016 αγωγής, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη την 29.12.2016 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3048/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα λεπτών (9.429,80), νομιμότοκα από την 30.12.2016 μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει η απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού αιτήματος, καθώς πρόκειται για εμπορική διαφορά και κρίνεται ότι από την καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκληθεί σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρα 907, 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει η πρώτη εναγόμενη να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογο της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (ι) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, ενώ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της ενάγουσας και του δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων πρέπει να συμψηφιστούν, επειδή ο κανόνας δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

               ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της ενάγουσας και του δεύτερου και τρίτης των εναγομένων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα λεπτών (9.429,80), νομιμότοκα από την 30.12.2016 μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 30.04.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ