ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1961 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8-10-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
TΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας συμμετοχών με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Παπαχατζής με Α.Μ. 026963 του Δ.Σ. Αθηνών.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον … με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Φαίδων Κεδίκογλου με Α.Μ. 026627 του Δ.Σ. Αθηνών.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 2-4-2018 και με αριθμό κατάθεσης 3913/1684/2018 αγωγή της, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 25ης-10-2018, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), γράφθηκε στο πινάκιο και συζητήθηκε εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 134/2019 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Ήδη με την από 29-1-2019 και με αριθμό κατάθεσης 834/420/2019 κλήση της ενάγουσας επαναφέρεται προς συζήτηση η ως άνω αγωγή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟMO
Με την από 29-1-2019 και με αριθμό κατάθεσης 834/420/2019 κλήση της ενάγουσας παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση η από 2-4-2018 και με αριθμό κατάθεσης 3913/1684/2018 αγωγή της μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 134/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο λειτουργικά αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με τις προτάσεις που προκατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ισχυρίζεται ότι δεν αποδεικνύεται η παροχή πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου που υπογράφει τις προτάσεις της εναγομένης, δεδομένου ότι δεν επικαλείται το σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατ’ επιταγή του άρθρου 237 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης, προς απόδειξη της δικαστικής του πληρεξουσιότητας προσήγαγε με τις προτάσεις που προκατέθεσε, χωρίς επίκληση, το νόμιμο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 96 του ίδιου Κώδικα, από 3-5-2019 πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής που έχει τεθεί επ’ αυτής κάτωθι της εταιρικής σφραγίδας από τα ΚΕΠ Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η εναγομένη δεν επικαλείται, είτε με τις προτάσεις της, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, το ως άνω πληρεξούσιο έγγραφο, ούτε παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρείας, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη το προσκομισθέν πληρεξούσιο έγγραφο, δεδομένου ότι κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72 ΚΠολΔ. Η αρχή αυτή, που αποτελεί αποτελεί έκφανση της μετριασμένης συζητητικής αρχής, υπαγορεύει στο δικαστή να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό υλικό που έχουν αποδείξει οι διάδικοι ακόμη και αν δεν το επικαλούνται, ακόμη δηλαδή και αν αυτό υπάρχει απλά στη δικογραφία της υπό κρίση υπόθεσης (βλ. ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. Α΄, άρθρο 106, παρ. 8, σελ. 230).
Η ενάγουσα στην υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στην … και δραστηριοποιείται στο τομέα της εμπορίας μηχανημάτων και εξαρτημάτων πλοίων. Ότι στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας, πώλησε στις 5-8-2014 και παρέδωσε στην εναγομένη στον ……… όπου εδρεύει, τα εμπορεύματα που αναφέρονται λεπτομερώς στην αγωγή, συνολικής αξίας 60.000 δολαρίων ΗΠΑ, όπως το ποσό αυτό εκτίθεται και αναλύεται στο ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής εκδοθέν και με αριθμό … τιμολόγιο, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός προθεσμίας 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του. Εκθέτει περαιτέρω ότι η εναγομένη εταιρεία αν και παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα εμπορεύματα δεν έχει καταβάλει το αντίτιμο των ως άνω προϊόντων, πλην του ποσού των 500 δολαρίων ΗΠΑ, εξαπατώντας την ενάγουσα ως προς την πρόθεση της να αποπληρώσει την οφειλή της. Ότι η εναγομένη δια μέσω των διαχειριστών της αδικοπράγησε σε βάρος της ενάγουσας, δεδομένου ότι ενήργησε αφενός αντίθετα στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, παραβιάζοντας ταυτόχρονα το γενικό καθήκον να μην προκαλεί υπαίτια ζημία σε άλλον, και αφετέρου προκειμένου να μην καταβάλει το αντίτιμο των εμπορευμάτων επικαλέστηκε ψευδώς ότι αυτά δεν ανταποκρίνονταν στις ιδιότητες και τη ποσότητα που είχαν παραγγείλει, βλάπτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την επαγγελματική φήμη και αξιοπιστία της στην ελληνική αγορά. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής με τις προτάσεις (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει λόγω πώλησης καθώς και με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ισόποσο σε ευρώ οφειλόμενο τίμημα για τα πωληθέντα εμπορεύματα, που ανέρχεται στο ποσό των 59.500 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημέρα πληρωμής, νομιμοτόκως από τότε που το τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της παρούσας μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, είναι α) καθ’ ύλην αρμόδιο (άρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ και 51§3Β περ. ι΄ του ν. 2172/1993), ενόψει του ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος για τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης (αρθρ. 10 και 221 ΚΠολΔ), το συνολικά αιτούμενο ποσό με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά τον ως άνω χρόνο, η οποία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψη από το Δικαστήριο και δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής (ΠΠρΑθ 1738/2012, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), υπερέβαινε το ποσό των 20.000 ευρώ, και β) κατά τόπον αρμόδιο, λόγω της έδρας της εναγομένης στον …….. κατ’ άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. α` και ι` Ν. 2172/1993, που θεμελιώνει αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά στο Νομό Αττικής για το σύνολο των ναυτικών διαφορών. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 63 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ως προς την ευθύνη της εναγόμενης εταιρείας από την ιστορούμενη σύμβαση πώλησης καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Καν 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) το οποίο διέπει την ένδικη σύμβαση πωλήσεως και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη της εναγομένης, είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν εν προκειμένω έστω και μετασυμβατικώς τα μέρη, καθόσον, η ενάγουσα επέλεξε να στηρίξει τις αξιώσεις της στο ελληνικό δίκαιο χωρίς η εναγομένη να αντιλέγει. Συνακόλουθα, ελλείψει ειδικής συμφωνίας ως προς τον αποκλεισμό των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Ν. 2532/1997) και δοθέντος ότι τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση κράτη (…, ……..) είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση, ενώ περαιτέρω οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο ενός συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που τίθεται διαζευκτικά με την αμέσως προηγούμενη για την εφαρμογή της εν λόγω Σύμβασης, η αξίωση από τη σύμβαση πώλησης διέπεται από τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, η οποία περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, που υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (βλ. ΕφΑθ 5745/2010, Δνη 2011,857, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων (αρθρ. 53 της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιο άλλο ορισμένο μέρος, οφείλει να το πληρώσει στην εγκατάστασή του (αρθρ. 57§1 περ. α΄ της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση (αρθρ. 58§1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την παρούσα Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (αρθρ. 59 της Σύμβασης). Ο πωλητής μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, να παραλάβει τα κινητά πράγματα και να εκπληρώσει τις άλλες υποχρεώσεις του, εκτός αν ο πωλητής έχει ασκήσει έννομο βοήθημα που δεν συμβιβάζεται με αυτήν την απαίτηση (αρθρ. 62 της Σύμβασης). Επίσης κατά το άρθρο 78 της Σύμβασης, αν ένα μέρος αρνείται να πληρώσει το τίμημα ή οποιαδήποτε άλλο ληξιπρόθεσμο ποσό, το άλλο μέρος έχει αξίωση για τόκο επί των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010, ο.π.), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων, θέματα τα οποία ρυθμίζονται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ως προς την αγωγική βάση την ερειδόμενη στην εξωσυμβατική εξ αδικοπραξίας ευθύνη της εναγομένης, εφαρμοστέο είναι πάλι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της ημεδαπής, με την οποία η ιστορούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό από το σύνολο των περιστάσεων, και δη του τόπου επιχειρηματικής και εταιρικής δραστηριοποίησης της, καθώς και από το γεγονός του ήδη ρηθέντος μετασυμβατικού καθορισμού του ελληνικού δικαίου, ως εφαρμοστέου στην ιστορούμενη σύμβαση πώλησης, που σχετίζεται στενά με την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 3 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»). Κατόπιν τούτων, η αγωγή κατά το μέρος που θεμελιώνεται στη σύμβαση πώλησης κρίνεται ορισμένη, διότι αφενός δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αγωγής, η αναφορά του φυσικού προσώπου που ενήργησε ως αντιπρόσωπος της εναγομένης εταιρείας κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη αφετέρου δε, από το σύνολο του περιεχομένου της προκύπτει ότι η σύμβαση αυτή, σε κάθε περίπτωση εγκρίθηκε σιωπηρώς, συναγομένη από τις πράξεις της εγκρίνασας εναγομένης σύμφωνα με τις οποίες παρέλαβε τα απεσταλθέντα εμπορεύματα. Περαιτέρω, η αγωγή κρίνεται νόμιμη, ερείδεται δε στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 57, 58, 59, 61 παρ. 1α΄, 62, 63, 73 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών «για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων» (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG) [που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 11-4-1980, τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1988, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2532/1997 (ΦΕΚ Α’ 227/11-11-1997) και αποτελεί από 1-2-1999 ισχύον ελληνικό δίκαιο (όχι jus alienum), εφαρμόζεται δε στην προκειμένη περίπτωση ενόψει του ότι τα συμβαλλόμενα διάδικα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη (CISG 1.1.) και τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα κράτη (CISG 1.1.α΄)], σε συνδυασμό και μ’ αυτές των άρθρων 340, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 346 του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του Κ.Πολ.Δ. (για τα εκτός του πλαισίου εφαρμογής της άνω Σύμβασης ζητήματα – βλ. Π. Κορνηλάκη / Αθ. Πουλιάδη / Αν. Βαλτούδη, Η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, έκδ. 2001, σ. 11). Ως προς τη νομική βάση της αδικοπραξίας κατά το μέρος που αφορά την ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα κρίνεται νόμιμη και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 932 ΑΚ, δεδομένου πρόκειται για αξίωση που κατατείνει σε διαφορετική παροχή (γνήσια συρροή αξιώσεων), ενώ κατά το μέρος που διώκεται είτε η καταβολή του τιμήματος λόγω πώλησης είτε η αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, υφίσταται ταυτότητα παροχής, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται δηλαδή για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης. Ωστόσο, η ενάγουσα τις περισσότερες συρρέουσες αξιώσεις της μπορεί να ασκήσει από κοινού μόνον επικουρικά τη μια της άλλης, αφού δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση σωρευτικά όλων των αξιώσεων αυτών, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν κάποια απ’ αυτές έχει ευρύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται κατά το επιπλέον. Επομένως, εφόσον δεν στηρίζει την ως άνω ενιαία αξίωση του στις περισσότερες βάσεις κατά τρόπο ισοδύναμο ή επικουρικό, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος που η υλική ζημία θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 402/2018, ΑΠ 192/2016 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1596/2014, ΧρΙΔ 2015/185). Επίσης, κατά το μέρος που στην αγωγή σωρεύεται η βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του ΚΠολΔ) με την κύρια βάση από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της τελευταίας, κρίνεται μη νόμιμη, δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, ενώ δεν γίνεται σ’ αυτήν, έστω και απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία. απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι η ενάγουσα όφειλε να επικαλεστεί την ανυπαρξία της αιτίας διατήρησης του πλουτισμού της εναγομένης λόγω ακυρότητας της σύμβασης πώλησης (ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 597/2019 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Η εναγομένη με τις προτάσεις της αρνείται το περιεχόμενο της αγωγής και προβάλλει την ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, ισχυριζόμενη ότι η αξίωση αυτή γεννήθηκε την 1η-1-2015 και, επομένως, η παραγραφή της συμπληρώθηκε την 31η-12-2015, σε χρόνο δηλαδή προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής. Όμως, η ως άνω ένσταση περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις η επικληθείσα διάταξη (άρθρο 289 αρ. 3 του ΚΙΝΔ) δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, αλλά η ένδικη αξίωση υπόκειται στη γενική παραγραφή των άρθρων 247 επ. του ΑΚ. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν ασκεί κάποια από τις προεκτεθείσες, αναφερόμενες στο άρθρο 289 του ΚΙΝΔ αξιώσεις, δοθέντος ότι η ως άνω αξίωση της για την καταβολή του τιμήματος δεν έχει ως γενεσιουργό αιτία σύμβαση που συνήψε με πλοιοκτήτρια ή εφοπλίστρια εταιρεία, για τη χορήγηση υλικών ή στοιχείων του εξοπλισμού πλοίου. Η παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 289 του ΚΙΝΔ ισχύει μόνον επί αξιώσεων στρεφομένων κατά του κυρίου του πλοίου ή των εχόντων την εκμετάλλευση αυτού (πλοιοκτητών-εφοπλιστών) και όχι και κατά άλλων προσώπων εμμέσως σχετιζομένων με την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (βλ. ΕφΠειρ 42/2017, πρβλ. ΕφΠειρ 618/2015, δημ. στη ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 282/1993 ΕΝΑΥΤΔ/1994, 86). Σημειωτέον ότι από το ναυτικό χαρακτήρα της εν λόγω αξίωσης δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή υπάγεται στην ως άνω οριζόμενη ενιαύσια παραγραφή, ενόψει του ότι σ’ αυτήν δεν υπάγεται το σύνολο των ναυτικών αξιώσεων, αλλά μόνον οι αναφερόμενες στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 289 του ΚΙΝΔ. Η εναγομένη εκθέτει περαιτέρω ότι η τμηματική καταβολή του υπολοίπου της οφειλής πραγματοποιήθηκε με την αποστολή εμβασμάτων συνολικού ύψους 331..890 ευρώ σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας «…» συμφερόντων της οικογένειας … που ελέγχει τον όμιλο επιχειρήσεων στον οποίο εντάσσεται και η ενάγουσα, με σκοπό την μελλοντική συνεργασία τους. Ότι το ποσό αυτό παρά το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός δεν της το απέδωσε η ενάγουσα και για το λόγο αυτό προτείνει τον συμψηφισμό της ως άνω αναταπαίτηση της με την επίδικη αξίωση της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός αυτός, κρίνεται νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπ’ όψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), τις οποίες συνεκτιμά το Δικαστήριο, απορριπτομένης ως απαραδέκτως προβληθείσας της ένστασης εξαίρεσης του ενόρκως βεβαιούντος …, λόγω της μη καταχώρησης της σχετικής ένστασης κατά την λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, η οποία (έλλειψη) συνεπάγεται το απαράδεκτο της προβολής της για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρο 423 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εμπορική εταιρεία, που εδρεύει στην … και δραστηριοποιείται στον χώρο της πώλησης μηχανημάτων και εξαρτημάτων πλοίων. Η εναγομένη τυγχάνει …….. εταιρεία, με αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή, πώληση και επισκευή υδραυλικών συστημάτων, συσταθείσα το έτος 2004, με εταίρους και συνδιαχειριστές τους …. Στο πλαίσιο της ως άνω επιχειρηματικής δραστηριότητάς της η εναγομένη εταιρεία απέστειλε στην ενάγουσα στις 23-6-2014 την υπ’ αριθ. … παραγγελία, όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 5-8-2014, δυνάμει της οποίας η τελευταία πώλησε και παρέδωσε στην εναγομένη τα ακόλουθα προϊόντα: έξι (6) υδραυλικές αντλίες µε κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) δολαρίων, έξι (6) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) δολαρίων, τρείς (3) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού εννιακοσίων (900,00) δολαρίων, τρείς (3) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού εννιακοσίων (900,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες µε κωδικό … συνολικού ποσού εξακοσίων (600,00) δολαρίων, τρείς (3) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων διακοσίων (1.200,00) δολαρίων, τρείς (3) υδραυλικές αντλίες με κωδικό ……… συνολικού ποσού χιλίων διακοσίων (1.200,00) δολαρίων, τρείς (3) υδραυλικές αντλίες με κωδικό …… συνολικού ποσού χιλίων διακοσίων (1 .200,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων εξακοσίων (1.600,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες µε κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων εξακοσίων (1.600,00) δολαρίων, µία (1) υδραυλική αντλία με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων (1.000,00) δολαρίων, μία (1) υδραυλική αντλία με κωδικό … συνολικού ποσού εννιακοσίων (900,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων οκτακοσίων (1.800,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού τετρακοσίων (400,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού οκτακοσίων (800,00) δολαρίων, μία (1) υδραυλική αντλία με κωδικό … συνολικού ποσού οκτακοσίων (800,00) δολαρίων, τέσσερις (4) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων εννιακοσίων (1.900,00) δολαρίων, τέσσερις (4) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού οκτακοσίων (800,00) δολαρίων, τρείς (3) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … 182 συνολικού ποσού εννιακοσίων (900,00) δολαρίων, τέσσερις (4) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού τριών χιλιάδων (3.000,00) δολαρίων, τέσσερις (4) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων εξακοσίων (1.600,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) δολαρίων, μία (1) υδραυλική αντλία με κωδικό … συνολικού ποσού χιλίων (1.000,00) δολαρίων, τρείς (3) υδραυλικές αντλίες με κωδικό …… συνολικού ποσού δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) δολαρίων, τέσσερις (4) υδραυλικές αντλίες με κωδικό ….. συνολικού ποσού τριών χιλιάδων εξακοσίων (3.600,00) δολαρίων, τέσσερις (4) υδραυλικές αντλίες µε κωδικό … συνολικού ποσού διακοσίων σαράντα (240,00) δολαρίων, εννέα (9) ύδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού εννέα χιλιάδων (9.000,00) δολαρίων, τριάντα δύο (32) υδραυλικές αντλίες συνολικού ποσού εννιακοσίων εξήντα (960,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού δύο χιλιάδων (2.000,00) δολαρίων, δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού δύο χιλιάδων (2.000,00) δολαρίων και δύο (2) υδραυλικές αντλίες με κωδικό … συνολικού ποσού δύο χιλιάδων (2.000,00) δολαρίων. Για τα ως άνω εμπορεύματα η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο στο οποίο αναγράφεται ως τόπος προορισμού ο ……. και αγοραστής και παραλήπτης η εταιρεία με τo δ.τ. «…» και την επωνυμία «….». Το τιμολόγιο αυτό ήταν πληρωτέο εντός προθεσμίας 60 ημερών από την έκδοση του.
Επί πλέον δε πρόδηλο παρίσταται ότι ο … προέβη στην επίδικη αγορά στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ήτοι ως ομόρρυθμο μέλος της αγοράστριας (οικογενειακής) εταιρείας, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση συμφερόντων αυτής (αγοράστριας) και κατ’ επέκταση και των προσωπικών τους, καθώς απέβλεπαν σε κέρδη που θα απέφεραν στην εναγομένη η μεταπώληση τους, ενώ ουδόλως αποσκοπούσαν σε κάλυψη προσωπικών -καταναλωτικών τους αναγκών. Είναι επομένως προφανές, ότι στην ένδικη περίπτωση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων Ν. 2251/1994 (άρθρου 1 παρ. 4 στοιχ. ββ, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3587/2007), περί προστασίας του καταναλωτή, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλε η εναγμένη περί ακυρότητας της σύμβασης πώλησης αφενός ως απαράδεκτου λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι δεν μνημονεύει την αιτία της ακυρότητας περιοριζόμενη στην αναφορά των διατάξεων του ν. 2251/1994, και αφετέρου ως μη νόμιμος για τους λόγους που μόλις εκτέθηκαν. Περαιτέρω, από την ηλεκτρονική αλληλογραφία που προσκομίζεται αποδείχθηκε ότι τόσο η ενάγουσα εταιρεία όσο και η εταιρεία με την επωνυμία «…» που αποτελούν εταιρείες συμφερόντων των αδελφών …, προκειμένου να εδραιωθούν στην ……….αγορά επεδίωξαν τη συνεργασία με την εναγομένη εταιρεία. Για το σκοπό αυτό συμφώνησαν η εναγομένη να αποτελέσει τον αντιπρόσωπο της εταιρείας «…» στην ………αγορά χρησιμοποιώντας την επωνυμία «…». Η σχέση αντιπροσώπευσης και εμπορικής συνεργασίας των ως άνω εταιρειών αφενός δικαιολογεί την προμήθεια ύψους 10% που ελάμβανε η εναγομένη για κάθε πώληση προϊόντων της εταιρείας αυτής (…) και αφετέρου την απευθείας αποστολή των εμβασμάτων από τις αγοράστριες εταιρείες σε τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε ο όμιλος «…». Αντιθέτως, η σχέση της εναγομένης με την αντίδικο εταιρεία περιορίσθηκε στην αγορά των προϊόντων της ενάγουσας, ωστόσο, η σχέση εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί από την ευρύτερη συνεργασία της με τον όμιλο συμφερόντων της οικογένειας … δικαιολογεί την πίστωση που παρείχε η ενάγουσα και την ανοχή που επέδειξε για την εξόφληση του επίδικου τιμολογίου. Εξάλλου, η κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης επιβεβαιώνεται και από το από 20-8-2014 ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο απέστειλε η ενάγουσα στην εναγομένη εταιρεία ενημερώνοντας πως έχει αποστείλει τη συμφωνημένη παραγγελία καθώς και τα απαραίτητα συνοδευτικά έγγραφα για την παραλαβή τους μετά τον εκτελωνισμό. Επίσης, η παροχή πίστωσης και η παροχή χρόνου για την εξόφληση του τιμολογίου επιβεβαιώνεται και από τα από 21-3-2017 και 8-10-2017 ηλεκτρονικά μηνύματα του … περί καταβολής μέρους της οφειλής κατόπιν όχλησης του από την ενάγουσα. Κατόπιν τούτων, ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού του ποσού που έχει καταβάλει η εναγομένη στην εταιρεία « …» πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος δεδομένου ότι ελλείπει στο στοιχείο της αμοιβαιότητας των αντίθετων απαιτήσεων. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη και ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής. Επίσης, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη διέβαλε την ενάγουσα εταιρεία και ότι επικαλέστηκε προσχηματικά για την μη καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος την έλλειψη αξιοπιστίας της ενάγουσας εταιρείας και των προϊόντων που εμπορεύεται. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε η τρώση της εμπορικής φήμης της ενάγουσας στην ελληνική αγορά πρέπει το κονδύλιο της ηθικής βλάβης κρίνεται απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Κατόπιν τούτων πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 59.500 δολαρίων ΗΠΑ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας των 60 ημερών από την έκδοση του τιμολογίου, ήτοι από 6-10-2014 και μέχρι την εξόφληση του, με τη σημείωση ότι, εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος υπερημερίας, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολ. ΗΠΑ) κατά τα οριζόμενα στην Π.Υ.Σ. 36 της 22/26.3.1990, καταβάλλεται όμως στην Ελλάδα σε Ευρώ με βάση το σε Ευρώ ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 40. 347). Το δε αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, αφού το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη γέννηση της επίδικης οφειλής. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 59.500 δολαρίων ΗΠΑ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από 6-10-2014 και μέχρι την εξόφληση του.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εναγομένη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ