ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1964/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μαθιόπουλου Νικόλαου Κωνσταντίνου με Α.Μ. 002984 του Δ.Σ. Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της Δημήτριου Δημητρίου με Α.Μ. 003485 του Δ.Σ. Πειραιώς.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης 8077/4061/2019 ανακοπή της, η οποία προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή η ανακόπτουσα αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στη …, ζητεί να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στη …, το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 92.470,00 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά τον χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας προερχόμενη από την έκδοση του υπ’ αριθ. … τιμολογίου πώλησης καυσίμων. Με αυτό το περιεχόμενο, η κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται (βλ. άρθρα 625 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η ανακοπή απευθύνεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο του τόπου έκδοσης της διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με το άρθρο 584 ΚΠολΔ και το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ-ευρώ κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της ανακοπής (16.9.2019), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 221 παρ. 1 περ. β΄, 614 επ., 632 παρ. 1 εδ. α΄, 632 παρ. 2 τελ. εδ. ΚΠολΔ). Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, δεδομένου ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από ελληνικό δικαστήριο, γεγονός που καθιστά κατά τόπον αρμόδιο βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ το Πρωτοδικείο Πειραιά. Περαιτέρω, η ως άνω ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριάντα εργασίμων ημερών από την επίδοση στις 25-7-2019 της διαταγής πληρωμής στον λιμενάρχη, λόγω της άρνησης του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου κατ’ άρθρο 132 ΚΠολΔ να παραλάβει το επιδοτέο έγγραφο για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία, μεταξύ άλλων, του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 16.9.2019 (βλ. την από 16-9-2019 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …). Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής και του νομίμου των λόγων της που άπτονται των τυπικών προϋποθέσεων εκδόσεως της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής θα κριθούν αποκλειστικά με βάση το ελληνικό δίκαιο (lex fori), ενώ για τους λόγους της ανακοπής που βάλλουν κατά της απαίτησης, η οποία στην προκείμενη περίπτωση φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο που υποδεικνύεται από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως το δίκαιο το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους σύμφωνα με τον όρο 18 που διέπει τις συμβάσεις πώλησης που καταρτίζει η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία (βλ. σχετ. 3 το οποίο προσκομίζει με επίκληση η καθ’ ης), σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής και για χρηματικές απαιτήσεις, που αποδεικνύονται, όπως και το οφειλόμενο ποσό, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι μεταξύ των νομίμων προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι να πρόκειται για απαίτηση που προέρχεται από διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και, συνεπώς, λόγω ελλείψεως της ανωτέρω προϋποθέσεως, δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση που προέρχεται από διαφορά, η οποία έχει υπαχθεί νομίμως σε διαιτησία (ΑΠ 1006/2019 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), αφού στην περίπτωση αυτή το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση (Ολ.ΑΠ 16/2002, ΑΠ 1590/2017). Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, αν εκδοθεί διαταγή πληρωμής παρά την έλλειψη της ανωτέρω νόμιμης προϋποθέσεως, ακυρώνεται αυτή μετά από ανακοπή του καθού η εν λόγω διαταγή πληρωμής.
ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 2§3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης “περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων”, που υπογράφτηκε στις 10.6.1958 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4220/1961, σύμφωνα με την οποία “το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος, ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία εν τη εννοία του παρόντος άρθρου (δηλαδή περί διαιτησίας), θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργός ή μη δεκτική εφαρμογής”. Αντίστοιχα ορίζουν και οι διατάξεις των άρθρ. 263περ.β και 264εδ.α ΚΠολΔ, οι οποίες ως δικονομικές εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία με forum την Ελλάδα, δηλαδή ακόμη και όταν η όλη διαιτησία διέπεται από διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, ότι κατά την (πρώτη) συζήτηση της υπόθεσης προτείνεται, με ποινή διαφορετικά απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, στην οποία ακολούθως το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ αν η διαιτησία συμφωνηθεί αργότερα, ορίζουν οι δικονομικές επίσης διατάξεις του άρθρ. 870 ΚΠολΔ ότι η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι και πάλι απαράδεκτη. Η συμφωνία για τη διαιτησία γίνεται γενικώς δεκτό, αλλά και προκύπτει στην ελληνική έννομη τάξη από τις διατάξεις των άρθρ. 867, 868, 869 ΚΠολΔ, 7 και 16§1εδ.β του ν. 2735/1999, ότι είναι αυτοτελής, υπό την έννοια ότι το κύρος της κρίνεται ανεξάρτητα από το κύρος της κύριας σύμβασης, στην οποία αναφέρεται, είτε έχει είτε δεν έχει ενσωματωθεί σ’ αυτή (ΑΠ 877/2000, ΑΡΧΝ/2001 (671), ΑΠ 506/2010, ΑΠ 102/2012 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), και εκδήλωση ακριβώς της αυτοτέλειάς της αποτελεί και το ενδεχόμενο να διέπεται από δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που διέπει την κύρια σύμβαση. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 869§2 ΚΠολΔ, η συμφωνία για τη διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να καθίσταται έτσι και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οι κύριες συνέπειές της, που προσδιορίζουν τη νομική φύση της, δηλαδή η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των διαιτητών για ορισμένη διαφορά και αντίστοιχα ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, εκδηλώνονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου και της προσδίδουν συνεπώς το χαρακτήρα δικονομικής σύμβασης, στην οποία απλώς εφαρμόζονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό έλλειμμα στη ρύθμιση των δικονομικών συμβάσεων. Σε αντιστοιχία με την ως άνω διάταξη του άρθρ. 869§2 ΚΠολΔ εφαρμοστέα τυγχάνει για να κριθεί το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου με forum την Ελλάδα η διάταξη του άρθρ. 25 ΑΚ [ΑΠ 1932/ 2006, Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο2 (2001) σ.238], ερμηνευόμενης της βούλησης των μερών με εφαρμογή ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο για τη διαιτητική συμφωνία με βάσει τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 1219/2014, ΑΠ 877/2000, 506/2010 δημ. στη ΤΝΠ). Το άρθρο 25 ΑΚ ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν τα μέρη υποβληθεί (lex voluntatis), διαφορετικά, αν δεν υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (lex proper). Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας. Συμπερασματικά το τακτικό (πολιτειακό) δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί υπόθεση για την οποία έχει συμφωνηθεί διαιτησία και προτείνεται σ’ αυτό η σχετική ένσταση, οφείλει να εξετάσει παρεμπιπτόντως, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αντένσταση, το κύρος της σχετικής συμφωνίας και να αρνηθεί την παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία, αν η διαιτητική συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεπίδεκτη εφαρμογής, αφού τότε δεν είναι επιτρεπτό, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 8§1, 20§1, 87§1, 94§2 του Συντάγματος και 1 του ΚΠολΔ, να στερηθεί της δικαιοδοσίας του.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 3 § 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου. Επομένως, τα Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, είτε οι διάδικοι είναι ημεδαποί, είτε αλλοδαποί, μόνο αν κατά τις ισχύουσες διατάξεις υφίσταται κατά τόπο αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου λόγω γενικής (άρθρο 22 ΚΠολΔ) ή ειδικής δωσιδικίας. Το άρθρο 40 ΚΠολΔ ορίζει: 1. δίκες εναντίον προσώπων που δεν έχουν κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει περιουσία του εναγόμενου ή βρίσκεται το επίδικο αντικείμενο. 2. αν η περιουσία συνίσταται σε χρηματικές απαιτήσεις του εναγόμενου εναντίον τρίτου, θεωρείται πως η περιουσία βρίσκεται στον τόπο της κατοικίας του τρίτου. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται η δωσιδικία της περιουσίας, η οποία προϋποθέτει: α) έλλειψη κατοικίας (ή έδρας προκειμένου περί νομικών προσώπων) του εναγόμενου στην ημεδαπή, β) διαφορά με περιουσιακό αντικείμενο, γ) περιουσία του εναγόμενου στην ημεδαπή. Περιουσία κατά την έννοια του νόμου αποτελεί κάθε αντικείμενο, πράγμα ή δικαίωμα, που έχει χρηματική αξία κατά την κατάθεση της αγωγής, με την οποία θεμελιώνεται η δωσιδικία του δικαστηρίου (ΚΠολΔ 221) και επομένως, μεταγενέστερη απομάκρυνση τούτου δεν ασκεί επιρροή. Περιουσία, συνεπώς, είναι και το πλοίο, που βρίσκεται στα ελληνικά χωρικά ύδατα (ΑΠ 1293/2018 ΧρΙΔ, 2019/437, ΑΠ 1309/2002, ΕΕμπΔ ΝΓ, 870).
Σύμφωνα με το άρθρο 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής και για χρηματικές απαιτήσεις, που αποδεικνύονται, όπως και το οφειλόμενο ποσό, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι μεταξύ των νομίμων προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι να πρόκειται για απαίτηση που προέρχεται από διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και, συνεπώς, λόγω ελλείψεως της ανωτέρω προϋποθέσεως, δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση που προέρχεται από διαφορά, η οποία έχει υπαχθεί νομίμως σε διαιτησία (πρβλ. ΑΠ 218/2016, ΑΠ 661/2016, ΑΠ 594/2015), αφού στην περίπτωση αυτή το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση (Ολ.ΑΠ 16/2002, ΑΠ 1590/2017). Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, αν εκδοθεί διαταγή πληρωμής παρά την έλλειψη της ανωτέρω νόμιμης προϋποθέσεως, ακυρώνεται αυτή μετά από ανακοπή του καθού η εν λόγω διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1006/2019 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επικαλούμενη την έλλειψη δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς έκδοση της, δεδομένου ότι αφορά απαίτηση που γεννήθηκε στα πλαίσια σύμβασης πώλησης στην οποία είχε συμπεριληφθεί ρήτρα υπαγωγής των διαφορών που θα ανακύψουν στη διαιτησία. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι το ελληνικό δικαστήριο που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής δεν διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς τούτο και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί άκυρη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τυπική εγκυρότητα της ρήτρας διαιτησίας κρίνεται με βάση το εθνικό δίκαιο, δηλαδή τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης, η ισχύς της οποία δεν θίγεται από τον Κανονισμό 1215/2012 (άρθρο 73 παρ. 2 και αιτιολογική σκέψη με αριθμό 12 παρ. 2 του προοιμίου) ακόμη και αν αποτελεί παρεμπίπτον ζήτημα για την κρίση της τοπικής αρμοδιότητας πολιτειακού δικαστηρίου και κατ’ επέκταση της συνδρομής διεθνούς δικαιοδοσίας του, όπως εν προκειμένω (ο ως άνω Κανονισμός ανατρέπει πλόεν τη νομολογία του ΔΕΕ – υπόθεση West Tankers). Συνεπώς, αφού κριθεί προκριματικά η τυπική εγκυρότητα της ρήτρας διαιτησίας ως προς την ουσία της διαφοράς με βάση τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης, εν συνεχεία θα διαγνωσθεί η ουσιαστική ισχύς της ρήτρα και στη περίπτωση που κριθεί ανίσχυρη η σχετική συμφωνία, εφαρμόζονται πλέον οι διατάξεις του ΚΠολΔ ως προς τη θεμελίωση της διεθνούς δωσιδικίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Το περιεχόμενο της ρήτρας διαιτησίας θα κριθεί με βάση το δίκαιο που διέπει τη σχετική σύμβαση η οποία είναι αυτοτελής έναντι της κύριας σύμβασης (πώλησης). Εν προκειμένω, εφαρμοστέο δίκαιο στην επίδικη σύμβαση πετρέλευσης αποτελούν οι διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999, διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, πρόκειται για πώληση κινητών πραγμάτων (καυσίμων) μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη (… – …) και οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Καν 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) το οποίο διέπει την ένδικη σύμβαση πωλήσεως, λόγω της οικουμενικής εφαρμογής του υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους, ήτοι του δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, το οποίο επέλεξαν τα μέρη. Αντιθέτως, το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση διαιτησίας θα κριθεί με βάση τους εθνικούς κανόνες σύγκρουσης (lex fori), δεδομένου ότι εξαιρείται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ε΄). Επίσης, ακόμη και αν έχει ενσωματωθεί στη κύρια σύμβαση η συμφωνία υπαγωγής των διαφορών στη διαιτησία αποτελεί αυτοτελή σύμβαση, η οποία μπορεί να διέπεται από διαφορετικό δίκαιο από εκείνο το οποίο είναι εφαρμοστέο στη κύρια σύμβαση. Συνεπώς, το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, δηλαδή εάν αυτή παραμένει ισχυρή θα κριθεί από το δίκαιο που ορίζει η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ, που ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν τα μέρη υποβληθεί (lex voluntatis), διαφορετικά, αν δεν υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (lex proper). Στην υπό κρίση περίπτωση, η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία ήταν σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων από την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς, δηλαδή το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ενώ το εύρος της, δηλαδή ποιες διαφορές καταλαμβάνει κρίνεται πάντοτε από τη lex fori, και εν προκειμένω κατά το ελληνικό δίκαιο, αφού ο καθορισμός των διαφορών που μπορούν να επιλυθούν διαιτητικά συνεπάγεται αντίστοιχο αποκλεισμό της κρατικής δικαιοδοτικής εξουσίας, που ενδιαφέρει άμεσα τον εθνικό νομοθέτη . Συμπερασματικά το παρόν Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί υπόθεση για την οποία έχει συμφωνηθεί διαιτησία και προτείνεται σ’ αυτό η σχετική ένσταση, οφείλει να εξετάσει παρεμπιπτόντως, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αντένσταση, το κύρος της σχετικής συμφωνίας και να αρνηθεί την παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία, αν η διαιτητική συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεπίδεκτη εφαρμογής, αφού τότε δεν είναι επιτρεπτό, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 8§1, 20§1, 87§1, 94§2 του Συντάγματος και 1 του ΚΠολΔ, να στερηθεί της δικαιοδοσίας του. Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και συγκεκριμένα από το έγγραφο επιβεβαίωσης της παραγγελίας καυσίμων που φέρει αριθμό … και ημερομηνία …, αποδεικνύεται ότι σε όλες οι συμβάσεις πώλησης, όπως και η επίδικη, ισχύουν οι γενικοί όροι συναλλαγών της 1η Δεκεμβρίου 2017 τους οποίους έχει αναρτήσει η καθ’ ης στην επίσημη ιστοσελίδα της. Σύμφωνα με τον όρο 18 «οι συμβάσεις διέπονται από το γενικό ναυτικό δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και οι διαφορές θα επιλύονται από διαιτησία στο Λονδίνο, με έναν μόνο διαιτητή, σύμφωνα με τους Κανόνες LMAA 2017…Σε περίπτωση παραβίασης της σύμβασης από τον Αγοραστή, ο Πωλητής θα έχει το δικαίωμα να αναλάβει νομικές ενέργειες σε οποιοδήποτε δικαστήριο οποιουδήποτε κράτους ή χώρας που επιλέξει ο Πωλητής και που ο Πωλητής θεωρεί αρμόδιο για να εξασφαλίσει ή να ασκήσει τα δικαιώματα του κατά την παρούσα συμφωνία». Η συμφωνία αυτή αποτελεί ασύμμετρη ρήτρα (μονομερή) διαιτησίας, δεδομένου ότι θεμελιώνει αποκλειστική δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου για τις διαφορές που θα ανακύψουν εφόσον τις αξιώσεις του ασκεί ο αγοραστής, ενώ για την πωλήτρια παρέχει την ελευθερία να προσφύγει στα πολιτειακά δικαστήρια. Η ρήτρα αυτή, σύμφωνα με τη νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων, στη περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος ο οποίος δεσμεύεται να προσφύγει στη διαιτησία εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή/εργαζομένου, κρίνονται ανίσχυρες λόγω της έλλειψης αμοιβαιότητας (Cheek v. United Healthcare of Mid-Atlantic, Inc., 378 Md. 139 (2003), the Maryland Court of Appeals/Noohi v. Toll Bros., Inc. 708 F.3d 599 (2013), cert. dismissed, 134 S. Ct. 48./ U.S. ex rel. Birckhead Elec., Inc. v. James W. Ancel, Inc., 2014 WL 2574529 (D. Md. June 5, 2014)./ Global Client Solutions, LLC v. Ossello, 382 Mont. 345 (2016), the Supreme Court of Montana). Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση δεν ασκεί έννομη επιρροή η εγκυρότητα ή μη της ασύμμετρης ρήτρας διαιτησίας, ερμηνεύομενη αφενός με βάση το δίκαιο των Ηνωμενών Πολιτειών της Αμερικής και αφετέρου τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, διότι η ανακόπτουσα επικαλείται την ισχύ της, γεγονός που συνιστά την έγκριση της, καθώς επίσης, διότι με τη ρήτρα παρέχεται η δυνατότητα στην πωλήτρια να προσφύγει στα πολιτειακά δικαστήρια. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς να εκδώσει τη προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο Πειραιά ήταν κατά τόπον αρμόδιο για την έκδοση της διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρο 40 ΚπολΔ, δεδομένου ότι το πλοίο πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας εταιρείας στο οποίο έλαβε χώρα η επίδικη πετρέλευση ναυλοχεί στην Ελλάδα. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο Πειραιά διέθετε ως εκ τούτου διεθνή δικαιοδοσία προς τούτο. Σημειωτέον, ότι η διεθνής δικαιοδοσία δεν κρίνεται με βάση τον Κανονισμό 1215/2012, διότι δεν έχει συμπεριληφθεί άρθρο που να θεμελιώνει την οικουμενική εφαρμογή του ακόμη δηλαδή και για διαδίκους που δεν έχουν την κατοικία ή την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ε.Ε, ούτε εξάλλου υφίσταται ρήτρα παρέκτασης υπέρ δικαστηρίου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 25 του ως άνω Κανονισμού. Κατόπιν τούτων, κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο πρώτός λόγος της ανακοπής.
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη διότι εκδόθηκε με βάση το ελληνικό δίκαιο, παρά το γεγονός ότι η επίδικη απαίτηση που απορρέει από τη σύμβαση πετρέλευσης διέπεται από το δίκαιο των Η.Π.Α. Ωστόσο, η έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, παρά μόνον πολιτειακή πράξη, η οποία αποβλέπει στον άμεσο εξοπλισμό με εκτελεστό τίτλο της αξίωσης του δανειστή, χωρίς την ακρόαση του οφειλέτη. Συνεπώς, εφόσον πληρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ (τα ζητήματα δικονομικού δικαίου διέπονται πάντα από τη lex fori) νομίμως εκδίδεται χωρίς να ερευνάται το εφαρμοστέο δίκαιο, το οποίο είναι κρίσιμο μόνο κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, εφόσον εμπεριέχει λόγους που βάλλουν κατά της απαίτησης. Συνεπώς, ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος.
Ο Πρότυπος Νόμος της Uncitral όπως έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3858/2010 ρυθμίζει στα κεφάλαια ΙΙ (άρθρα 9-14) και ΙΙΙ (άρθρα 15-24) το δικαίωμα πρόσβασης του αλλοδαπού συνδίκου και των αλλοδαπών πιστωτών στα εθνικά δικαστήρια καθώς και την αναγνώριση της αλλοδαπής διαδικασίας και τις συνέπειές της αντίστοιχα. Τα κενά που περιλαμβάνει ο ΠΝ στα ως άνω κεφάλαια καλύπτονται από τους εθνικούς νομοθέτες κατά την ενσωμάτωση του ΠΝ σε κάθε κράτος, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική πτωχευτική νομοθεσία. Η αναγνώριση της διαδικασίας δεν επέρχεται αυτομάτως στο κράτος αναγνώρισης, αλλά προϋποθέτει προηγούμενη απόφαση του εθνικού πτωχευτικού δικαστηρίου στο κράτος αναγνώρισης, κατόπιν αίτησης του αλλοδαπού συνδίκου και υποβολής όλων των απαιτούμενων συνοδευτικών εγγράφων. Η απόφαση αναγνώρισης μίας αλλοδαπής διαδικασίας εκδίδεται από το εθνικό δικαστήριο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Πρόκειται για διαδικασία αφερεγγυότητας που έχει ήδη εκκινήσει σε αλλοδαπό κράτος κατά την κείμενη σε αυτό πτωχευτική νομοθεσία, β) υποβάλλεται αίτηση αναγνώρισης από τον αλλοδαπό σύνδικο, ως αρμόδιο προς τούτο όργανο, γ) έχει το περιεχόμενο που ορίζει ο ΠΝ, δ) η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο δικαστήριο και ε) δεν αντιτίθεται στη δημόσια τάξη. Επιπλέον, κριτήριο για την αναγνώριση της αλλοδαπής διαδικασίας είναι η εκτίμηση ότι αυτή έχει εκκινήσει στο αλλοδαπό κράτος όπου εντοπίζεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη (κύρια διαδικασία) ή εγκατάσταση αυτού (μη κύρια διαδικασία). Οι δύο έννοιες λειτουργούν ως σύνδεσμος έμμεσης δικαιοδοσίας, υπό την έννοια ότι η διαπίστωσή τους δεν θεμελιώνει άμεση διεθνή δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση της αλλοδαπής διαδικασίας στο εθνικό κράτος όπου ζητείται, και εφόσον συντρέχει, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να αναγνωρίσει την αλλοδαπή διαδικασία ως κύρια ή μη κύρια αντίστοιχα. Η έκδοση μίας απόφασης αναγνώρισης έχει κάποιες συγκεκριμένες συνέπειες. Οι συνέπειες διακρίνονται σε αυτόματες και δυνητικές (κατά την κρίση του δικαστηρίου), όπως επίσης σε συνέπειες που επέρχονται μετά την έκδοση της απόφασης ή μέχρι την έκδοση αυτής, ως προσωρινά μέτρα προστασίας. Αυτόματες είναι οι συνέπειες που επέρχονται ως με την αναγνώριση μίας αλλοδαπής διαδικασίας ως κύριας και είναι η αναστολή όλων των διώξεων, ατομικών και συλλογικών (άρθρο 20 παρ. 1(a) και (b) ΠΝ) και η πτωχευτική απαλλοτρίωση (άρθρο 20 παρ. 1(c) ΠΝ). Το εύρος και το περιεχόμενο αυτών καθορίζεται από τον εθνικό νομοθέτη. Συνεπώς, η έκταση του ανασταλτικού αποτελέσματος και η τύχη των ατομικών διώξεων θα κριθεί με βάση τον ΠτΚ. (Λία Ι. Αθανασίου, Η διασυνοριακή πτώχευση της ναυτιλιακής επιχείρησης – Σύγκρουση κανόνων ναυτικού δικαίου και δικαίου της αφερεγγυότηταςΛία Ι. Αθανασίου, σελ. 97-98). Γίνεται όμως δεκτό ότι η κατά τα άνω αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του πτωχεύσαντος ή του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτου δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθόσον η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης τόσο αυτές όσο και η περιγραφή του εκτελεστήριου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προδικασία αυτής, όπως αντιθέτως, αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής, αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ` αρθρ. 924 εδ. 1 του ΚΠολΔ. (ΑΠ 1013/2018, ΕΠΟΛΔ 2018/688 ΑΠ 294/2017.
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ακύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι στις 19-11-2018 εκδόθηκε απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου της … δυνάμει της οποίας (η ανακόπτουσα) κηρύχθηκε σε πτώχευση με αποτέλεσμα να ανασταλούν οι ατομικές διώξεις σε βάρος της. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι εφόσον έχει επέλθει η αναστολή των ατομικών διώξεων, η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης που τη κηρύσσει πτωχή, την καθιστά άκυρη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι η αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 3858/2010 αρχίζει από την αναγνώριση της αλλοδαπής διαδικασίας αφερεγγυότητας στην ελληνική επικράτεια με βάση το άρθρο 15 του ως άνω νόμου. Επομένως, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν πάσχει, διότι κατά το χρόνο έκδοσης της, δεν είχε αναγνωρισθεί στην Ελλάδα η αλλοδαπή πτωχευτική διαδικασία, με αποτέλεσμα να μην έχει επέλθει η αναστολή των ατομικών διώξεων σε βάρος της ανακότουσας. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, η αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά της πτωχεύσασας (ανακόπτουσας) δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία, όπως εκτέθηκε στη προηγούμενη σκέψη, δεν συνιστά επιθετική πράξη, όπως η έγερση της αγωγής, αλλά απλά αποσκοπεί στην κτήση εκτελεστού τίτλου.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση ανακοπή κατά τις προαναφερόμενες κατά περίπτωση αιτιολογίες της παρούσας και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της [άρθρα 176, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i α), 65, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ