ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 2257/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 21η Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…» … που εδρεύει στον … (…), έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ……. (…), σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 και του Ν. 3427/2005 (Κεφάλαιο ΣΤ), με Α.Φ.Μ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Νικολίτσα Τσαφούλια (ΑΜΔΣΑ 16400), δυνάμει του από 20.02.2019 πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής της νόμιμης εκπροσώπου της βεβαιώνεται από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτριας του υπό σημαία …. Φ/Γ πλοίου «…», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη …. … και πραγματικά στον … …, όπου βρίσκεται το γραφείο της εγκατεστημένης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «…», και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 2) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Παπαζαφειρόπουλος (ΑΜΔΣΑ 14698), δυνάμει του από 12.02.2019 πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώνεται από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14.11.2018 με Γ.Α.Κ. 12062/2018 και με Ε.Α.Κ. 5426/2018 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 20.11.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 15.05.2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη με την οποία ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για παράσταση στη δικάσιμο που θα οριστεί, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη εταιρία (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 125, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), η δε εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της εναγόμενης (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Η εναγόμενη δεν έλαβε κανονικά μέρος στη δίκη, καθώς δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 115 παρ. 3, 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
- I. Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη, όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο (άρθρο 26 ΠΚ), που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 ΠΚ), αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (Βλ. ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1051/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως, κατά την παραπάνω έννοια, αδικοπραξία, η οποία τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (Βλ. ΕΠ 39/2015, ΜονΕΠ 566/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40 Ν. 5960/1933) και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Η ικανοποίηση όμως της μιας από αυτές επιφέρει απόσβεση της άλλης. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (Βλ. ΟλΑΠ 23/2007 ΕλλΔνη 48.1008, ΑΠ 287/2008 ΔΕΕ 2009.826).Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή επιταγής που δεν πληρώθηκε, αν και εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, απαιτείται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνονται σ’ αυτό: 1) ότι η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο έγινε εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής ή ενώ γνώριζε ότι ο λογαριασμός κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής ενδέχεται να μην έχει διαθέσιμα κεφάλαια και ότι αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη, και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (πρβλ. ΑΠ 362/2014, EA 1812/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), όχι όμως και η βεβαίωση της μη πληρωμής με έναν από τους υπαλλακτικά αναφερόμενους στο άρθρο 40 Ν. 5960/1933 τρόπους (Βλ. ΑΠ 513/2014 ΤΝΠ NOMOS). Η αιτία έκδοσης της επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αδικοπρακτικής αγωγής, ούτε η τυχόν ανυπαρξία του χρέους ή η ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή επηρεάζουν το αξιόποινο του εγκλήματος, ενόψει του χαρακτήρα της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών και πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, χωρίς έρευνα της εσωτερικής σχέσης μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής (Βλ. ΑΠ 1047/2005 ΕλλΔνη 46.1587, ΕΠ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σ’ αυτά και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, δηλαδή το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη με το νομικό πρόσωπο υποχρέωση ανεξάρτητη αυτής του νομικού προσώπου (Βλ. ΑΠ 1565/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). ΙΙΙ. Με το Ν. 2842/2000 «Ρήτρες συναλλάγματος, χρυσού, χρυσών νομισμάτων και τιμαρίθμου», με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή από το ευρώ, ως ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ειδικότερα με το άρθρο 5 αυτού, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 21, από 1η.01.2001, καταργήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 362/1945, το άρθρο 2 του Ν. 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη, που απαγόρευε τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό κ.λπ. και, επομένως, η συνομολόγηση των οφειλών σε ξένο νόμισμα είναι πλέον έγκυρη. Πέραν αυτού, κατά το παρελθόν, όταν η επιταγή εκδιδόταν και ήταν πληρωτέα στην Ελλάδα, το ποσό αυτής έπρεπε, κατ’ αρχήν, να αναφέρεται σε δραχμές (μέχρι την καθιέρωση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος), διαφορετικά ήταν άκυρη (άρθρα 4 παρ. 1 και 2 Ν. 362/1945 και 174 ΑΚ). Κατ’ εξαίρεση, η έκδοση επιταγής σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα ήταν έγκυρη, εφόσον αυτή αφορούσε αιτία για την οποία επιτρεπόταν από το νόμο (ΑΠ 1845/1988 ΝοΒ 37.483), όπως ήταν και οι αναφερόμενες στο άρθρο 1 Ν. 740/1977, σύμφωνα με το οποίο, ειδικότερα, ήταν έγκυρες, συναπτόμενες στην Ελλάδα σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα και ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας, διαμονής ή έδρας των συμβαλλόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων ή του τόπου εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων, οι αναφερόμενες εκεί δικαιοπραξίες και δη συμβάσεις ναύλωσης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων (κατά ταξίδι ή κατά χρόνο), μίσθωσης σκάφους γυμνού, μεταφοράς πραγμάτων από τη θάλασσα εκτός των ελληνικών λιμένων, αγοραπωλησίας, ρυμούλκησης ή επιθαλάσσιας αρωγής, ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων και των φορτίων τους, ναυπήγησης ή επισκευής, διακανονισμοί αβαριών, ναυτικές υποθήκες απλές ή προτιμώμενες, όπως και όλες γενικά οι συμβάσεις που αναφέρονταν οπωσδήποτε σε εκμετάλλευση πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων και τα σύμφωνα τα παρεπόμενα τέτοιων συμβάσεων ή δικαιοπραξιών (Βλ. ΑΠ 2196/2009, ΕΠ 35/2014, ΕΠ 729/2012, ΜονΕΠ 175/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). IV. Επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας (Βλ. ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 38.1036, 15-16/1996 ΕλλΔνη 38.25). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο χρόνο o δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός Διευθυντής της συνεναγόμενης εταιρίας, η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … και πραγματικά στον …, εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας την υπ’ αριθ. … επιταγή, ποσού 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ, η οποία ήταν πληρωτέα στον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η εναγόμενη εταιρία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ότι η ενάγουσα, με την ιδιότητα της λήπτριας της επιταγής, την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή, παρόλο που γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων για την πληρωμή της, κατά το χρόνο έκδοσης και κατά το χρόνο πληρωμής της, και ότι με τη συμπεριφορά του αυτή προκάλεσε αιτιωδώς την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, που ισούται με το ποσό της επιταγής, καθώς και την ηθική της βλάβη, εξαιτίας της στέρησης κεφαλαίου για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της έναντι τρίτων, στο πλαίσιο των εμπορικών της συναλλαγών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δυσφήμηση της εμπορική της φήμης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα αιτείται να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν, με διάταξη που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή: α) το ποσό των 5.866,76 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ισόποσο των 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, ήτοι κατά το χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής της επιταγής (17.05.2016), άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, επικουρικά το ισόποσο σε ευρώ των 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως με βάση την ίδια ως άνω ισοτιμία κατά το χρόνο σύνταξης και κατάθεσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφράγισης της επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και β) το ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα αιτείται να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο [άρθρα 7 εδ. α’ – γ’, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α – B περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς για τη θεμελίωση της λειτουργικής αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου αρκεί ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε για την εξόφληση οφειλόμενου τιμήματος από σύμβαση πώλησης λιπαντικών για το πλοίο της εναγόμενης εταιρίας «…», γεγονός που προσδίδει ναυτικό χαρακτήρα στην κρινόμενη υπόθεση (πρβλ. ΕΠ 251/2015 ΤΝΠ NOMOS)]. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης υπόθεσης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 10 ΑΚ, 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 8 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1 περ. β’, 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», λόγω της κατοικίας του δεύτερου εναγόμενου στην ημεδαπή και της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγόμενης στον …, επί της οδού …, όπου λειτουργεί η κεντρική της διοίκηση. Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 20.11.2018, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στους εναγόμενους την 21.11.2018 (Βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Εξάλλου, η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά που πηγάζει από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της εναγόμενης εταιρίας στην αλλοδαπή, και, συγκεκριμένα στη .., τυγχάνει ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, καθώς η εκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του δεύτερου εναγόμενου έλαβε χώρα στον …, με την επισήμανση ότι δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω ο Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), διότι η εξωσυμβατική ενοχή από επιταγή εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του (άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ’ του Κανονισμού). Με βάση το ελληνικό δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, η αγωγή παραδεκτά στρέφεται και σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος, σύμφωνα με τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, είναι το υπαίτιο καταστατικό όργανο της εναγόμενης εταιρίας, απορριπτομένου του ισχυρισμού του περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, διότι αυτή διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα με την πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετα υποστηριζόμενων από το δεύτερο εναγόμενο, και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 12 παρ. 1, 29, 79 Ν. 5960/1933, 71, 297, 298, 299, 340, 345, 346, 481, 914, 932 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι το επιμέρους αγωγικό αίτημα καταβολής του ποσού της επίδικης επιταγής είναι νόμιμο ως προς την κύρια βάση του, με την οποία η ενάγουσα αιτείται, ως θετική ζημία, το ισάξιο σε ευρώ του ποσού της επιταγής, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, δηλαδή κατά το χρόνο της εμφάνισης και μη πληρωμής της, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην τέταρτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Ωστόσο, το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας ως προς το ίδιο ως άνω επιμέρους αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο ως προς την επικουρική βάση του, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής, με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, ενώ τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο ως προς την κύρια βάση του, δηλαδή από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής, διότι εν προκειμένω η αξίωση της ενάγουσας στηρίζεται σε αδικοπραξία και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 45 αριθ. 2 Ν. 5960/1933 (Βλ. ΕΠ 414/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78). Επίσης, η σωρευόμενη αίτηση περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, είναι νόμω αβάσιμη και απορριπτέα, διότι από τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 62 του Ν. 3994/2011, συνάγεται ότι προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ, και εν προκειμένω η συνολική απαίτηση της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των (866,76 + 15.000 =) 20.866,76 ευρώ. Κατόπιν τούτων, πρέπει, η αγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από … απόδειξη πληρωμής της τράπεζας «….»).
Αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη, η οποία δεν έλαβε μέρος στη δίκη και συνδέεται με τον δεύτερο εναγόμενο με δεσμό απλής ομοδικίας (άρθρα 74 αριθ. 1, 75 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική της βάση τεκμαίρονται ομολογημένα, λόγω της ερημοδικίας της, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 του ίδιου Κώδικα). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την αξίωση της ενάγουσας για την περιουσιακή ζημία που υπέστη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.866,76 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ισόποσο των 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά την ημερομηνία εμφάνισης και μη πληρωμής της επιταγής, δηλαδή την 17η.05.2016 (1 ευρώ = 1,1318 δολλάρια ΗΠΑ), νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, αναφορικά με τη σωρευόμενη αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ο προσδιορισμός του ύψους της οποίας εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου, χωρίς να καλύπτεται από το τεκμήριο ερημοδικίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, και, ιδίως, το είδος και το ύψος της ζημίας, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, το βαθμό του πταίσματος του δεύτερου εναγόμενου, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, κρίνεται ότι η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ. 1, 25 Σ.). Με βάση τα παραπάνω, πρέπει η εναγόμενη εταιρία να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (5.866,76 + 1.000 = 6.866,76) έξι χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 262 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, «1. Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Ο ενιστάμενος μπορεί να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. 2. Ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος». Η παραπάνω διάταξη της παραγράφου 2, με την οποία εισάγεται ο κανόνας ότι κατ’ αρχήν μόνον ο φορέας του δικαιώματος νομιμοποιείται να προβάλει ένσταση, έχει εφαρμογή μόνο στις γνήσιες ενστάσεις (αυτοτελείς και μη αυτοτελείς), δηλαδή στις ενστάσεις που θεμελιώνονται σε αντίπαλο ουσιαστικό δικαίωμα, το οποίο αντιτάσσεται έναντι άλλου ενεργού δικαιώματος. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η προβολή γνήσιας ένστασης από δικαίωμα τρίτου, όταν αυτό ρητά προβλέπεται στο νόμο. Περαιτέρω, η προβλεπόμενη με τη διάταξη του άρθρου 855 ΑΚ ένσταση δίζησης, που παρέχει στον εγγυητή το δικαίωμα να διατυπώσει άρνηση για εκπλήρωση της υποχρέωσής του από την εγγύηση, εωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη, αποτελεί γνήσια αυτοτελή ένσταση, η οποία, επομένως, καλύπτεται από την απαγόρευση της παραγράφου 2 του άρθρου 262 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μπορεί να προταθεί παραδεκτά μόνον από τον δικαιούχο αυτής – εγγυητή και όχι από τρίτον [Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μακρίδου), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 262, αριθ. περιθ. 2, 3, 6, 15, σελ. 540 – 541, 543]. Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος εναγόμενος συνομολογεί με τις προτάσεις του ότι εξέδωσε την ένδικη επιταγή για λογαριασμό της συνεναγόμενης εταιρίας, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της, και, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η επιταγή αυτή παραδόθηκε στην αντίδικό του ως εγγύηση της συνεναγόμενής του εταιρίας υπέρ της μη διαδίκου εταιρίας «….», διαχειρίστριας του πλοίου της εναγόμενης εταιρίας, για την εξασφάλιση απαίτησης της ενάγουσας από σύμβαση πώλησης λιπαντικών που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας (ενάγουσας) και της ως άνω μη διαδίκου εταιρίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο δεύτερος εναγόμενος, επικαλούμενος ότι η ενάγουσα δεν έχει επιχειρήσει οποιαδήποτε ενέργεια σε βάρος της πρωτοφειλέτιδος – μη διαδίκου εταιρίας «….», προβάλλει ένσταση διζήσεως και αιτείται την απόρριψη της αγωγής για τον λόγο αυτόν. Με αυτό το περιεχόμενο, ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι, με βάση τα ιστορούμενα, μόνο η εναγόμενη εταιρία, ως φορέας του σχετικού δικαιώματος, δικαιούται να τον προβάλει, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε.
Από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μελίνας Ιωαννίδου, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του δεύτερου εναγόμενου, με βάση το άρθρο 422 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, καθώς και από τις ομολογίες τους, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην ……., δυνάμει των διατάξεων του A.N. 89/1967, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 Ν. 3427/2005, έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων σε πλοία. Η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτρια του υπό σημαία …… Φ/Γ πλοίου «…», έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας της … και εδρεύει, σύμφωνα με το καταστατικό της, στη …πραγματικά, όμως, στον …, επί της οδού …, εκεί όπου βρίσκονται τα γραφεία της διαχειρίστριας του πλοίου αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που έχει εγκατασταθεί στην ………., σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968 και 27/1975, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/3737/24078/01.12.2003 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας. Κατά τους κρίσιμους για την παρούσα υπόθεση χρόνους, ο δεύτερος εναγόμενος, …, ήταν Διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας, γεγονός που συνομολογείται από τον τελευταίο με τις προτάσεις του (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε την 11.03.2016 μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας «…», η οποία κατά την κατάρτιση της σύμβασης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης εταιρίας (άρθρο 211 ΑΚ), με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου «…», η ενάγουσα πώλησε στην εναγόμενη και την 13.03.2016 παρέδωσε επί του παραπάνω πλοίου στον λιμένα … 2.000 λίτρα λιπαντικών, τύπου Gulf Superbear 3000, προς 1,16 δολλάρια ΗΠΑ ανά λίτρο, καθώς και 3.000 λίτρα λιπαντικών, τύπου Gulf Power 4030, προς 1,44 δολλάρια ΗΠΑ ανά λίτρο, αντί συνολικού τιμήματος 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … τιμολογίου. Κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης (11.03.2016) ο δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρίας και για λογαριασμό της, εξέδωσε στον … την 11.03.2016 σε διαταγή της ενάγουσας την υπ’ αριθ. … επιταγή, ποσού 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 18.03.2016, η οποία ήταν πληρωτέα στον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η εναγόμενη εταιρία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Η επιταγή αυτή παραδόθηκε την 11.03.2016 στην ενάγουσα από τη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρία και κατά την παραλαβή της η ενάγουσα δεσμεύθηκε να μην την εμφανίσει στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή πριν την παράδοση των πωληθέντων λιπαντικών επί του πλοίου, κρίση που συνάγεται από την επισκόπηση του από 11.03.2016 εγγράφου παραλαβής, το οποίο προσάγει με επίκληση ο δεύτερος εναγόμενος (Σχετικό 2). Στη συνέχεια, κατόπιν σχετικής προς τούτο συμφωνίας των διαδίκων, επήλθαν διαδοχικές μεταβολές στο σώμα της επιταγής ως προς την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης από την αρχικά αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης σε 31.03.2016, 07.04.2016, 14.04.2016, 21.04.2016, 01.05.2016 και 12.05.2016, αντίστοιχα. Η κρίση του Δικαστηρίου περί της ύπαρξης σχετικής συμφωνίας των διαδίκων για τις διαδοχικές μεταβολές ως προς την αναγραφόμενη στην επιταγή ημερομηνία έκδοσης συνάγεται από το γεγονός ότι για κάθε σχετική μεταβολή έχει τεθεί στο σώμα της επιταγής υπογραφή για λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας και η εταιρική της σφραγίδα, ενώ η ύπαρξη των σχετικών συμφωνιών δεν αμφισβητείται ειδικά από τον δεύτερο εναγόμενο. Ακολούθως, η ενάγουσα, με την ιδιότητα της λήπτριας της παραπάνω επιταγής, ως νόμιμη κομίστριά της, την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα νόμιμα και εμπρόθεσμα, δηλαδή την 17.05.2016, έχοντας σχετικό προς τούτο δικαίωμα, καθώς είχε πληρωθεί ο όρος που είχε τεθεί για την εμφάνισή της, δηλαδή είχε προηγηθεί η παράδοση των πωληθέντων ναυτιλιακών καυσίμων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, έγινε την 13.03.2016. Όμως, η επιταγή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαιώθηκε στην πίσω όψη του σώματος της επιταγής. Ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε την παραπάνω επιταγή, παρόλο που γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατή η πληρωμή της τόσο κατά τον χρόνο της πραγματικής της έκδοσης, όσο και κατά τον χρόνο της εμφάνισής της προς πληρωμή, λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον τηρούμενο λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, κρίση που συνάγεται από το γεγονός ότι η εναγόμενη εταιρία, ήδη, σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της ένδικης επιταγής, αντιμετώπιζε προβλήματα οικονομικής ρευστότητας, όπως προκύπτει από όσα σχετικά κατέθεσε με την υπ’ αριθ… ένορκη βεβαίωση ο μάρτυρας της ενάγουσας, και δεν αμφισβητείται ειδικά από τον δεύτερο εναγόμενο, συναγόμενης έτσι ομολογίας του (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Εξαιτίας της μη πληρωμής της παραπάνω επιταγής η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 6.640 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά την ημερομηνία εμφάνισης και μη πληρωμής της επιταγής, δηλαδή την 17η.05.2016 (1 ευρώ = 1,1318 δολλάρια ΗΠΑ), ανέρχεται στο ισόποσο των 5.866,76 ευρώ (Βλ. δελτίο τιμών συναλλάγματος της 17ης.05.2016 – www.bankofgreece.gr). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας πράξης του δεύτερου εναγόμενου η ενάγουσα υπέστη και μη περιουσιακή ζημία και, συγκεκριμένα, ηθική βλάβη, καθώς αφενός μεν ο μάρτυρας της ενάγουσας με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του δεν κατέθεσε ο,τιδήποτε σχετικό, αφετέρου δεν έγινε επίκληση οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου, από το οποίο να προκύπτει ότι ο αγωγικός ισχυρισμός ότι λόγω στέρησης κεφαλαίου ίσου με το ποσό της επιταγής η ενάγουσα καθυστέρησε να καλύψει τις υποχρεώσεις της σε τρίτους και για τον λόγο αυτό κλονίστηκε η εμπορική της φήμη. Επομένως, η σωρευόμενη αίτηση της ενάγουσας περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (5.866,76), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει η απόφαση να κηρυχθεί στο σύνολό της προσωρινά εκτελεστή, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος, διότι πρόκειται για αποζημίωση από άδικη πράξη και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρα 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που η πρώτη εναγόμενη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει οι εναγόμενοι να καταδικαστούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, εις ολόκληρον ο καθένας, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους, κατά την παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (5.866,76), και επιπλέον την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, τα παραπάνω δε ποσά νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους, εις ολόκληρον τον καθένα, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, και επιπλέον την πρώτη εναγόμενη στην πληρωμή για την ίδια αιτία του ποσού των πενήντα (50) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 27.06.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ