ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 1717/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 12η Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην περιοχή … και εκπροσωπείται νόμιμα, που κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Μάρκου Δάρα (ΑΜΔΣΑ 11476), δυνάμει του από 31.12.2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, που κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικόλαου Γερασίμου (ΑΜΔΣΠ 2814), δυνάμει του από 17.12.2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.09.2018 με Γ.Α.Κ. 9803/2018 και με Ε.Α.Κ. 4406/2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 21.09.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 25.02.2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος, πέραν από τις κύριες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει (άρθρα 681 επ. ΑΚ), αναλαμβάνει και παρεπόμενες υποχρεώσεις που απορρέουν είτε από το νόμο είτε από τη συμφωνία των μερών είτε από την αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ). Στην τελευταία αυτή κατηγορία παρεπόμενων υποχρεώσεων του εργολάβου περιλαμβάνεται και η υποχρέωση αυτού προς διαφύλαξη από κινδύνους κλοπής των κινητών πραγμάτων του εργοδότη, τα οποία περιέχονται στην κατοχή του επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου. Η εκ μέρους του εργολάβου παράβαση της παραπάνω παρεπόμενης υποχρέωσής του, εφόσον έχει ως αποτέλεσμα την κλοπή του πράγματος του εργοδότη, συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση κατ’ άρθρο 382 ΑΚ, που περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον του εργοδότη για την προσγενομένη σ’ αυτόν ζημία. Στην παραπάνω περίπτωση, στην οποία η υποχρέωση διαφύλαξης δεν αποτελεί την κύρια υποχρέωση, που απορρέει για τον εργολάβο από σύμβαση παρακαταθήκης, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και του εργοδότη, αλλ’ απλώς την παρεπόμενη υποχρέωση, που απορρέει από τη σύμβαση μίσθωσης έργου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, ούτε κατ’ αναλογίαν, οι διατάξεις των άρθρων 822 επ. ΑΚ για την παρακαταθήκη (Βλ. ΕΠ 82/2014 ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 213/2008 ΕλλΔνη 2008.833, ΕΑ 6513/1985 ΝοΒ 1986.226, ΜονΕΠ 946/2013 ΔΕΕ 2014.164). Περαιτέρω, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία περιβάλλεται σύμβαση, μπορεί πέραν από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση να υποστηρίζει και τέτοια από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικειμένη στο γενικό καθήκον που επιβάλει το δίκαιο, κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει νόμιμη συρροή αξιώσεων, μια από τη σύμβαση και άλλη από αδικοπραξία (Βλ. ΑΠ 164/2008 ΤΝΠ NOMOS), οι οποίες είναι δυνατόν να ασκηθούν παράλληλα, δεν μπορούν όμως, εφόσον αλληλοκαλύπτονται, να ικανοποιηθούν μαζί, αφού η ικανοποίηση της μίας καθιστά χωρίς αντικείμενο την άλλη, εκτός εάν από την τελευταία παρέχεται πρόσθετη έννομη προστασία, μη παρεχόμενη από τη συρρέουσα αντικειμενικά (Βλ. ΑΠ 1501/2014 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο η εναγόμενη ανέλαβε, αντί αμοιβής, αφενός την ανέλκυση (εάν αυτή ήταν εφικτή) του υπό ……… σημαία Τ/Ρ – Ε/Γ ιστιοφόρου σκάφους «…», το οποίο, κατόπιν πρόσκρουσής του σε βραχοσειρά της Λευκάδας, υπό τις περιγραφόμενες στο δικόγραφο συνθήκες, είχε ημιβυθιστεί λόγω εισροής υδάτων, αφετέρου την παροχή υπηρεσιών αντιρρύπανσης, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι λόγω των εκτεταμένων ζημιών που προκλήθηκαν στο σκάφος εξαιτίας της πρόσκρουσης δεν κατέστη δυνατή η διάσωσή του, και ότι σε εκτέλεση της σύμβασης η εναγόμενη παρείχε υπηρεσίες αντιρρύπανσης, καθώς και την περισυλλογή των τεμαχισμένων μερών και υπολειμμάτων του σκάφους, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, στο οποίο ενσωματώνεται αυτούσια η αναφορά εργασιών της εναγόμενης. Ότι η εναγόμενη, διά των βοηθών της εκπλήρωσης, εκτέλεσε πλημμελώς το ανατεθέν σ’ αυτήν έργο, διότι παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διαφύλαξη του εξοπλισμού του σκάφους της ενάγουσας από τον κίνδυνο κλοπής. Ότι εξαιτίας της παράλειψης αυτής της εναγόμενης αφαιρέθηκε από το σκάφος της ενάγουσας ο περιγραφόμενος στο δικόγραφο εξοπλισμός (όργανα και εξαρτήματα), συνολικής αξίας 29.745 ευρώ. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του κύριου αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ποσό των 29.745 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κυρίως κατά τις διατάξεις περί πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης, άλλως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, διά των προστηθέντων της. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. β’, 3Α, 3Β περ. ιε’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 21.09.2018 (Βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 01.10.2018 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Πρέβεζας, …). Εξάλλου, η αγωγή, με την οποία παραδεκτά, κατά το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ, σωρεύονται κατά δικονομική επικουρικότητα δύο αγωγικές βάσεις, από τις οποίες, η μεν κύρια βάση αφορά σε παράβαση ενδοσυμβατικής υποχρέωσης, ενώ η επικουρική αφορά σε αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης για πταίσμα των προστηθέντων της, είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή της στοιχεία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την εναγόμενη, και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 330, 334 παρ. 1, 340, 345, 346, 382, 681, 685 παρ. 1, 698, 914, 922 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την δια συνυπολογισμού απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, και είναι δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Κατά το χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 633/2015, 1617/2009). Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης, με την οποία και μόνον ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση εξόφλησης διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (Βλ. ΑΠ 132/2017, ΑΠ 450/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), και συνιστά καταχρηστική ένσταση. Αντίθετα, η πρόταση του συμψηφισμού, όταν γίνεται κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρο 442 ΑΚ), και υποβάλλεται στη δικαστική κρίση, συνιστά γνήσια μη αυτοτελή ένσταση, που αποσκοπεί στην απόρριψη της αγωγής κατά το μέρος που αποσβήνεται η ασκούμενη με αυτήν αξίωση, δεδομένου ότι κατά το ουσιαστικό δίκαιο (άρθρα 440 και 441 ΑΚ) με την άσκηση του εν λόγω διαπλαστικού δικαιώματος, δηλαδή από το χρονικό σημείο της πρότασης του συμψηφισμού, δύο ομοειδείς και αντίθετες απαιτήσεις που συνυπάρχουν αποσβήνονται στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται και μάλιστα αναδρομικά (Βλ. ΑΠ 936/2013 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 221 παρ. 2 ΚΠολΔ, «Εκκρεμοδικία συνεπάγεται και η υποβολή, ενώ διαρκεί η δίκη, αίτησης με την οποία επιδιώκεται καταψήφιση, αναγνώριση ή διάπλαση, καθώς και η πρόταση ένστασης συμψηφισμού». Έτσι, αν μετά την πρόταση συμψηφισμού σε δίκη ασκηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή προβληθεί ένσταση συμψηφισμού που στηρίζεται στην ίδια απαίτηση ή αν έχει προηγηθεί αγωγή και ακολουθήσει η σχετική ένσταση συμψηφισμού σε οποιοδήποτε δικαστήριο, θα ανασταλεί αυτεπάγγελτα η εκδίκαση της μεταγενέστερης αίτησης μέχρι την περάτωση της πρώτης δίκης. Κατά συνέπεια, η εκκρεμοδικία, η οποία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, έχει ως συνέπεια όχι την απόρριψη, αλλά την αναστολή εκδίκασης έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη, της νέας αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, και διατάσσεται όχι μόνο μετά από ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως (Βλ. ΕΛαρ 307/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕΛαμ 32/2000 ΕλλΔνη 2001.451). Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της δεύτερης δίκης ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας οδηγεί σε μη οριστική απόφαση περί αναστολής της δίκης αυτής, μέχρι την έκδοση οριστικής σε κάθε δικαιοδοτικό βαθμό απόφασης επί της πρώτης δίκης (Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μακρίδου), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος Ι, άρθρο 222, αριθ. περιθ. 19 – 20). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη με τις προτάσεις της προβάλλει ένσταση εκκρεμοδικίας, ισχυριζόμενη ότι σε βάρος της ενάγουσας έχει εγείρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 28.11.2017 με Γ.Α.Κ. 12772/2017 και με Ε.Α.Κ. 6324/2017 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικός της να της καταβάλει, ως οφειλόμενη αμοιβή για τις υπηρεσίες αντιρρύπανσης και ναυαγιαίρεσης που παρείχε σε σχέση με το ένδικο συμβάν, το ποσό των 151.675,56 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 08.05.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και ότι με τις από 08.03.2018 προτάσεις που κατέθεσε στο πλαίσιο της ως άνω δίκης, η οποία είναι εκκρεμής, η ενάγουσα έχει προβάλει ένσταση συμψηφισμού για την ίδια με την ένδικη απαίτηση. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, προβλήθηκε παραδεκτά από την εναγόμενη με τις προτάσεις της, και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 221 παρ. 2, 222 ΚΠολΔ, 440, 441 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητά του.
Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο έρευνας της βασιμότητας της προβληθείσας ένστασης εκκρεμοδικίας, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη στην παρούσα δίκη ήγειρε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 28.11.2017 με Γ.Α.Κ. 12772/2017 και με Ε.Α.Κ. 6324/2017 αγωγή στρεφόμενη σε βάρος της ενάγουσας, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει, ως οφειλόμενη αμοιβή για τις υπηρεσίες αντιρρύπανσης και ναυαγιαίρεσης που παρείχε σε σχέση με το ένδικο συμβάν, το ποσό των 151.675,56 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 08.05.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Στο πλαίσιο της παραπάνω δίκης, η οποία εκκρεμεί, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, η ενάγουσα στην παρούσα δίκη με τις από 08.03.2018 προτάσεις της, πρόβαλε επικουρικά σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της, ποσού 29.745 ευρώ. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των από 08.03.2018 προτάσεων της ενάγουσας και την αντιπαραβολή τους με την κρινόμενη αγωγή προκύπτει ότι η ένδικη απαίτηση ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την απαίτηση που είχε προβληθεί σε συμψηφισμό, καθώς η κρινόμενη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και την ίδια νομική βάση με εκείνα της ένστασης συμψηφισμού. Επομένως, εφόσον με την ως άνω ένσταση συμψηφισμού, η οποία προβλήθηκε με τις από 08.03.2018 προτάσεις της ενάγουσας πριν την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής, προκλήθηκε εκκρεμοδικία (άρθρο 221 παρ. 2 ΚΠολΔ), πρέπει, κατά το άρθρο 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, να ανασταλεί η εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την περάτωση της δίκης επί της από 28.11.2017 με Γ.Α.Κ. 12772/2017 και με Ε.Α.Κ. 6324/2017 αγωγής που ήγειρε η εναγόμενη στην παρούσα δίκη σε βάρος της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνεται, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την περάτωση της δίκης επί της από 28.11.2017 με Γ.Α.Κ. 12772/2017 και με Ε.Α.Κ. 6324/2017 αγωγής που ήγειρε η εναγόμενη στην παρούσα δίκη σε βάρος της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 14.05.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ