ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1717 /2020
(Γενικός αριθμός κατάθεσης δικογράφου ανακοπής: 12568/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης δικογράφου ανακοπής: 6233/2017)
(Γενικός αριθμός κατάθεσης δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής: 14104/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής: 7045/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
EΙΔΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ & ΑΝΑΚΟΠΩΝ
(άρθρου 933 ΚΠολΔ)
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 6η Μαρτίου του 2018 για να δικάσει το υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 12568/2017 και ΕΑΚ 6233/2017 δικόγραφο ανακοπής και το υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 14104/2017 και ΕΑΚ 7045/2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του από 6-12-2017 και μετ’ αναβολή του από 10-1-2018 αναγκαστικού πλειστηριασμού του πλοίου με όνομα «… με την από 10-10-2017 επιταγή προς εκτέλεση της καθ’ ης η ανακοπή που επιδόθηκε στις 23-10-2017 κάτωθι του αντιγράφου του υπ’ αριθ. … πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. … πράξης σύστασης πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζαφειρίας Σουρή-Κωνσταντίνου και της υπ’ αριθ. … πράξης τροποποίησης προτιμώμενης υποθήκης της ιδίας συμβολαιογράφου, κατόπιν αίτησης της καθ’ ης Τ. Π., καθώς επίσης και της υπ’ αριθ. … κατασχετήριας έκθεσης αναγκαστικώς κατασχεθέντος πλοίου, του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Η. Ν., μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στη … η οποία παραστάθηκε στη δίκη αυτή διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αντωνίας Ε. Χριστοδουλάκη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 36736), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Αθανασίου Διάκου, αριθ.16, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία … η οποία παραστάθηκε στη δίκη αυτή διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Δ. Πράσσου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3014), κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού …, που κατέθεσε προτάσεις.
Η συζήτηση της υπόθεσης ζητήθηκε με το από 23-11-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 12568/2017 και ΕΑΚ 6233/2017 δικόγραφο ανακοπής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 20-2-2018 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 6-3-2018 και εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 11, καθώς επίσης εν συνεχεία με το από 29-12-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14104/2017 και ΕΑΚ 7045/2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 6-3-2018 και εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 10, αμφότερα βάλλουν δε κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του από 6-12-2017 και μετ’ αναβολή του από 10-1-2018 αναγκαστικού πλειστηριασμού του πλοίου με όνομα «… της ανακόπτουσας, με τα οποία δικόγραφα η μεν ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η ανακοπή της κατά της ως άνω αναγκαστικής εκτέλεσης, η δε καθ’ ης η ανακοπή ζητεί με τις προτάσεις της την απόρριψη αμφοτέρων των δικογράφων ανακοπής σε βάρος της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως άνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και τις προτάσεις που κατέθεσαν σ’αυτή
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNAMETOΝ NOMO
Σύμφωνα με τα η διάταξη του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν.4055/2012, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 3 και τον Ν.4335/2015, ο οποίος κατήργησε το άρθρο 3 παρ.4 και τροποποίησε το άρθρο 52 περ.18 ΕισΝΚΠολΔ, οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του. Η δε αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται κατά το άνω άρθρο ότι άρχισε από τότε που επιδόθηκε η επιταγή σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Περαιτέρω, με βάση τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87), που εφαρμόζεται επί ανακοπών κατά πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, κατά το ως άνω άρθρο του ΕισΝΚΠολΔ, ήτοι εάν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1-1-2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του Ν.4335/2015), στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ. ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την παρ.2 άρθρου ένατου άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις Ν.4335/2015), οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές. Από τον συνδυασμό των άρθρων 591, 632 παρ.2 εδ.β΄ και 6, 933, 937 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι οι ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής και κατά πράξης εκτέλεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 εκδικάζονται αποκλειστικά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ΚΠολΔ 614επ.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.6 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015) κι εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Η διάταξη αυτή, η οποία ταυτίζεται με τη διάταξη της παρ.2 του παλαιού 591 ΚΠολΔ, πριν από την τροποποίησή της με τον Ν.4335/2015, είχε εφαρμογή, όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, τουλάχιστον όπως μέχρι τώρα ερμηνευόταν, το δικαστήριο έχει την ευχέρεια είτε να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον βεβαίως έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της προσήκουσας διαδικασίας και δη όσον αφορά την προδικασία (π.χ. τήρηση προθεσμιών επιδόσεως, κατάθεσης προτάσεων κλπ.) ή όσον αφορά άλλες επιταγές του νόμου (π.χ. προσκόμιση του πιστωτικού τίτλου και μάλιστα στο πρωτότυπο μέχρι τη συζήτηση για όσες αγωγές αφορούν πιστωτικούς τίτλους), τις οποίες δύναται το δικαστήριο να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως, είτε, εάν δεν έχουν τηρηθεί οι ως άνω προϋποθέσεις ή οι διάδικοι στερούνται δικονομικών ευχερειών, δικαιωμάτων και αποδεικτικών μέσων, να την παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση σε ιδιαίτερη συζήτηση σε άλλη συνεδρίασή του, το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία, εφόσον βεβαίως τούτο επιβάλλεται από άλλη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης για την ορθή, πλήρη και ισορροπημένη προπαρασκευή των διαδίκων (για μετά την ισχύ του Ν.4335-2015 βλ. σχετ. ΜονΠρΛαμ 22/2017, ΜονΠρΛαμ 113/2016, ΕιρΡοδ 14/2017, ΕιρΡοδ 8/2017 Νόμος, ενώ για πριν την ισχύ του Ν.4335/2015 βλ. σχετ. ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009.853, ΕφΔωδ 17/2007 Νόμος, ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΘεσ 2492/2001 Αρμ 2002.67, ΕφΑθ 1999/2000 ΕπΔικΠολ 2002.182, ΕφΑθ 7006/1993 ΕλλΔνη 35.1115, ΕφΑθ 3537/1992 ΝοΒ 40.891 και Κ.Μπέη, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τομ.12, στο άρθρο 591, σελ.12, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009(50). 849, Μ.Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 591, αριθ.9 και 12, Σινανιώτη Λ., Ειδικές διαδικασίες, 3η έκδ., 2008, σελ.1-11, Κακκαλή Π., Δομή των ειδικών διαδικασιών και δυνατότητες ενοποιήσεώς τους, Πρακτικά 28ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Δικονομολόγων, 2004, σελ.29επ., Κράνη Δ., Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής, καθώς και αναμεταξύ τους, Πρακτικά, 28ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Δικονομολόγων, 2004, σελ.167επ., Μακρίδου Κ., Νομοθετική εξέλιξη των ειδικών διαδικασιών στο ελληνικό δίκαιο, Πρακτικά 28ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Δικονομολόγων, 2004, σελ.139επ.). Το τελευταίο θα συμβεί κυρίως όταν, ενόψει των διαφορετικών ρυθμίσεων της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθίσταται ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρμογή της, λόγω έλλειψης κατάλληλης προπαρασκευής και πρόκλησης δικονομικής βλάβης τους (βλ. Οικονόμου Κυρ., Προέδρου Εφετών, Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016 (57), σελ.34επ., Εισήγησή του στην Εταιρεία Δικαστικών Μελετών την 30-1-2015, Ποδηματά σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 591, αριθ.9, 10 και 11, σελ.1099-1100, Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, άρθρο 591, τομ.Γ΄, σελ.743, αρ.8, 10, 14, 18 και 19, όπου και παραπομπές στη νομολογία, επίσης, ΟλΑΠ 402/1981, ΑΠ 174/2014, ΕφΑθ 131/2008, ΜονΠρΑρτ 88/1994 Αρμ 1995(49).63). Δεδομένης της εκ βάθρων αναδιάρθρωσης του διαδικαστικού πλαισίου της πρωτοβάθμιας δίκης στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας (όπου υφίσταται πλέον απλώς τυπική συζήτηση), το οποίο αποκλίνει πλέον καίρια από εκείνο των ειδικών διαδικασιών (όπου εξακολουθεί να υφίσταται ουσιαστική συζήτηση), ανακύπτει κατά τρόπο πλέον επιτακτικό το ζήτημα της τύχης των δικογράφων που προσδιορίσθηκαν κατ’ εσφαλμένη διαδικασία. Στο ερώτημα αυτό απαντά μερικώς μόνον το άρθρο 591 § 6 ΚΠολΔ, το οποίο επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του άρθρου 591 § 2 ΚΠολΔ, προβλέποντας την παραπομπή της υπόθεσης στην προσήκουσα διαδικασία. Όπως και υπό το ισχύον δίκαιο η απόφαση είναι μη οριστική, εκτός αν το δικόγραφο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής άλλης ειδικής διαδικασίας, οπότε είναι δυνατή χάριν οικονομίας της δίκης η έκδοση απόφασης από το ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα εφαρμόσει απευθείας την προσήκουσα διαδικασία. Σχετικά ευχερής παρίσταται η εφαρμογή του άρθρου 591 §6 ΚΠολΔ και στην αντίστροφη περίπτωση της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, ενώ υπαγόταν σε κάποια από τις ειδικές διαδικασίες: το δικαστήριο θα εκδώσει μη οριστική απόφαση κατά τα άρθρα 237 §6 και 46 ΚΠολΔ, αναβάλλοντας την έκδοση απόφασης και παραπέμποντας την υπόθεση προς συζήτηση κατά την προσήκουσα διαδικασία, όπου και θα εισαχθεί στη συνέχεια με κλήση, ιδίως όταν η αυτεπάγγελτη εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα για έναν ή και για τους δυο διαδίκους. Στη νέα συζήτηση οι προτάσεις θα κατατεθούν επί της έδρας σύμφωνα με το άρθρο 591 ΚΠολΔ και θα εφαρμοσθούν οι αντίστοιχες διαδικαστικές ρυθμίσεις, ήτοι είναι δυνατόν να διεξαχθεί και αποδεικτική διαδικασία, να εξεταστούν μάρτυρες, να προβληθούν ισχυρισμοί και ενστάσεις, να προσκομιστούν αποδεικτικά έγγραφα, να ακολουθήσει προσθήκη-αντίκρουση κλπ. (βλ. σχετ. Γιαννόπουλου Π., Λέκτορα Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, σελ.17, σε Επιμορφωτικό Σεμινάριο Εθνική Σχολής Δικαστικών Λειτουργών με θέμα “Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις του Ν.4335/2015”, Τριανταφυλλίδη Χ. σε Απαλαγάκη Χαρ., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 591, αριθ.11, σελ.1103). Η παράλειψη του δικαστηρίου να παραπέμψει και μάλιστα υποχρεωτικώς τη διαφορά στην προσήκουσα διαδικασία παραμένει χωρίς κυρώσεις, διότι εάν κρατήσει και δικάσει σεβόμενο τις αποκλίσεις κατά το δυνατόν της εφαρμοστέας διαδικασίας, τότε η απόφασή του είναι δικονομικά ανεπίληπτη και επομένως, απρόσβλητη. Εάν αντιθέτως η εφαρμογή εσφαλμένης διαδικασίας οδηγήσει και σε παράβαση συγκεκριμένης διατάξεως, τότε η απόφασή του είναι πλημμελής και υπόκειται σε ένδικα μέσα, αρκεί για το παραδεκτό και βάσιμο του σχετικού λόγου του ενδίκου μέσου, να εξειδικεύεται η διαδικαστική παράβαση (βλ. Οικονόμου Κυρ., Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016 (57), σελ.39). Το άρθρο 591 ΚΠολΔ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σπονδυλική στήλη όλων των ειδικών διαδικασιών. Η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων παραμένει 30 ημέρες πριν από την συζήτηση (ή 60 για τους κατοίκους της αλλοδαπής ή για τους αγνώστου διαμονής) (ΚΠολΔ 591 παρ.1 περ.α΄). Διαφοροποιείται δηλαδή πλήρως από το νέο σύστημα στην τακτική διαδικασία που οι προθεσμίες υπολογίζονται από την κατάθεση της αγωγής. Προβλήματα μπορούν να δημιουργηθούν στην περίπτωση που δεν έχει επιλεγεί εξ αρχής η ορθή διαδικασία. Έτσι με την παρ.6, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης είναι πλέον περιορισμένο, αφού οι προθεσμίες επίδοσης της αγωγής και κατάθεσης των προτάσεων και αντικρούσεων είναι εντελώς διαφορετικές στις δύο διαδικασίες. Οπότε σε περίπτωση που εσφαλμένα εισήχθη η υπόθεση για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, είτε πρέπει το δικαστήριο να αποφανθεί αυτεπαγγέλτως, να την κρατήσει και να διατάξει την εκδίκασή της με την προσήκουσα ειδική, σύμφωνα με την οποία δικάζεται, εάν δεν παρατηρούνται επιβλαβείς και ανεπανόρθωτες για τους διαδίκους αποκλίσεις με την εφαρμογή της ορθής ειδικής διαδικασίας, είτε, εάν συντρέχει το αντίθετο, πρέπει να την παραπέμψει στην ειδική διαδικασία (βλ. σχετ. ΜονΠρΧίου 165/2017 & 164/2017 αδημ.), διότι με τις νέες διατάξεις της τακτικής διαδικασίας, από τις οποίες προκύπτει σαφώς ουσιώδης διαφορά μεταξύ της τυπικής και της ουσιαστικής συζήτησης, καθώς και της αναγκαίας κατά νόμο προδικασίας, δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να δικάσει με την τακτική διαδικασία, εφαρμόζοντας τις διατάξεις της ειδικής διαδικασίας, αφού στη νέα τακτική διαδικασία η συζήτηση είναι τυπική και δεν επιτρέπεται να δικάσει με αυτήν, αλλά να εφαρμόσει τις διατάξεις της ειδικής διαδικασίας, στην οποία η συζήτηση της υπόθεσης είναι ουσιαστική, γεγονός που θα προκαλούσε σύγχυση. Στις περιπτώσεις δε υποθέσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου και Ειρηνοδικείων, που εσφαλμένως έχουν εισαχθεί στο ακροατήριο με την τακτική διαδικασία, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι επιβάλλεται η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η εφαρμογή εφεξής της προσήκουσας ειδικής διαδικασίας. Γι’ αυτό και κατά μία ορθή άποψη, ανακύπτει κατά ορισμένους εφαρμοστές του δικαίου το ερώτημα, μήπως η προσήκουσα ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 591 παρ.6 ΚΠολΔ είναι ότι αφορά μόνο τις ειδικές διαδικασίες, ήτοι απομένει έτσι η περίπτωση εφαρμογής της μόνο μεταξύ των ειδικών διαδικασιών; (βλ. Χριστ.Σεβαστίδη, Οι ειδικές διαδικασίες στο νέο ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, Εισήγηση, σελ.2-3, Οικονόμου Κυρ., Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016 (57), σελ.40), ΜονΠρΧίου 167/2017 & 165/2017 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.7 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, αν ο ανακόπτων δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή. Με τη διάταξη αυτή ο ανακόπτων αντιμετωπίζεται πλέον ως ερημοδικών ενάγων, με αποτέλεσμα να υφίσταται τις συνέπειες του άρθρου 272 ΚΠολΔ (βλ. Απαλαγάκη Χ. (-Ανδρίτσος Σπ.), Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος ΙΙ, 5η έκδ., άρθρο 632, παρ.21, σελ.1924). Από τη διάταξη του άρθρου 591 §1 εδ.α΄ ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι ως άνω αναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται και στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από ανακοπές (614επ., 623επ., 933επ.), κατά την οποία, με βάση το άρθρο 937 παρ.3 ΚΠολΔ, ως αντικ. με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ορίζεται ότι στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ. ΚΠολΔ (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών –ανακοπών), λαμβάνοντας υπόψη δε ότι με την παρ.3 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016, με αποτέλεσμα, ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας του ανακόπτοντος η θέση του να ταυτίζεται με αυτήν του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 272 ΚΠολΔ και στις ανακοπές της αναγκαστικής εκτέλεσης, βάσει του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Τέλος, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 585 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ.1 του άρθρου 18 του Ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 106) και τροποποιηθεί με το άρθρο 11 του Ν.3043/2002 (ΦΕΚ Α΄ 192), αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87 (με έναρξη ισχύος σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου από 1-1-2016), ορίζεται ότι το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα σε εξήντα ημέρες (60) από την κατάθεση της ανακοπής ή, όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Αντιθέτως δε, με το ισχύον άρθρο 933 παρ.1 ΚΠολΔ, που τυγχάνει εφαρμογής για τις ανακοπές της αναγκαστικής εκτέλεσης, ορίζεται ότι, αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση… Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ (8)τουλάχιστο ημέρες πριν από τη συζήτηση. Τέλος, επισημαίνονται και τα εξής : από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015) και ισχύει από 1-1-2016 κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται κατά το άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ και στις ειδικές διαδικασίες, όπως η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στις οποίες υπάγονται και οι διαφορές από ανακοπές (άρθρα 614 επ.ΚΠολΔ), αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και του ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του, αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ.2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (βλ. Καλαβρό Κ.,Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος–Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια,4η έκδ., σελ.87, 343, 533επ., Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, έκδ.2016, σελ.9, Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ.472επ.).
Στην κρίση του Δικαστηρίου τούτου υπόκεινται: 1) το από 23-11-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 12568/2017 και ΕΑΚ 6233/2017 δικόγραφο ανακοπής της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … κατά της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία … που προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 20-2-2018 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 6-3-2018 και εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 11, και 2) το από 29-12-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14104/2017 και ΕΑΚ 7045/2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … κατά της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία … που προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 6-3-2018 και εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 10, τα οποία αμφότερα βάλλουν κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και δη του από 6-12-2017 αναγκαστικού πλειστηριασμού του πλοίου με όνομα «… της ανακόπτουσας, με την από 10-10-2017 επιταγή προς εκτέλεση της καθ’ ης η ανακοπή που επιδόθηκε στις 23-10-2017 κάτωθι του αντιγράφου του υπ’ αριθ. … πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. … πράξης σύστασης πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζαφειρίας Σουρή-Κωνσταντίνου και της υπ’ αριθ. … πράξης τροποποίησης προτιμώμενης υποθήκης της ιδίας συμβολαιογράφου, κατόπιν αίτησης της καθ’ ης Τ. Π., καθώς επίσης και της υπ’ αριθ. … κατασχετήριας έκθεσης αναγκαστικώς κατασχεθέντος πλοίου, του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Η. Ν., τα οποία δικόγραφα υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από ανακοπές, και στο στάδιο αυτό της αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 937 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, έχουν το ίδιο αντικείμενο και διαδίκους, είναι συναφής και για τον λόγο αυτόν συνεκφωνήθηκαν από το Δικαστήριο, πλην όμως δεν έχει προσκομιστεί αυτοτελές δικόγραφο προτάσεων εκ μέρους της ανακόπτουσας για αμφότερες τις δίκες που έχουν ανοιχθεί με έκαστο των δικογράφων ανακοπής τα οποία έχει καταθέσει εν προκειμένω και ενόψει του ότι έχουν εισαχθεί με την τακτική διαδικασία αμφότερα έπρεπε να είχε καταθέσει και χωριστές προτάσεις για έκαστο δικόγραφο ανακοπής, ως έπραξε και η καθ’ ης η ανακοπή ορθώς, μη αρκούσης της σώρευσης των προτάσεών της σε ένα δικόγραφο για αμφότερα τα δικόγραφα ανακοπής που άσκησε και αμφότερες τις αντίστοιχες δίκες που έχουν ανοιχθεί δι’ αυτών, διότι ακόμη δεν έχει κριθεί στο στάδιο αυτό της εξέτασης της νομιμότητας της παράστασης των διαδίκων από δικονομικής απόψεως η ανάγκη και σκοπιμότητα ούτε έχει αποφανθεί για τη συνεκδίκασή τους το Δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί και να επιλέξει για λογαριασμό της ανακόπτουσας σε ποια δίκη αφορούν οι προτάσεις της αυτές και σε ποια δίκη πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έχουν κατατεθεί προτάσεις εκ μέρους της. Ως εκ τούτου, επειδή η υπόθεση εισάγεται με την τακτική διαδικασία έπρεπε να είχε προηγηθεί χωριστή προκατάθεση δικογράφου προτάσεων στη νόμιμη προθεσμία του άρθρου 237 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά τον Ν.4335/2015, για έκαστη αντίστοιχη ανακοπή που άσκησε η ανακόπτουσα, ώστε να υφίσταται νόμιμη παράστασή της στην παρούσα δίκη για έκαστη δίκη που ανοίγεται με τα δικόγραφά της, για το παραδεκτό αυτών καθώς και τη παράστασής της στη συζήτηση της υπόθεσης, ανεξαρτήτως του τι θα αποφασίσει εν συνεχεία το παρόν Δικαστήριο για τη συνεκδίκαση αυτών ή μη, γεγονός που εξετάζεται σε επόμενο στάδιο, όταν ήδη έχει κλείσει ο φάκελος έκαστης δικογραφίας αυτοτελώς, στον οποίο πρέπει να συμπεριλαμβάνονται οι προτάσεις, τα πληρεξούσια έγγραφα, τα διαδικαστικά έγγραφα νόμιμης παράστασης, τα σχετικά αποδεικτικά μέσα και τα αποδεικτικά επίδοσης που αφορούν έκαστη εξ αυτών, ειδάλλως πάσχει από τις αντίστοιχες ελλείψεις έκαστη δικογραφία που έχει σχηματιστεί ξεχωριστά ήδη από το στάδιο αυτό της προδικασίας, πριν εισαχθεί προς συζήτηση στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου και επέρχονται οι αντίστοιχες συνέπειες έκαστης παράλειψης σε βάρος του διαδίκου στον οποίο αφορούν οι ελλείψεις αυτές, ακόμη και ερημοδικίας κατ’ άρθρα 271-272, 94επ., 64, 111, 115, 237 ΚΠολΔ (καίτοι στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο θεωρεί παρόντες τους διαδίκους). Εν προκειμένω δε, ενόψει του ότι στο ίδιο δικόγραφο προτάσεων επικαλείται σωρευτικά η ανακόπτουσα τους ισχυρισμούς της για αμφότερες τις ανακοπές της (δικόγραφο ανακοπής και δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής) για κάθε χωριστή δίκη που έχει ανοιχθεί με έκαστο εξ αυτών, θα έπρεπε, επειδή έκαστη υπόθεση (ανακοπή) εισάγεται με την τακτική διαδικασία να είχε καταθέσει χωριστές προτάσεις και όχι σωρευτικά ένα δικόγραφο προτάσεων, ακόμη κι αν επαναλάμβανε στο έτερο δικόγραφο το ίδιο περιεχόμενο προτάσεων ( κοινές στις δύο δίκες).
Εν προκειμένω, με τα υπό κρίση δικόγραφα ανακοπής και πρόσθετων λόγων ανακοπής, η ανακόπτουσα στρεφόμενη κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και ζητεί την ακύρωση: α) του από 6-12-2017 και μετ’ αναβολή του από 10-1-2018 αναγκαστικού πλειστηριασμού του πλοίου με όνομα «…, πλοιοκτησίας της, β) της από 10-10-2017 επιταγής προς εκτέλεση της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία Τράπεζα Πειραιώς που της επιδόθηκε στις 23-10-2017 κάτωθι του αντιγράφου του υπ’ αριθ. … πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. … πράξης σύστασης πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζαφειρίας Σουρή-Κωνσταντίνου και της υπ’ αριθ. … πράξης τροποποίησης προτιμώμενης υποθήκης της ιδίας συμβολαιογράφου, κατόπιν αίτησης της καθ’ ης τράπεζας, καθώς επίσης γ) της υπ’ αριθ. … κατασχετήριας έκθεσης αναγκαστικώς κατασχεθέντος πλοίου, του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Η. Ν., και δ) κάθε άλλης συναφούς μεταγενέστερης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος της με βάση τις προαναφερόμενες προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, για τους ακόλουθους λόγους ανακοπής και πρόσθετους λόγους ανακοπής: (1) την ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης λόγω της εσφαλμένης διαδικασίας εκτίμησης του κατασχεθέντος πλοίου της ανακόπτουσας, η οποία δεν έλαβε χώρα με την πρόσληψη ειδικού πιστοποιημένου εκτιμητή πλοίων εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή, με βάση τους εγγεγραμμένους στο ειδικό μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών, όπως προβλέπεται στον νόμο, αλλά προέβη ο ίδιος αυθαίρετα και πρόχειρα σε τέτοια εκτίμηση χωρίς καν να εισέλθει στο κατασχεθέν πλοίο της ανακόπτουσας, κατά παράβαση του Π.Δ. 59/2016 που εκδόθηκε σύμφωνα με την παρ.12 του άρθρου 9 του Ν.4335/2016, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 993 ΚΠολΔ, οι οποίες είναι δημόσιας τάξης και η παραβίασή τους προκαλεί απόλυτη ακυρότητα στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, (2) την ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης λόγω ουσιαστικής ανυπαρξίας της περιγραφής του κατασχεθέντος, κατ’ άρθρο 1011 ΚΠολΔ, ως προς τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, τα σωστικά μέσα του, τα παραρτήματα και τον πρόσθετο εξοπλισμό του, τα οποία δεν περιγράφονται επαρκώς, αλλά με γενικότητα και προχειρότητα, αλλά και προφανή σφάλματα, με συνέπεια να προκαλείται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του εν λόγω κατασχεθέντος πλοίου, με έτερο πλοίο της ιδίας πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία … το οποίο έχει παρόμοια τεχνικά χαρακτηριστικά, ακόμη και για τη σύνταξη της έκθεσης εκτίμησης από τον δικαστικό επιμελητή, γεγονός από το οποίο προκαλείται βλάβη τόσο της ανακόπτουσας εταιρείας, όσο και των λοιπών πιστωτών της, αφού η σύγχυση λειτουργεί αποτρεπτικά για τους ενδιαφερόμενους πλειοδότες, (3α) την ακυρότητα της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ως προς την απαίτηση, διότι η καθ’ ης η ανακοπή τεχνηέντως δημιούργησε λόγους καταγγελίας αν και είχε ήδη στη διάθεσή της ποσά τα οποία υπερκάλυπταν το σύνολο των οφειλόμενων τόκων, ώστε η καταγγελία της είναι άκυρη όπως και η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των απαιτήσεών της σε βάρος της ανακόπτουσας που βασίζονται σε αυτήν την άκυρη καταγγελία της, και ενώ η ανακόπτουσα προσπάθησε επανειλημμένως να της προτείνει ένα σχέδιο αποπληρωμής του συνόλου των υποχρεώσεών της βασιζόμενο στην επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης, όμως αυτό απέβη μάταιο, λόγω της μεθόδευσης της καθ’ ης η ανακοπή να την εξαφανίσει από τον κλάδο ως εταιρεία και να μεταβιβάσει τα πλοία της σε συνεργάτες και πελάτες της με μεθοδευμένους πλειστηριασμούς τους, παρά τις επιμέρους καταβολές στις οποίες προέβη δε η ανακόπτουσα σε εξόφληση τόκων και ασφαλίστρων, οι οποίες δεν υπολογίστηκαν κατά τη σύνταξη της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση και συνακόλουθα, ιδρύεται εξ αυτού του λόγου λόγος ακύρωσης της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του κατασχεθέντος πλοίου της, (3β) ότι μάλιστα η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, όπως περιγράφεται στο απόγραφο, την επιταγή προς εκτέλεση και στην κατασχετήρια έκθεση, έχει απολέσει την αυτοτέλειά της, αφού έχει ενσωματωθεί σε νέα συνολική απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας Πειραιώς εναντίον της ανακόπτουσας, όπως περιγράφεται στην από 13-9-2012 συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 124/2013 απόφαση του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, συνεπεία δε τούτου, η ναυτική υποθήκη, βάσει της οποίας επισπεύδεται η ανακοπτόμενη αναγκαστική εκτέλεση λειτουργεί για την εξασφάλιση του ποσού της απαίτησης της συμφωνίας εξυγίανσης καθολικά κι έχει χάσει την αυτοτέλειά της, συνακόλουθα, ακύρως επισπεύδεται βάσει αυτής η αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους της καθ’ ης τράπεζας σε βάρος της ανακόπτουσας και του πλοίου της, με βάση ναυτική αυτή υποθήκη που εξασφαλίζει άλλη, μη υπαρκτή πλέον νομικώς απαίτηση, και (3γ) ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης με την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, βάσει του άρθρου 106γ παρ.5 (πρώην 106η) του Ν.3588/2007, δεν νοείται καταγγελία της από μεμονωμένους πιστωτές, ιδίως δε όταν ο καταγγέλλων είναι ο ουσιαστικά μοναδικός συμβληθείς πιστωτής, που με τη συμμετοχή του διαμόρφωσε την εκ του νόμου απαιτούμενη πλειοψηφία των πιστωτών και δέσμευσε και τους υπόλοιπους μη συμβληθέντες πιστωτές με τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης, ενώ μοναδική νόμιμη οδός για την ανατροπή της, εάν δεν τηρούνται οι όροι της, είναι η διαδικασία του άρθρου 758 ΚΠολΔ, για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της δικαστικής αυτής απόφασης επικύρωσης της συμφωνία εξυγίανσης, αλλά μέχρι τότε είναι αυτή δεσμευτική για την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, η οποία έχει μόνο δικαίωμα διεκδίκησης όσων προβλέπονται από αυτήν, ήτοι να απαιτήσει εν προκειμένω τους τόκους 24 μηνών (από 14-6-2015 έως 14-10-2017), πλην όμως η καθ’ ης τράπεζα της καταλόγισε ποσό κεφαλαίου και όχι τόκων, το οποίο δεν της όφειλε με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, πέραν του ότι της είχε καταβάλει η ανακόπτουσα μέρος των οφειλόμενων τόκων, ώστε δεν της οφείλεται η απαίτηση, βάσει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεσε σε βάρος του πλοίου της, η οποία και εξ αυτού του λόγου είναι άκυρη, και (4) την ακυρότητα του πλειστηριασμού λόγω μη τήρησης των νομίμων προβλεπόμενων διατυπώσεων δημοσιότητας του πλειστηριασμού του επίδικου πλοίου κατ’ άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1011Α παρ.2-3 ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως της συνδρομής του στοιχείου της βλάβης, καθόσον πέραν της δημοσίευσης της υπ’ αριθ. 1856/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που διόρθωσε την κατασχετήρια έκθεση και όρισε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού στη σχετική ιστοσελίδα με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου, δεν τηρήθηκε άλλη διατύπωση δημοσιότητας από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 995 ΚΠολΔ κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 1011Α παρ.3 ΚΠολΔ και ιδίως δεν εμφανίζεται στην ιστοσελίδα ο ανακοπτόμενος πλειστηριασμός που είχε οριστεί για τις 10-1-2017, αλλά να εμφανίζεται ως ορισθείς για την αρχική ημερομηνία της 6-12-2017, χωρίς διόρθωση της τιμής πρώτης προσφοράς σύμφωνα με τις σχετικές εκτυπώσεις της ιστοσελίδας, ενώ οι σχετικές διατυπώσεις δημοσιότητας έπρεπε να είχαν τηρηθεί εντός των προθεσμιών του άρθρου 995 ΚΠολΔ με αφετηρία όχι την ημερομηνία κατάσχεσης, αλλά αυτή της δημοσίευσης της υπ’ αριθ. 1856/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την 4-12-2017, ειδάλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα του επισπευδόμενου πλειστηριασμού, κατ’ άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ και ανεξαρτήτως της συνδρομής του στοιχείου της βλάβης, ενώ τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα, κατ’ άρθρο 959 ΚΠολΔ, αφού οι διατυπώσεις δημοσιότητας είναι πρόσθετες αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 995 ΚΠολΔ, χωρίς να της υποκαθιστούν, επικουρικώς δε, υφίσταται και βλάβη της ανακόπτουσας και των λοιπών δανειστών της, διότι η έλλειψη της προβλεπόμενη από τον νόμο δημοσιότητας του πλειστηριασμού ως άνω, καθιστά αδύνατη άλλως εξαιρετικά δυσχερή την έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση των ενδιαφερομένων να συμμετάσχουν στον πλειστηριασμό ματαιώνοντας τον σκοπό της εκτελεστικής αυτής διαδικασίας για την επίτευξη του υψηλότερου κατά το δυνατόν εκπλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό του επίδικου πλοίου της ανακόπτουσας, η οποία ζητεί, πέραν της ακύρωσης των ανωτέρω αναφερομένων πράξεων της αναγκαστικής εκτελεστικής διαδικασίας, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, επιπλέον δε, την καταδίκη της καθ’ ης η ανακοπή στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης στην παρούσα δίκη.
Με βάση αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο (ΚΠολΔ 12, 13, 14 §2, 591§1, 614επ., 904, 918, 924, 927, 933, 934, 937, όπως αυτά τα άρθρα τροποποιήθηκαν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 και το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 και εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, ενώ με την παρ.3 και παρ.4 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016, 951, 992επ., 1011επ.), εισάγεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ένεκα της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς (άρθρο 51 παρ.1α΄, 2, 3Α–Β περ.ε΄, 4, 5 του Ν.2172/1993), εσφαλμένως μεν με την τακτική διαδικασία και μάλιστα χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του Ν.4335/2015, αφού δεν έχουν καν προκατατεθεί προτάσεις από τους διαδίκους στην προθεσμία των εκατόν (100) ή των εκατόν τριάντα (130) ημερών από την κατάθεση της ανακοπής κλπ., αλλά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην ορισθείσα προκείμενη δικάσιμο επί της έδρας, δεν έχουν κατατεθεί στην ανωτέρω προβλεπόμενη προθεσμία χωριστά δικόγραφα προτάσεων για έκαστη δίκη που ανοίγεται με έκαστο αυτοτελές δικόγραφο ανακοπής σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, δεν έχουν καν προσαχθεί τα ειδικά έγγραφα πληρεξούσια των διαδίκων νομικών προσώπων προς τους δικηγόρους που παραστάθηκαν στο όνομα και για λογαριασμό τους προς εκπροσώπησή τους στη δίκη αυτή, και δη μέχρι το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας στις ανωτέρω προθεσμίες που διαγράφονται από τη σχετική διάταξη του άρθρο 237 παρ.1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 96 ΚΠολΔ, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πρακτικών παροχής αυτής της εξουσιοδότησης καθόσον πρόκειται για νομικά πρόσωπα που εκπροσωπούνται κατά το καταστατικό τους από φυσικά πρόσωπα, που αποτελούν τους νομίμους αντιπροσώπους τους για τη διαχείριση και των δικαστικών υποθέσεών τους, κατ’ άρθρο 64 ΚΠολΔ, λαμβάνοντας δε υπόψη ότι για την ανακόπτουσα άλλη δικηγόρος έχει παρασταθεί στη δίκη και έχει καταθέσει προτάσεις επί της έδρας και άλλος δικηγόρος είχε υπογράψει και καταθέσει τα δικόγραφα της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων ανακοπής, ούτε έχει τηρηθεί η προθεσμία κατάθεσης της προσθήκης-αντίκρουσης πριν τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις τους άρθρου 237 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ, η οποία έχει προσκομιστεί μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο στις 9-3-2018 σύμφωνα με τη σχετική σφραγίδα και βεβαίωση κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, δεν έχουν επιπλέον προσκομιστεί τα αποδεικτικά επίδοσης των κρινόμενων εν προκειμένω δικογράφων ανακοπής που έχει καταθέσει η ανακόπτουσα, εντός της ανωτέρω προθεσμίας πριν το κλείσιμο του φακέλου έκαστης δικογραφίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠολΔ, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος του παραδεκτού και εμπροθέσμου άσκησης αυτών, ιδίως δε όταν τίθενται ζητήματα υποστατού των δικογράφων υπό τη νεοπαγή και ισχύουσα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, προκειμένου να μη θεωρηθούν οι εν λόγω συνεκφωνηθείσες ανακοπές ως μη ασκηθείσες, με δεδομένο ότι άπασες οι ως άνω διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής και στην περίπτωση των ανακοπών ως δικογράφων εισαγωγικών της δίκης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 217 και 585 παρ.1 ΚΠολΔ, που ισχύουν επί ανακοπών, και ενώ έπρεπε η υπόθεση (έκαστη χωριστή ανακοπή) να είχε εισαχθεί σε κάθε περίπτωση με την προσήκουσα κατά νόμο ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί ανακοπών, που τυγχάνει πλέον εφαρμοστέα και μόνον και στο στάδιο των ανακοπών επί ζητημάτων αναγκαστικής εκτέλεσης (και πλειστηριασμού κατασχεθέντος πλοίου), μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με τον Ν.4335/2015, όπως προκύπτει σαφώς από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583επ., 591, 614επ., 904, 918, 924, 927, 933, 934, 937 παρ.3, 951, 992επ., 1011επ. ΚΠολΔ, διαδικασία με την οποία εκδικάζονται αποκλειστικώς πλέον όλες οι ασκηθείσες μετά την 1-1-2016 ανακοπές του ΚΠολΔ μετά την τροποποίηση του Ν.4335/2015, όταν η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά την 1-1-2016, όπως ισχύει στην προκείμενη περίπτωση (βλ. σχετ. την από 10-10-2017 επιταγή προς εκτέλεση της καθ’ ης η ανακοπή που επιδόθηκε νομίμως στην ανακόπτουσα στις 23-10-2017 κάτωθι του αντιγράφου του υπ’ αριθ. … πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. … πράξης σύστασης πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζαφειρίας Σουρή-Κωνσταντίνου). Οι κρινόμενες ανακοπές κατατέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 23-11-2017 (δικόγραφο ανακοπής) και 29-12-2017 (δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής), αντιστοίχως, χωρίς να προκύπτει από σχετική έκθεση επίδοσης σε κάθε περίπτωση η επίδοσή τους, προκειμένου να ελεγχθεί το υποστατό (ΚΠολΔ 215 παρ.2), αλλά και το εμπρόθεσμο και παραδεκτό (ΚΠολΔ 933-934), ιδίως δε αναφορικά με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής, ως ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων αυτών μετά την τροποποίησή τους από το άρθρο τρίτο και το άρθρο όγδοο σε συνδυασμό με το άρθρο ένατο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, προκειμένου να εκδικασθούν αμφότερα τα δικόγραφα ανακοπής κατά την τακτική διαδικασία, υπό την οποία εισάγονται, εσφαλμένως, εγγράφηκαν δε και στο τηρούμενο για τον σκοπό αυτό τακτικό πινάκιο της νέας διαδικασίας του Ν.4335/2015 της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου. Δοθείσης δε της ως άνω αναφερόμενης στη μείζονα σκέψη της παρούσας νομοθετικής μεταβολής από 1-1-2016, ορίσθηκε ότι εντός εκατό (100) ημερών από την κατάθεση έκαστης ανακοπής, ως άνω, οι διάδικοι όφειλαν να καταθέσουν προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα πληρεξούσια έγγραφα για την εκπροσώπησή τους στη δίκη, τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται καθώς και τα αποδεικτικά επίδοσης των δικογράφων τους, με ειδική επισήμανση ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από τον συνδυασμό των άρθρων 1, 2 του Ν.4335/2015, 226 και 237 του ΚΠολΔ. Όμως, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη της απόφασης, οι υπό κρίση ανακοπές εκδικάζονται κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 614επ. του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά τον Ν.4335/2015 (η ανακοπή έχει κατατεθεί στις 23-11-2017, ενώ και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής κατατέθηκε στις 29-12-2017, αμφότερα δε σε χρόνο μετά την έναρξη ισχύος του Ν.4335/2015 και εμπίπτουν στις ρυθμίσεις αυτού, αφού η έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως έλαβε χώρα μετά την 1η-1-2016, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ, με την από 10-10-2017 επιταγή προς εκτέλεση της καθ’ ης η ανακοπή που επιδόθηκε νομίμως στην ανακόπτουσα στις 23-10-2017 κάτωθι του αντιγράφου του υπ’ αριθ. … πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. … πράξης σύστασης πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζαφειρίας Σουρή-Κωνσταντίνου), οπότε όλες οι ανακοπές (και αυτές του σταδίου της αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση κατασχεθέντος προς πλειστηριασμό πλοίου) εκδικάζονται πλέον κατ’ άρθρο 937 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του Ν.4335/2015, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 591 παρ.1α΄, 614επ. ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως αντικειμένου και είδους της απαίτησης που ενσωματώνει ο εκτελεστός τίτλος, στην οποία ειδική διαδικασία, οι προτάσεις με τους ισχυρισμούς των διαδίκων κατατίθενται το αργότερο στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, καθώς και τα αποδεικτικά τους μέσα, τα πληρεξούσια έγγραφα, τα διαδικαστικά έγγραφα, τα αποδεικτικά επίδοσης των δικογράφων κλπ., δύνανται δε να εξετάσουν και μάρτυρες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εξακολουθεί να είναι ουσιαστική και όχι απλώς τυπική, τηρουμένης δε της αρχής της προφορικότητας της δίκης, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τη νέα τακτική διαδικασία μετά τη μεταβολή που επήλθε στον ΚΠολΔ με τον Ν.4335/2015. Έτσι, μολονότι, με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς αντίστοιχη περίπτωση (κατάθεση ανακοπής κατά την τακτική διαδικασία καίτοι αυτή εκδικάζεται κατά την ειδική) δεν θα αποτελούσε κώλυμα για το Δικαστήριο στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως κατ’ εφαρμογή, όμως, της προσήκουσας ειδικής διαδικασίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με τη νομοθετική μεταβολή της προδικασίας και δη του χρονικού πλαισίου καταθέσεως των προτάσεων με τις οποίες εισάγουν τους ισχυρισμούς τους, των διαδικαστικών και πληρεξουσίων εγγράφων και των αποδεικτικών μέσων εκ μέρους των διαδίκων, και της ύπαρξης απλώς τυπικής (και όχι ουσιαστικής) συζήτησης στην τακτική διαδικασία, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ορθότερο να παραπέμψει την παρούσα υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, το οποίο και θα δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί ανακοπών βάσει των άρθρων 614επ. ΚΠολΔ (σε συνδυασμό με τα άρθρα 937 παρ.3, 933, 934, 992επ., 1011 ΚΠολΔ), σε άλλη συνεδρίασή του, στην οποία θα εισαχθεί η υπόθεση προς συζήτηση με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων, αφού τούτο επιβάλλεται από τη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της για την ομαλή και ισότιμη προπαρασκευή των διαδίκων και για την τήρηση της αρχής της προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία στην προκείμενη περίπτωση, εσφαλμένως δε, ένεκα της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης με τη νέα τακτική διαδικασία του ΚΠολΔ κατά τον Ν.4335/2015, δεν είναι δικονομικώς εφικτό να τηρηθεί, κρίνεται ότι δεν υφίσταται δυνατότητα του Δικαστηρίου τούτου να εφαρμόσει την προσήκουσα ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.6 ΚΠολΔ με ό,τι συνέπειες επιφέρει το γεγονός της ερημοδικίας τους στη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, εφόσον εφαρμοστεί η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-ανακοπών, καθόσον δεν ισχύει η προκατάθεση των προτάσεων κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, ειδάλλως, ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 271-272 ΚΠολΔ λόγω ερημοδικίας των διαδίκων, εν απουσία δε αμφοτέρων πρέπει να θεωρηθεί ότι η συζήτηση ματαιώνεται κατ’ άρθρο 260 παρ.1, διατάξεις που εφαρμόζονται και για τις ειδικές διαδικασίες των περιουσιακών διαφορών δυνάμει του άρθρου 591 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ (ΜονΠρΛαμ 113/2016, ΕιρΡοδ 14/2017, ΕιρΡοδ 8/2017 ΤΝΠ Νόμος). Επισημαίνεται δε ότι εν προκειμένω οι διάδικοι λόγω της εισαγωγής των κρινόμενων ανακοπών εσφαλμένως με τη νέα τακτική διαδικασία του Ν.4335/2015, κατά την τυπική συζήτηση της υπόθεσης αυτής, στερήθηκαν του δικαιώματός τους να προσκομίσουν ακόμη και νεότερα, μετά την παρέλευση των εκατόν (100) ημερών που τάσσει ο νόμος (ΚΠολΔ 237), αποδεικτικά έγγραφα, καθώς και να εξετάσουν μάρτυρα για την αναγκαία υποστήριξη των ισχυρισμών τους, που για μεν την ανακόπτουσα αποτελούν λόγους ανακοπής, ιδίως δε αναφορικά με αυτούς που αφορούν την ουσία της υπόθεσης και συγκεκριμένα τον λόγο ανακοπής της που στηρίζεται στην ύπαρξη ή μη (ουσιαστική βασιμότητα) της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή έναντι της ανακόπτουσας και της έκτασής της, καθώς και για την τύχη και εφαρμογή της συμφωνίας εξυγίανσης μεταξύ τους, η οποία επικυρώθηκε με την ανωτέρω δικαστική απόφαση του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, οι οποίοι έτσι αποδυναμώνονται σημαντικά από αποδεικτικής βασιμότητας, ενώ στερούνται και της δυνατότητας αμφότερες οι διάδικες πλευρές να προσκομίσουν νεότερα έγγραφα μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, αλλά και μετά από αυτήν στο πλαίσιο της προσθήκης-αντίκρουσης υπό τους όρους των σχετικών διατάξεων του άρθρου 591 ΚΠολΔ, είναι εσφαλμένη δε η εκ μέρους τους μη προσκομιδή πληρεξουσίων εγγράφων και πρακτικών του Δ.Σ. από νομικά πρόσωπα εταιρειών για τη νόμιμη παράσταση των δικηγόρων τους σε καθεμία δίκη με βάση τα αντίστοιχα δικόγραφα ανακοπής, στο όνομα και για λογαριασμό των διαδίκων, καλουμένης της εφαρμογής εν προκειμένω της περίπτωσης του άρθρου 105 σε συνδυασμό με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, είναι εσφαλμένη η μη προκατάθεση των προτάσεών τους εντός των προθεσμιών της διάταξης του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι εσφαλμένη η μη κατάθεση χωριστών προτάσεων σε κάθε περίπτωση για έκαστη δίκη και αντίστοιχο δικόγραφο ανακοπής της εκ μέρους της ανακόπτουσας, είναι εσφαλμένη η μη προκατάθεση της προσθήκης- αντίκρουσης εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή στην προθεσμία των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ, εγείρονται ζητήματα υποστατού των δικογράφων ανακοπής και παραδεκτού αναφορικά με το εμπρόθεσμο αυτών λόγω μη προσκομιδής των αποδεικτικών επίδοσης των αντίστοιχων δικογράφων ανακοπής εκ μέρους της ανακόπτουσας, κατ’ άρθρα 215 παρ.2 και 933-934 ΚΠολΔ, και μάλιστα άνευ λόγου, χωρίς και να μπορούν πλέον να προσκομιστούν λόγω της δεσμευτικότητας και αυστηρότητας της διάταξης του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠοΛΔ, επειδή οι υποθέσεις αυτές που συνεκφωνήθηκαν από το Δικαστήριο εκδικάστηκαν αναγκαστικά με την τακτική διαδικασία, υπό την οποία εσφαλμένως εγγράφηκαν στο οικείο πινάκιο της Γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού, ενώ δεν θα εγείρονταν όλα αυτά τα σημαντικά δικονομικά ζητήματα εν προκειμένω εάν οι υποθέσεις (ανακοπές) αυτές είχαν εισαχθεί με την ορθή ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί ανακοπών των άρθρων 614επ., 937 παρ.3, 933-934, 992επ., 1011 ΚΠολΔ, που τυγχάνει αποκλειστικής και δεσμευτικής εφαρμογής εν προκειμένω για την τήρηση της νομιμότητας και της δικονομικής τάξης, καθόσον θα μπορούσαν να κατατεθούν ήδη χωριστές προτάσεις και κατά τη συζήτηση εκ μέρους της ανακόπτουσας, αμφότεροι δε οι διάδικοι να καταθέσουν προτάσεις επί της έδρας, να προσκομιστούν έγγραφα πληρεξούσια και αποδεικτικά μέσα και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, τα οποία έγγραφα το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί από δικονομικής απόψεως να παραλάβει, να εξετάσουν μάρτυρες, να προβάλουν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ενστάσεις και αντενστάσεις, που πρέπει να καταγραφούν και συμπεριληφθούν υποχρεωτικά στα πρακτικά της δίκης, να τηρηθεί η προφορικότητα της διαδικασίας και συζήτησης των κρινόμενων υποθέσεων, η οποία είναι υποχρεωτική κατά την ειδική αυτή διαδικασία, για λόγους παραδεκτού αυτών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 591 παρ.1 περ.δ΄ και παρ.2, να καταθέσουν προσθήκη-αντίκρουση υπό τους όρους της διάταξης του άρθρου 591 παρ.1 περ.στ΄ ΚΠολΔ, τα οποία υπό την εφαρμογή της νέας τακτικής διαδικασίας με την οποία εσφαλμένως έχουν εισαχθεί οι υποθέσεις (ανακοπές) αυτές δεν δύναται να εξετάσει και λάβει υπόψη του το παρόν Δικαστήριο και να στηρίξει την αποδεικτική διαδικασία σε μία τυπική συζήτηση της υπόθεσης, όταν εκτιμάται ως ορθότερον ότι έπρεπε να είχε προηγηθεί ουσιαστική συζήτηση στην υπόθεση αυτή στο ακροατήριό του, την οποία στερήθηκαν οι διάδικοι, λόγω της τυπικής συζήτησης που με αυστηρό και απαρέγκλιτο τρόπο επιβάλει πλέον ο ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015 κατ’ άρθρο 237 υπό το νέο σύστημα της τακτικής διαδικασίας εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του, σε αντίθεση με ότι ευχερώς και αυτοδικαίως με την εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών στην εκδίκαση των ανακοπών αυτών θα μπορούσε να είχε συμβεί. Μάλιστα, το παρόν Δικαστήριο με τις νέες διατάξεις της τακτικής διαδικασίας, από τις οποίες προκύπτει ουσιώδης διαφορά μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής συζήτησης, δεν μπορεί να δικάσει με την τακτική διαδικασία, εφαρμόζοντας τις διατάξεις της ειδικής, ήτοι δεν μπορεί να εφαρμόσει την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-ανακοπών, βάσει των άρθρων 614επ. ΚΠολΔ, όταν έχουν εισαχθεί οι ανακοπές αυτές με τη νέα τακτική διαδικασία και να παραβλέψει τη σωρεία παραλείψεων ως άνω, κατά παράβαση της αναγκαίας προδικασίας που δεν έχει προηγηθεί υπό τους όρους του άρθρου 237 ΚΠολΔ, κρατώντας τις υποθέσεις και δικάζοντας με την προσήκουσα ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-ανακοπών, διότι θα αγόταν υπό το πρίσμα μιας αβέβαιης και επισφαλούς σκοπιμότητας σε δικονομικούς και ουσιαστικούς ακροβατισμούς και μάλλον θα προκαλείτο μεγαλύτερη σύγχυση, κατά την κρίση του, παρά θα επιλύονταν τα ως άνω πλείστα όσα ζητήματα εγείρονται, δικονομικής και ουσιαστικής φύσης, πλήττοντας την αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων, αλλά και κλονίζοντας έτι περισσότερο την ασφάλεια που δημιουργεί η δικονομική τάξη που καθορίζεται από τη διαδικασία υπό την οποία εισάγεται έκαστη υπόθεση προς κρίση και τη σταθερότητα που προάγεται από την αρχή του συζητητικού συστήματος και της πρωτοβουλίας εκ μέρους και μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ, και όχι με επιλογές αυθαίρετες του Δικαστηρίου κατά την κρίση του και «αναμειγνύοντας» διαφορετικά δικονομικά συστήματα διαδικασιών και διατάξεων προς αποκατάσταση ελλείψεων και σφαλμάτων που παρήχθησαν σε προηγούμενο στάδιο και με συμμετοχή των ιδίων των διαδίκων. Δεν είναι δε δυνατόν να εφαρμοστούν εν μέρει διατάξεις τακτικής και εν μέρει διατάξεις ειδικής διαδικασίας περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών, διότι τούτο θα επέφερε σύγχυση τόσο στο παρόν, όσο και σε κάθε επόμενο Δικαστήριο που θα επιληφθεί της υπόθεσης. Η πλέον λυσιτελής και προσήκουσα από δικονομικής τάξης και ασφάλειας ουσιαστικού δικαίου λύση εν προκειμένω τυγχάνει η τήρηση και εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας ως άνω με την αντίστοιχη υπαγωγή της ένδικης διαφοράς με παραπομπή των συνεκφωνηθεισών ανακοπών αυτών σε άλλη ιδιαίτερη συζήτηση και συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των διαφορετικών δικονομικών κανόνων της διαδικασίας, όπως είναι και η τήρηση της προδικασίας, της ακροαματικής αποδεικτικής διαδικασίας και της δυνατότητας προφορικής ουσιαστικής συζήτησης, όπως απαιτείται και συνάδει κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-ανακοπών, βάσει των άρθρων 614επ., 937 παρ.3, 933-934, 992επ., 1011επ. ΚΠολΔ, κατά την οποία πρέπει να εκδικασθούν οι εν λόγω υποθέσεις (ανακοπές), προκειμένου έτσι να τηρηθούν οι δικονομικοί κανόνες της διαδικασίας αυτής και να αποκατασταθούν αυτοδικαίως τα προδιαλαμβανόμενα σφάλματα και οι παραλείψεις εκ μέρους των διαδίκων, σύμφωνα με όσα επισημάνθηκαν στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, χωρίς να χρειάζεται έτερη επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου στην κατεύθυνση αυτή, καθώς επίσης και με την αναγκαία αναβολή της συζήτησης αυτής να καταστεί εφικτό να συμπληρωθούν για τη δικονομική τάξη οι προαναφερόμενες ελλείψεις, που αφορούν την κατάθεση χωριστών προτάσεων για κάθε δικογραφία (υπόθεση), την κατάθεση εμπρόθεσμης προσθήκης-αντίκρουσης, την εξέταση τυχόν μάρτυρα που επιθυμούν οι διάδικοι, την προφορική πρόταση των ισχυρισμών και ενστάσεών τους για την συνοπτική τους καταχώριση στα πρακτικά της δίκης επί ποινή απαραδέκτου, την προσκομιδή εγγράφων, αποδεικτικών επίδοσης, πληρεξουσίων εγγράφων ακόμη και αποδεικτικών μέσων μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, προς αποφυγή των διαδικαστικών ελλείψεων που πλήττουν τη δικονομική ορθότητα και την πρόοδο της διαδικασίας, την παράσταση των διαδίκων, αλλά και την ασφάλεια ουσιαστικής έρευνας της υπόθεσης και την αρχή προφορικότητας της διαδικασίας και τήρησης του συζητητικού συστήματος της δίκης, υπό το πρίσμα του ισχύοντος ΚΠολΔ μετά τις αυστηρές και σαφείς επιλογές του έλληνα νομοθέτη κατά τον Ν.4335/2015 (ΜονΠρΛαμ 113/2016, ΕιρΡοδ 14/2017, ΕιρΡοδ 8/2017 Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, εκτιμάται ως πλέον πρόσφορο και λυσιτελές εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογή και της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, με πρωτοβουλία των διαδίκων, ότι πρέπει να παραπεμφθεί η κρινόμενη υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών-ανακοπών μεταξύ των διαδίκων, διότι, ενόψει των αποκλινουσών ρυθμίσεων της προσήκουσας εφαρμοστέας αυτής διαδικασίας από την παρούσα τακτική διαδικασία με την οποία εισήχθησαν οι κρινόμενες ανακοπές ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθίσταται ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρμογή της, ελλείψει κατάλληλης προπαρασκευής και κανονικής παράστασης στη δίκη αυτή, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η εκδίκασή τους στη σημερινή συνεδρίαση κατά τους κανόνες της προσήκουσας ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών-ανακοπών (ΠολΠρΘεσ 12935/2017 Αρμ 2017.1946, ΠολΠρΤρικ 57/2017 ΕλλΔνη 2017.1528, ΜονΠρΧίου 165/2017 ΕλλΔνη 2017.1181, ΜονΠρΛαμ 113/2016, ΜονΠρΑρτ 88/1994 Αρμ 1995.63, ΕιρΙκαρ 15/2017, ΕιρΡοδ 14/2017, ΕιρΡοδ 8/2017, ΕιρΘεσ 2963/2014 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της προκείμενης ένδικης υπόθεσης, κατ’ άρθρο 254 σε συνδυασμό με 591 παρ.6 ΚΠολΔ, προκειμένου να παραπεμφθεί η εκδίκαση των ανακοπών αυτών σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, στην οποία θα πρέπει να επαναφέρονται με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ανακοπών των άρθρων 614επ., 937 παρ.3, 933-934, 992επ., 1011επ. ΚΠολΔ, η οποία πλέον εφαρμόζεται για όλες τις ένδικες διαφορές που αφορούν ανακοπές και κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεθέντος πλοίου και προκειμένου να τηρηθεί η υποχρεωτικότητα της προφορικής διαδικασίας στο ακροατήριο και να προσκομιστούν με επιμέλεια των διαδίκων τα διαδικαστικά έγγραφα, αποδεικτικά επίδοσης δικογράφων και πληρεξούσια έγγραφα, καθώς και οι προτάσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την πρόοδο της δίκης για την ασφαλέστερη και πληρέστερη εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται στην παρούσα δίκη, καθόσον η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική (άρθρα 176επ., 191 παρ.1, 254, 308-309 ΚΠολΔ), αφού με αυτή το Δικαστήριο δεν απεκδύεται από την εξουσία του για την κρίση της ένδικης διαφοράς, αλλά επιφυλάσσεται να την ερευνήσει με άλλη κατάλληλη διαδικασία (ΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6521/1989 ΕλλΔνη 33.861, ΠολΠρΘεσ 12935/2017 Αρμ 2017.1946, ΜονΠρΧίου 165/2017 ΕλλΔνη 2017.181, ΜονΠρΑρτ 88/1994 Αρμ 1995.63, ΕιρΙκαρ 15/2017, ΕιρΡοδ 14/2017, ΕιρΡοδ 8/2017, ΕιρΘεσ 2963/2014 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκας (-Ποδηματά), Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ.ΙΙ, 2000, άρθρο 591, αριθ.9, αριθ.10, αριθ.11, σελ.1099-1100).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΦΩΝΕΙ : 1) το από 23-11-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 12568/2017 και ΕΑΚ 6233/2017 δικόγραφο ανακοπής της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … κατά της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία … και 2) το από 29-12-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 14104/2017 και ΕΑΚ 7045/2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … κατά της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.».
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση των ως άνω συνεκφωνηθεισών ανακοπών για να δικαστεί από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, που είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), σε άλλη συνεδρίασή του, στην οποία θα πρέπει να επαναφέρονται με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-ανακοπών, που πλέον εφαρμόζεται για όλες τις ανακοπές και κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεθέντος πλοίου και προκειμένου να προσκομιστούν με επιμέλεια των διαδίκων τα διαδικαστικά έγγραφα, αποδεικτικά επίδοσης δικογράφων και πληρεξούσια έγγραφα, καθώς και οι προτάσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την πρόοδο της δίκης για την ασφαλέστερη και πληρέστερη εκδίκαση της υπόθεσης, όπως αναφέρονται ειδικότερα στο σκεπτικό της απόφασης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 30-4-2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ