Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης  1889 /2020

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 1ης έφεσης: 10528/2017)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 1ης έφεσης: 203/2017)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 1ης έφεσης: 1527/2018)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 1ης έφεσης: 661/2018)

(Γενικός αριθμός κατάθεσης 2ης έφεσης: 1352/2018)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης 2ης έφεσης: 22/2018)

(Γενικός αριθμός προσδιορισμού 2ης έφεσης: 1528/2018)

(Ειδικός αριθμός προσδιορισμού 2ης έφεσης: 662/2018)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

          ΣYΓΚPΟTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

          ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 17η Απριλίου 2018 για να δικάσει με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών αφενός την υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 10528/2018 και 203/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 1527/2018 και 661/2018 έφεση και αφετέρου την υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 1352/2018 και 22/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1528/2018 και 662/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 111/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών), και με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε εργαζόμενο ναυτικό, μεταξύ:

1η Έφεση:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, οδός …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Πλοίων Π….., νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Μαρίας Αρβανίτη του Κυριάκου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1322), κατοίκου Πειραιώς, …, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, ναυτικού, κατοίκου Π…., επί της οδού …, και πλέον …, επί της οδού …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ελένης Καλογιάννη-Κοντοσσέα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1439), κατοίκου Πειραιώς, οδός …, που κατέθεσε προτάσεις.

                2η Έφεση:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, ναυτικού, κατοίκου Π……, επί της οδού …, και πλέον …, επί της οδού …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ …, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ελένης Καλογιάννη-Κοντοσσέα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1439), κατοίκου Πειραιώς, οδός …, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, οδός …, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Πλοίων Π….., νομίμως εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Μαρίας Αρβανίτη του Κυριάκου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1322), κατοίκου Πειραιώς, …, που κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος της πρώτης έφεσης ως άνω και εκκαλών της δεύτερης έφεσης ως άνω άσκησε την από 22-12-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 7503/2014 και 181/2014 αγωγή κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας της πρώτης έφεσης και εφεσίβλητη της δεύτερης ως άνω έφεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία ζητούσε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 111/2017 οριστική απόφασή του κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται πλέον: α) αφενός μεν, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 31-10-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 10528/2018 και 203/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 1527/2018 και 661/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 111/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-4-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 8, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν, ο δε εφεσίβλητος ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις του, και β) αφετέρου δε, ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 1-2-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 1352/2018 και 22/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1528/2018 και 662/2018 έφεση κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 111/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-4-2018 και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 9, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν, η δε εφεσίβλητη ζητεί την απόρριψή της για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις της.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ως άνω, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των οποίων ζήτησαν, σύμφωνα με όσα καταγράφονται στα πρακτικά της δίκης, να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν στη Γραμματέα του Δικαστηρίου την παραμονή της δικασίμου, στις 16-4-2018, με τη μονομερή δήλωση εκ μέρους τους ότι δεν θα παραστούν, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦΘHKE  ΣYMΦΩNA  ME  TOΝ  NOMO

    Νομίμως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: 1) η από 31-10-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 10528/2018 και 203/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 1527/2018 και 661/2018 έφεση της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά του … του …, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο και 2) από 1-2-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 1352/2018 και 22/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1528/2018 και 662/2018 έφεση του … του … κατά της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, απευθυνόμενη προς το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, αμφότερες δε στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθ.111/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), η συζήτηση των οποίων εφέσεων προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 17-4-2018 με αύξοντες αριθμούς πινακίου 8 και 9. Οι ως άνω εφέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), είναι συναφείς μεταξύ τους, έχουν τους ίδιους διαδίκους, βάλλουν κατά της ίδιας οριστικής απόφασης υπ’ αριθ. 111/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αφορούν την ίδια υπόθεση των μισθολογικών αποδοχών του εργαζόμενου ναυτικού … του … ως θαλαμηπόλου στο επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο με όνομα “…”, πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», και έτσι από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων, αποτρέπεται δε σε κάθε περίπτωση η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από διαφορετικά επιληφθέντα δικαστήρια (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ – ΜονΠρΠειρ 428/2019, ΜονΠρΘεσ 18067/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ και 1 του Ν.2112/1920 προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως. Στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, νόμιμης ή παράνομης υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 721/2012 ΝοΒ 2012.2400, ΑΠ 1561/2011, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω αναφερόμενες νόμιμες αποδοχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν δηλαδή ο «κλειστός» μισθός δεν καλύπτει το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων ελάχιστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει την διαφορά. Σημειώνεται δε ότι στην περίπτωση που ο «κλειστός» μισθός είναι μεγαλύτερος των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 ως μη προσιδιάζουσα στην ιδιομορφία και τις συνθήκες της ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 745/2009 αδημ.). Ως εκ τούτου, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη συμφωνία κατά την οποία στον μεγαλύτερο των Σ.Σ.Ν.Ε. «κλειστό» μισθό που θα καταβάλλεται στον ναυτικό θα περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, υπερωριακή εργασία, με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, καλύπτει δηλαδή ο «κλειστός» μισθός αμοιβή για υπερωριακή εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθός αυτός επαρκεί για την κάλυψη των οφειλομένων πραγματικών υπερωριών (ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 2012.381, ΕφΠειρ 434/2011 ΕΝΔ 2012.24, βλ.Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, εκδ.Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1994, β’ εκδ., σελ.204-205). Περαιτέρω, με τα άρθρα 11, 12 παρ.1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011» (ΦΕΚ Β’ 1070/31-5-2011) που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς…Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από του παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου, ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθόσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του βασικού μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ.1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%, όπως η υπερωριακή εργασία των καθημερινών (ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 91/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

ΙΙ. Σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως, ο ναυτικός έχει κατά τον νόμο δικαίωμα για αποζημίωση. Το δικαίωμα του ναυτικού για αποζημίωση προβλέπεται στα άρθρα 75-77 ΚΙΝΔ. Στο άρθρο 75, συγκεκριμένα, καθορίζονται οι περιπτώσεις λύσεως της συμβάσεως, στις οποίες ο ναυτικός έχει δικαίωμα για αποζημίωση, και στα άρθρα 76-77 ΚΙΝΔ προσδιορίζεται η έκταση της αποζημιώσεως. Η αποζημίωση θεωρείται ότι καλύπτει τη ζημία που ο ναυτικός υφίσταται κατά κοινή πείρα από την απώλεια της θέσεώς του. Θεωρείται, επίσης, ότι αποβλέπει και σε εξασφάλιση των στοιχειωδών μέσων συντηρήσεως του ναυτικού, γι’ αυτό, γίνεται δεκτό, ότι ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, ακόμη και όταν η σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη. Η αποζημίωση απολύσεως υπολογίζεται επί του συνολικού μηνιαίου μισθού και σε αυτόν συμπεριλαμβάνονται όλες οι τακτικές αποδοχές του ναυτικού, που του καταβάλλονται ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του. Η αποζημίωση οφείλεται στον ναυτικό σε κάθε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως, εκτός αν η λύση έγινε: α) με τη συμπλήρωση του χρόνου ή του ταξιδιού για το οποίο συμφωνήθηκε η σύμβαση (άρθρα 70, 71 ΚΙΝΔ), β) με καταγγελία από τον πλοίαρχο για παράπτωμα του ναυτικού  (άρθρο 75 παρ.3 ΚΙΝΔ), γ) με καταγγελία από τον ίδιο τον ναυτικό, όταν δεν στηρίζεται σε βαριά παράβαση του πλοιάρχου (άρθρο 73 ΚΙΝΔ) και δ) με υπαναχώρηση του πλοιάρχου, όταν ο ναυτικός δεν επιβιβαστεί στο πλοίο για να ναυτολογηθεί (άρθρο 56 ΚΙΝΔ). Ειδικότερα, ο ναυτικός έχει κατά το άρθρο 75 ΚΙΝΔ δικαίωμα για αποζημίωση στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Όταν η σύμβαση ναυτολογήσεως λύθηκε αυτομάτως για έναν από τους λόγους του άρθρου 68 ΚΙΝΔ, δηλαδή για απώλεια του πλοίου, αποβολή της ελληνικής σημαίας, εκποίηση του πλοίου με δημόσιο πλειστηριασμό. β) Όταν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία του πλοιάρχου λόγω ανικανότητας του πλοίου προς πλουν (άρθρο 69 ΚΙΝΔ). γ) Όταν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία του ναυτικού λόγω βαριάς παραβάσεως των καθηκόντων του πλοιάρχου απέναντί του (άρθρο 74 ΚΙΝΔ). δ) Σε κάθε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με καταγγελία του πλοιάρχου, εκτός αν αυτή δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού. Το ποσό της αποζημιώσεως προσδιορίζεται στα άρθρα 76 και 77 ΚΙΝΔ ανάλογα με τον τόπο που έγινε η λύση της συμβάσεως και ανάλογα με την αιτία της. Βάση για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως αποτελεί ο μισθός του ναυτικού και συγκεκριμένα το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυση μήνα,με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στο μισθό συνυπολογίζεται και το αντίτιμο της παρεχόμενης σε είδος τροφής, η οποία θεωρείται προσαύξηση του μισθού και συγκεκριμένα το εις είδος μέρος αυτού (βλ. Κιάντου–Παμπούκη Αλ., Ναυτικό Δίκαιο, τόμος 1ος, έκδοση 5η, σελ.267επ.). Εξάλλου, αποτελεί ζήτημα πραγματικό, και κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ως αληθή, το εάν μία παροχή είναι ή δεν είναι τακτική, και το εάν έχει ή δεν έχει χαρακτήρα πάγιου ανταλλάγματος της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή τυχόν διακύμανση του ποσού της παροχής από μήνα σε μήνα, οπότε νομίμως λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μέσος όρος (ΕφΠειρ 23/2014, ΕφΠειρ 36/2014, ΕφΠειρ 138/2014, ΕφΠειρ 707/2012 αδημ. στον νομικό τύπο). Επομένως, για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μου αποδοχών, λαμβάνονται υπ’ όψιν ο μισθός ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, και επιπλέον αυτών, το αντίτιμο τροφής, ασχέτως αν παρέχεται σε χρήμα ή σε είδος, καθόσον αποτελεί μέρος του μισθού και τακτική προσαύξησή του αποτιμητή σε χρήμα κατά τα οριζόμενα στη Σ.Σ.Ν.Ε. (ΕφΠειρ 418/2013, ΕφΠειρ 587/2011 αδημ. στον νομικό τύπο), το επίδομα αδείας και ο μηνιαίος μέσος όρος της αμοιβής για την υπερωριακή εργασία που πράγματι παρείχε ο ναυτικός στο πλοίο.

Η υπό κρίση πρώτη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 111/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ. ΚΠολΔ και ήδη 621επ. ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 31-10-2017, η εκκαλουμένη δημοσιεύτηκε την 1-8-2018, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά του εφεσιβλήτου, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η διετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, που ήταν εν μέρει ηττηθείσα ως εναγόμενη στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής της κρινόμενης αγωγής του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος της, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 42, 44, 14 παρ.1-2, 17Α ΚΠολΔ όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011, ενόψει και της έγγραφης και ρητής συμφωνίας των διαδίκων περί παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας στα Δικαστήρια Πειραιώς), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (με έναρξη ισχύος από 2-4-2012) η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης στην περίπτωση των εργατικών διαφορών (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).

Η υπό κρίση δεύτερη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 111/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ. ΚΠολΔ και ήδη 621επ. ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, σε συνδ. με το άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 §§1-2, 500, 511, 513 §1β΄, 516 §1, 517, 518 §2, 520, 522, 524, 525, 526, 528, 529, 532, 533, 534, 535 §1, 536 ΚΠολΔ, καθώς από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στις 31-10-2017, η εκκαλουμένη δημοσιεύτηκε την 1-8-2018, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εάν έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης μεταξύ των διαδίκων, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την πλευρά του εφεσιβλήτου, συνακόλουθα, ενεργοποιείται η διετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία δεν έχει παρέλθει μέχρι τον χρόνο κατάθεσής της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι δε παραδεκτή, συντρέχοντος εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, που ήταν εν μέρει ηττηθείς ως ενάγων στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω εν μέρει παραδοχής της κρινόμενης αγωγής του σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 42, 44, 14 παρ.1-2, 17Α ΚΠολΔ όπως προστ. με την παρ.3 του άρθρου 3 του Ν.3994/2011, ενόψει και της έγγραφης και ρητής συμφωνίας των διαδίκων περί παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας στα Δικαστήρια Πειραιώς), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων έφεσης κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 533 §1), ενόψει και του ότι δεν απαιτούταν, κατ’ άρθρα 495 παρ.4 και 663 και ήδη 621 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/12-3-2012 (με έναρξη ισχύος από 2-4-2012) η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης στην περίπτωση των εργατικών διαφορών (ΜονΠρΚοριν 214/2013, ΜονΠρεβ 48/2013 Νόμος).

             Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 22-12-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 7503/2014 και 181/2014 αγωγή του κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη ναυτική εταιρεία στην Πάτρα προσελήφθη και ναυτολογήθηκε, κατ’ άρθρα 53 και 54 του ΚΙΝΔ, με την ειδικότητα του Θαλαμηπόλου στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο “…”, με αριθμό νηολογίου …, ολικής χωρητικότητας 30902 κόρων, με διεθνές διακριτικό σήμα SYCD, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα και εκμετάλλευση στην εναγομένη, απασχολούμενος σε αυτό κατά τα χρονικά διαστήματα από 3-4-2013 έως 4-5-2013, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, από 3-6-2013 έως 15-11-2013, οπότε απολύθηκε λόγω καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης από τον πλοίαρχο, χωρίς δική του υπαιτιότητα, από 1-2-2014 έως 2-4-2014, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου και από 3-6-2014 έως 2-11-2014, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, ότι συμφωνήθηκε μηνιαίος μισθός όπως καθορίζεται από τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων, των ετών 2013 και 2014, ότι το πλοίο εκτελούσε πλόες από το λιμένα Πάτρας προς Ηγουμενίτσα-Ανκόνα Ιταλίας μετ’ επιστροφής, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα ανά δύο εβδομάδες ενώ ήταν καθημερινά κατά τους θερινούς μήνες, όπως εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή, ότι απασχολούταν κυρίως ως σερβιτόρος στο σαλόνι της πλώρης με το όνομα «…» καθώς και στα διαμερίσματα των επιβατών, στις εργασίες γενικής καθαριότητας που εκτελούνταν σε όλους τους εσωτερικούς χώρους του πλοίου (σαλόνια, καμπίνες επιβατών, διαδρόμους, κοινόχρηστους χώρους) που διαρκούσαν μέχρι την έναρξη της φόρτωσης και επιβίβασης των νέων επιβατών για το επόμενο ταξίδι, απασχολούμενος υπερωριακώς, κατά μέσο όρο επί 15 ώρες ημερησίως, όπως εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή οι ώρες εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, ότι για το σύνολο των υπερωριών εργασίας του οι απαιτήσεις του ανέρχονταν στο ποσό των 14.997,26 ευρώ, το οποίο όφειλε να του καταβάλει η εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια και εργοδότριά του, ότι επιπλέον, του όφειλε αποζημίωση απολύσεως, ποσού 2.218,85 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή του, βάσει των άρθρων 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό προς τη ΣΣΝΕ, διότι τη 15-11-2013 απολύθηκε από το πλοίο της εναγομένης λόγω καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησής του από τον πλοίαρχο χωρίς δικό του παράπτωμα, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, καθώς την ημερομηνία αυτή το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, προκειμένου να υποβληθεί σε δεξαμενισμό, με συνέπεια ο πλοίαρχος να προβεί σε απόλυση όλων σχεδόν των μελών του πληρώματος, ότι το συνολικό ποσό που του οφείλει η εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου στο οποίο εργάστηκε και ως εργοδότριά του, από τις ανωτέρω συμβατικές αιτίες, ανέρχεται σε 17.216,11 ευρώ, και ότι βάσει αυτών των πραγματικών περιστατικών, ζητούσε, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να του καταβάλει η εναγομένη ναυτική εταιρεία το συνολικό ποσό των 17.216,11 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής του που αντιστοιχεί σε διαφορές για την υπερωριακή αμοιβή καθημερινών ημερών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της, καθώς και ως αποζημίωση απόλυσής του, νομιμοτόκως από τον χρόνο της τελευταίας απόλυσής του στις 2-11-2014, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής του και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για τη μεταξύ τους δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.816,53 ευρώ, ως διαφορά από αμοιβή υπερωριακής εργασίας του στο πλοίο της (ποσού 4.980,39 ευρώ), καθώς και ως αποζημίωση απόλυσής του (ποσού 1.836,14 ευρώ), νομιμοτόκως από την 3-11-2014, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 3.000 ευρώ και τέλος, καταδίκασε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 200 ευρώ για τη δικαστική του δαπάνη στην πρωτοβάθμια δίκη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αντίστοιχης εν μέρει νίκης αυτού.

Ήδη η εκκαλούσα της πρώτης ως άνω έφεσης ως εν μέρει ηττηθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 31-10-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 10528/2018 και 203/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 1527/2018 και 661/2018 έφεσή της κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 111/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έναντι του ενάγοντος-εφεσίβλητου της πρώτης έφεσης για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να απορριφθεί η από 22-12-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 7503/2014 και 181/2014 αγωγή του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής της και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Επίσης, ήδη ο εκκαλών της δεύτερης ως άνω έφεσης ως εν μέρει ηττηθείς στην πρωτοβάθμια δίκη παραπονείται με την από 31-10-2017 και υπό γενικό από 1-2-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 1352/2018 και 22/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1528/2018 και 662/2018 έφεσή του κατά της οριστικής απόφασης με αριθμό 111/2017 του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έναντι της εναγομένης-εφεσίβλητης της δεύτερης έφεσης για τους λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει των οποίων κατέτεινε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Με βάση τους λόγους έφεσης, ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του τυπικά και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να γίνει δεκτή στο σύνολο των αιτημάτων της η από 22-12-2014 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς καταθέσεως 7503/2014 και 181/2014 αγωγή του σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά παραδοχή των λόγων έφεσής του και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης … του … –ο ενάγων-εφεσίβλητος-εκκαλών δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα στην πρωτοβάθμια δίκη-, ο οποίος νομίμως εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, όπως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δίκης, λαμβάνεται δε υπόψη καθ’ εαυτή και ανάλογα με τη γνώση και την αξιοπιστία του, σε συνδυασμό προς το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία άλλωστε στην προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ακόμα και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 §1 εδ.α’ ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθ. …/8-3-2017 ένορκη βεβαίωση του … και της …, που ελήφθη νομότυπα ενώπιον του συμβολαιογράφου Ναυπάκτου, Αθανάσιο Γουργουλεέτη του Κωνσταντίνου, με επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, κατόπιν της από 2-3-2017 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων και πρόσκλησης προς την εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, που της επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 2-3-2017, πριν από είκοσι τέσσερεις (24) τουλάχιστον ώρες από τη λήψη της (βλ. υπ’ αριθ. …/3-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …), καθώς και από όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και προέκυψαν κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (ΚΠολΔ 261, 352 §1) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 §4), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με τις από 3-4-2013, 6-6-2013 και από 1-2-2014 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, ναυτολογήθηκε ως θαλαμηπόλος στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου … Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», ολικής χωρητικότητας 30.902 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, όπου και υπηρέτησε, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι: α) από την 3-4-2013 έως την 4-5-2013, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου, β) από την 3-6-2013 έως την 15-11-2013, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, λόγω δεξαμενισμού του πλοίου, γ) από τη 1-2-2014 έως τη 2-4-2014, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου και δ) από την 3-6-2014 έως τη 2-11-2014, οπότε απολύθηκε στην Πάτρα, «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του πλοιάρχου, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο στη δικογραφία ναυτικό φυλλάδιό του με στοιχεία  …, καθώς και την ατομική καρτέλλα ναυτικού του ενάγοντος. Βάσει των ως άνω συμβάσεων ναυτικής εργασίας, συμφωνήθηκε ο ενάγων να αμείβεται με «κλειστό» μηνιαίο μισθό ύψους 2.857,59 €. Στο ποσό αυτό συμφωνήθηκε να συμπεριλαμβάνεται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα Σαββάτων και αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, το επίδομα υπερωριών και τα λοιπά επιδόματα και αποδοχές δεδουλευμένων που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας (βλ. το εδάφιο με αριθμό 2 της από 3-4-2013, καθώς και το εδάφιο περί «Μισθών» των από 8-6-2013 και 1-2-2014 επίδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας). Κάθε ποσό που καταβάλει η εναγόμενη εταιρεία στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την ίδια σύμβαση ναυτικής εργασίας. Συνεπώς, δυνάμει και των ως άνω συμβάσεων, είχε επιπλέον συμφωνηθεί ποσά που καταβάλλονται από την εναγόμενη στον ενάγοντα και δεν προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. να καλύπτουν πιθανή υπερωριακή εργασία (βλ. με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο των από 8-6-2013 και 1-2-2014 και εδάφιο 4 της από 3-4-2013 επίδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας), συμφωνία, η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε από τον ενάγοντα έγκυρα συμψηφίζεται με το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται σε αυτόν από την εναγομένη εργοδότριά του, το δε ανωτέρω αυτό ποσό (της διαφοράς μεταξύ του νόμιμου και του υψηλότερου μισθού, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οι πάγιες υπερωρίες που κάλυπτε ο ενάγων κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα και τις αργίες) θα αφαιρεθεί από την αμοιβή υπερωριακής εργασίας που δικαιούται ο ενάγων με βάση τις υπερωρίες που απασχολήθηκε πράγματι στο πλοίο της εναγομένης, εφόσον το δεύτερο υπερβαίνει σε ύψος το πρώτο (βλ. σχετ. ΕιρΠειρ 39/2012, σε συνδυασμό με ΜονΠρΠειρ 1443/2013 αδημ. στον νομικό τύπο). Επίσης, είχε συμφωνηθεί ότι κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρεία στον ναυτικό (ενάγοντα) πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από αυτόν υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση και ότι ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ως προς δε την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., αυτή είναι η εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων των Μεσογειακών-Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, όπως προκύπτει από ρητή μνεία επί της σύμβασης (βλ. σχετικό εδάφιο των από 8-6-2013 και 1-2-2014 επίδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας), αλλά και λόγω του ότι αφενός μεν ο ενάγων είναι μέλος συνδικαλιστικής οργάνωσης που ανήκει στα μέλη της, συμβληθείσας στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., Π.Ν.Ο. (βλ. στους λογαριασμούς μισθοδοσίας που προσκομίζονται από την εναγομένη τη μηνιαία παρακράτηση υπέρ Π.Ν.Ο.), αφετέρου, η εναγόμενη αποτελεί μέλος της συμβληθείσας στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. αντίστοιχης εργοδοτικής οργάνωσης, γεγονός που συνομολογείται, ενόψει του ότι δεν αμφισβητήθηκε από αυτήν ρητώς και ειδικώς. Σε περίπτωση δε που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται, είτε επειδή δεν προβλέπονται από τη μεταξύ τους σύμβαση ναυτικής εργασίας είτε επειδή δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του είτε επειδή δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι η εταιρεία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας. Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι κατά τις επίδικες περιόδους, το ένδικο πλοίο εκτελούσε μετ’ επιστροφή το δρομολόγιο Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα, μεταφέροντας επιβάτες και οχήματα. Ο ενάγων απασχολούταν κατά βάση στο μπαρ του καζίνο του πλοίου ονομαζόταν «…» και παράλληλα του είχε ανατεθεί η φροντίδα καμπινών, καθώς και η υποδοχή των πελατών στους λιμένες της Πάτρας και της Ανκόνα, αντίστοιχα, με ενδιάμεση δε στάση τον λιμένα της Ηγουμενίτσας, ενώ παρείχε και εν γένει υπηρεσίες καθαρισμού σε όλους τους χώρους του πλοίου, όταν αυτό δεν ήταν εν πλω, ανάλογα με τις λειτουργικές ανάγκες του και σχετικές με την ειδικότητά του ως θαλαμηπόλου. Με τα ανωτέρω καθήκοντα ο ενάγων απασχολούταν τόσο κατά τη χειμερινή περίοδο -κατά το διάστημα από 7/9 έως 27/6- όσο και κατά τη θερινή περίοδο και κατά μέσο όρο για δώδεκα (12) ώρες ανά ημέρα απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των αργιών, ενώ δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί 15ωρης καθημερινής εργασίας, καθώς, εκτός του ότι κρίνεται υπερβολικό, αφού δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιβεβαιώνεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο το πλοίο διανυκτέρευε έξι (6) ημέρες ανά δεκαπενθήμερο πρόγραμμα δρομολογίων του στα λιμάνια Πάτρας και Ανκόνας, και δη, καταπλέοντας και παραμένοντας στο μεν λιμάνι της Πάτρας για δύο νύχτες και συγκεκριμένα από τις 14:30 της Κυριακής μέχρι τις 17:30 της Τρίτης, στο δε λιμάνι της Ανκόνας για τέσσερις νύχτες του δεκαπενθημέρου (Τετάρτη-Σάββατο-Τρίτη-Παρασκευή) από τις 17:30 έως τις 14:30 της επόμενης μέρας, οπότε συνάγεται ότι δεν μπορεί να ασκούσε τα ίδια ναυτικά καθήκοντα με υπερωρίες, πέραν του βασικού ωραρίου του, αφού δεν εκτελούνταν καν πλόες κατά τις διανυκτερεύσεις αυτές στους λιμένες προορισμού, καθώς μη λειτουργούντος προφανώς του ως άνω μπαρ το οποίο εξυπηρετούσε ο ίδιος, οι ώρες εργασίας του από το βασικό του ωράριο πρέπει να ήταν ευλόγως μειωμένες. Κατά δε τη θερινή περίοδο, ήτοι από 28/6 έως 6/9 των ετών 2013 και 2014, όπου τόσο τα δρομολόγια, όσο και επιβάτες αυξάνονταν, λόγω της ανόδου της τουριστικής κίνησης και στα ακτοπλοϊκά-μεσογειακά ταξίδια, αυξανόταν αντιστοίχως και το πλήρωμα, καθότι προκύπτει ότι υπήρχε ενίσχυση του αριθμού των μελών του πληρώματος του πλοίου, το οποίο σχεδόν διπλασιαζόταν, εκτιμάται δε, ωστόσο, ότι ο ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των αργιών, ενόψει του ότι η πρόσληψη και ναυτολόγηση επιπλέον προσωπικού δεν είναι αντίστοιχη κατά τρόπο ώστε να εξακολουθούν να απασχολούνται το ίδιο με το χειμερινό ωράριο των δώδεκα (12) ωρών ημερησίως, αλλά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ.4), πάντοτε τα υπηρεσιακά καθήκοντα των ναυτικών είναι εντατικοποιημένα κατά τη θερινή περίοδο λόγω κατακόρυφης επαύξησης του αριθμού των δρομολογίων και του αριθμού των επιβατών που μεταφέρονται με τα πλοία ένεκα της κορύφωσης της τουριστικής κίνησης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Τούτο προκύπτει τόσο από το σχετικό έγγραφο που προσκομίζεται από τον ενάγοντα σχετικά με τα υπηρεσιακά καθήκοντά του, όσο και από την αξιόπιστη και συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο ενάγων, βάσει της οποίας, οι προσληφθέντες επιπλέον θαλαμηπόλοι του πλοίου κατά τη θερινή τουριστική περίοδο (επτά (23 σύνολο – 17 κατά το οργανόγραμμα = 6) σύμφωνα με την εναγομένη με βάση τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουσή της, δύο (2) σύμφωνα με τον ενάγοντα, με βάση την ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει) εκτιμάται από τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι δεν ήταν επαρκείς για να καλύψουν τις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες ενός τόσο μεγάλου πλοίου, οπότε αναγκάζονταν να εργάζονται εντατικά και πέρα από το νόμιμο ωράριό τους για πολλές ώρες ημερησίως, προκειμένου να ανταποκριθούν στις εργασιακές τους υποχρεώσεις. Επίσης, με βάση το σχετικώς προσαχθέν από τον ενάγοντα πρόγραμμα λειτουργίας του casino bar, όπου ο ίδιος εργαζόταν, προκύπτει εργασία του σε βάρδιες, εκ των οποίων η μεγαλύτερη ήταν η πρωινή διαρκείας 13 ωρών (με ενδιάμεσο διάλειμμα για φαγητό), η δε μεσαία διαρκούσε 11 ώρες, ενώ η βραδινή βάρδια διαρκούσε 10 ώρες, όταν σημειωτέον λειτουργούσε το καζίνο και το πλοίο ήταν εν πλω, καθώς, όπως και ανωτέρω επισημάνθηκε, κατά τις ημέρες που το πλοίο διανυκτέρευε και δεν ήταν εν πλω, δεν νοείται υπερωριακή απασχόληση εκ μέρους του ενάγοντος ναυτικού. Το γεγονός δε ότι υπήρχε το σύστημα της βάρδιας καταδεικνύει ότι πέρα του οριζόμενου στο πρόγραμμα ωραρίου, δεν παρείχετο εργασία εκ μέρους του ενάγοντος, διότι αντικαθίστατο εκείνος από έτερο συνάδελφό του, όντας τα πλοίο πλήρες ως προς την οργανική του σύνθεση. Εξάλλου, η εργασία του ενάγοντος περιελάμβανε πέραν της απασχόλησής του στο εν λόγω μπαρ, παράλληλα και την ανάθεση της φροντίδας 25 περίπου καμπινών επιβατών του πλοίου, αλλάζοντας κλινοσκεπάσματα, στρώνοντας κρεβάτια και εκτελώντας εργασίες καθαριότητας στις καμπίνες, την υποδοχή (ρεσεψιόν) των επιβατών κατά την επιβίβαση τόσο στο λιμένα της Πάτρας και τον λιμένα της Ανκόνα, καθώς και εργασίες γενικής καθαριότητας όλου του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, όταν αυτό διανυκτέρευε σε Πάτρα και Ανκόνα (καθαριότητα σε μοκέτες, εσωτερικές επιφάνειες, ταβάνια, μπουλμέδες, κλιμακοστάσια, διαδρόμους, κοινόχρηστες τουαλέτες και εν γένει χώρους, μπαρ, σαλόνια, καμπίνες κλπ., ο δε ενάγων εργαζόταν και σε οποιονδήποτε άλλο τομέα ελάμβανε σχετική εντολή από τους προϊσταμένους του, εφόσον προέκυπτε ανάγκη, ενώ εκτελούσε και υπηρεσίες πυρασφάλειας κάθε είκοσι περίπου ημέρες, σύμφωνα με όσα καταθέτει στην ένορκη βεβαίωση μετά λόγου γνώσης και από ιδία αντίληψη ο μάρτυρας …, συνάδελφος του ενάγοντος, με τον οποίο συνυπηρέτησαν στο ίδιο πλοίο σε μεγάλες χρονικές περιόδους και στην ίδια θέση, γνωρίζοντας επακριβώς περί του ωραρίου και των καθηκόντων που πραγματικά παρείχε την εργασία του ο ενάγων, χωρίς μάλιστα να προκύπτει λόγος αυτού να καταθέσει υπέρ του ενάγοντος και σε βάρος της εναγομένης, η οποία δεν επισημαίνει οτιδήποτε σχετικό περί τούτου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Σημειώνεται δε ότι το εν λόγω πλοίο αναφέρεται με ειδική μνεία στον σχετικό ναυτιλιακό τύπο ως «κόκκινος πραγματικός γίγαντας» και ότι έχει μήκος περίπου 200μ., πλάτος 25μ. και 11 ορόφους, εκ των οποίων 4 όροφοι είναι οι χώροι ενδιαίτησης των επιβατών και του πληρώματος με συνολική επιφάνεια περίπου 5.000τ.μ. για έκαστον, συμπεριλαμβανομένων σε αυτούς εστιατορίων, μπαρ, ρεσεψιόν, σαλονιών, καμπινών επιβατών και πληρώματος του πλοίου, το οποίο μπορεί να μεταφέρει 1.639 επιβάτες και 900 οχήματα και τη θερινή περίοδο μετέφερε περίπου 1.500 άτομα ημερησίως ανά ταξίδι, κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, ισχυρισμό δε τον οποίο δεν αμφισβητεί η εναγομένη κατά τρόπο ειδικό, ρητό και σαφή (ΚΠολΔ 261, 352). Άλλωστε, όπως και στην υπ’ αριθ. πρωτ. 3511.3.1/51/2013 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου περί «Καθορισμού σύνθεσης πληρώματος Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “…” Ν……» ορίζεται, στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου συμπεριλαμβάνονταν εννέα (9) θαλαμηπόλοι και οκτώ (8) επίκουροι, η δε οργανική σύνθεση, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου γενικών υπηρεσιών, συμπληρώνεται κατά την κρίση του πλοιοκτήτη λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τον αριθμό επιβαινόντων, τον εξοπλισμό επί του πλοίου, των μεθόδων εργασιών που εφαρμόζονται και των μέσων που παρέχονται, η δε προαναφερόμενη σύνθεση πληρώματος δεν θίγει την τήρηση κανόνων ασφαλείας, όρων και προϋποθέσεων πιστοποιητικών ασφαλείας αυτού, καθώς και λοιπών όρων περί προσωπικού πλοίων και οργάνωσης χρόνου εργασίας ναυτικών, διατροφής, τροφοδοσίας, ασφαλούς διαχείρισης, επαγγελματικής ασφάλειας και υγιεινής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Εξ αυτών συνάγεται ότι η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν εξαρτάται από την πληρότητα της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου, η οποία είναι αναγκαία για την ασφάλεια του πλου και μόνον, ενώ δεν αποκλείεται, παρά την απασχόληση όλων των μελών του πληρώματος σε καθεστώς πληρότητας της οργανικής σύνθεσης του πλοίου, να απαιτείται να εκτελούν και υπερωριακή εργασία, για την οποία βεβαίως δικαιούνται να αμείβονται. Δηλαδή η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε τυχόν πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον μάλιστα ότι αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΚΙΝΔ (Ν.Δ.187/1973) αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια του πλου και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός που άλλωστε επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που προσκομίστηκαν στη δικογραφία και συνομολογείται από την εναγομένη-εκκαλούσα (ΚΠολΔ 352), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 315/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 590./2014 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Ως προς την υπερωριακή απασχόλησή του, στην ανωτέρω κρίση άγεται το παρόν Δικαστήριο με βάση τα προαναφερθέντα, και ιδίως: α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω μεσογειακές-ακτοπλοϊκές γραμμές με συνεχή και πολύωρα δρομολόγια, ιδίως κατά τη θερινή τουριστική περίοδο, β) της σταθερής καταβολής προς αυτόν κάθε μήνα ποσών αποδοχών δεδουλευμένων για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις-λογαριασμούς μισθοδοσίας του (βλ. σχετ. συγκεντρωτικές καταστάσεις αποδοχών του ενάγοντος από 4-4-2013 έως 4-5-2013, από 8-6-2013 έως 15-11-2013, από 1-2-2014 έως 2-4-2014 και από 3-6-2014 έως 2-11-2014, που προσκομίζονται, συμπεριλαμβανομένων αποδοχών για υπερωρίες-έξτρα ώρες, Σάββατα και αργίες), γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες που ήταν αυξημένη η τουριστική και επιβατική κίνηση σε σύγκριση με τη χειμερινή περίοδο και δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 289/2017 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005, ΕφΠειρ 616/2004, ΜονΠρΠειρ 4454/2010  αδημ. στον νομικό τύπο). Έτσι ο ενάγων, εξαιρουμένων των ημερών που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, λόγω των διανυκτερεύσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων εργαζόταν με μειωμένες ώρες (στα όρια του κανονικού ωραρίου) λόγω μη λειτουργίας τα μπαρ του πλοίου, κατά τα λοιπά πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε προφανώς η κανονική απασχόλησή του των οκτώ (8) ωρών, αλλά όχι πέραν των δώδεκα (12) ωρών τη χειμερινή περίοδο και τη θερινή περίοδο, κατά μέσο όρο ημερησίως, και όχι επί δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο τη χειμερινή περίοδο και τη θερινή περίοδο, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο ίδιος, χωρίς να αποδεικνύεται Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη και συχνά εκτελούταν και εκτός των κανονικών χρονικών ορίων της, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων μεσογειακών-ακτοπλοϊκών γραμμών, τη δε θερινή περίοδο εκτιμάται ευλόγως ότι οι ώρες που εργαζόταν αυξάνονταν κατά τι σε σχέση με τη χειμερινή περίοδο, για όλους τους προδιαλαμβανόμενους λόγους, πλην όμως κατά μέσο όρο ανέρχονταν στα ανωτέρω δεδομένα και όρια, ενόψει και της επαύξησης του προσωπικού του πλοίου (ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 736/2005, ΕφΠειρ 276/2005 αδημ. στον νομικό τύπο). Ειδικότερα, εκτιμάται ότι κατά τις καθημερινές και Κυριακές ο ενάγων παρείχε τέσσερεις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τη χειμερινή περίοδο, όσο και κατά τη θερινή περίοδο, οι οποίες ήταν επαρκείς, αλλά και αναγκαίες ως υπερωριακή εργασία για την κάλυψη των καθημερινών υπηρεσιακών καθηκόντων του ενάγοντος υπό την εργασιακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης-εκκαλούσας, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού λόγου έφεσής της, καθόσον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα με βάση τις εκτιθέμενες περιστάσεις της εργασίας του, σε συνδυασμό με τις διαπιστωμένες ανάγκες του πλοίου για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού και των εν γένει μεταφερόμενων, κατά τη χειμερινή και ιδίως τη θερινή περίοδο. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ.683/1960) και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Μεσογειακών-Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού και δη αμάχητο ότι δηλαδή δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας του πλοίου η παροχή εκ μέρους του πληρώματος υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΜονΕφΠειρ 315/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 764/2008, ΕφΠειρ 768/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΠειρ 2505/2015, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγόμενη και επαναφέρεται με τον σχετικό λόγο της έφεσής της, ότι καθόλη τη διάρκεια ναυτολόγησης στο ανωτέρω πλοίο ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός (για το οποίο δεν αποκλείεται η απόδειξη με κάθε πρόσφορο και νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως και έγινε εν προκειμένω, ως άνω), ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του, αν διαμαρτυρόταν, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της πράγματι δύσκολης θέσης κάθε εργαζόμενου ιδίως σε περίπτωση υψηλού δείκτη ανεργίας και της εύλογης ανάγκης του ενάγοντος για εργασία (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12.492, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 2505/2015, ΜονΠρΠειρ 3822/2014 αδημ. στον νομικό τύπο). Τούτο επιβεβαιώνεται και από την ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο ενάγων, βάσει της οποίας η εκκαλούσα πλήρωνε μεν υπερωρίες, αλλά όχι όλες όσες πραγματοποιούσαν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι εξέφραζαν παράπονα γι’ αυτό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, κάνοντας υπομονή, διότι είχαν ανάγκη τα χρήματα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο εν λόγω μάρτυρας. Άλλωστε, αυτή δεν συνιστά ούτε συνεπάγεται παραίτηση (άφεση χρέους) από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν.2112/1920, 8 παρ.4 του Ν.4020/1959), αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας του και δη αναφορικά με τις δικαιούμενες μισθολογικές και υπερωριακές αποδοχές του, είναι άκυρη, ακόμη κι αν έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του (ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20.531, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 300/2007 ΕλλΔνη 48.1092, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1284/2001 ΕλλΔνη 43.129, ΜονΕφΠειρ 315/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 56/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης,ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 2008.308, ΕφΠειρ 34/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1117/2005 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 704/2002 ΕΝΔ 30.370, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30.19, ΜονΠρΠειρ 3107/2016, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε, ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες κατά τη χειμερινή περίοδο και κατά τη θερινή περίοδο, όπως ανωτέρω επίσης οριοθετήθηκε, με εξαίρεση τις προαναφερόμενες ημέρες που το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, λόγω καιρού ή εργασιών στο λιμάνι, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (ΚΠολΔ 534), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε διέλαβε ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστούν επακριβώς το καθημερινό ωράριο του ενάγοντος και ποιες συγκεκριμένες ώρες εκτελούσε τα καθήκοντα του, καθώς και η διάρκεια κάθε εργασίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι το ωράριο του δεν ήταν προκαθορισμένο ούτε το είδος και η διάρκεια των καθημερινών του εργασιών, αλλά εναλλάσσονταν προφανώς με τους άλλους επίκουρους του πλοίου, κατ’ εντολή του πλοιάρχου, ώστε να υπάρχει δίκαιη κατανομή εργασιών, ανταποκρίνονταν δε σε διαφορετικά δρομολόγια κάθε ημέρα. Επισημαίνεται ότι η ίδια η εναγομένη με τις προτάσεις της συνομολογεί ότι ο ενάγων εργαζόταν παρέχοντας εργασία που δεν υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση τις δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, ενώ άλλωστε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, συνάδελφος του ενάγοντος, θαλαμηπόλος στο ίδιο πλοίο, καταθέτει με εγκράτεια κατά την ένορκη εξέτασή του, που συμπεριλήφθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ότι ο ενάγων εργαζόταν και έντεκα (11) ώρες και ότι η εργασία του κατά τους θερινούς μήνες δεν υπερέβη τις δώδεκα (12) ώρες ημερησίως (βλ. και προσθήκη-αντίκρουση εναγομένης-εκκαλούσας), από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι ο εργαζόμενος στο πλοίο της ενάγων-εφεσίβλητος απασχολούταν στα καθήκοντά του και 12 ώρες ημερησίως, κατά μέσο, υπό κανονικές συνθήκες. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, εκτιμάται και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων παρείχε κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές 4 ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες 12 ώρες τέτοιας εργασίας, και ότι δικαιούται για τα ανωτέρω διαστήματα της εργασίας του ως αμοιβή για απλή υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, δοθέντος ότι εργαζόταν, ως και πρωτοδίκως κρίθηκε, πέραν του οκταώρου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, 4 επιπλέον ώρες, κατά μέσα όρο, ανά ημέρα, επομένως, κατά τις 343 καθημερινές και Κυριακές, που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ενάγων παρείχε (343 ημέρες επί 4 ώρες υπερωρία ανά ημέρα) 1372 ώρες απλής υπερωριακής εργασίας, οι οποίες, βάσει της οικείας ΣΣΝΕ, αμείβονται με 7,57 € ανά ώρα (βλ. άρθρο 20, παρ.4, Πίνακας Ε’) και έπρεπε, βάσει της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., να λάβει 1372 ώρες επί 7,57 € = ) 10.386,04 €. Ενώ, κατά τα 69 Σάββατα και αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο ενάγων παρείχε (69 ημέρες επί 12 ώρες) 828 ώρες υπερωριακής εργασίας Σαββάτων (58) και αργιών (11) (σημειώνεται ότι η παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ανεξαρτήτως των ωρών κατά τις οποίες παρασχέθηκε), που αμείβονται, βάσει της οικείας ΣΣΝΕ με 9,08 € ανά ώρα, επομένως, έπρεπε να λάβει το ποσό των (828 ώρες χ 9,08 € = ) 7.518,24 €. Συνολικά δηλαδή, ο ενάγων κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα έπρεπε βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. να λάβει (10.386,04 €+ 7.518,24€=) 17.904,28 €. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε το συνολικό ποσό των 7.382,85 € για καθημερινές και Κυριακές και 5.541,04 € για Σάββατα και αργίες, ήτοι 12.923,89 €, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην προσθήκη-αντίκρουση (βλ. μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής φέρουσες την υπογραφή του εισπράξαντος ενάγοντος, καθώς και τις συγκεντρωτικές καταστάσεις αποδοχών του των ετών 2013 και 2014). Επομένως, για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ενδίκων ναυτολογήσεών του, δικαιούται το επιπλέον ποσό της διαφοράς των (17.904,28 € – 12.923,89 € =) τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (4.980,39 €), απορριπτομένης μεν της ένστασης πλήρους εξοφλήσεως της εκκαλούσας-εναγομένης έναντι των οφειλομένων μισθολογικών αποδοχών από υπερωρίες προς τον εφεσίβλητο-εναγόμενο ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή δε της ένστασης μερικής εξόφλησης και της ένστασης συμψηφισμού εκ μέρους της ιδίας για όσα του κατέβαλε σε μερική εξόφληση των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών για την ίδια νομική και ιστορική αιτία, ως βάσιμων κατ’ ουσίαν, κατά τα προδιαλαμβανόμενα τα οποία αποδείχθηκαν. Άλλωστε, τα ανωτέρω επιμέρους χρηματικά ποσά των μισθολογικών αποδοχών του ενάγοντος για τις υπερωρίες του δεν αμφισβητούνται κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, ήτοι συγκεκριμένα εκ μέρους της εκκαλούσας, η οποία ουδεμία αναφορά κάνει στην έφεσή της, στους λόγους έφεσης και στους εν γένει ισχυρισμούς της περί τούτων. Περαιτέρω δε, αναφορικά με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας περί αντιφατικής αιτιολογίας της εκκαλουμένης απόφασης ως προς τη μνεία στο σκεπτικό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι το επίδικο πλοίο είναι δρομολογημένο σε ακτοπλοϊκές γραμμές με συνεχή και πολύωρα δρομολόγια», τυγχάνει απορριπτέος, διότι ουδόλως αντιφατικός παρίσταται, δοθέντος ότι πράγματι το πλοίο … εκτελούσε πλόες μεταξύ των λιμένων Πατρών, Ηγουμενίτσας και Ανκόνας Ιταλίας σε ακτοπλοϊκές-μεσογειακές γραμμές, ο δε εργαζόμενος ενάγων-εφεσίβλητος αμειβόταν με την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των αντίστοιχων ετών (2013-2014), γεγονός που δεν αμφισβητείται. Επρόκειτο δε πράγματι για ακτοπλοϊκή-μεσογειακή-τουριστική σύνδεση και τούτο δεν μεταβάλει σε τίποτε τη φύση των πλόων ούτε τον τρόπο απασχόλησης και τους παράγοντες διαμόρφωσης της εργασίας και της μισθοδοσίας εν τέλει του εργαζομένου ενάγοντος, ως Επίκουρου ναυτικού, τα δρομολόγια ήταν διαμορφωμένα και οι πλόες εκτελούνταν προγραμματισμένα στους προαναφερόμενους λιμένες εντός της χώρας (Ελλάδας) και μεταξύ των δύο χωρών Ελλάδας και Ιταλίας. Ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα εκτελούμενα δρομολόγια και τη φύση των καθηκόντων και της απασχόλησης του ενάγοντος, συνακόλουθα, είναι αλυσιτελής και αόριστος, διότι δεν αποσαφηνίζεται επαρκώς σε τι επηρεάζει η τοιαύτη (ενδιάμεση) κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και το πόρισμα της οριστικής του απόφασης και εν τέλει τα συμφέροντα της εκκαλούσας-εναγομένης, ώστε δεν προκύπτει και ποιος ο λόγος (έννομο συμφέρον) της για την προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού ως επιμέρους λόγου έφεσής της. Ως εκ τούτου είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, άλλως και ως αβάσιμος. Περαιτέρω δε, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δεν ελήφθη υπόψη η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως που ελήφθη με επιμέλειάς της κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι απορριπτέος ως πλήρως αναληθής, καθόσον ρητώς αναφέρεται στην εκκαλουμένη ότι συμπεριλαμβάνεται στα αποδεικτικά μέσα που συνεκτίμησε για να αχθεί του πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην ουσιαστική κρίση της οριστικής απόφασής του. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι ζήτημα της ουσιαστικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για το πώς θα εκτιμήσει την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, την οποία ρητώς επισημαίνει ως αποδεικτικό μέσο που έλαβε υπόψη και ορθώς την εκτίμησε κατά την κρίση και του παρόντος δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, με βάση το σκεπτικό της εκκαλουμένης, αγόμενο στην οριστική του απόφαση. Μάλιστα, στο περιεχόμενο της ένορκης αυτής κατάθεσης, αναφέρεται ρητώς, όπως και στις προτάσεις της εκκαλούσας-εναγομένης, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ότι ο ενάγων ναυτικός εργαζόταν καθημερινά και 12 ώρες, εκτός της περίπτωσης που το πλοίο διανυκτέρευε, οπότε ασκούσε καθήκοντα προσωπικού ασφαλείας και μόνον, που επίσης αποτελεί εργασία του, το οποίο επιβεβαιώνει τη διάρκεια της καθημερινής εργασίας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου υπερωριακώς, επί 12 ώρες. Επιπλέον δε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκτίμησε την ένορκη βεβαίωση του … και της …, που δόθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Ναυπάκτου, Αθανασίου Γουργουλέτη του Κωνσταντίνου, με επιμέλεια του ενάγοντος, την οποία έλαβε υπόψη του ως πειστική, τούτο εναπόκειται στην κατά συνείδηση και ελεύθερη ουσιαστική κρίση του επί του εν λόγω αποδεικτικού μέσου και σε συνδυασμό και κατ’ αντιπαραβολή με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, την οποία κρίση του συμμερίζεται και το δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο (ΚΠολΔ 340). Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος εργάστηκε ταυτόχρονα με τον ενάγοντα στο επίδικο πλοίο και μοιραζόταν την ίδια καμπίνα διαμονής με αυτόν, ασκώντας τα ίδια υπηρεσιακά καθήκοντα του θαλαμηπόλου, βεβαιώνει από ιδία γνώση και αντίληψη περί απασχόλησης του ενάγοντος για πέραν και των 12 ωρών ημερησίως, ιδίως τη θερινή περίοδο, που το πλοίο μετέφερε πάνω από 1.000 επιβάτες ημερησίως σε κάθε ταξίδι, σύμφωνα και με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης της εναγομένης, θαλαμηπόλου στο ίδιο πλοίο, η οποία καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. Ο ενάγων, σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, ασκούσε δε και καθήκοντα γενικής καθαριότητας στο πλοίο, αλλά και υπηρεσία πυρασφάλειας, πλέον των λοιπών καθηκόντων του, ενώ εργασίες καθαριότητας εκτελούσε και κατά τον χρόνο διανυκτέρευσης του πλοίου στην Πάτρα ή στην Ανκόνα, όπως προαναφέρθηκε. Άλλωστε, ουδεμία ιδιαίτερη μνεία κάνει το Ειρηνοδικείο Πειραιά στην εκκαλούμενη απόφαση, τέτοια που να καθιστά επιλήψιμη την εν λόγω ένορκη βεβαίωση ως αποδεικτικό μέσο. Όμως και στην ίδια την έφεση, ουδέν επιλήψιμο αναφέρεται κατ’ αυτής εκ μέρους της εκκαλούσας κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Μάλιστα, ουδόλως προσβάλλεται για τυχόν εμπάθεια του μάρτυρα που βεβαιώνει τα ανωτέρω συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά με τρόπο αξιόπιστο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επειδή δήθεν έχει και αυτός κάποια αντιδικία με την εκκαλούσα εταιρεία. Τα δε αναφερόμενα στην έφεση ότι η ένορκη βεβαίωση κατά το περιεχόμενό της αναιρείται από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, βάσει των οποίων ο ίδιος έλαβε το σύνολο των οφειλόμενων αποδοχών του, όπως σε αυτούς προσδιορίζονται, ενόψει του ότι φέρουν την ιδιόχειρη και ανεπιφύλακτη υπογραφή του, σταθμίζονται ως αβάσιμα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν για την αμφισβητούμενη και με κάθε επιφύλαξη ελεγχόμενη αποδεικτική ισχύ των εν λόγω υπογραφών στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του εργαζομένου ναυτικού, όπως ισχύει και για τα σχετικά βιβλία με τις υπερωρίες και τις ώρες ανάπαυσης, τα οποία αμφισβητείται κατά πόσο μπορεί να ελέγχει, να διαφοροποιείται ή να επιφυλάσσεται εν πλω ο ναυτικός, άνευ δυσμενών συνεπειών. Σε κάθε περίπτωση, παντελώς αόριστα και αβάσιμα κρίνονται τα παράπονα, με τα οποία η εκκαλούσα πλήττει την ουσιαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διότι δεν ερείδονται σε κάποιο συγκεκριμένο σφάλμα που να καθιστά επιλήψιμη και πλημμελή την εκτίμηση, τον σχηματισμό δικανική πεποίθησης και εν τέλει την οριστική κρίση του, στα οποία ήχθη του Ειρηνοδικείο, αφού ουδόλως διαφωτίζει και αποδεικνύει στην παρούσα δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επ’ αυτών των πλημμελειών της εκκαλουμένης. Επιπλέον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι αναγραφόμενες ώρες ανάπαυσης των εργαζομένων στον σχετικό πίνακα είναι ανεπίδεκτοι αμφισβήτησης, πέραν του ότι ως επί το πλείστον προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι τουλάχιστον κατά τη θερινή περίοδο με την αυξημένη τουριστική και επιβατική κίνηση, αλλά και αρκετούς από τους μήνες της χειμερινής περιόδου απασχολούνταν στο πλοίο τουλάχιστον 12 ώρες, όπως και η ίδια η εκκαλούσα συνομολογεί. Άλλωστε, τις πλείστες όσες φορές αναγράφονταν στους σχετικούς πίνακες 12 ώρες εργασίας και 12 ώρες ανάπαυσης, όπως προκύπτει σαφώς και ρητώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και η ίδια η εκκαλούσα συνομολογεί ρητώς στις προτάσεις της, χωρίς μάλιστα να σημαίνει ότι τούτο τηρούταν απολύτως και απαρεγκλίτως υπέρ του ναυτικού εργαζομένου, αλλά μάλλον σε βάρος του, με βάση τα γνωστά τοις πάσι διδάγματα της κοινής πείρας, δεδομένων των συνθηκών και του τρόπου παροχής εργασίας από το προσωπικό των πλοίων, που εξαρτάται βεβαίως και από την κίνηση του επιβατικού κοινού, λαμβάνοντας υπόψη τόσο και την εργασία προετοιμασία, όσο και την εργασία καθαριότητας και αποκατάστασης, εν γένει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ.4). Οι εγγραφές στα βιβλία αυτά δεν είναι παντοτε ακριβείς, δεδομένου ότι όντως αποδείχθηε ως άνω ότι ο ενάγων σταθερά εργαζόταν υπερωριακώς και γι΄αυτό εξάλλου είχε συμφωνηθεί μισθός στον οποίο συμπεριλαμβανόταν εξ αρχής ένα ορισμένο ποσό (αντίτιμο-αποδοχές) λόγω υπερωριών, επακολουθούσε δε τυχόν συμψηφισμός αυτών σε περίπτωση υπέρβασης του προβλεπόμενου ορίου ωρών εργασίας για τις οποίες καταβαλόταν το συγκεκριμένο συμφωνηθέν ποσό μισθού, αναγκαζόμενος δε ο ενάγων να υπογράφει ακόμη και εικονικές υπερωρίες υπό τον φόβο τυχόν απολύσεώς του σε περίπτωση διαμαρτυρίας του, χωρίς τούτο να συνιστά παραίτησή του από τα σχετικά εκ των υπερωριών του δικαιώματα, όντας σε δυσχερή θέση και τελών υπό τον φόβο απολύσεως και δη σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και με τρέχουσες τις οικογενειακές και προσωπικές του υποχρεώσεις και δαπάνες (ΜονΕφΠειρ 590/2014, ΕφΠειρ 452/2010 αδημ. στον νομικό τύπο, , ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31.123, ΕφΠειρ 778/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Ο δε ισχυρισμός της ότι η καταβληθείσα στον εργαζόμενο ναυτικό πάγια υπερωριακή αμοιβή κάλυπτε πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση (ένσταση εξοφλήσεως), ώστε να μην τίθεται ζήτημα καταβολής επιπλέον υπερωριακής αμοιβής του, πέραν αυτής, με επίκληση δε των λογαριασμών μισθοδοσίας του ενάγοντος, δεν κρίνεται πειστικός κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη και όσα επισημάνθηκαν για την αποδεικτική αξία εν προκειμένω των ως άνω μισθοδοτικών καταστάσεων με την υπογραφή του εργαζομένου, τουλάχιστον στην έκταση που προβάλλεται ο ισχυρισμός περί πλήρους εξοφλήσεώς του από την εκκαλούσα, διότι στην έκταση που προβάλλεται ισχυρισμός περί συμψηφισμού των καταβληθέντων σε σχέση με τα οφειλόμενα ως προς τις αποδοχές δεδουλευμένων και υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, ορθώς κρίθηκε βάσιμος κατ’ ουσίαν κι έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα.

Περαιτέρω  δε, αναφορικά με τον έτερο λόγο έφεσης αμφοτέρων των συνεκδικασθεισών εφέσεων, που συνάπτεται προς το έτερο αγωγικό κεφάλαιο-αίτημα της αποζημίωσης λόγω απολύσεως του ενάγοντος ναυτικού, τυγχάνει πλήρως αβάσιμος και ωσαύτως απορριπτέος, για τους ακόλουθους λόγους: Στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ναυτικού και στο ναυτολόγιο του πλοίου ανεγράφη ως αιτιολογία απολύσεως “λόγω δεξαμενισμού”. Σύμφωνα με τη σχετική αρχική νομική σκέψη της παρούσας, στη ναυτική εργασία οι λόγοι λύσης της σύμβασης καθορίζονται από τον νόμο και συγκεκριμένα τον ΚΙΝΔ, βάσει του οποίου ο δεξαμενισμός του πλοίου δεν υφίσταται σαν αυτοτελής λόγος λύσης της σύμβασης, οπότε πρέπει να ερευνηθεί ο λόγος λύσης της σύμβασης στην πράξη. Από την καταχώρηση του πλοιάρχου στη σελίδα 66 του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, όπως βεβαίωσε ενόρκως και ο μάρτυρας του ενάγοντος, τη 15-11-2013, το πλοίο σταμάτησε τα δρομολόγιά του και οδηγήθηκε σε ναυπηγείο για να υποβληθεί σε δεξαμενισμό, δηλαδή το έβαλαν σε ειδική δεξαμενή, για να εκτελέσουν εργασίες συντήρησης στα ύφαλα μέρη του, που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Επειδή το πλοίο δεν θα εκτελούσε δρομολόγια για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν υπήρχε λόγος να παραμένει ολόκληρο το πλήρωμα ναυτολογημένο σε αυτό. Για το λόγο αυτό, ο πλοίαρχος, απέλυσε σχεδόν όλα τα μέλη του πληρώματος και μεταξύ αυτών και τον ενάγοντα ναυτικό. Δεν ζήτησε δηλαδή εκείνος την απόλυσή του και τη λύση της σύμβασης εργασίας του, η οποία σύμφωνα με την από 8-6-2013 έγγραφη συμφωνία τους με την εκκαλούσα, θα διαρκούσε μέχρι και την 8-1-2014.  Η απόλυσή του πραγματοποιήθηκε με μονομερή ενέργεια του πλοιάρχου του πλοίου, για λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά το πλοίο και την εναγόμενη και ήταν ανεξάρτητοι της θέλησής του. Συνεπώς, ο δεξαμενισμός του πλοίου ήταν η αιτία για την οποία ο πλοίαρχος κατήγγειλε τη σύμβαση ναυτολόγησής του, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, χωρίς παράπτωμα του ναυτικού, και επομένως, αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, σύμφωνα με τα άρθρα 75 και 76 του ΚΙΝΔ, η οποία ισούται με το ποσό των τακτικών αποδοχών του για 15 ημέρες, λαμβανομένου υπόψη ότι η λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας στις 15-11-2013 από τον πλοίαρχο ουδόλως οφείλεται σε λόγους υπαιτιότητας ή οποιασδήποτε παράβασης αναγόμενους στον ίδιο το ναυτικό, και δη στη σφαίρα ευθύνης του, αλλά σε ανικανότητα του πλοίου προς πλουν, κατά τα άρθρα 75 και 69 ΚΙΝΔ, για την οποία ουδόλως ευθύνεται ο ίδιος, αφού κατά ουδεμία έννοια οφείλεται εν προκειμένω σε παράπτωμα του ναυτικού (λ.χ. πταίσμα-υπαιτιότητα, πειθαρχική παράβαση, παράβαση καθηκόντων κλπ., βλ. σχετ. Κιάντου-Παμπούκη Αλ., Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, έκδοση πέμπτη, Σάκκουλας, 2005, Κεφ.58, σελ.267-270),ώστε να στερηθεί του δικαιώματος αποζημίωσης, αλλά αντιθέτως πρέπει να αποδοθεί (καταλογιστεί) στην πλοιοκτήτρια εταιρεία (εκκαλούσα-εφεσίβλητη-εναγομένη), αναγόμενη στη δική της σφαίρα ευθύνης, και δεν πρέπει να αποβεί σε βάρος του ναυτικού εργαζόμενου, με βάση και το πνεύμα του νομοθέτη κατά την εργατική ναυτική νομοθεσία του ΚΙΝΔ, και μάλιστα, καθόσον η απόλυσή του έλαβε χώρα προ της λήξης της σύμβασής του (8-1-2014) για τον δεξαμενισμό του πλοίου (βλ. σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο), από αίτια που αφορούσαν το ίδιο το πλοίο, προκειμένου να οδηγηθεί σε δεξαμενή για επισκευή και επιθεώρηση. Ως εκ τούτου, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και την ενδοσυμβατική ευθύνη από τη σχέση εργασίας μεταξύ του ναυτικού και της πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας, να απαλλάσσεται αυτή της ευθύνης και υποχρέωσής της για καταβολή αποζημίωσης λόγω απολύσεώς του, από αιτία για την οποία σε κάθε περίπτωση δεν ευθύνεται ο ίδιος ο ναυτικός, αλλά ανήκει στη σφαίρα ευθύνης και επιχειρηματικού κινδύνου της πλοιοκτήτριας εταιρείας, έστω κι αν την υποχρεώνει ο νόμος  στο να προβεί σε δεξαμενισμό του πλοίου της, επισκευή και συντήρηση, καθόσον πρόκειται για λόγο (αιτία) που αφορά το ίδιο το πλοίο, την αδυναμία-ανικανότητα του (νομική ή πραγματική) για συνέχιση του πλου, ο δε ναυτικός δεν πρέπει να στερηθεί του μισθού του και σε κάθε περίπτωση εάν απολυθεί δεν πρέπει να στερηθεί της νόμιμης αποζημίωσής του. Άλλωστε, δεν αποτελεί νόμιμο λόγο που προβλέπεται στον ΚΙΝΔ περί μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης λόγω απόλυσής του, σε κάθε δε περίπτωση η εγκυρότητα και νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εξαρτάται από την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης, πλην των περιπτώσεων που ειδικά και περιοριστικά προβλέπονται στον νόμο (ΚΙΝΔ) και που δεν αποδείχθηκε εκ μέρους της εναγομένης πλοιοκτήτριας ότι συνέτρεχε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση απαλλαγής της από την υποχρέωσή της για καταβολή νόμιμης αποζημίωσης λόγω απόλυσης του εν λόγω ναυτικού, στην προκείμενη περίπτωση έχουσας και το σχετικό βάρος απόδειξης (ΚΠολΔ 335, 338), δεδομένου ότι όπως και από την εναγομένη συνομολογείται σαφώς (ΚΠολΔ 261, 352) ουδέν παράπτωμα προέκυψε του ενάγοντος ναυτικού που να δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον πλοίαρχο, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εναγομένης, και την απόλυσή του (άρθρα 69, 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ). Μάλιστα, το γενικότερο πνεύμα του νομοθέτη του ΚΙΝΔ και σε περιπτώσεις ακόμη αντικειμενικής ανικανότητας του πλοίου να πλεύσει και αδυναμίας να αποδεχθεί την εργασία του ναυτικού, είναι να προστατεύεται ο ναυτικός ως προς τα εργατικά του δικαιώματα και τις μισθολογικές του αξιώσεις, πλην της περίπτωσης δικού του παραπτώματος που δικαιολογεί την απόλυσή του άνευ απολαβής της νόμιμης αποζημίωσης, περίπτωση που όπως προειπώθηκε δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει αν προκειμένω. Ούτε προβλέπεται στον νόμο ότι σε περίπτωση ακόμη και υποχρεωτικής διακοπής των δρομολογίων του πλοίου λόγω δεξαμενισμού ή εργασιών συντήρησης και επισκευής ή επιθεώρησης ή για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 173 και 175 Κ.Δ.Ν.Δ. (Ν.Δ.187/1973), δεν δικαιούται να λαμβάνει ο ναυτικός τις μισθολογικές τους αποδοχές και σε περίπτωση απόλυσής του, τη νόμιμη αποζημίωση αυτής, πολύ περισσότερο δε που αμφισβητείται βάσιμα εν προκειμένω εάν προσήκει η εφαρμογή τους, καθόσον το πλοίο της εναγομένης ανήκει στην κατηγορία των Μεσογειακών Επιβατηγών και Τουριστικών πλοίων και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εκτελούσε διεθνείς πλόες από το λιμάνι της Πάτρας προς Ανκόνα Ιταλίας, συνεπώς, δεν πρόκειται για ακτοπλοϊκό πλοίο, δρομολογημένο κατά τις διατάξεις των άρθρων 171 και 172 του Ν.Δ.187/1973 (Κ.Δ.Ν.Δ.), Ν.2932/2001, Π.Δ.684/1976, Π.Δ.814/1974, για τη μεταφορά προσώπων και πραγμάτων μεταξύ ελληνικών λιμένων εσωτερικού, προκειμένου να τύχει εφαρμογής, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 174 παρ.3 σε συνδ. με 173 παρ.1 περ.α΄ του ΚΔΝΔ, για τη μη καταβολή αποζημίωσης για την απόλυση του ενάγοντος ναυτικού, κατ’ εξαίρεση, λόγω διακοπής των πλόων για ετήσια επιθεώρηση (κατόπιν δε αιτήσεως του εφοπλιστή, γνωματεύσεως της Επιθεώρησης Εμπορικών Πλοίων και εγκρίσεως του αρμοδίου Υπουργείου), σε περίπτωση αποκλειστικώς των πλοίων που εκτελούν τα εγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 172 ΚΔΝΔ, τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, των δρομολογιακών γραμμών του γενικού δικτύου ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών μεταξύ ελληνικών εσωτερικών λιμένων, στην κατηγορία των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται το συγκεκριμένο πλοίο της εναγομένης, το οποίο προσέγγιζε και σε λιμένα εξωτερικού, όπως η Ανκόνα Ιταλίας, τα δρομολόγια του οποίου δεν συμπεριλαμβάνονται στο εγκεκριμένο δίκτυο των ακτοπλοϊκών δρομολογίων εσωτερικών λιμένων της χώρας μας (ΕφΠειρ 429/2014 αδημ. στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 933/2005 ΕΝΔ 2005.437,. βλ. σχετ. Δ.Μυλωνόπουλου, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, εκδ.2η, σελ.243επ.). Μάλιστα, ο συγκεκριμένος ναυτικός ουδόλως προσελήφθη εντός της νόμιμης προθεσμίας των σαράντα (40) ημερών μετά την απόλυσή του -όπως προβλέπεται κατ’ άρθρο 174 παρ.3 του ΚΔΝΔ, προκειμένου να μην του οφείλεται τυχόν η καταβολή αποζημίωσης από την πλοιοκτήτρια εργοδότρια ναυτική εταιρεία, κατ’ απαλλαγή της- καίτοι τούτο θα ήταν εφικτό εκ μέρους της εργοδότριας πλοιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου, αλλά μόλις την 1-2-2014, στερούμενος τις μισθολογικές εργατικές αποδοχές του για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα εξαιτίας της απόλυσής του, παρά τη θέλησή του, χωρίς τη συναίνεσή του και πριν τη λύση της σύμβασής του ορισμένου χρόνου με την πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία, τις οποίες υπό κανονικές περιστάσεις και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκέρδαινε εργαζόμενος ως ναυτικός με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο πλοίο της εναγομένης, και δη όταν ο τελευταίος δεν ευθύνεται με παράπτωμά του για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με την εργοδότρια πλοιοκτήτρια εταιρεία, ιδίως δε αφού οι ανωτέρω εργασίες αφορούν στην υποχρέωση της πλοιοκτήτριας προς διατήρηση της αξιοπλοϊας του πλοίου, κατά τη νομική και τεχνική έννοια αυτής, η οποία προφανώς συνάπτεται προς την έννοια της ικανότητας ή ανικανότητας του πλοίου της προς πλουν, όπως αναφέρεται και στις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ (άρθρα 69, 75), για την οποία οφείλεται η νόμιμη αποζημίωση λυθείσης -λόγω καταγγελίας- της σύμβασης του ναυτικού, όπως ρητώς προβλέπεται στον νόμο (άρθρο 75 ΚΙΝΔ), χωρίς να απαιτείται και πταίσμα του πλοιάρχου ή του πλοιοκτήτη για την καταγγελία της σύμβασης του ναυτικού. Άλλωστε, σκοπός της αποζημίωσης είναι να καλυφθεί η ζημία που ο ναυτικός υφίσταται κατά κοινή πείρα από την απώλεια της θέσεώς του και αποβλέπει σε εξασφάλιση των στοιχειωδών μέσων συντηρήσεώς του, έως ότου βρει νέα εργασία.  Ο ενάγων με βάση το αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου, μετά την πρόωρη λύση της συμβάσεώς του, τη 15-11-2013, προσελήφθη εκ νέου στο πλοίο της εναγομένης την 1-2-2014, με αποτέλεσμα να απολέσει τα εισοδήματα από την εργασία του για όλο αυτό το χρονικό διάστημα, λόγω πρόωρης λύσης της σύμβασης εργασίας του, που θα έληγε κανονικά την 8-1-2014, χρονικό διάστημα κατά το οποίο, εάν δεν μεσολαβούσε ο δεξαμενισμός και η συνεπεία αυτού απόλυσή του από το πλοίο και θα συνέχιζε κατά πάσα πιθανότητα να εργάζεται σε αυτό και να αποκομίζει τα εισοδήματα από την εργασία του, ενώ δεν ασκεί έννομη επιρροή εν προκειμένω, για το δικαίωμα αποζημίωσής του λόγω απόλυσής του, το πόσο διήρκεσαν οι προηγούμενες ή οι επόμενες ναυτολογήσεις του στο ίδιο πλοίο, ποιός ήταν ο λόγος λύσης της σύμβασης εργασίας του κάθε φορά ή για πόσο χρονικό διάστημα διέκοπτε την εργασία του και πότε τον επαναπροσλάμβανε η εναγομένη στο πλοίο της μετά από κάθε απόλυση. Συνακόλουθα, η αποζημίωση απόλυσής του ανέρχεται σε 1.836,14 € [(μισθός ενεργείας 1.047,10 € + επίδομα Κυριακών 230,26 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 21,24 € + άδεια 8 ημερών μετά τροφοδοσίας 591,97 € + τροφοδοσία μηνιαία 477,90 € + μέσος όρος υπερωριών ανά μήνα (17.904,28 € η συνολική αμοιβή για υπερωρία / 412 ημέρες εργασίας X 30 =) 1.303,71 € = 3.672,28/2], απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν των περί του αντιθέτου λόγων έφεσης και ισχυρισμών των εκκαλούντων ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, το οποίο ορθώς κρίθηκε κατ’ ουσίαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιδικάζοντας μέρος της αιτούμενης εργατικής αξίωσης νόμιμης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εργαζόμενου ναυτικού με την εναγομένη πλοιοκτήτρια εργοδότρια ναυτική εταιρεία, υπολογίζοντας ορθώς τις μισθολογικές αποδοχές του επί 12 και όχι 15 ώρες ημερήσιας (υπερωριακής) εργασίας κατά μέσον όρο, απορριπτομένου κατά τα λοιπά (ως προς τη διαφορά) του σχετικού λόγου έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν, του δε λόγου έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν στο σύνολό του, για όλους τους άνω λόγους.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεχόμενο με την εκκαλουμένη απόφασή του, για την ως άνω αιτία, ότι οφείλεται μέρος του αιτούμενου από τον ενάγοντα ποσό ως υπόλοιπο (διαφορά) από αποδοχές λόγω υπερωριακής του απασχόλησης για το επίδικο χρονικό διάστημα παροχής εργασίας του στο ως άνω πλοίο της εναγομένης, δεχόμενο εν μέρει την ένσταση εξόφλησης και συμψηφισμού της εναγομένης ως βάσιμες κατ’ ουσίαν, καθώς και μέρος του αιτούμενου ποσού της αποζημίωσης απόλυσης, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για την παραπάνω νομική και ιστορική αιτία, το συνολικό ποσό των 6.816,53 ευρώ, ως διαφορά από αμοιβή υπερωριακής εργασίας του στο πλοίο της (ποσού 4.980,39 ευρώ), καθώς και ως αποζημίωση απόλυσής του (ποσού 1.836,14 ευρώ), νομιμοτόκως δε από την επομένη ημέρα της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από την 3-11-2014, από την οποία επέρχεται η λήξη της εργασιακής σχέσης των διαδίκων και θεωρείται ως δήλη ημέρα εκ του νόμου για την καταβολή των οφειλόμενων στον εργαζόμενο μισθολογικών δεδουλευμένων αποδοχών του, που έκτοτε καθίστανται απαιτητές (ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 61.1478, ΜονΠρΠειρ 4454/2010 αδημ. στον νομικό τύπο), και με αντικατάσταση και συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης από το δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στην παρούσα απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων απάντων των λόγων έφεσης και των λοιπών ισχυρισμών των εκκαλούντων που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά της, ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν στο σύνολό τους και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις στο σύνολό τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολο της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των ανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην προκείμενη δευτεροβάθμια δίκη, καθώς αι για το λόγο της εν μέρεις νίκης και εν μέρει ήττας εκάστου των διαδίκων-εκκαλούντων (άρθρα 176, 178, 179, 183, 191 §2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται αυτή ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων: 1) την από 31-10-2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 10528/2018 και 203/2017 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς προσδιορισμού 1527/2018 και 661/2018 έφεση της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά του … του …, και 2) την από 1-2-2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης 1352/2018 και 22/2018 και υπό γενικό και ειδικό αριθμό προσδιορισμού 1528/2018 και 662/2018 έφεση του … του … κατά της Ναυτικής Εταιρείας με επωνυμία «…»,με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

      ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

      ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό της.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσιών δικηγόρων τους, στις     -5-2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ