Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TMHMA ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

 

Αριθμός Απόφασης

     1954/2020

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 13550/6221/2018)

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο …, στη διεύθυνση … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Πειραιώς, δυνάμει του από 30-04-2019 πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, Δημήτριος Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3485), που υπέβαλε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της αλλοδαπής Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και 2) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό στον …, πράγματι όμως στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, για τις οποίες προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών, δυνάμει των από 23-04-2019 και 24-04-2019 πληρεξουσίων με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εξουσιοδοτούντων, Παναγιώτα Δαμασιώτου (ΑΜ ΔΣΑ 26542), που υπέβαλε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και οι οποίες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 31-12-2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 13550/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 6221/2018, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 09-09-2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε δρχ. (και από 1.1.2002 σε ευρώ, άρθρο 1 Ν 2842/2000) με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή (ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1614/2006, ΝοΒ 2007, 848, ΕΠ 36/2012 ΕΝαυτΔ 2012/302, ΕΠ 145/2011 ΠειρΝομ 2011/194, ΠΠΠειρ 1/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Με την υπό κρίση αγωγή εκθέτει η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, με έδρα το …, ότι δραστηριοποιείται στον τομέα των ναυτικών πρακτορεύσεων, επιθεωρήσεων ασφαλείας και εφοδιασμών πλοίων κατά τον κατάπλου τους σε τοπικούς λιμένες, η δεύτερη δε εναγόμενη αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία είναι κυρία, άλλως και όλως επικουρικώς πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … δεξαμενόπλοιου μεταφοράς πετρελαιοειδών με το όνομα «…», νηολογίου …, με αριθμό ΙΜΟ … και ΔΔΣ …, ενώ η πρώτη εναγομένη είναι εφοπλίστρια, άλλως και όλως επικουρικώς διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου. Ότι στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της, δυνάμει συμβάσεως πώλησης που κατήρτισε η ίδια (ενάγουσα) περί τις αρχές Οκτωβρίου του έτους 2017 με την πρώτη εναγομένη υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, ανέλαβε τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος· και ότι, σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, προέβη την 13η-10-2017, μέσω της συνεργάτιδάς της εταιρείας «…», στην παράδοση στο προαναφερθέν πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν στο λιμάνι …, 100 μ.τ. ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fo RMG 380, αντί συνολικού τιμήματος 560 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, καθώς και 50 μ.τ. ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Μarine Gasoil 0,1%, αντί συνολικού ποσού 650 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο αντίστοιχα, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο και τον πρώτο μηχανικό του ως άνω πλοίου και εν συνεχεία η ίδια εξέδωσε το σχετικό υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο συνολικού ποσού 88.500 δολαρίων ΗΠΑ, που ήταν πληρωτέο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση των καυσίμων στο πλοίο. Ότι έναντι της ανωτέρω συνολικής οφειλής των 88.500 δολαρίων ΗΠΑ, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε τμηματικά δια τραπεζικών εμβασμάτων ποσό 60.000 δολαρίων ΗΠΑ, παραμένει επομένως ανεξόφλητο το ποσό των 28.500 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο παρά τις οχλήσεις της οι εναγόμενες αρνούνται να εξοφλήσουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως εφοπλίστρια, διότι αυτή κατήρτισε τις επίδικες συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό της, η δε δεύτερη, διότι ως κυρία του πλοίου ευθύνεται έναντι των τρίτων παράλληλα, από κοινού και εις ολόκληρον με τον εφοπλιστή. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτής εν όλω τροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, η οποία έγινε με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρο 223 και 295 του ΚΠοΔ), η ενάγουσα ζητεί, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, άλλως και όλως επικουρικώς η δεύτερη εναγόμενη, ευθυνόμενη ως πλοιοκτήτρια, να της καταβάλουν, το ισόποσο του ανεξόφλητου ως άνω συνολικού ποσού των 28.500 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα έγερσης της αγωγής (1 ΔολΗΠΑ = 0,86 ευρώ), ήτοι το ποσό των 24.795 ευρώ, άλλως την ημέρα της πληρωμής, νομιμοτόκως από την πρώτη εργάσιμη ημέρα εκ της παραδόσεως των καυσίμων, ήτοι την 16η-10-2017 (δήλη ημέρα πληρωμής). Επίσης ζητεί να εκδοθεί απόφαση κατά τις διατάξεις της παρ. Ζ.10 παρ. 1 του Ν. 4152/2013 και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 8, 9, 10, 11, 14 ΚΠολΔ) και κατά τόπον καθώς η πρώτη εναγομένη αφενός έχει την έδρα της στη …, (άρθρο 25 παρ. 2, 37 και 74 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), αφετέρου δε αμφότερες οι εναγόμενες παρέστησαν στο ακροατήριό κατά τη συζήτηση της υπόθεσης χωρίς να προτείνουν την ένσταση αναρμοδιότητας, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι μεταξύ των διαδίκων υφίσταται σιωπηρή συμφωνία για παρέκταση της αρμοδιότητας (άρθρα 42§§1,2, 44 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον υφίσταται τοπική του αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 παρ. 1β΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1 περ. β΄ και γ΄ του Κανονισμού 1215/2012 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθόσον η πρώτη εναγομένη, εφοπλίστρια, άλλως διαχειρίστρια της δεύτερης εναγομένης, εδρεύει σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς την ευθύνη των εναγομένων από την ιστορούμενη σύμβαση πώλησης καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις  των άρθρων 2 και 3§§1 και 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος αντικατέστησε στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 19-06-1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (βλ. αρθρ. 24§1 του ως άνω Κανονισμού), εφαρμοστέο ως προς τις ένδικες συμβάσεις πώλησης τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο καθόσον αφενός μεν η ένδικη διαφορά προέρχεται από «συμβάσεις» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 του ως άνω Κανονισμού, αφετέρου δε τόσο η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής της όσο και οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους ρητώς επικαλούνται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, στο οποίο έτσι, έστω και μετασυμβατικώς, υπήχθη η ένδικη σύμβαση (ΑΠ 1091/2010, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (βλ. ΕφΑθ 5745/2010, Δνη 2011,857, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων (άρθρο 53 της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιο άλλο ορισμένο μέρος, οφείλει να το πληρώσει στην εγκατάστασή του (αρθρ. 57§1 περ. α΄ της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση (αρθρ. 58§1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την παρούσα Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (αρθρ. 59 της Σύμβασης). Ο πωλητής μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, να παραλάβει τα κινητά πράγματα και να εκπληρώσει τις άλλες υποχρεώσεις του, εκτός αν ο πωλητής έχει ασκήσει έννομο βοήθημα που δεν συμβιβάζεται με αυτήν την απαίτηση (αρθρ. 62 της Σύμβασης). Επίσης κατά το άρθρο 78 της Σύμβασης, αν ένα μέρος αρνείται να πληρώσει το τίμημα ή οποιαδήποτε άλλο ληξιπρόθεσμο ποσό, το άλλο μέρος έχει αξίωση για τόκο επί των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010, ο.π.), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων, θέματα τα οποία ρυθμίζονται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ενόψει όλων των προαναφερόμενων κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων καθώς και του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η ένδικη αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, δοθέντος ότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό της απαίτησης, η όποια δε αντίθεση στα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά θα κριθεί επί της ουσίας. Σημειώνεται ότι η αγωγή είναι παραδεκτή όσον αφορά στην παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης, διότι για τη νομιμοποίηση για τη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως, η δε εκ μέρους του εναγόμενου αμφισβήτηση των επικαλούμενων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών συνιστά άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει με τις προτάσεις της θα εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία του, σε περίπτωση δε που αποδειχθεί βάσιμος η υπό κρίση αγωγή θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, όπως προαναφέρθηκε, κι όχι ως απαράδεκτη (βλ. και ΑΠ 1510/2011 ΕΠολΔ 2012.234). Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1 περ. β΄, 7§2, 53, 57§1 περ. α΄, 58§1 εδ. α΄, 59, 62, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά στην εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292§1, 293, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 513 επ. ΑΚ, 84, 105, 106 ΚΙΝΔ, 6§1 του ν. 5422/1932, 70, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταβολής του αιτουμένου ποσού (των 28.500 δολαρίων ΗΠΑ) σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα έγερσης της αγωγής, καθώς, ενόψει της προαναφερθείσας νομικής σκέψης, η ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει δια της αγωγής μόνο το ισάξιο του νομίσματος σε ευρώ προς την επίσημη τιμή της ημέρας της πληρωμής, επομένως το εν λόγω αίτημα είναι νόμιμο μόνο κατά το επικουρικώς τιθέμενο σκέλος του. Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (άρθρο 33 Ν. 4416/2016 ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016).

Από τις διατάξεις των ων άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με την εξαίρεση βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013,183, ΧρΙδΔ 2013,688, ΜονΕφΠειρ 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013,114, ΕφΠειρ 5/2012, ΠειρΝομ 2012,168, ΕΝαυτΔ 2013,12, Αρμ 2013,1053, ΕφΠειρ 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012,39, ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009,13, άπασες δημ. στη ΤΝΠ-Νόμος). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσόμενων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενος του (ΜονΕφΠειρ 63/2013, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ο.π.). Έτσι με βάση τα ανωτέρω, η για λογαριασμό άλλου συναπτόμενη δικαιοπραξία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως για τον αντιπροσωπευόμενο και στην περίπτωση που από τη διατύπωση της δικαιοπραξίας ή από την όλη στάση αυτού δεν αφήνεται αμφιβολία για την ενέργεια αυτή της δηλώσεως βουλήσεως, καθώς και σ’ εκείνη κατά την οποία η άμεση αντιπροσώπευση δεν συνάγεται μεν αμέσως από τη στάση του αντιπροσώπου, υπάρχουν όμως περιστατικά, γνωστά στον τρίτο κατά το χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, τα οποία καθιστούν προφανή την κατάρτιση αυτής στο όνομα άλλου, όπως είναι και το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με διαρκή σχέση (λ.χ. διαχείριση ξένης περιουσίας), δυνάμει της οποίας οφείλει να συνάπτει τη δικαιοπραξία όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Μόνον αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί είτε από τη δήλωση που έγινε είτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έγινε, ότι κάποιος ενεργούσε στο όνομα άλλου, τότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, που ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της ρυθμίσεως της διατάξεως του άρθρου 211§1 ΑΚ, θεωρείται ότι αυτός ενήργησε στο δικό του όνομα και, επομένως, έναντι του άλλου μέρους τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αφορούν αυτόν προσωπικώς, ενδεχομένως δε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου κατά τις αρχές της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 211 και 212 ΑΚ συνάγεται ότι τον ισχυρισμό του εναγομένου με αγωγή περί επιδικάσεως παροχής οφειλόμενης από σύμβαση, ο οποίος συνίσταται στο ότι τη σύμβαση με τον ενάγοντα συνήψε αυτός ως άμεσος αντιπρόσωπος τρίτου, δηλαδή τη συνήψε επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τρίτου, δεδομένου ότι κατά τη σύναψη της συμβάσεως είτε το δήλωσε στον ενάγοντα, είτε η εν λόγω αντιπροσώπευση συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, φέρει το βάρος να τον αποδείξει αυτός ο διάδικος και έτσι ο εν λόγω ισχυρισμός, συνοδευόμενος από το αίτημα απορρίψεως της αγωγής, λειτουργεί ως καταλυτική της αγωγής ένσταση (ΑΠ 57/2002, ΧρΙδΔ 2002,114, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013,190, ΕΕμπΔ 2014,173, ΕφΠειρ 5/2012, ο.π., ΕφΠειρ 468/2011, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ο.π

Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το …   δημοσίευσε το 1988 ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, το διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του, όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση, που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη, είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπος του, κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ και συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη δράση και τις δικαιοπραξίες, που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο και δη αντισυμβαλλόμενος κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ` επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της (ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013/824, ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005/373, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004/931). Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου (καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 2005/1661, ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002/114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992/291, ΕφΠειρ 762/2013 ό.π., ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013/824, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012/168, ΕφΠειρ 468/2011 ό.π., ΕφΠειρ 832/2008 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνο, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 689/2013 ό.π.). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι επειδή ο διαχειριστής συναλλάσσεται μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπος του, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, εντός των όρων της εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Όμως, ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη, μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν (κατ’ άρθρο 212 ΑΚ), όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του  πλοίο, που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013/824, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/269, με εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999). Ετσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική και στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι’ αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποίαν προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα. Περαιτέρω, στον ισχυρισμό περί πλαστότητα της επί του εγγράφου φερόμενης υπογραφής του υπόχρεου εξ αυτού εμπεριέχεται λογικά ως έλασσον και η άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής του υπόχρεου, το δε βάρος της απόδειξης φέρει αυτός που αμφισβητεί τη γνησιότητα της υπογραφής του. Αντιθέτως, σε περίπτωση άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής υπόχρεου, το βάρος απόδειξης αντιστρέφεται και ο περί αμφισβήτησης της γνησιότητας αυτός ισχυρισμός αποκτά τον χαρακτήρα ένστασης (βλ σχετ. ΕφΑΘ 3206/2008 Δνη 2010. 185, ΕφΘεσ 357/2005 Αρμ ΝΘ. 1977, ΕφΠειρ 156/2004 ΠειρΝομ 2004. 221, ΕφΑΘ 636/1979 ΕπισκΕμπΔΛΑ. 100 και ΕφΑΘ 1627/1982 ΕπισκΕμπΔΛΔ. 279, Κ. Μπέη, Δ 1. 124, Δ 2. 38).

Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού αυτή τείνει στην ανατροπή μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να επιφέρει επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην έλασσον του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 351/2011).

Οι εναγόμενες αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω προβάλλουν ισχυρισμούς. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών είχε αναλάβει την τεχνική και εμπορική διαχείριση του πλοίου … , ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, μέχρι την 17η-08-2018, γεγονός που ήταν σε γνώση της ενάγουσας και προκύπτει και από τις πληρωμές που έλαβαν χώρα για την αγορά των καυσίμων, ως εκ τούτου η ίδια (πρώτη εναγομένη) δεν ευθύνεται για την πληρωμή των επίδικων τιμολογίων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις αναφερόμενες στην ανωτέρω μείζονα σκέψη διατάξεις, πρέπει επομένως να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αγωγή δεν επιδόθηκε νόμιμα σε αυτήν, για τον λόγο ότι η επίδοση έγινε στην έδρα της πρώτης εναγομένης διαχειρίστριάς της στη … και όχι στη δική της έδρα στον … και η έλλειψη αυτή της επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς δεν είχε τον χρόνο να προσεπικαλέσει στη δίκη τον δικονομικό της εγγυητή, πρέπει επομένως να θεωρηθεί η αγωγή ως μη ασκηθείσα προς αυτήν. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφενός μεν διότι η επίδοση της αγωγής νόμιμα διενεργήθηκε στην έδρα της πρώτης εναγομένης, η οποία ήταν, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως διαχειρίστρια της δεύτερης εναγόμενης, αφετέρου δε, η δεύτερη εναγομένη, δοθέντος ότι έλαβε εγκαίρως γνώση της ασκηθείσας εναντίον της αγωγής και παραστάθηκε κανονικά στην παρούσα δίκη με την νόμιμη κατάθεση προτάσεων, δεν εξηγεί επαρκώς με ποιόν τρόπο πλήγηκε ανεπανόρθωτα, σε σημείο ώστε να θεωρηθεί η αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς αυτήν.

Εν συνεχεία οι εναγόμενες ισχυρίζονται, ότι το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο που επικαλείται η ενάγουσα για την απόδειξη της διενεργηθείσας μεταξύ τους συναλλαγής, ήτοι της πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων και το οποίο είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της διαφοράς, είναι πλαστό, μάλιστα δε ισχυρίζονται ότι εκδόθηκαν δύο τιμολόγια, τα οποία επικαλείται και προσκομίζει, καθώς υπήρχαν δύο διαφορετικές παραγγελίες και δύο παραλαβές. Για τον λόγο αυτό υποβάλλει ένσταση πλαστότητας του προσκομιζόμενου από την ενάγουσα τιμολογίου, για το παραδεκτό της προβολής της οποίας έχει δοθεί η σχετική εντολή στις ανωτέρω αναφερθείσες εξουσιοδοτήσεις των νομίμων εκπροσώπων της και προτείνουν την αναφερόμενη στις προτάσεις τους μάρτυρα για την απόδειξη του ισχυρισμού τους, χωρίς όμως να κατονομάζουν πλαστογράφο. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 460 επ. ΚΠολΔ, επειδή όμως δεν κατονομάζεται πλαστογράφος, θα κριθεί επί της ουσίας υπό το πρίσμα του άρθρου 464 ΚΠολΔ.

Τέλος οι εναγόμενες ισχυρίζονται, ότι παρότι οι ίδιες έδωσαν εντολή στην τράπεζα με την οποία συνεργάζονται να εμβάσει το ποσό των τιμολογίων από την επίδικη αγορά καυσίμων, στο λογαριασμό που είχε υποδειχθεί από την πλευρά της ενάγουσας, εντούτοις έπεσαν θύμα απάτης και τα χρήματα εμβάσθηκαν σε έτερο λογαριασμό, με αποτέλεσμα η απαίτηση της ενάγουσας να παραμείνει ανεξόφλητη. Ότι οι ίδιες ενημέρωσαν πάραυτα την ενάγουσα για τη διαληφθείσα εναντίον τους απάτη, παραταύτα αυτή τους ενημέρωσε, ότι σε περίπτωση που δεν εξοφλούσαν την οφειλή από την αγορά των καυσίμων, η ίδια θα προέβαινε σε κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου. Ότι επειδή το πλοίο αυτό αποτελούσε το βασικό πυλώνα της εμπορικής δραστηριότητάς τους, αναγκάστηκαν να προβούν άμεσα σε πέντε καταβολές, συνολικού ποσού 60.000 δολαρίων ΗΠΑ, ενημερώνοντας παράλληλα την ενάγουσα ότι την θεωρούν υπεύθυνη για την εναντίον τους τελεσθείσα απάτη. Ότι μετά ταύτα, η συμπεριφορά της ενάγουσας να υποβάλει την ένδικη αγωγή ζητώντας να της καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό των 28.500 δολαρίων ΗΠΑ είναι καταχρηστική, καθώς (η ενάγουσα) ενήργησε καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ο ισχυρισμός ωστόσο αυτός, που τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα πραγματικά περιστατικά που οι εναγόμενες επικαλούνται, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την καταλυτική της αγωγής ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω και κυρίως δεν εκτίθεται ότι οι εναγόμενες, από την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας, διαμόρφωσαν εύλογα την πεποίθηση ότι η τελευταία δεν θα προβεί στην ενάσκηση του δικαιώματός της, αντιθέτως μάλιστα, οι ίδιες εκθέτουν, ότι άμεσα η ενάγουσα τις ενημέρωσε, ότι σε περίπτωση μη καταβολής των οφειλομένων, θα προβεί σε κατάσχεση του ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης πλοίου.

Από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία με έδρα το …, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των ναυτικών πρακτορεύσεων, επιθεωρήσεων ασφαλείας και εφοδιασμών πλοίων κατά τον κατάπλου τους σε τοπικούς λιμένες. Η δεύτερη εναγόμενη είναι ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα στον … και πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … δεξαμενόπλοιου μεταφοράς πετρελαιοειδών με το όνομα «…», νηολογίου …, με αριθμό ΙΜΟ … και ΔΔΣ …. Η πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τον Ν. 378/68 στη …, ήταν διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου μέχρι την 17-08-2018. Τα ανωτέρω αναφορικά με τις εναγόμενες προκύπτουν από την υπ’ αριθμ. πρωτ. … Βεβαίωση που νομίμως προσκομίζουν οι τελευταίες και από το αντίγραφο του φακέλου του ένδικου πλοίου από τη σχετική καταχώρηση της ηλεκτρονικής βάσης ναυτιλιακών δεδομένων «…», που προσκομίζει η ενάγουσα, απορριπτομένου ως εκ τούτου του αγωγικού ισχυρισμού ότι η πρώτη εναγομένη είναι εφοπλίστρια του επίδικου πλοίου ως ουσιαστικά αβάσιμου. Στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς των διαδίκων, η πρώτη εναγόμενη επικοινώνησε με την ενάγουσα, προκειμένου η τελευταία να εφοδιάσει το πλοίο που διαχειριζόταν με ναυτιλιακά καύσιμα. Η ενάγουσα απέστειλε την από 13-10-2017 ηλεκτρονική επιστολή, με την οποία επιβεβαίωνε την παραγγελία ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fo RMG 380, αντί συνολικού τιμήματος 560 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, ήτοι συνολικά αξίας 56.000 δολαρίων ΗΠΑ, τα οποία θα παραδίδονταν το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου 2017 ή το αργότερο την 14η-10-2018, ενώ στους όρους πληρωμής συμφωνήθηκε ότι το 50% της αξίας των καυσίμων, ήτοι ποσό 28.000 δολαρίων ΗΠΑ θα προπληρωνόταν και το υπόλοιπο ποσό θα πληρωνόταν μετά την παράδοση των καυσίμων. Στην ίδια επιστολή ο εκπρόσωπος της ενάγουσας ανέφερε ότι εντός 20 λεπτών της ώρας θα ενημέρωνε αναφορικά με τους λογαριασμούς σε ευρώ της εταιρείας του για να μπορέσει η αντισυμβαλλόμενή του να καταβάλει σε ευρώ προς αποφυγή καθυστέρησης. Αργότερα την ίδια μέρα η πρώτη εναγομένη ζήτησε από την ενάγουσα να εφοδιάσει το ανωτέρω πλοίο, πέραν των ήδη παραγγελθέντων καυσίμων και με 50 μ.τ. ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Μarine Gasoil. Πράγματι η ενάγουσα, σε εκπλήρωση της κατά τα ανωτέρω αναληφθείσας υποχρέωσής της από την ως άνω σύμβαση πώλησης, προέβη την 14η και 15η-10-2017, μέσω της συνεργάτιδάς της εταιρείας «…», στην παράδοση στο πλοίο «…», ενόσω αυτό βρισκόταν εντός του λιμένα …, 100 μ.τ. ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Fo RMG 380, αντί συνολικού τιμήματος 560 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, καθώς και 50 μ.τ. ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Μarine Gasoil 0,1%, αντί συνολικού ποσού 650, δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον πρώτο μηχανικό του ως άνω πλοίου, όπως αποδεικνύεται από τα υπ’ αριθμ. … και … αποδεικτικά παραλαβής καυσίμων της ανωτέρω εταιρείας. Εν συνεχεία η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο συνολικού ποσού 88.500 δολάρια ΗΠΑ, ήτοι 56.000 και 32.500 δολάρια ΗΠΑ αντίστοιχα για κάθε είδος καυσίμου. Οι εναγόμενες δεν κατέβαλαν το αντίτιμο της αξίας των καυσίμων κατά το χρόνο που είχε συμφωνηθεί ως ανωτέρω, ήτοι το 50% πριν την παράδοση και το υπόλοιπο μετά την παράδοση των καυσίμων και η ενάγουσα ζήτησε την αποπληρωμή του, σε διαφορετική δε περίπτωση, δήλωσε ότι θα ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της επί του πλοίου. Κατόπιν τούτων, η πρώτη εναγομένη, ως διαχειρίστρια του πλοίου, προέβη σε τμηματικές καταβολές δια τραπεζικών εμβασμάτων την 01η-11-2017, 06η-11-2017, 10η-11-2017 και 30η-11-2017 αντίστοιχα, συνολικού ποσού 60.000 δολαρίων ΗΠΑ και κατόπιν τούτων η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. … παραστατικό, στο οποίο εμφαίνονται τα πωληθέντα καύσιμα και οι γενόμενες τμηματικές καταβολές και αναφέρεται ως οφειλόμενο υπόλοιπο το ποσό των 28.500 δολαρίων ΗΠΑ. Οι εναγόμενες συνομολογούν μεν ότι συνήφθη με την ενάγουσα η επίδικη σύμβαση πώλησης και παραδόθηκαν προσηκόντως τα παραγγελθέντα καύσιμα, ισχυρίζονται όμως, ότι ζητήθηκε από την ενάγουσα ο τραπεζικός λογαριασμός που θα έπρεπε να εμβασθεί άμεσα το οφειλόμενο ποσό και σε απάντηση έλαβαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε επιστολόχαρτο της ενάγουσας τα στοιχεία τραπεζικού λογαριασμού στην τράπεζα … στη …, ωστόσο έπεσαν θύματα απάτης, καθώς η ενάγουσα τους ενημέρωσε εκ των υστέρων ότι δεν ήταν δικαιούχος του αναφερόμενου εκεί τραπεζικού λογαριασμού, αλλά έτερου λογαριασμού στην τράπεζα …, τα δε χρήματα είχαν τελικά εμβασθεί σε τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι εναγόμενες να στραφούν στα δικαστήρια της … (όπου έδρευε το κατάστημα της ανωτέρω τράπεζας …), χωρίς μέχρι σήμερα να εξακριβωθεί ο δράστης της εναντίον τους τελεσθείσας απάτης, σε κάθε όμως περίπτωση η ενάγουσα όφειλε να προστατεύει καλύτερα την ηλεκτρονική της αλληλογραφία, ώστε να μη δύνανται τρίτοι να υποκλέψουν στοιχεία των συναλλαγών της. Ισχυρίζονται αφετέρου (οι εναγόμενες) ότι για την πώληση των επίδικων καυσίμων εκδόθηκαν δύο τιμολόγια (και όχι ένα όπως αναφέρει η ενάγουσα) με αριθμούς … για ποσό 32.500 δολάρια ΗΠΑ και … για ποσό 56.000 δολαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα και ότι το υπ’ αριθμ. … παραστατικό για το υπόλοιπο ποσό των 28.500 ευρώ είναι πλαστό. Επ’ αυτών λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: οι εναγόμενες πράγματι προσκομίζουν τα ανωτέρω τιμολόγια που επικαλούνται, ωστόσο στο δεύτερο εξ αυτών με αριθμό … ποσού 56.000 δολαρίων ΗΠΑ στα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο θα έπρεπε να πληρωθεί το ποσού του τιμολογίου εμφαίνεται λογαριασμός στην τράπεζα … στη …, ενώ στο πρώτο εξ αυτών με αριθμό … ποσού 32.500 δολάρια ΗΠΑ, στα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο θα έπρεπε να πληρωθεί το ποσού του τιμολογίου αντίστοιχα, εμφαίνεται λογαριασμός στην τράπεζα …. Επομένως, εφόσον στα επικαλούμενα από τις ίδιες τιμολόγια εμφανίζονταν διαφορετικά στοιχεία  τραπεζικών λογαριασμών, ακόμη κι αν πράγματι τα γεγονότα έλαβαν χώρα κατά τον τρόπο που διατείνονται, οι τελευταίες όφειλαν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές κατά την αποστολή σε χρημάτων στην ενάγουσα και να προβούν στην διασταύρωση των στοιχείων του τραπεζικού λογαριασμού και του φερόμενου ως δικαιούχου και σε επαλήθευση των στοιχείων αυτών με την πληρώτρια τράπεζά τους. Εξάλλου από τα προσκομισθέντα από τις εναγόμενες έγγραφα, πιθανολογείται ότι τα διάδικα μέρη είχαν και άλλες συναλλαγές μεταξύ τους, πέραν της επίδικης και τούτο ενισχύεται από τα υπ’ αριθμ. … δελτία αποστολής της συνεργαζόμενης με την ενάγουσα εταιρείας «…», κατά τα οποία την 10η-10-2017 φαίνεται ότι παραδόθηκαν αντίστοιχες ποσότητες καυσίμων στο επίδικο πλοίο, αλλά και από την από 30-10-2017 επιστολή που εστάλη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στην οποία η ενάγουσα, απευθυνόμενη προς την πρώτη εναγομένη, αναφέρει ότι επιβεβαιώνει την παραλαβή των χρημάτων ύψους 7.631,08 δολαρίων ΗΠΑ για τις παρεχόμενες προμήθειες. Ως εκ τούτων οι εναγόμενες θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τα στοιχεία του λογαριασμού της ενάγουσας, στον οποίο όφειλαν να εμβάσουν το οφειλόμενο εκ της επίδικης πώλησης καυσίμων ποσό, επομένως, ακόμη κι αν οι εναγόμενες ενέβασαν το ποσό αυτό στον υποδειχθέντα σε αυτές λογαριασμό, η καταβολή αυτή δεν ήταν η προσήκουσα, για λόγους που δεν αποδείχθηκε ότι οφείλονται σε υπαιτιότητα της ενάγουσας, επομένως δεν οδήγησε σε απόσβεση της ενοχής. Η ενάγουσα πράγματι ζήτησε από την πρώτη εναγομένη να προβεί σε εξόφληση του τιμολογίου, ενημερώνοντάς τη, ότι σε διαφορετική περίπτωση θα ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της επί του πλοίου. Η ενέργεια αυτή της ενάγουσας δεν ασκείται καταχρηστικά, δοθέντος ότι αποτελεί ενάσκηση νομίμου δικαιώματός της, εφόσον η οφειλή από την πώληση των καυσίμων δεν έχει εξοφληθεί. Περαιτέρω, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο που εξέδωσε η ενάγουσα και στο οποίο αναγράφονται οι γενόμενες εκ μέρους των εναγομένων καταβολές και το προκύπτον μετά από αυτές υπόλοιπο, είναι πλαστό. Το εν λόγω τιμολόγιο ωστόσο δεν είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς, για τον λόγο ότι, πέραν των κατά τα ανωτέρω προβληθέντων ισχυρισμών, οι εναγόμενες συνομολογούν ότι το προκύπτον υπόλοιπο εκ της ανωτέρω πώλησης καυσίμων ανέρχεται στο αιτούμενο ποσό των 28.500 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται. Επομένως ο ισχυρισμός αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως προς τη δεύτερη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του πλοίου «…». Αντιθέτως, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης εναγομένης, δεδομένου ότι, όπως αποδείχθηκε, η τελευταία υπήρξε η διαχειρίστρια της πλοιοκτήτριας εταιρείας, και, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν ευθύνεται για την εξόφληση του επίδικου τιμολογίου. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής, των 28.500 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την 16η-10-2017 (πρώτη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση των καυσίμων) και μέχρι την εξόφληση του. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, λαμβανομένου υπόψη του πίνακα εξόδων που η ενάγουσα κατέθεσε με τις προτάσεις της, απορριπτομένων ωστόσο των υπό στοιχ. 2) και 3) κονδυλίων του εν θέματι πίνακα ως αορίστως προβληθέντων, αντίστοιχα δε, τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγομένης θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δεύτερη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής των δολαρίων ΗΠΑ είκοσι οχτώ χιλιάδων πεντακοσίων (28.500) πλέον τόκων υπερημερίας από την 16η-10-2017 και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων (800) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις                  -2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ