Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

 

Αριθμός απόφασης            2310/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

               Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 12η Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ…, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Σιούφα (ΑΜΔΣΠ 3627), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: …, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Καραντώνη (ΑΜΔΣΑ 19350), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Ο καλών – ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.04.2013 και με Α.Κ. 3346/2013 αγωγή του στρεφόμενη σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου, …, η οποία, μετά από αναβολή, συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 24ης.10.2017. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3435/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτησή της μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της αναφερόμενης στο σκεπτικό της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου. Ήδη, η υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 27.12.2018 με Γ.Α.Κ. 13505/2018 και με Ε.Α.Κ. 6188/2018 κλήση του καλούντος – ενάγοντος στρεφόμενη σε βάρος της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, με την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου του ως άνω αρχικώς εναγόμενου.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α’, 287, 291, 292 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, συνάγεται ότι η δίκη διακόπτεται αν έως ότου τελειώσει η συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι όταν λόγος της διακοπής είναι ο θάνατος διαδίκου, ναι μεν η γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής αποτελεί προϋπόθεση επέλευσης της διακοπής της δίκης, η οποία είναι αναγκαία για την επανάληψη αυτής, όμως, η παράλειψη της γνωστοποίησης του λόγου της διακοπής από τον καθολικό διάδοχο δεν εμποδίζει τον αντίδικό του, που έλαβε γνώση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, του λόγου της διακοπής, να επισπεύσει την αναγκαστική επανάληψη της δίκης, τηρώντας τη διαδικασία του άρθρου 291 ΚΠολΔ, δηλαδή με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, όπου εκκρεμεί η δίκη, και κοινοποίησή του στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, ήτοι στον καθολικό διάδοχο του αρχικού διαδίκου. Τέτοιο δικόγραφο μπορεί να είναι και η απευθυνόμενη προς τον καθολικό διάδοχο κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης (Βλ. ΑΠ 6/2019, ΑΠ 41/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση επί της από 23.04.2013 και με Α.Κ. 3346/2013 αγωγής του καλούντος – ενάγοντος σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου, που συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 24ης.10.2017, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3435/2018 μη οριστική απόφαση που ανέβαλε τη συζήτησή της μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας (με ΑΒΜ Α12/885) που εκκρεμούσε σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου, κατόπιν άσκησης σε βάρος του από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς ποινικής δίωξης για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρο 375 παρ. 1 – 2 ΠΚ). Ειδικότερα, επί της ποινικής αυτής υπόθεσης, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου για την παραπάνω αναφερόμενη πράξη, διενεργήθηκε κύρια ανάκριση, και μετά το τυπικό πέρας της, εκδόθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς το υπ’ αριθ. 567/2015 βούλευμα, με το οποίο ο αρχικώς εναγόμενος παραπεμπόταν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί ως υπαίτιος για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρο 375 παρ. 1 – 2 ΠΚ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ. … ληξιαρχική πράξη θανάτου, την οποία προσάγει με επίκληση η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, την 23.11.2017 απεβίωσε ο αρχικώς εναγόμενος, …, κάτοικος εν ζωή …, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας. Ο παραπάνω κατέλειπε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του, …, και τις θυγατέρες του, … (Βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. … πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου …….). Από τις παραπάνω εξ αδιαθέτου κληρονόμους, η σύζυγος του αρχικώς εναγόμενου και η θυγατέρα του …, αποποιήθηκαν την κληρονομία, με δήλωσή τους στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών (Βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις καταχώρησης δήλωσης αποποίησης κληρονομίας), ενώ η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, …, αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση καταχώρησης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας επ’ ωφελεία απογραφής). Κατόπιν των ως άνω αποποιήσεων, θεωρείται ότι δεν έγινε η επαγωγή της κληρονομίας του αρχικώς εναγόμενου προς τη σύζυγό του και τη θυγατέρα του …, και η κληρονομία επήχθη στην καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη θυγατέρα του, η οποία την αποδέχθηκε με το ευεργέτημα της απογραφής (άρθρα 1461 εδ. α’, 1463 εδ. β’, 1710, 1711, 1813, 1819, 1846, 1847, 1856, 1902 ΑΚ). Ήδη, με την από 27.12.2018 με Γ.Α.Κ. 13505/2018 και με Ε.Α.Κ. 6188/2018 κλήση, ο καλών – ενάγων επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, επικαλούμενος ότι η ποινική διαδικασία σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου έχει περατωθεί, διότι έπαυσε οριστικά η σε βάρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω θανάτου (άρθρο 370 περ. β’ ΚΠΔ). Την ως άνω κλήση ο καλών – ενάγων  απευθύνει προς την … ………., με την ιδιότητά της ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικώς εναγόμενου. Επομένως, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η γνωστοποίηση στην καθ’ ης η κλήση προς αναγκαστική επανάληψη της εκκρεμούς δίκης, κατά το άρθρο 291 ΚΠολΔ, τυγχάνει νόμιμη, η δε καθ’ ης η κλήση, η οποία συνομολογεί την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, παραδεκτά συνεχίζει τη δίκη στο όνομα του αρχικώς εναγόμενου.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, και 330 ΑΚ συνάγεται ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών. Η υπαιτιότητα εμφανίζεται με τη μορφή είτε δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), ο οποίος υπάρχει όταν ο δράστης θέλει ή αποδέχεται την παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος, είτε αμέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης), η οποία υπάρχει όταν ο δράστης προξενεί το επιζήμιο αποτέλεσμα από έλλειψη προσοχής, την οποία όφειλε να καταβάλει ο μετρίως συνετός κοινωνικός άνθρωπος στη θέση του, ευρισκόμενος υπό τις αυτές βιοτικές και λοιπές περιστάσεις. Ζημία είναι η προς το χειρότερο προξενούμενη μεταβολή (βλάβη) των έννομων αγαθών του προσώπου, που αφήνει ένα έλλειμμα (μία διαφορά) μεταξύ της νέας κατάστασης που έχει παραχθεί και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς το επιζήμιο γεγονός. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ικανή και μπορεί αντικειμενικά να επιφέρει, με την κανονική και συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (Βλ. ΑΠ 135/2018 ΤΝΠ NOMOS). Αν η αδικοπραξία συνιστά συγχρόνως και ποινικό αδίκημα, τότε πρέπει να συντρέχουν επιπλέον και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος, τα οποία έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ζημιωθείς ενάγων (Βλ. ΑΠ 532/2008, ΠΠΑ 5960/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, αδικοπραξία αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση κινητού ξένου πράγματος, που περιήλθε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ (Βλ. ΑΠ 487/2017, 1628/2014 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, «Η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του». Από το δίκαιο αυτό (lex societatis) διέπονται -μεταξύ άλλων- και τα ζητήματα που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του νομικού προσώπου, των εταίρων και των μετόχων (Βλ. ΑΠ 419/2000 ΤΝΠ NOMOS, Γεωργιάδη Α. (-Μεταλληνό), Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 10, αριθ. περιθ. 17, σελ. 38). Ως έδρα του νομικού προσώπου νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκησή του και όχι ο τόπος που αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρίας (Βλ. ΟλΑΠ 2/1999 ΤΝΠ NOMOS). Σύμφωνα με τα παραπάνω, εάν διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα εταιρίας, που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εταιρεία αυτή είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» εταιρία, με συνέπεια να εφαρμόζεται το δίκαιο της πραγματικής έδρας, δηλαδή το ελληνικό, σε όλη την έκτασή του και, ειδικότερα, όχι μόνο ως προς την ικανότητα δικαίου, αλλά και ως προς το σύνολο των σχέσεων που διέπουν την όλη λειτουργία της (πρβλ. ΕΠ 151/2016, ΕΠ 85/2014 ΤΝΠ NOMOS). Απόκλιση από τον κανόνα της πραγματικής έδρας εισάγεται -μεταξύ άλλων περιπτώσεων- με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 11 παρ. Δ του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α’ 6/26.01.2010), ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκαταστημένες ή επρόκειτο να εγκα­τασταθούν στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, καθώς και ως προς τις εταιρίες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιριών, οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, α­νεξάρτητα του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους (Βλ. ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 151/2016, ό.π., ΜονΕΠ 149/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 701/2013 ΕΝαυτΔ 2013.100, ΕΠ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕΠ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). Περαιτέρω, με το άρθρο 4 παρ. 9 του Ν. 2234/1994 η εφαρμογή της παραπάνω αναφερόμενης διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975. Τέλος, τυχόν ανάκληση της άδειας εγκατάστασης εταιρίας που διαχειρίζεται πλοίο αλλοδαπής πλοιοκτήτριας με ξένη σημαία, δεν έχει ως αποτέλεσμα, επειδή η εταιρία αυτή δεν έχει συσταθεί κατά το ελληνικό δίκαιο να θεωρείται ως ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρία, διότι η ενεστώσα εγκατάσταση της εταιρίας αυτής εντός της ημεδαπής δεν αποτελεί προϋπόθεση της αναγνώρισης του εν λόγω νομικού προσώπου ως διεπομένου ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της καταστατικής του έδρας (Βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕΠ 701/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕΠ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314, ΜoνΕΠ 149/2015 ΤΝΠ NOMOS). ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 εδ. α’ ΚΠολΔ, «Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε». Από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 308 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οριστική είναι η απόφαση με την οποία περατώνεται η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου, και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας σε σχέση με την υπόθεση. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Στάση της δίκης δημιουργείται και όταν η υπόθεση εισάγεται προς κατ’ ουσίαν συζήτηση στο δικαστήριο με κλήση κάποιου διαδίκου (Βλ. ΑΠ 780/2015 ΤΝΠ NOMOS). Μη οριστική απόφαση είναι και εκείνη με την οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, η αναβολή της συζήτησης της αγωγής εωσότου περατωθεί αμετάκλητα εκκρεμής ποινική δίκη (Βλ. ΕΠ 313/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι ο ενάγων και ο αρχικώς εναγόμενος ήταν μοναδικοί Διευθυντές/Διαχειριστές και μέτοχοι, κατά ποσοστό 50% ο καθένας, της εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της …, και κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους διατηρούσε την πραγματική της έδρα στον …. Ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο ο αρχικώς εναγόμενος πώλησε το με Αριθμό ΙΜΟ … Φ/Γ πλοίο «…», πλοιοκτησίας της παραπάνω εταιρίας, στη μη διάδικο εταιρία «…», αντί τιμήματος 350.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι από το τίμημα της αγοραπωλησίας που εισέπραξε ο αρχικώς εναγόμενος, όφειλε να αποδώσει στον ενάγοντα το ποσό που αντιστοιχούσε στο ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία (50%), δηλαδή όφειλε να του αποδώσει το ποσό των (350.000 : 2 =) 175.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο ήταν ισάξιο των 117.925 ευρώ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ (1 ευρώ = 1,484 δολλάρια ΗΠΑ), κατά το χρόνο πώλησης του πλοίου και είσπραξης του τιμήματος (15.01.2008). Ότι ο αρχικώς εναγόμενος απέδωσε στον ενάγοντα το ποσό των 30.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 20.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ (1 ευρώ = 1,545 δολλάρια ΗΠΑ) κατά τον χρόνο της καταβολής (04.06.2008), αντιστοιχούσε στο ισάξιο των 12.939 ευρώ, δηλαδή απέδωσε στον ενάγοντα μόνο το συνολικό ποσό των (30.000 + 12.939 =) 42.939 ευρώ, και δεν του κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό που αντιστοιχούσε στη μερίδα συμμετοχής του στην εταιρία και ανερχόταν σε (117.925 – 42.939 =) 74.986 ευρώ. Ότι η περιγραφόμενη συμπεριφορά του αρχικώς εναγόμενου πληροί, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, το αδίκημα της υπεξαίρεσης, διότι αυτός, με την ιδιότητα του διαχειριστή της παραπάνω αναφερόμενης εταιρίας, ιδιοποιήθηκε παράνομα το υπόλοιπο ποσό των 74.986 ευρώ, το οποίο έπρεπε να αποδώσει στον ενάγοντα, με βάση τη μερίδα και το ποσοστό συμμετοχής του. Με βάση το ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, ο ενάγων ζήτησε, με διάταξη που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο αρχικώς εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 74.986 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της τέλεσης της άδικης πράξης, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να απαγγελθεί σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου προσωπική κράτηση, διάρκειας έως ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικασθεί ο αντίδικός του στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Περαιτέρω, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την περαιτέρω συζήτηση της αγωγής στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία (δήλωση) επαναλαμβάνεται με τις προτάσεις του, ο ενάγων παραιτήθηκε από τη σωρευόμενη αυτοτελή αίτηση περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αγωγή παραδεκτά επανεισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 7, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3Α Ν. 2172/1993.

Εξάλλου, με την κρινόμενη αγωγή, αγωγική βάση της οποίας είναι η αδικοπραξία, και, συγκεκριμένα, η κατά τα ιστορούμενα τέλεση από τον αρχικώς εναγόμενο της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης, εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, για τον λόγο ότι ο ενάγων επικαλείται ότι ο αρχικώς εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη, με την ιδιότητα του διαχειριστή της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία ιδρύθηκε κατά το δίκαιο της …. Επομένως, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, αναφορικά με το οποίο λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Α) Ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις διεξαγωγής της παρούσας δίκης, -μεταξύ των οποίων- και η νομιμοποίηση των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια έννομου συμφέροντος (άρθρο 68 ΚΠολΔ), λόγω της φύσης της ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, ως το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) (Βλ. ΠΠΠ 2469/2005 Αρμ 2006.502). Β) Ως προς τα ζητήματα του άδικου και παράνομου χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξης, της υπαιτιότητας, της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, των προϋποθέσεων θεμελίωσης ευθύνης του ζημιώσαντος, του είδους και της έκτασης της αποζημίωσης, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία διαπράχθηκε το αδίκημα (lex loci delicti commissi) (Βλ. Βρέλλη Σ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδοση, 2008, σελ. 264 – 265), με την επισήμανση ότι δεν τίθεται ζήτημα προσφυγής στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), ο οποίος, με βάση τα άρθρα 31 και 32, εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή από την 11.01.2009 και έπειτα, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθώς, με βάση τα ιστορούμενα, το ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα την 15.01.2008. Γ) Ως προς το επιμέρους ζήτημα εάν το μέλος νομικού προσώπου έχει αξίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις σε βάρος προσώπου που ζημίωσε το νομικό πρόσωπο, εφαρμοστέο δίκαιο είναι επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία διαπράχθηκε το αδίκημα [Βλ. ΑΠ 949/1990 (Ποιν) ΝοΒ 1990.1048, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS, Γεωργιάδη Α. (-Μεταλληνό), ό.π., άρθρο 10, αριθ. περιθ. 19, σελ. 38]. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα παραδεκτώς επισκοπούμενα στο παρόν στάδιο έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, -μεταξύ των οποίων- όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική, καθώς και όσα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζονται χωρίς μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (πρβλ. ΜονΕΠ 256/2014 ΤΝΠ NOMOS), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 03.07.2006 συστήθηκε κατά το δίκαιο περί Εμπορικών Εταιριών της … η εταιρία με την επωνυμία «…» [Βλ. το από 03.07.2006 πιστοποιητικό σύστασης (certificate of incorporation), το οποίο προσάγει με επίκληση η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη στην αγγλική γλώσσα – Σχετικό 5]. Η παραπάνω εταιρία δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει λυθεί τουλάχιστον μέχρι τον χρόνο της περαιτέρω συζήτησης της κρινόμενης αγωγής. Μοναδικοί Διευθυντές της εταιρίας ήταν κατά τους κρίσιμους για την υπόθεση χρόνους, ο ενάγων και ο αρχικώς εναγόμενος, οι οποίοι ήταν και μέτοχοι, σε ποσοστό 50% ο καθένας, κατέχοντας 250 μετοχές ο καθένας από το σύνολο των 500 μετοχών. Η εταιρία αυτή ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … Φ/Γ πλοίου «…», με Δ.Δ.Σ. …, και με Αριθμό ΙΜΟ … (Βλ. το από 20.11.2006 προσωρινό έγγραφο εθνικότητας). Δυνάμει της από 06.07.2006 σύμβασης διαχείρισης, την οποία προσάγει η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη στην αγγλική γλώσσα, η εταιρία ανέθεσε τη διαχείριση του παραπάνω πλοίου της στην εδρεύουσα στη … εταιρία με την επωνυμία «….», συμφερόντων του αρχικώς εναγόμενου, η οποία είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, 27/1975, Ν. 814/1978, και Ν. 2234/1994, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/3695/24032/06.06.2003 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 97/ΤΑΠΣ/19.06.2003). Επομένως, η αλλοδαπή εταιρία «…», της οποίας μέτοχοι τύγχαναν ο ενάγων και ο αρχικώς εναγόμενος, εμπίπτει στην εξαίρεση από τη θεωρία της πραγματικής έδρας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 11 παρ. Δ του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α’ 6/26.01.2010) και 4 παρ. 9 του Ν. 2234/1994, και διέπεται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική της έδρα, εν προκειμένω, δηλαδή, από το δίκαιο της …, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας ανακλήθηκε μεταγενέστερα με την υπ’ αριθ. 3122.1/3695/12/24032/20.02.2009 Κ.Υ.Α των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 97/ΤΑΠΣ/19.06.2003), όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. πρωτ. 3122.1/3695/16/27.02.2015 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, που προσάγει με επίκληση η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε.

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, διότι αμέσως ζημιωθείσα από την επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του αρχικώς εναγόμενου είναι η αλλοδαπή εταιρία «…», που εξακολουθεί να υφίσταται, όπως προαναφέρθηκε, καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται τη λύση της, με αποτέλεσμα μόνο αυτή να νομιμοποιείται ενεργητικά, ως φορέας των δικαιωμάτων της εταιρικής περιουσίας, στην έγερση αξίωσης αποζημίωσης σε βάρος του αρχικώς εναγόμενου, λόγω της εκτιθέμενης παράνομης ιδιοποίησης χρηματικού ποσού από την πώληση του πλοίου της «…». Κατά συνέπεια, ο ενάγων δεν νομιμοποιείται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του, την οποία προσδιορίζει στο υπόλοιπο που δικαιούταν να εισπράξει από το τίμημα της αγοραπωλησίας του παραπάνω πλοίου, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία, διότι αυτός, με την ιδιότητα του μετόχου της εταιρίας, έχει υποστεί μόνο έμμεση ζημία. Κατόπιν τούτων, αφού ανακληθεί αυτεπαγγέλτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β’ ΚΠολΔ,  η προηγούμενη υπ’ αριθ. 3435/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το σκέλος που κρίθηκε σιωπηρά ότι υφίσταται νομιμοποίηση του ενάγοντος προς έγερση της κρινόμενης αγωγής, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Περαιτέρω, πρέπει ο καλών – ενάγων, λόγω της ήττας του, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΝΑΚΑΛΕΙ την υπ’ αριθ. 3435/2018 μη οριστική απόφαση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο σκεπτικό.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καλούντα – ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 04.07.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ