Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 

 

 

 

                                           Αριθμός απόφασης

                                                         1962 /2020

                        ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

                                         —————————— 

        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Σαχίνη Χρυσούλα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ – ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ελένης Γιαννοπούλου με Α.Μ. 022747 του Δ.Σ. Αθηνών.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΝΑΚΟΠΗ – ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημήτριου Ρήγα με Α.Μ. 027730 του Δ.Σ. Αθηνών.

Ο ανακόπτων άσκησε την από 11.4.2018 και με αριθμό κατάθεσης 4071/1755/2018 ανακοπή, καθώς και το από 24-8-2018 και με αριθμό κατάθεσης 9007/4006/2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων, τα οποία προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 6ης.9.2018 και γράφθηκαν στο πινάκιο. Κατόπιν συζητήσεως της υποθέσεως κατά την ορισθείσα δικάσιμο, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4489/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η ανακοπή συζητήθηκε ερήμην του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κηρύχθηκε δε το δικάσαν Τμήμα αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη η παραπάνω ανακοπή και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων εισάγονται προς συζήτηση με την από 16.4.2019 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 3735/1837/2019, προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

                             ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                          ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση με την από 16.4.2019 και με αριθμό κατάθεσης 3735/1837/2019 κλήση η από 11.4.2018 και με αριθμό κατάθεσης 4071/1755/2018 ανακοπή, καθώς και οι από 24-8-2018 και με αριθμό κατάθεσης 9007/4006/2018 πρόσθετοι λόγοι της, μετά την έκδοση της με αριθμό 4489/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία το δικάσαν την ανακοπή κατά τη δικάσιμο της 6ης.9.2018 (κοινό – μη έχον καθορισθεί ως τμήμα ναυτικών διαφορών) Τμήμα του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντας ερήμην του ανακόπτοντος κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, ως ναυτικής διαφοράς, και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου. Η ως άνω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά το άρθρο 614 παρ.2 ΚΠολΔ), έχουν συνάφεια  μεταξύ τους και θα πρέπει να συνεκδικασθούν διότι επιταχύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης αλλά και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246, 285, 632 , 585παρ. 1,2,591 παρ.1 ΚΠολΔ).

Ο ανακόπτων με την υπό κρίση κύρια ανακοπή και το δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής, εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 143/2000 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 197/2012 απόφαση του, υποχρεώθηκε να καταβάλει προς την επισπεύδουσα δανείστρια εταιρεία το ποσό των 10.703 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ότι την 28η Δεκεμβρίου 2017, η καθ’ ης η ανακοπή επέδωσε στον ανακόπτοντα  αντίγραφο εξ’ απογράφου της προαναφερθείσας απόφασης μετά την παρά πόδας επιταγή προς εκτέλεση, δια της οποίας επιτάχθηκε να καταβάλει στην δανείστρια εταιρεία το ως άνω συνολικό ποσό. Εν συνεχεία αναφέρει  ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του (οριζόντια ιδιοκτησία όπως αναλυτικά περιγράφεται στην ένδικη ανακοπή), η οποία βρίσκεται στην περιοχή …. Ότι δυνάμει της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης, η οποία του επιδόθηκε στις 27-2-2018, ορίσθηκε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων για την 10η Οκτωβρίου 2018 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Σακκά, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Ζητεί δε, (κατ’ εκτίμηση του σχετικού δικογράφου) την ακύρωση της από 14-12-2017 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ’ απογράφου της υπ’ αριθ. 143/2000 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 197/2012 απόφαση του, καθώς και υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, επικαλούμενος  λόγους,  που αφορούν την απαίτηση, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και καταχρηστικότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της επιδικασθείσας αξίωσης της καθ’ ης η ανακοπής τράπεζας. Η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της, παραδεκτώς εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου τούτου (ά. 933§§1εδ.α,3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το Ν. 4335/2015), προκειμένου να συνεκδικασθούν με την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ά. 933, 937§3, 614 επ., 591 και 585 ΚΠολΔ, όπως διαμορφώθηκαν με το Ν. 4335/2015), έχουν επιπροσθέτως ασκηθεί νομοτύπως (ά. 933 επ., 591§1εδ.α, 585, 122 επ. και 215 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν ύστερα από το Ν. 4335/2015) και εμπροθέσμως, ήτοι εντός των προβλεπόμενων, εκ των ρυθμίσεων των άρθρων 934§1 στοιχ. α εδ. α και 933§1εδ.γ αντιστοίχως ΚΠολΔ (σε συνδ. προς αυτές των ά. 144 επ. του ίδιου κώδικα), προθεσμιών, απορριπτομένου έτσι ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού της καθ’ ης περί απαραδέκτου των εισαγωγικών δικογράφων ως εκπρόθεσμων. Τούτο, διότι η έναρξη της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως μέσω της νομότυπης επιδόσεως, στον ανακόπτοντα από την καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι (ά. 122 επ. και 924εδ.γ,δ ΚΠολΔ), της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση πραγματοποιήθηκε μετά την 1η-1-2016, ενώ δεν είχαν παρέλθει κατά την επίδοση της ένδικης ανακοπής προς την καθ’ ης, 45 ημέρες με αφετηρία την επόμενη ημέρα της από 26-2-2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …, η οποία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 27 Φεβρουαρίου 2018, οπότε συντελέσθηκε η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση, αφού από το ίδιο το περιεχόμενο της προμνημονευθείσας κατασχετήριας εκθέσεως προκύπτει ότι δεν ήταν παρών ο τελευταίος κατά τη σύνταξη της (ά. 144 επ. και 955§1 ΚΠολΔ, βλ. Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, τ. Ι, 2017, σ. 616-617). Οι ένδικοι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ασκήθηκαν άλλωστε εμπροθέσμως μέσω της επιδόσεως επίσημου αντιγράφου του ιδιαίτερου δικογράφου αυτών από τον ανακόπτοντα προς την καθ’ ης 8 τουλάχιστον ημέρες πριν την από συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής (ά. 933§1εδ.γ ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως οι ένδικοι κύριοι και πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι τυγχάνουν ορισμένοι και παραδεκτοί, να εξετασθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Ι.  Κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015, αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 § 2 εδ. γ΄ αντίστοιχα. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι ενστάσεις, που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν κατ` ουσία, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους και τη νομική τους θεμελίωση, δηλαδή είτε είναι ουσιαστικές (γνήσιες ή καταχρηστικές) είτε είναι δικονομικές. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν ή προτάθηκαν, αλλά απορρίφθηκαν για τυπικούς λόγους (ως απαράδεκτες) καλύπτονται από το δεδικασμένο: α) Όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο (οι δικονομικές), β) Όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες, που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο δεν θεμελιώνουν αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, δυνάμενο σαν τέτοιο να αποτελέσει τη βάση ιδιαίτερης αγωγής, αλλά εμποδίζουν τη γένεσή του ασκηθέντος στη δίκη δικαιώματος ή καταργούν τούτο και επομένως χρησιμεύουν μόνο προς απόκρουσή του και γ) Όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες, που όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγόμενου, δυνάμενου να ασκηθεί, όχι μόνο κατ` ένσταση, αλλά και με αγωγή, με την οποία όμως ασκείται το ίδιο το δικαίωμα, που προσβάλλεται και με την ένσταση. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιαφόρως εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης απ` αυτή. Η ένσταση, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος το αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 856/2014 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, κατά τη διάταξη του ανωτέρου άρθρου 330 εδάφ. β` του ΚΠολΔ, από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν ή προταθείσες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες, εξαιρούνται και δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο, εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται οι καλούμενες γνήσιες μη αυτοτελείς ή μη αυθύπαρκτες ενστάσεις, που στηρίζονται σε άλλο διαφορετικό δικαίωμα, για το οποίο μπορεί να ασκηθεί και καταψηφιστική ή διαπλαστική αγωγή. Στις περιπτώσεις αυτές η ένσταση δεν είναι “αυθύπαρκτη”, αφού η ύπαρξή της εξαρτάται κατά το πραγματικό του κανόνα δικαίου, που τη θεσπίζει, από την ύπαρξη κάποιου άλλου δικαιώματος, το χαρακτηριστικό της όμως είναι ότι το διαπλαστικό αυτό δικαίωμα μόνο κατ` ένσταση μπορεί να ασκηθεί, ενώ εκ παραλλήλου μπορεί να ασκηθεί με αγωγή και το δικαίωμα, στο οποίο θεμελιώνεται η ένσταση, η παραδοχή του οποίου δεν αναιρεί ή αντιφάσκει προς το δεδικασμένο της προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης που επιδικάζει την παροχή και με το οποίο προφανώς αυτή είναι συμβατή (ΑΠ 2168/2014 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποια από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκε καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος, που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο (ΑΠ 58/2019, 1570/2003, ΑΠ 1652/2007, ΑΠ 1214/2015 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 471 και 477 του ΑΚ προκύπτει ότι τόσο η σύμβαση στερητικής, όσο και η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους καταρτίζονται ανάμεσα στον δανειστή και τρίτο που είναι ξένος προς το χρέος, το οποίο υπόσχεται να αναδεχθεί ή να εκπληρώσει. Επομένως, σε περίπτωση εις ολόκληρον ενοχής κατά την έννοια του άρθρου 480 του ΑΚ, δεν είναι δεσμευτική

για το δανειστή, κατά την έννοια της στερητικής αναδοχής χρέους, η εκ μέρους του ενός των εις ολόκληρον υποχρέων συνοφειλετών δήλωση ανάληψης υποχρέωσης εκπλήρωσης μόνο από αυτόν της οφειλόμενης παροχής, εκτός εάν η δήλωση αυτή συνδυάζεται με συμφωνία με το δανειστή, στο πλαίσιο της οποίας ο τελευταίος αποδέχθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής και των διατάξεων των άρθρων 361, 478, 483 και 419 του ΑΚ, η υπόσχεση εκ μέρους ενός των συνοφειλετών να

εξισούται με εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής, που συνεπάγεται αντικειμενικά και απαλλαγή των λοιπών σ’ ολόκληρο συνοφειλετών (ΕφΠειρ 401/2014 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων βάλλει κατά του κύρους της εκτελούμενης απαίτησης εκτιμώντας ότι αυτή έχει αποσβεσθεί με την σύνταξη και υπογραφή του από 10-4-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, δυνάμει του οποίου η πλοιοκτήτρια εταιρεία «… και η διαχειρίστρια εταιρεία «…» αναγνώρισαν την οφειλή τους έναντι της καθ’ ης η ανακοπή και ανέλαβαν την εξόφληση της. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι κατά τον τρόπο αυτό επήλθε στερητική αναδοχή του χρέους και για το λόγο αυτό δεν υφίσταται η απαίτηση της καθ’ ης σε βάρος του για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση στην ακίνητη περιουσία του. Ωστόσο, ο λόγος αυτός της ανακοπής απαραδέκτως προβάλλεται, δεδομένου ότι προσκρούει στο δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθ. 143/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Ειδικότερα, η ως άνω ένσταση, που δεν προτάθηκε στη δίκη που αφορά την απαίτηση της ενάγουσας και ήδη καθ’ ης η ανακοπή, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της ως γνήσιας ή καταχρηστικής, καλύπτεται από το εν λόγω δεδικασμένο, γιατί, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, η τυχόν παραδοχή της θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου αυτού, αφού οι έννομες συνέπειες της είναι ασυμβίβαστες προς εκείνες που απαγγέλθηκαν από την ως άνω (υπ’ αρ. 143/2010) απόφαση του Εφετείου Πειραιά, ώστε να μην είναι πλέον επιτρεπτή η αμφισβήτηση της απαίτησης της επισπεύδουσας με την προβολή από τον οφειλέτη – ανακόπτοντα, σε μεταγενέστερη δίκη, ισχυρισμών, ενστάσεων ή δικαιωμάτων που αναιρούν (μη οψιγενών) που αναιρούν την ύπαρξη της απαίτησης. Οι ισχυρισμοί αυτοί μπορούν να προσβληθούν μόνο με αναψηλάφηση (άρθρο 333 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι ο ανακόπτων δεν επικαλείται προς θεμελίωση της ως άνω ενστάσεως περιστατικά μεταγενέστερα της συζητήσεως της ως άνω εφέσεως (5-11-2009), η δε ένορκη βεβαίωση του … αναφέρεται στο από 10-4-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο γνώριζε ο ανακόπτων, δεδομένου ότι συμμετείχε στη συζήτηση της έφεσης, στην οποία έγινε επίκληση του, χωρίς ωστόσο να προβάλει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο που διέγνωσε την απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή ισχυρισμό καταλυτικό της ύπαρξης της. Συνεπώς, η ένσταση που προβλήθηκε δεν στηρίζεται σε οψιγενή πραγματικά περιστατικά.

Κατά το άρθρο 281 του Α.Κ. “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τάσσονται ως αντικειμενικά κριτήρια ασκήσεως των δικαιωμάτων: α) η καλή πίστη, δηλαδή η στον έντιμο και εχέφρονα άνθρωπο υπαγορευόμενη συμπεριφορά, β) ή τα χρηστά ήθη, δηλαδή οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη ηθικού και συνετού, μέσου κοινωνικού ανθρώπου, γ) ή ο εγκείμενος στο δικαίωμα κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του και απαγορεύεται η άσκησή του, όταν υπερβαίνει ολοφάνερα τα τασσόμενα με τα κριτήρια αυτά ακραία όρια, είτε διότι προηγήθηκε μακρά αδράνεια του δικαιούχου που δημιούργησε εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα είχε ασκηθεί το δικαίωμα, του οποίου η άσκηση πλέον συνεπάγεται δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία για τον δικαιούχο από την ωφέλεια που προσδοκά από την άσκησή του ο υπόχρεος (Ολ. ΑΠ 2101/1984), είτε διότι η προηγηθείσα της ασκήσεως του δικαιώματος συμπεριφορά του δικαιούχου καθ’ εαυτή και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, από την οποία προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης (Ολ. ΑΠ 62/1990), είτε για άλλους λόγους, εφόσον τα προβαλλόμενα και αποδεικνυόμενα με αυτοτελή ισχυρισμό πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν σε μία από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις υπερβάσεως των ανεκτών από το νόμο ορίων ασκήσεως του δικαιώματος (πρβλ. Ολ. ΑΠ 472/1983). Περαιτέρω κατά το άρθρο 482 του ΑΚ. “σε περίπτωση οφειλής, εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 του ΑΚ συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ’ ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ’ αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010).

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του είναι καταχρηστική διότι  η καθ’ ης: α) μπορούσε να ικανοποιηθεί προβαίνοντας στην κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών του ανακόπτοντος, στους οποίους υπήρχε ποσό ύψους 15.000 ευρώ ικανό να υπερκαλύψει το κεφάλαιο της απαίτησης και μέρος των τόκων και των εξόδων, β) δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια προκειμένου να εξοπλίσει το από 10-4-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς με εκτελεστό τίτλο προκειμένου να ικανοποιηθεί από την περιουσία των εκεί συμβαλλομένων, γ) η καθ’ ης δεν επεδίωξε να ικανοποιηθεί από την περιουσία των συνοφειλετών και εις ολόκληρον ευθυνόμενων εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι διαθέτουν περιουσία μεγαλύτερης αξίας από τον ανακόπτοντα για την ικανοποίηση της απαιτήσεως της, δ) ότι η καθ’ ης δεν κινήθηκε κατά των λοιπών πλοιάρχων του ως άνω πλοίου καθώς και ότι η εξαπατήθηκε από τους συνεναγομένους του, οι οποίοι δεν φρόντισαν να επισημάνουν στο δικαστήριο που διέγνωσε την απαίτηση της καθ’ ης την έλλειψη ευθύνης του ανακόπτοντος. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως προς τα υπό στοιχεία α, β, γ και δ΄, διότι και αν ακόμη αληθεύουν τα πιο πάνω περιστατικά, δεν προκαλείται έντονη η εντύπωση της αδικίας προς τον ανακόπτοντα και επομένως δεν συντρέχει περίπτωση προφανούς υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, ώστε η άσκησή του από την καθ’ ης να παρίσταται καταχρηστική κατά την ΑΚ 281. Ειδικότερα, η καθ’ ης με την επικαλούμενη παράλειψη της να στραφεί προηγουμένως κατά της διαθέτουσας μεγαλύτερη περιουσία από τον ανακόπτοντα και εις ολόκληρον με αυτόν συνοφειλέτιδας διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου, δεν παρίσταται η, δυνάμει εκ του νόμου (άρθρο 482 ΑΚ) ευχέρειας, επιλογή της καθ’ ης να ασκήσει πρώτα την αξίωσή της κατά του ανακόπτοντος, ως υπερβαίνουσα προδήλως τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος ενόψει και του ότι επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ’ αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή. Εξάλλου, δεν εκτίθεται ότι συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της δανείστριας.

Επίσης, ο ισχυρισμός ότι η συμπεριφορά της καθ’ ης αντιβαίνει στην καλή πίστη και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη διότι, συνεπεία της μη επιδίωξης της ικανοποίησης της αξίωσή της από κάποιον από τους συνοφειλέτες του ανακόπτοντος η αξίωσή της αυξήθηκε υπέρμετρα λόγω της τοκογονίας, είναι μη νόμιμος, διότι η τοκογονία της απαίτησης είναι συνέπεια της συμπεριφοράς του οφειλέτη και όχι της δανείστριας. Η καθ’ ης δεν είχε ούτε νομική ούτε ηθική υποχρέωση να οχλήσει τον ανακόπτοντα ούτε να εισπράξει την αξίωσή της από τους προς αυτήν υποδεικνυόμενους από τον ανακόπτοντα συνοφειλέτες. Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα επεδίωξε την είσπραξη της αξίωση της. Κατά το σκέλος που η ως άνω ένσταση στηρίζεται στην απόσβεση της απαίτησης της επισπεύδουσας λόγω της κατάρτισης σύμβασης στερητικής αναδοχής χρέους, ο λόγος αυτός της ανακοπής απαραδέκτως προβάλλεται λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την υπ’ αριθ. 143/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Ειδικότερα, οι αντιρρήσεις του ανακόπτοντος που αναφέρονται στην απαίτηση, προς ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση, όπως είναι και αυτές που αναφέρονται στην απόσβεσή της, είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 330 ΚΠολΔ, το οποίο εκτείνεται και στις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν στην δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η εκτελούμενη απόφαση, εκτός από εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση η φερόμενη στερητική αναδοχή χρέους πραγματοποιήθηκε το έτος 2002 και κατά συνέπεια τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν την απόσβεση της απαίτησης της καθ’ ης κατά του ανακόπτοντος δεν προέκυψαν το πρώτον μεταγενέστερα από την έκδοση της εκτελούμενης απόφασης και επομένως ισχύει γι’ αυτή το εκ του άρθρου 933 παρ. 3 ΚΠολΔ απαράδεκτο (ΑΠ 868/2019, ΑΠ 1309/2007). Ο ισχυρισμός περί αποσβέσεως της εκτελούμενης αξίωσης λόγω της στερητικής αναδοχής του χρέους ιδωμένος είτε αυτοτελώς ως αποσβεστικός ισχυρισμός, είτε υπό το πρίσμα της καταχρηστικότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να προταθεί παραδεκτώς στην προκείμενη δίκη, έπρεπε να μην έχουν συντελεσθεί τα δικαιοπαραγωγικά πραγματικά περιστατικά του μέχρι την έκδοση της εκτελούμενης απόφασης (βλ. Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β΄ Έκδοση, τ. 1ος, άρθρο 933, παρ. 161, σελ. 439 επ., υποσημείωση 151). Επίσης, σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της ως άνω ένστασης, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός βάλλει κατά της εκτελούμενης απαίτησης, σε περίπτωση ευδοκίμησης του έρχεται σε αντίθεση με το δεδικασμένο που παράγει η εκτελούμενη απόφαση του Εφετείου και συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται.

Με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ο ανακόπτων εκθέτει ότι πέραν των ανωτέρω, η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση είναι καταχρηστική διότι η καθ’ ης μπορούσε να ικανοποιηθεί από την περιουσία των συνοφειλετών του και για το λόγο αυτό η κατάσχεση του ακινήτου του που αποτελεί την κύρια κατοικία του σε συνδυασμό με το χαμηλό ύψος του κεφαλαίου της εκτελούμενης απαίτησης αποτελεί πράξη που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Ο πρόσθετος λόγος της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος, διότι προβάλλεται αορίστως η περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών της χωρίς ωστόσο να εκτίθενται τα περιουσιακά στοιχεία που αυτοί διαθέτουν για την ικανοποίηση της εκτελούμενης απαίτησης και προκειμένου να κριθεί η αντίθεση στα χρηστά ήθη της επιλογής της καθ’ ης να επισπεύσει εκτέλεση κατά του ανακόπτοντος. Εξάλλου, και αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά που εκθέτει ο ανακόπτων για τη θεμελίωση του σχετικού πρόσθετου λόγου δεν συνιστούν καταχρηστική συμπεριφορά, καθόσον ουδόλως αναφέρεται αν για την ικανοποίηση της απαίτησης της καθ’ ης υπήρχαν άλλα ηπιότερα σε σχέση με τον ίδιο, μέσα, η δε επίκληση της ύπαρξης του ποσού των 15.000 ευρώ σε τραπεζικό του λογαριασμό δεν αποδεικνύεται λαμβανομένης υπόψη και της επισφάλειας που εμπεριέχει η διαδικασία ανεύρεσης και κατάσχεσης εις χείρας της τράπεζας χρηματικών ποσών. Εξάλλου, η επιδίωξη της ικανοποίησης των νόμιμων αξιώσεων της καθ’ ης, με τα μέσα που της παρέχει ο νόμος, δεν υπερβαίνει τα όρια που θέτει η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ούτε προκαλεί την εντύπωση έντονης σε βάρος του εναγομένου αδικίας. Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη – ανακόπτοντα δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρον 281 ΑΚ, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται η συνδρομή και άλλων περιστάσεων (ΑΠ 535/2015) όπως ότι θα μπορούσε να ικανοποιηθεί πλήρως, κατάσχοντας άλλο περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, λιγότερο πολύτιμο ή ασυγκρίτως υποδεέστερης αξίας. Απλή δυσαναλογία θυσίας και οφέλους δεν αρκεί. Έλλειψη συμφέροντος, εξάλλου, της  επισπεύδουσας δανείστριας δεν μπορεί να υπάρχει όταν αποφασίζει, όπως εν προκειμένω, να εισπράξει την απαίτησή της, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτή μπορεί να αποφασίζει, δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010). Επιδεικνύει έτσι καταχρηστική συμπεριφορά ο δανειστής, ο οποίος προβαίνει στην κατάσχεση πολύτιμου για τον οφειλέτη πράγματος, ενώ θα μπορούσε να ικανοποιηθεί πλήρως, κατάσχοντας άλλο περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, λιγότερο πολύτιμο ή ασυγκρίτως υποδεέστερης αξίας. Απλή δυσαναλογία θυσίας και οφέλους δεν αρκεί.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της να απορριφθούν. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή του σχετικού της αιτήματος (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

                                 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 11.4.2018 και με αριθμό κατάθεσης 4071/1755/2018 ανακοπή, με το από 24-8-2018 και με αριθμό κατάθεσης 9007/4006/2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανακόπτοντα – ασκούντα τους πρόσθετους λόγους, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή – πρόσθετοι λόγοι, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους  στις                     2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ